Λαός

Image

Ο λαγός (Lepus), μικρό άγριο ζώο της ομοταξίας των Θηλαστικών, της τάξης των Λαγομόρφων και της οικογένειας των Λεποριδών. Χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα του αυτιά κι από το γεγονός ότι τα οπίσθια μέλη του είναι περισσότερο ανεπτυγμένα και τα μπροστινά του πόδια κοντύτερα, πράγμα που τον κάνει να τρέχει με χαρακτηριστικό πηδηκτό τρόπο. Έχει κοντή ουρά με το εσωτερικό της τρίχωμα πάντα άσπρο. Το μέγεθός του ποικίλλει ανάλογα με το είδος. Γεννά 3-4 φορές τον χρόνο από 2 έως 5 μικρά. Κάνει τη φωλιά του σε λαγούμια που σκάβει ο ίδιος και κυκλοφορεί κυρίως τη νύκτα γι΄ ανεύρεση τροφής.  Έχει ωραίο τρίχωμα. Τρέφεται με λαχανικά κι άλλα είδη χόρτου, έχει πολύ ανεπτυγμένη ακοή, είναι ταχύτατος αλλά και δειλός.

 

Το γένος περιλαμβάνει γύρω στα 70 διαφορετικά είδη από τα οποία διαδεδομένο είναι το είδος λαγωός ο κοινός ή και ευρωπαϊκός (Lepus europaeus) που ζει και στην Κύπρο. Στην Κύπρο, ο λαός είναι ένα από τα λίγα άγρια ζώα της πανίδας του νησιού και είναι περιζήτητο κυνήγι επειδή το κρέας του είναι πολύ νόστιμο. Μεταξύ άλλων, μαγειρεύεται ως στιφάδο αλλά διατηρείται και σε ξύδι. Το κυνήγι του επιτρέπεται κατά διαστήματα μόνο και υπόκειται σε περιορισμούς, για να μη εκλείψει το είδος.

 

Στην Κύπρο λέγεται λαός (από το αρχ. λαγωός). Το θηλυκό ζώο λέγεται λαουδκιά (η), λαΐνα ή και λαουρού (η). Τα μικρά του λέγονται λαούδκια (τα). Ανάλογα προς τα σωματικά χαρακτηριστικά των ζώων, απαντώνται διάφορες ονομασίες τους, όπως φκιακάς (ο), μακρόφτας (ο), τσ'ιακκιλόμματος (ο) κ.ά. Η φωλιά του, ως τόπος διαμονής του, λέγεται μονή (η).

 

Από τα αρχαία χρόνια ο λαός ήταν περιζήτητο είδος κυνηγίου τόσο σε άλλες χώρες όσο και στην Κύπρο. Στα περίφημα ρωμαϊκής περιόδου ψηφιδωτά στην οικία του Διονύσου στην Πάφο, περιλαμβάνονται σκηνές κυνηγίου διαφόρων αγρίων ζώων, μεταξύ δε αυτών και ο λαός. Αλλά το θαυμάσιο κρέας του λαού, ως πολύτιμο φαγώσιμο είδος για τον άνθρωπο, απαντάται και σε μεσαιωνικά δημοτικά τραγούδια, όπως στο άσμα της πάλης του Διγενή με τον Χάροντα:

 

...Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φα νά πκιει μητά μας.

να φάει άγριν του λαού να φα όφτόν περτίτζ'ιν,

να φα αρκοτζ'εράμυον που τρων αντρειωμένοι,

να πκιή γλυκόποτον κρασ'ιν πού πίννουν φουμισμένοι...

 

όπου ο λαός αποτελεί έδεσμα για τους άρχοντες και τους εκλεκτούς. Έτσι, είναι φυσικό ο λαός να απαντάται αρκετά συχνά στην κυπριακή λαογραφία (τραγούδια, παροιμίες, μύθοι κλπ.). Γνωστότατες είναι αρκετές παροιμίες στις οποίες αναφέρεται ο λαός, μεταξύ δε αυτών σημειώνουμε τις ακόλουθες:

 

* Όποιος τζ'υνηά [=κυνηγά] δκυο λαούς, δεν πκιάννει κανέναν, λέγεται για όσους κάνουν πρόχειρα πολλά πράγματα μαζί.

* Φακκά η καρκιά του σαν του λαού (ή ακόμη έσ'ει καρκιάν του λαού), λέγεται για τους δειλούς.

* Ντόπκιος λαός θέλει τζ'αι ντόπκιον σσ’ύλλον, δηλαδή οι ντόπιοι γνωρίζουν καλύτερα τα μέρη και τις συνήθειες των αντιπάλων.

* Ο λαός κουδούνια φόρεν τζ' αν τα 'φόρεν πκοιός τα 'θώρεν; λέγεται για τους ασήμαντους επιδειξιομανείς.

* Λαός πιπέριν έσπειρεν, κακόν  της τζ'εφαλής του, λέγεται για εκείνους που είναι αίτιοι δικών τους κακών.

 

Αλλά και σε σχέση προς τους σκύλλους:

Τρέσ’ ει ο κούνος τον λαόν, δεν τον εφτάννει, κλαίει, πκιάννει τον ο λαονικός, «επκιάσαμέν τον», λέει.

 

Λαονικός είναι ο κυνηγετικός σκύλλος που ξετρυπώνει και κυνηγά τους λαούς.

Είναι επίσης πολύ γνωστές οι φράσεις: τούτος λαοτζ'οιμάται (=λαγοκοιμάται, κοιμάται πολύ ελαφρά), εγίνην λαός (για όποιον το βάζει στα πόδια), εν γαίμαν του λαού (για ό,τι έχει βαθύ κόκκινο χρώμα), εγινήκαμεν σαν τα παιδκιά του λαού (για σκορπισμένες ομάδες ή οικογένειες), έβκαλεν λαόν (για κάποιον που πετυχαίνει απρόσμενο κέρδος) κλπ.

 

Παλαιότερα, προτού διαδοθούν στο νησί τα σύγχρονα κυνηγετικά όπλα, το κυνήγι του λαού γινόταν με διάφορους τρόπους, όπως το στήσιμο ειδικών παγίδων ή παγίδων με σύρμα, που στήνονταν σε ορεινά μονοπάτια απ' όπου περνούσαν τα ζώα. Ένας περίεργος τρόπος κυνηγίου ήταν το δακκαννούριν του καούρου που το κατασκεύαζαν με τέτοιο τρόπο, οπότε το έβαζαν στο στόμα και μιμούνταν τη φωνή της λαγουδίνας, προκειμένου να ελκύσουν αρσενικά ζώα (βλέπε και λήμμα δακκαννούριν ή δακκαννούρα). Ακόμη, κατά την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα 1955-59, οπότε απαγορεύτηκε η κατοχή κυνηγετικών όπλων, αρκετοί κυνηγούσαν λαούς με το αυτοκίνητο σε αγροτικούς δρόμους τα βράδια, και τους σκότωναν με σύρμα το οποίο στερέωναν χαμηλά στους δυο μπροστινούς τροχούς του οχήματός τους.

 

Ο λαός μοιάζει με το κουνέλι, αλλά υπάρχει μεταξύ τους μια σημαντική, μεταξύ των άλλων, διαφορά: ο λαός γεννά λαγουδάκια με τρίχωμα κι ανοικτά μάτια, που μπορούν από την αρχή να μετακινούνται. Το κουνέλι, αντίθετα, γεννά μικρά χωρίς τρίχωμα και τυφλά, που αναπτύσσονται σταδιακά και που η όρασή τους έρχεται μέρες αργότερα, οπότε κι ανοίγουν τα μάτια τους.