Κέρμα

Image

Το αποτέλεσμα του κείρειν, μικρό τεμάχιο۬  1) κέρματα (τα)۬  τα μικρά νομίσματα από ασήμι ή ευτελέστερο μέταλλο. Ο όρος χρησιμοποιείται για νομίσματα μικρής αξίας, κοιν. ψιλή μονέδα, γαζέτα. Υποκορ. κερμάτιον, το, (βλ. Φιλιππιδ. εν «Φιλευριπίδη» 2, Ανθ. II 11.346). Ο όρος κέρμα χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων, από τον 4ο αιώνα π.Χ., (βλ. Θεόπομπος, κωμ. εν «Μήδω» 1, Αντιφάνης εν «Κύκλωπι» 3) και έλκει την ετυμολογική του προέλευση από το ρ. κείρω = αποτέμνω, αποκόπτω, κουρεύω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι σχετικοί μ’ αυτόν όροι κερματίζω (κόπτω σε μικρά νομίσματα, κομματιάζω), κερματισμός (ο), (αλλαγή ενός μεγάλου σε ονομαστική αξία νομίσματος με μικρά) και κερματιστής, ο (=αργυραμοιβός, κολλυβιστής).

 

Τα κέρματα ως νομίσματα μικρής αξίας χρησιμοποιούνται σήμερα ευρύτατα διεθνώς στην εγχώρια αγορά των διαφόρων χωρών για το διακανονισμό των μικροσυναλλαγών ή για τη συμπλήρωση των πληρωμών. Αυτά κατασκευάζονται από κράμα διαφόρων μετάλλων, κυρίως νίκελ, χαλκού, ψευδαργύρου και αλουμινίου. Η αναγκαιότητα της χρήσης των κερμάτων εξηγείται ως ακολούθως: Όταν ως βάση των νομισματικών συστημάτων λαμβάνονται τα ευγενή μέταλλα (χρυσός ή άργυρος) γεννάται μια πρακτική δυσκολία, που συνίσταται στο γεγονός ότι οι υποδιαιρέσεις της επίσημης μονάδας θα είναι νομίσματα ελάχιστα κατ' όγκο και επομένως πρακτικώς ακατάλληλα για την κυκλοφορία. Για να ξεπεραστεί η δυσκολία αυτή στις συναλλαγές μικρής αξίας, τα αντιστοιχούντα νομίσματα κατασκευάζονται από ευτελέστερο μέταλλο, έτσι που παρόλο ότι αντιπροσωπεύουν μικρή αξία, έχουν ικανοποιητικό σχετικά όγκο, γεγονός που τα καθιστά εύχρηστα.

 

Αν, όμως, τα κέρματα είχαν ως εμπόρευμα την ίδια αξία που έχουν και ως νόμισμα θα προέκυπταν δυο πρόβληματα: 1) Δεν θα ήταν ογκώδη και επομένως θα ήταν πρακτικώς ακατάλληλα για την κυκλοφορία και 2) όσες φορές θα διαταρασσόταν στο εμπόριο η αρχική σχέση που κατά τη στιγμή της έκδοσής τους υπήρχε μεταξύ του ευτελούς μετάλλου και του βασικού μετάλλου του νομισματικού συστήματος, το εκάστοτε ελαφρότερο θα έδιωχνε από την κυκλοφορία το βαρύτερο, και έτσι θα επερχόταν το άτοπο του διμεταλλισμού. Για τους πιο πάνω λόγους τα κέρματα δεν έχουν το δικαίωμα της ελευθερίας της νομισματοκοπής, αλλά εκδίδονται από το κράτος και κατά κανόνα έχουν ονομαστική αξία, που δίνεται σ' αυτά διά νόμου και είναι μεγαλύτερη από την πραγματική αξία που αυτά έχουν ως εμπόρευμα (εσωτερική αξία). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα κέρματα στα κρατικά ταμεία πρέπει να γίνονται απεριορίστως δεκτά, ενώ στις συναλλαγές μεταξύ των ιδιωτών μόνο μέχρις ενός ορισμένου ποσού.

 

Συνεπώς, τα κέρματα είναι νομίσματα επιβοηθητικά του κυρίου νομίσματος, που αποτελεί τη νομισματική μονάδα μιας χώρας, δεν έχουν το δικαίωμα της ελευθερίας της νομισματοκοπής και της απεριόριστης εξοφλητικής ικανότητος, εκδίδονται από το κράτος και έχουν νόμιμη ονομαστική αξία που είναι ανώτερη της πραγματικής. Κέρματα εκδίδονται και χάρτινα, αν και, ως επί το πλείστον, επεκράτησε το κέρμα να κόβεται από μέταλλο.

 

Στην κυπριακή νομισματική ορολογία, η χρήση του όρου κέρμα είναι νεότερη και αρχίζει επί Αγγλοκρατίας. Παρόλα αυτά, όμως, κέρματα υπό την έννοια των υποδιαιρέσεων της επίσημης νομισματικής μονάδας έχουμε από αρχαιοτάτων χρόνων. Με την πάροδο του χρόνου, την ανάπτυξη του εμπορίου και την αύξηση της πυκνότητας των συναλλαγών, η χρήση των κερμάτων καθίσταται περισσότερο αναγκαία και διαρκώς διευρύνεται. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192 - 1489), εκτός από το λευκό βυζάντιο (χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη βασιλεία του Ερρίκου Β' [1285   1324]) και το γρόσο (χρησιμοποιήθηκε από την εποχή του Ερρίκου Β' μέχρι το τέλος της Φραγκοκρατίας), βρίσκονταν στην κυκλοφορία διάφορα κέρματα, όπως το ημίγροσο, το δηνάριο, τα σιζίνια και τα καρτζία. Εδώ αξίζει να τονισθεί ότι μερικοί Λουζινιανοί βασιλιάδες όπως ο Ιωάννης Β' (1432 - 1458), η Καρλόττα (1458 - 1464), ο Λουδοβίκος της Σαβοΐας κ.α. δεν εξέδωσαν άλλα κέρματα εκτός από ημίγροσα.

 

Τα δηνάρια και τα καρτζία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως κέρματα και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (βλ. και εμβόλιμο κείμενο βενετικά νομίσματα).

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κέρματα που χρησιμοποιήθηκαν στην Κύπρο επί Τουρκοκρατίας (1571-1878), και τούτο γιατί η επίσημη νομισματική μονάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο αυτή δεν παρέμεινε η ίδια από την αρχή μέχρι το τέλος. Αρχικά, ως επίσημη νομισματική μονάδα από τον 14ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε το akce που εξαιτίας του χρώματός του στα ελληνικά ονομαζόταν άσπρον. Επειδή το άσπρον, με την πάροδο του χρόνου, είχε υποτιμηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, παρουσιάστηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια νέα νομισματική μονάδα μεγαλύτερης αξίας, πράγμα που έγινε το 1620 με την έκδοση του ασημένιου παρά, που άξιζε τρία άσπρα. Ύστερα απ' αυτό το άσπρον μετετράπη σε κέρμα. Για τον ίδιο λόγο η τουρκική κυβέρνηση — εβδομήντα χρόνια αργότερα — το 1688, εξέδωσε ένα πολύ μεγαλύτερο ασημένιο νόμισμα, κατ' απομίμηση του αυστριακού Groschen, που ονομάστηκε Kurus. Από τότε το νόμισμα αυτό, που στα ελληνικά ονομάστηκε γρόσι, απετέλεσε τη βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατ’ επέκταση των υπόδουλων σ’ αυτή χωρών. Το γρόσι ήταν ίσο με 40 παράδες. Μετά την εισαγωγή του γροσιού, ως της επίσημης νομισματικής μονάδας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ως κέρματα χρησιμοποιούνταν το μπεσλίκ, που αντιστοιχούσε με 5 παράδες, το ονλούκ, που αντιστοιχούσε με 10 παράδες, το γιρμιλίκ που αντιστοιχούσε με 20 παράδες, και το ιζλότ, που αντιστοιχούσε με 30 παράδες.

 

Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' (1808 - 1839) το 1829 εισήγαγε στο νομισματικό σύστημα, που ίσχυε τότε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ασφαλώς στην Κύπρο, την πρώτη και το 1833 τη δεύτερη σειρά μεταλλικών νομισμάτων. Στην πρώτη σειρά περιλαμβάνονταν και κέρματα του 1/2 γροσιού (εικοσάρα*) και 1/4 γροσιού (δεκάρα). Αυτά κυκλοφόρησαν στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες ακόμη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας.

 

Μετά την οικονομική και νομισματική μεταρρύθμιση, που επέφερε ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (1839 - 1861) το 1844 εισήχθησαν και νέα χάλκινα κέρματα των 1,5, 10 και 20 παράδων. Τα κέρματα αυτά εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κυκλοφορία και κατά τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο. Άλλα κέρματα που υπήρχαν ακόμη στην κυκλοφορία κατά την περίοδο αυτή ήσαν ο παράς, μεταλλικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με το 1/40 του γροσιού και το άσπρον, επίσης μεταλλικό νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/120 του γροσιού.

 

Τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878 - 1890) από νομισματικής σκοπιάς απετέλεσαν μια μεταβατική περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή στην Κύπρο κυκλοφορούσαν διάφορα νομίσματα όπως τουρκικά, αγγλικά, ινδικά, χρυσά γαλλικά γνωστά ως «Ναπολεόνια» και μερικά άλλα ξένα. Στα επόμενα χρόνια λήφθηκαν διάφορα μέτρα που απέβλεπαν στον σταδιακό περιορισμό της χρήσης των τουρκικών νομισμάτων και την εισαγωγή των αγγλικών. Η μεταβατική περίοδος προσαρμογής του κυπριακού προς το αγγλικό νομισματικό σύστημα κράτησε 22 ολόκληρα χρόνια (1879 - 1900). Στις 17.9. 1900 με το Διάταγμα περί Κυπριακού Νομισματοκοπείου τέθηκαν οι βάσεις για την κοπή κυπριακών νομισμάτων, που τελικά τέθηκαν σε κυκλοφορία ενωρίς το 1901.

 

Το νέο νομισματικό σύστημα διατήρησε ως βάση του το γρόσι, έτσι που τα αργυρά νομίσματα που εκδόθηκαν είχαν ονομαστική αξία που εκφραζόταν σε 3, 4 1/2,9 και 18 γρόσια. Ταυτόχρονα εκδόθηκαν και τα κέρματα του 1/4 και 1/2 του γροσιού, γνωστά ως εικοσάρα και δεκάρα. Κυπριακά κέρματα του 1/2 και 1/4 του γροσιού κόπηκαν επίσης επί Εδουάρδου Ζ' (1901-1910), και Γεωργίου Ε' (1910 -1936). Επί Γεωργίου Στ' (1937-1952) κόπηκαν μόνο κέρματα του 1/2 του γροσιού.

 

Τα κέρματα διατηρήθηκαν και στο νέο νομισματικό σύστημα που εισήχθη στην Κύπρο το 1955 επί βασιλίσσης Ελισάβετ. Με την εισαγωγή του νομισματικού αυτού συστήματος καταργήθηκαν τα γρόσια και τα σελίνια και η λίρα υποδιαιρέθηκε σε 1.000 μιλς. Για την εφαρμογή του νέου νομισματικού συστήματος το ίδιο έτος κόπηκαν τα ακόλουθα πέντε κέρματα: των 3, 5,25,50 και 100 μιλς. Επίσης εκδόθηκαν χαρτονομίσματα των 250 μιλς και 500 μιλς, της 1 και των 5 λιρών.

 

Τα κέρματα που εισήχθησαν το 1955 διατηρήθηκαν στην κυκλοφορία και μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Έκτοτε, έγιναν αρκετές νέες κοπές των κερμάτων αυτών με τις ίδιες ονομαστικές αξίες, αλλά με το έμβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρώτη απ’ αυτές έγινε το 1963. Το ίδιο έτος κόπηκαν και κέρματα του 1 μιλ.

 

Τα κέρματα διατηρήθηκαν και στο νέο νομισματικό σύστημα, που εισήχθη το 1983 και είχε ως κύριο χαρακτηριστικό του την κατάργηση των μιλς, που για 27 χρόνια (1955 1983) αποτελούσαν την υποδιαίρεση της κυπριακής λίρας και την εισαγωγή των σεντ. Νομισματική μονάδα παρέμεινε και στο νέο σύστημα η κυπριακή λίρα υποδιαιρούμενη σε 100 σεντ. Ως αποτέλεσμα της εισαγωγής του νέου συστήματος, την 1.10.1983, τέθηκαν στην κυκλοφορία έξι νέα κέρματα με ονομαστική αξία 1/2, 1, 2, 5, 10 και 20 σεντ. Επιπρόσθετα από τα κέρματα αυτά τέθηκε στην κυκλοφορία και χαρτονόμισμα των 50 σεντ.

 

Ωστόσο, αργότερα το χαρτονόμισμα των 50 σεντ αντικαταστάθηκε με κέρμα επίσης. Από την    1η Ιανουαρίου 2008, οπότε η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωζώνη και εισήγαγε ως νόμισμά της το ευρώ, κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα και κέρματα της νομισματικής αυτής μονάδας, που αντικατέστησαν εκείνα της λίρας. Όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Ευρωζώνης, η Κύπρος έθεσε σε κυκλοφορία επτά συνολικά κέρματα, αξίας 1, 2, 5, 20 και 50 σεντ και 1 και 2 ευρώ.

 

Τα κυπριακά κέρματα του ευρώ έχουν όλα στη μία τους όψη την κοινή για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης παράσταση, δηλαδή τον χάρτη της Ευρώπης και την αναγραφή της αξίας εκάστου. Στην άλλη, την εθνική όψη, έχουν ως σύμβολα το κυπριακό αγρινό (κέρματα των 1, 2 και 5 σεντ), το αρχαίο καράβι της Κερύνειας (10, 20 και 50 σεντ) και σταυρόσχημο προϊστορικό ειδώλιο ( 1 και 2 ευρώ). Κυκλικά υπάρχουν τα αστέρια της Ευρώπης και η λέξη ΚΥΠΡΟΣ – KIBRIS καθώς και η χρονολογία κοπής (2008 για τα κέρματα της πρώτης κοπής).

 

ΧΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image