Ξισταρκά

Image

Λέγεται και λαδανιά, λουβιδκιά, λεουδκιά, ληωνιά, λεούτιν, κλαδίν κλπ. Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά είδη της χαμηλής χλωρίδας της Κύπρου. Κίστος, κοινώς κιστάρια. Επιστημονική ονομασία: Cistus sp. Οικογένεια: Κιστωδών (Cistaceae). Αγγλική ονομασία: Rock rose.

 

Πρόκειται για φυτά φρυγανώδη, ιθαγενή των παραμεσογείων χωρών, που το γένος τους περιλαμβάνει περί τα 20 είδη. Στην Κύπρο αυτοφύονται τα ακόλουθα 7 είδη:

 

  1. Cistus villosus creticus.
  2. C. villosus tauricus.
  3. C. parviflorus.
  4. C. monspeliensis.
  5. C. salviaefolius.
  6. C. ladaniferus.
  7. C. hybrida.

 

Τα διάφορα είδη κίστου είναι θάμνοι που το ύψος τους κυμαίνεται από λιγότερο από ένα μέτρο μέχρι και ενάμισυ μέτρο περίπου. Ήσαν πολύ γνωστά φυτά ήδη από τα αρχαία χρόνια κι αναφέρονται από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη. Ο τελευταίος αναφέρει και το λάδανον που παραγόταν από μερικά είδη κίστου στην Κύπρο, και το οποίο αναφέρει και ο Ηρόδοτος.

 

Στην Κύπρο τα διάφορα αυτοφυή είδη κίστου απαντώνται σε άγονα εδάφη και στα δάση, σε πάρα πολλά μέρη, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα βουνά (έως περίπου στα 1.700 μέτρα). Χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρά και άφθονα φύλλα έντονου πράσινου χρώματος, και πολυπληθή κλαδιά, δίνουν δε άνθη ωραίου ροζ ή και άσπρου χρώματος, ανάλογα προς το είδος, (γι' αυτό υπάρχει και η ονομασία ασπροξισταρκά), ανθίζουν δε από το τέλος του χειμώνα μέχρι και το καλοκαίρι. Οι καρποί τους είναι μικρές κάψουλες, ξυλώδεις, που διαφέρουν ανάλογα προς το είδος.

 

Η ξισταρκά λέγεται και κλαδίν (το) σε μερικές περιοχές της Κύπρου, διότι τα κλαδιά της χρησιμοποιούνταν για το «κλάδωμα» του μεταξοσκώληκα (για να κατασκευάσει πάνω σ' αυτά το κουκούλι του).

 

Κατά τις περιόδους της ανθοφορίας της ξισταρκάς, αυτή αποτελεί ένα από τα ωραιότερα και πλέον χαρακτηριστικά είδη βλάστησης των δασών και άλλων περιοχών της Κύπρου, ιδίως περιοχών όπου αυτοφύεται σε μεγάλους αριθμούς. Τα άνθη φέρουν 5 πέταλα, λεπτά, που δίνουν την εντύπωση τσαλακωμένου χαρτιού.

 

Από μερικά είδη κίστου, όπως το είδος κίστος ο λαδανοφόρος (C. ladaniferus), το είδος κίστος ο μομπελιανός (C. monspeliensis) και ιδίως το είδος κίστος ο κρητικός (C. creticus) μαζευόταν στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια μέχρι και πρόσφατα το λάδανον. Πρόκειται για είδος βαλσαμώδους ρητίνης που είναι ουσία φαρμακευτική και εκκρίνεται από τα φύλλα και τους βλαστούς της ξισταρκάς κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κι αποτελούσε παλαιότερα εξαγωγικό προϊόν της Κύπρου. Τοπικά η ουσία αυτή λέγεται λάανος (ο). Ο Διοσκουρίδης, ένας από τους γνωστότερους ιατρούς και βοτανολόγους της αρχαίας Ελλάδας, στο σύγγραμμα του «Περί ύλης ιατρικής» αναφέρει ότι στη Κύπρο «…Υπάρχει και άλλο είδος κίσθου, το οποίο αποκαλείται από μερικούς λήδον…» περιγράφοντας την ευρέως διαδεδομένη στην Κύπρο Ξισταρκά. 

 

Το φυτό είναι επίσης γνωστό με τις ονομασίες λουβιδκιά, λεούτιν ή λαδανιά εξαιτίας του λάδανου, της αρωματικής ουσίας που παράγεται από τους αδένες των τριχών στους νεαρούς βλαστούς του φυτού. Το λάδανο αποτέλεσε από την αρχαιότητα σημαντικό υλικό για την αρωματοποιία και την σαπωνοποιία λόγω της γλυκιάς και ευχάριστης οσμής που αναδύει και γι αυτό η συλλογή και εξαγωγή του αποτέλεσε μια σημαντική και προσοδοφόρα δραστηριότητα κυριότερα για τους κατοίκους των Λευκάρων και της Τηλλυρίας. Η μέθοδος συλλογής από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ου αι. δεν έχει διαφοροποιηθεί και βασιζόταν κυρίως στην χρήση αιγών και άλλων κοπαδιών. Συγκεκριμένα, καθημερινή συνήθεια των βοσκών κατά την Άνοιξη και το Καλοκαίρι ήταν να οδηγούν τα κοπάδια τους σε περιοχές που αφθονούσε το φυτό για να μπορέσει το λάδανο να κολλήσει πάνω στο τρίχωμα των ζώων. Τα ζώα στη συνέχεια κουρεύονταν και το μαλλί βραζόταν σε ζεστό νερό το οποίο στη συνέχεια περνούσε από διαδικασία διήθησης ώστε να συλλεχτεί η αρωματική ουσία.

 

Πέραν από την χρήση του λαδάνου για αρωματικούς σκοπούς, το έλαιο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί και ως υποκατάστατο του σαπουνιού αφού όταν βραστεί με τα ρούχα παρατηρείται έντονος αφρισμός που απομακρύνει τις ακαθαρσίες από τα ρούχα. Επιπρόσθετα, παλαιότερα το λάδανο είχε περιγραφεί από τον Διοσκουρίδη ως υλικό για δημιουργία επαλείμματος κατά της τριχόπτωσης ενώ παράλληλα χρήση του παρατηρείται στην παρασκευή του άγιου μύρου και θυμιαμάτων. 

 

Τέλος, τα νεαρά άνθη του φυτού χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τσαγιού το οποίο παρουσιάζει φαρμακευτικές ιδιότητες ως προς την μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image