Πιθάριν

Τα πιθάρια και οι πιθαράδες της Κύπρου

Image

Για διάφορους λόγους τα νεότερα πιθάρια της Κύπρου δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Όταν αναφερόμαστε σε νεότερα πιθάρια εννοούμε αυτά που ήταν σε χρήση τα τελευταία 300 περίπου χρόνια, για τη μελέτη τους όμως αντλούμε στοιχεία και από παλαιότερες περιόδους, διότι το πιθάρι είναι ένα πολύ συντηρητικό αγγείο τόσο ως σχήμα όσο και στη χρήση του. Τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα, πιθανότατα και νωρίτερα, το χωριό Φοινί που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της οροσειράς του Τροόδους, ήταν το κατ’ εξοχήν χωριό των πιθαράδων στην Κύπρο.

 

Στα κρασοχώρια της Λεμεσού

Τα πιθάρια τα συναντούμε κυρίως σε κρασοπαραγωγά χωριά, τα λεγόμενα κρασοχώρια της Λεμεσού, αλλά και σε περιοχές όπως είναι η Μαραθάσα, η Πιτσιλλιά, τα χωριά της ορεινής Λευκωσίας, της Λάρνακας και της Πάφου. Η Λεμεσός όμως έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο του κρασιού (και όχι μόνον) που παραγόταν στην ενδοχώρα της, τουλάχιστον από τη μέση βυζαντινή περίοδο. Από την περίοδο της οθωμανοκρατίας έχουμε πληροφορίες ότι στην πόλη υπήρχαν έμποροι κρασιού που διέθεταν μεγάλες αποθήκες με πιθάρια και βαρέλια, συνήθως στο ισόγειο των σπιτιών τους, όπου μεταφερόταν το κρασί με ζώα μέσα σε ασκιά από την ορεινή Λεμεσό. Με τη βελτίωση των δρόμων στις αρχές του 20ού αιώνα το κρασί άρχισε να μεταφέρεται με αμάξια απευθείας μέσα σε βαρέλια και κατόπιν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 περίπου, με αυτοκίνητα. Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, με την εκβιομηχανοποίηση και την αλλαγή των μεθόδων παραγωγής και αποθήκευσης του κρασιού, τα πιθάρια σταδιακά έπαψαν να είναι αντικείμενα καθημερινής χρήσης και οι πιθαράδες εξέλιπαν. Οι οινοβιομηχανίες της Λεμεσού συγκέντρωναν όλη σχεδόν την παραγωγή των σταφυλιών και τα πιθάρια αντικαταστάθηκαν με στέρνες και ξύλινα βαρέλια.

 

Ο διακοσμητικός (νέος) ρόλος

Την ίδια περίπου περίοδο, δηλαδή γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, τα χωριά της Μαραθάσας και γενικότερα της κυπριακής υπαίθρου πλήγηκαν σοβαρά απ’ την αστυφιλία. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, λόγω της οικονομικής ευμάρειας και της αστικοποίησης, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας εξοχικών, οι άνθρωποι επέστρεψαν στα χωριά τους και τότε ανακάλυψαν τα πιθάρια οι αρχιτέκτονες και οι διακοσμητές. Τα πιθάρια άρχισαν να παίζουν ένα νέο ρόλο, διακοσμητικό αυτή τη φορά, με αποτέλεσμα να τα συναντούμε πλέον στο αστικό περιβάλλον. Υπάρχουν, δυστυχώς, περιπτώσεις όπου στην κυριολεξία ξηλώθηκαν πιθεώνες ολόκληροι για να εξυπηρετηθούν μεγάλες οικιστικές ή τουριστικές αναπτύξεις.

 

Η κύρια χρήση τους

Τα πιθάρια χρησίμευαν κυρίως για την αποθήκευση κρασιού, ξιδιού, λαδιού, νερού αλλά και διαφόρων γεωργικών προϊόντων όπως είναι τα δημητριακά. Ανάλογα με τη χρήση τους διέφερε και το μέγεθος και αυτές οι διαβαθμίσεις παρατηρούνται στην ονοματολογία: πιθάριν, πίθαρος, πιθαρούιν. Για την αποθήκευση του κρασιού χρησιμοποιούσαν τα μεγαλύτερα σε μέγεθος πιθάρια και αυτά υπήρξαν τα σπουδαιότερα προϊόντα της κεραμικής παραγωγής του Φοινιού.

 

Όσον αφορά στη μετρολογία να αναφέρουμε ότι τη χωρητικότητα των πιθαριών την υπολόγιζαν σε γομάρια. Κάθε γομάρι κρασιού ισούται με 128 οκάδες, δηλαδή 16 κούζες των 8 οκάδων. Η κούζα (αγγείο με μια λαβή και αποστρογγυλεμένη βάση) ήταν η βασική μονάδα μέτρησης του κρασιού. Από μετρήσεις που έγιναν, ένα πιθάρι με 130 εκατοστά βάθος και μέγιστη διάμετρο 140 εκ., χωρεί 7 γομάρια κρασί, που ισούνται με 896 οκάδες, δηλαδή σχεδόν 1150 κιλά. Ένα γομάρι κρασί, δηλαδή 128 οκάδες, ισοδυναμεί περίπου με 4 μεγάλα ασκιά, τα λεγόμενα μουδούρια, και κάθε ζώο μετέφερε δύο τέτοια ασκιά, άρα για να μεταφερθεί ένα γομάρι κρασί χρειάζονταν δύο ζώα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονταν 14 ζώα για να μεταφέρουν το περιεχόμενο ενός επταγόμαρου κρασοπίθαρου, για παράδειγμα.

 

Οι πιθαράδες δεν εργάζονταν αποκλειστικά σε μόνιμο εργαστήριο αλλά μετακινούνταν εποχικά στα διάφορα χωριά της ορεινής Λεμεσού, στη Μαραθάσα και την Πιτσιλιά, μέχρι και το νοτιοανατολικό τμήμα του Τροόδους όπου βρίσκεται και ο Κόρνος, ένα άλλο αγγειοπλαστικό κέντρο του κόκκινου πηλού, όπου δεν κατασκεύαζαν μεγάλα κρασοπίθαρα. Τα πιθάρια κατασκευάζονταν επί παραγγελία και ο πιθαράς όριζε την ημερομηνία που θα πήγαινε στο κάθε χωριό. Εργάζονταν από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο.

 

Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν το χοντρό πορώδες χώμα που υπάρχει σε διάφορες περιοχές του Τροόδους. Η διαδικασία του κτισίματος ενός πιθαριού διαρκούσε από 20 έως 40 με 45 ημέρες, αναλόγως του μεγέθους του και των καιρικών συνθηκών. Μετά την κατασκευή τους, τα πιθάρια χρειάζονταν 10 - 20 ημέρες για να στεγνώσουν στη σκιά.

 

Κατασκεύαζαν ταυτόχρονα πολλά πιθάρια, χωρίς τη χρήση κεραμικού τροχού. Πρώτα γίνονταν οι βάσεις και μετά ο πιθαράς άρχιζε να κτίζει σταδιακά το πιθάρι με την κόλληση διαδοχικών κυλινδρικών τεμαχίων πηλού που ονομάζονταν φιτίλια ή κουλούρια. Προσέθεταν ένα κουλούρι την ημέρα για να δίνεται η ευκαιρία στον νωπό πηλό να στεγνώσει και να μην καταρρεύσει το αγγείο. Για να κρατηθεί υγρό το σημείο επαφής με τον επόμενο δακτύλιο, το κάλυπταν με φύλλα δέντρων.

 

Συχνά στο εξωτερικό των πιθαριών υπάρχει στο σημείο καμπής μια ενισχυτική επίθετη λωρίδα πηλού που ονομάζεται ζωνάριν. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει και δεύτερο ζωνάρι ψηλότερα προς τον ώμο, ενώ σπανιότερα υπάρχουν τρία ή και περισσότερα ζωνάρια. Συχνά ο μεταξύ των ζωναριών χώρος διακοσμείται με μια τεθλασμένη ή καμπύλη ανάγλυφη ταινία από πηλό που περιτρέχει το σώμα του πιθαριού.

 

Τα καμίνια χωρούσαν από 3 μέχρι 6 πιθάρια. Ανάμεσά τους τοποθετούσαν μικρότερου μεγέθους αγγεία και κατόπιν γέμιζαν τα κενά με ξύλα. Η καύση των ξύλων με αργό ρυθμό κρατούσε δύο μερόνυχτα. Την τρίτη ημέρα άνοιγαν μια τρύπα στο επάνω μέρος του στομίου, την οποία διεύρυναν σταδιακά και η φωτιά μεγάλωνε. Αρχικά έβγαινε μαύρος καπνός από την τρύπα και όταν πια έβγαιναν φλόγες η όπτηση είχε ολοκληρωθεί και τα πιθάρια έμεναν για ένα ακόμη εικοσιτετράωρο στο καμίνι για να κρυώσουν σταδιακά.

 

Αμέσως μετά την όπτηση και ενώ ήταν ακόμη ζεστά, τα πιθάρια που προορίζονταν για την αποθήκευση κρασιού πισσώνονταν εσωτερικά, διότι τα πορώδη τοιχώματα των αγγείων με κόκκινο πηλό δεν παρέχουν πλήρη στεγανότητα. Η πίσσα ήταν ρητίνη του πεύκου και την προμηθεύονταν από τους πισσάρηδες. Το πίσσωμα, όμως, προσέδιδε ένα έντονο άρωμα στο κρασί και ένας περιηγητής των αρχών του 17ου αιώνα παρατηρεί χαρακτηριστικά: «…δεν μπορούσα να πιω… το κρασί ήταν πολύ δυνατό και αφ’ ετέρου είχε μια γεύση πίσσας… επειδή… τα εσωτερικά τοιχώματα (των πιθαριών) είναι επαλειμμένα με πίσσα… η γεύση του κρασιού γίνεται δυσάρεστη… και το κρασί… μεθυστικό».

 

Αφού τελείωναν τα πιθάρια, μεταφέρονταν στο σσώσπιτο απ’ όπου δεν μετακινούνταν σχεδόν ποτέ. Τοποθετούνταν μερικώς βυθισμένα στο χωμάτινο δάπεδο. Τα πιθάρια ήταν οξυπύθμενα για να κατακάθονται τα αιωρούμενα σωματίδια και να αντλείται το κρασί καθαρό. Τοποθετούνταν κατά μήκος των τοίχων της αποθήκης και έφεραν διαφόρων ειδών πώματα. Συχνά το κτίσιμο της αποθήκης ολοκληρωνόταν μετά την εγκατάσταση των πιθαριών, τα οποία είχαν μεγάλη διάρκεια χρήσης και προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν από πολλές γενεές. Αποτελούσαν σημαντικό μέρος της οικοσκευής των νοικοκυριών και για τον λόγο αυτόν, όταν ράγιζαν, επιδιορθώνονταν με μεταλλικούς συνδέσμους και χρησιμοποιούνταν πλέον για την αποθήκευση ξηρών προϊόντων.

 

Λόγω της σπουδαιότητας και του πολύτιμου περιεχομένου τους τα πιθάρια φέρουν συχνά στο επάνω μέρος του σώματος διαφόρων ειδών αποτροπαϊκά και άλλα σύμβολα, καθώς και διακοσμητικά θέματα. Το πιο συνηθισμένο αποτροπαϊκό σύμβολο είναι βέβαια ο σταυρός, ενώ συχνά συναντούμε αποτυπώματα σφραγίδων που χρησιμοποιούνταν στους εκκλησιαστικούς άρτους προσφοράς. Οι πιο συνηθισμένες επιγραφές δηλώνουν τον χρόνο και τον τόπο που έγινε το πιθάρι και συχνά το όνομα ή τα αρχικά του πιθαρά και του ιδιοκτήτη ή συνδυασμό των πιο πάνω.

 

Μια μοναδική μακροσκελής επιγραφή, η οποία αναφέρεται σε ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, υπάρχει σε πιθάρι στο χωριό Φικάρδου, που γειτνιάζει με την Ιερά Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά: «1892 Σεπτεβρίου 5, ημέρα Σάββατον, εκάιν ο Μαχαιράς, και δεν γλίτοσε τήποτες εξού που ηκόνα Ιγνάτιος καθηγούμενος». Και από κάτω: «Κοσταντίνος Μάστρος 1892 Σεμτεβρίου 3». Η ολοσχερής καταστροφή της Μονής Μαχαιρά μέσα σε τρεις ώρες από ανθρώπινο λάθος ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε ολόκληρο το νησί. Οι μοναχοί κατάφεραν να διασώσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Στην περίπτωση του πιθαριού αυτού παρατηρούμε ότι ο πιθαράς του γειτονικού χωριού, αφού τελείωσε το πιθάρι στις 3 Σεπτεμβρίου, το υπέγραψε και δύο μέρες μετά, όταν έγινε η φοβερή πυρκαγιά, κατέγραψε το γεγονός ως ενθύμηση στο επάνω μέρος του ιδίου πιθαριού, αφού ο πηλός ήταν ακόμη νωπός.

 

Και γυναίκες στην τέχνη της κατασκευής

Όπως γνωρίζουμε, τα πιθάρια κατασκευάζονταν από άνδρες. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες περιπτώσεις όπου γυναίκες, που είτε συνδέονταν με πιθαράδες είτε για κάποιο άλλο λόγο που μας διαφεύγει, έφτιαξαν κι αυτές πιθάρια. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Ερατώ Παναγιώτου (1886 - 1968) από τον Άγιο Δημήτριο, που σύμφωνα με μαρτυρίες επιχείρησε και έφτιαξε μερικές φορές πιθάρια. Επίσης η Σωφρονία Ιωάννου (1925- ) από το Φοινί, σε ηλικία 23 ετών, κατασκεύασε ένα πιθάρι.

 

Όπως αναφέρει η ίδια, ο παππούς της ήταν πιθαράς και τον παρακολουθούσε να φτιάχνει ένα πιθάρι, ενώ ταυτόχρονα έφτιαχνε κι αυτή το δικό της. Ήταν όμως η μοναδική φορά και όπως λέει και η ίδια κατηγορηματικά, οι γυναίκες δεν έκαναν πιθάρια, μόνο σταμνιά, και αντίθετα οι πιθαράδες μόνο πιθάρια. Σε άλλες περιπτώσεις αναφέρονται γυναίκες από το Φοινί που έφτιαξαν μερικά πιθάρια μόνο για την προίκα τους. Ελάχιστες είναι, φαίνεται, οι περιπτώσεις όπου γυναίκες συνέχισαν να φτιάχνουν πιθάρια και αυτές οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν μάλλον τον κανόνα ότι τα πιθάρια φτιάχνονταν από άνδρες.

 

Υπάρχει επίσης η ισχύουσα άποψη ότι μεγάλα πιθάρια έφτιαχναν μόνο οι πιθαράδες του Φοινιού. Υπάρχουν, όμως, μαρτυρίες ότι μεγάλα πιθάρια φτιάχνονταν σε πάρα πολλά μέρη όπως στα χωριά Παναγιά, Τάλα, Λαζανιά, Φικάρδου, στα Λεύκαρα, ακόμη και στη Λευκωσία. Δεν γνωρίζουμε εάν η τέχνη διαδόθηκε σε αυτά τα μέρη από τους Φοινιώτες αγγειοπλάστες, είναι όμως μια εύλογη υπόθεση. Θα υπήρχαν βεβαίως και επιγαμίες, οι οποίες συνέβαλαν στη διάδοση της τέχνης.

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ

 

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, στις 18 Απριλίου 2018. 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image