Πανίδα

Image

Mε τον όρο πανίδα (fauna) υποδηλώνεται το σύνολο των ζωικών ειδών μιας γεωγραφικής περιοχής ή μιας γεωλογικής (χρονικής) περιόδου. Με την χρήση ορισμένων προθεμάτων, ο όρος εκφράζει το σύνολο των ζώων μιας ορισμένης κατηγορίας (όπως λ.χ. ιχθυοπανίδα, ορνιθοπανίδα κλπ.). Η πανίδα διακρίνεται βασικά σε υδρόβια (θαλασσίων, υφάλμυρων και γλυκών νερών) και σε χερσαία, κι εξαρτάται από τις φυσικές οικολογικές και κλιματολογικές συνθήκες κάθε περιοχής. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για τον καθορισμό του συνόλου των ζώων μιας γεωγραφικής περιοχής κατά τη διάρκεια ορισμένης γεωλογικής περιόδου, με βάση τα απολιθωμένα λείψανα ζώων που προέρχονται από τα διαδοχικά ιζηματογενή στρώματα που σχηματίστηκαν καθόλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου κατά την οποία είχαν ζήσει.

 

Η Κύπρος είχε, από την αρχή του σχηματισμού της, μια σχετική απομόνωση ως νησί που είναι, και μάλιστα νησί που αναδύθηκε από τη θάλασσα (βλέπε λήμμα γεωλογία) χωρίς να ήταν ποτέ ενωμένο με κάποια κοντινή ηπειρωτική ακτή. Σ' αυτή τη σχετική απομόνωση του νησιού εξελίχθηκαν μέσα στις χιλιετίες τόσο η πανίδα όσο και η χλωρίδα του νησιού, παίρνοντας στοιχεία κι από τις τρεις κοντινές προς αυτό ηπείρους (Αφρική, Ασία, Ευρώπη). Έτσι, τόσο η πανίδα όσο και η χλωρίδα της Κύπρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον· αρκετά μάλιστα είδη, τόσο της πανίδας όσο και της χλωρίδας της Κύπρου, είναι μοναδικά κι απαντώνται μόνο εδώ.   Άλλα απ' αυτά έφθασαν στο νησί μόνα τους, ενώ άλλα εισήχθησαν.

 

Τα πρώτα μεγάλα θηλαστικά που μαρτυρούνται στην Κύπρο από απολιθώματά τους που έχουν βρεθεί, θα πρέπει να έφθασαν ως εδώ κολυμπώντας από τις κοντινές ακτές. Επρόκειτο για νάνους ιπποπόταμους και ελέφαντες. Δεδομένου δε ότι τα ζώα αυτά είχαν ζήσει στην Κύπρο πριν από ένα περίπου εκατομμύριο χρόνια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τότε η στάθμη της θάλασσας ήταν κατά πολύ χαμηλότερη, άρα και η θαλάσσια απόσταση που χώριζε την Κύπρο από τη Μικρά Ασία ήταν κατά πολύ μικρότερη. Υπολογίζεται ότι τα ζώα αυτά που έφθασαν στο νησί κολυμπώντας, διήνυσαν μια απόσταση περί τα 30-35 χιλιόμετρα. Η εξαφάνισή τους υπολογίζεται ότι συνέβη πριν από 8-10 χιλιάδες χρόνια, γεγονός που χρονολογικά συμπίπτει περίπου με την άφιξη στην Κύπρο των πρώτων κατοίκων της οι οποίοι — σύμφωνα προς την επικρατούσα θεωρία — θα έφθασαν επίσης από τις κοντινές ηπειρωτικές ακτές. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ότι η εξαφάνιση των ζώων αυτών οφείλεται στο κυνήγι τους από τον προϊστορικό άνθρωπο.

 

Οι κλιματολογικές και, γενικότερα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες της μακρινής εκείνης εποχής ήσαν εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές, κι επέδρασαν ανάλογα στην εξέλιξη των διαφόρων μορφών ζωής. Ο νάνος ιπποπόταμος (Hippopotamus minutus) κι ο πυγμαίος ελέφαντας (Elephas Cypriotes) που έζησαν στην Κύπρο, είχαν περίπου το μέγεθος χοίρου. Εξ άλλου, πιθανόν να είχε ζήσει στο νησί κι ένα είδος αγριόγατου, πράγμα όμως που αμφισβητείται από τους νεότερους ερευνητές. Από απολιθώματα μαρτυρείται ωστόσο η ύπαρξη διαφόρων ειδών ποντικών* και νυχτερίδων. Στην Κύπρο απαντώνται σήμερα 7 είδη νυχτερίδων* κι ένα είδος νυχτοκόρακα (νυχτοπάππαρος*, όπως λέγεται).

 

Από την μέχρι σήμερα έρευνα δεν προήλθαν απολιθώματα αγρινών ή και ελαφιών, που φαίνεται ότι εμφανίστηκαν στην Κύπρο πολύ αργότερα. Το αγρινό* (Ovis orientalis cyprius) που ζει σήμερα στην Κύπρο κι είναι μοναδικό στον κόσμο υποείδος, είναι το μεγαλύτερο από τα θηλαστικά της άγριας ζωής της Κύπρου που έχουν επιβιώσει. Πιστεύεται πως θα είχε μάλλον εισαχθεί στο νησί από τον προϊστορικό άνθρωπο, ως εξημερωμένο είδος προβάτου, εδώ όμως μεταπήδησε ξανά στην άγρια κατάστασή του κι εξελίχθηκε σε ενδημικό υποείδος. Ωστόσο, εξ αιτίας του κυνηγίου, είχε κινδυνεύσει να εξαφανιστεί και το αγρινό. Μάλιστα στις αρχές του 20ού αιώνα υπολογίζεται ότι είχαν απομείνει ελάχιστα μόνο ζώα, γύρω στα 15-20.  Όμως με τα αυστηρά μέτρα προστασίας που πάρθηκαν, το είδος επιβίωσε και σήμερα ο αριθμός τους υπολογίζεται γύρω στις 3.500. Το ελάφι* πάλι, μαρτυρείται από αρχαίους συγγραφείς όπως ο Ηδύλος ο Σάμιος, ο Στράβων κι ο Πλίνιος, ότι συχνά έφθανε στην Κύπρο κολυμπώντας από τις γειτονικές ακτές. Είδη ελαφιών όπως το Dama mesopotamica, μαρτυρείται ότι ζούσαν στην Κύπρο μέχρι και τα Μεσαιωνικά χρόνια. Η εξαφάνισή τους από το νησί οφειλόταν στο άγριο κυνήγι τους και στο γεγονός ότι δεν συνεχίστηκε η διά θαλάσσης άφιξη νέων κοπαδιών. Κατά τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν ελάφια του είδους Dama dama με σκοπό την αναπαραγωγή τους υπό συνθήκες αυστηρής προστασίας.

 

Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες ότι ζούσαν στο νησί και αγριόχοιροι, από τα αρχαία χρόνια. Η εξαφάνισή τους οφείλεται επίσης στο κυνήγι τους. Τα τελευταία απομεινάρια αγριόχοιρων ζούσαν στον Ακάμα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι αγριόχοιροι, όπως και άλλα ζώα, φαίνεται ότι είχαν ακολουθήσει την ίδια πορεία όπως και το αγρινό, αφού δηλαδή είχαν εξημερωθεί από τον προϊστορικό άνθρωπο, είχαν εισαχθεί στην Κύπρο. Εδώ αρκετά δραπέτευσαν, και σταδιακά επανήλθαν στην άγριά τους κατάσταση.

 

Οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν εξημερώσει από νωρίς διάφορα είδη ζώων, κι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα των ανασκαφών σε προϊστορικούς κυπριακούς συνοικισμούς. Τέτοια ζώα, που θα πρέπει να εισήχθησαν στο νησί, ήσαν η αίγα, το πρόβατο, ο χοίρος, αργότερα το βόδι, το άλογο και άλλα.

 

Μεταξύ των ζώων που απαντώνται και σήμερα στην Κύπρο σε άγρια κατάσταση, είναι ο λαός* (λαγός) (Lepus europaeus), η αλεπού* (Vulpes vulpes) και ο κατσόσ'οιρος* (σκαντζόχοιρος) (Erinaceus europaeus).

 

Μια άλλη μεγάλη ποικιλία ειδών που απαντάται στην Κύπρο, είναι τα έντομα. Ο καθηγητής Γ. Γεωργίου, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (ΗΠΑ), στο βιβλίο του Τά Ἔντομα καί Ἀκάρεα τῆς Κύπρου (1977) απαριθμεί συνολικά 2.884 είδη εντόμων που κατανέμονται σε 17 τάξεις. Ειδικά για τα έντομα της Κύπρου, βλέπε χωριστό λήμμα έντομα. Βλέπε επίσης χωριστά λήμματα για πεταλούδες, όπως και για το καθένα από τα κυριότερα είδη εντόμων, όπως κατσινιόρος, λύμπουρος, μέλισσα, σφήκουρος, μυρμιόνα, ακρίδα κλπ.

 

Η ακρίδα είναι έντομο που, πριν από την εξεύρεση αποτελεσματικών τρόπων καταπολέμησής της, επισκεπτόταν κάθε τόσο την Κύπρο σε σμήνη από τεράστιους αριθμούς — ολόκληρα νέφη — και προκαλούσε τρομερές καταστροφές στη γεωργική παραγωγή. Τα μεσαιωνικά χρονικά αναφέρουν επανειλημμένα τέτοιες καταστροφές, που βύθιζαν το νησί στην πείνα και στη δυστυχία. Οι επιδρομές ακρίδων δημιουργούσαν παρόμοιες μεγάλες καταστροφές και αργότερα, μέχρι και τον 19ο αιώνα.

 

Ένας ολόκληρος πολύχρωμος και ιδιαίτερα ενδιαφέρων κόσμος, είναι τα πουλιά. Στην Κύπρο συνολικά 357 είδη πουλιών. Απ' αυτά, 46 είδη είναι ενδημικά και 3 είναι γηγενή. Από τα γηγενή, το ένα είδος έχει ήδη εξοντωθεί από χρόνια κι έχει εξαφανισθεί από την Κύπρο αλλά και από τον κόσμο ολόκληρο (αφού ήταν είδος που μόνο στην Κύπρο απαντάτο)۬ πρόκειται για τον νεροκόσσυφο (Cinclus cinclus olimpicus) που ζούσε στην περιοχή του κυπριακού Ολύμπου και για τελευταία φορά είχε παρατηρηθεί στη δεκαετία του 1920 (βλέπε λήμμα νεροκόσσυφος). Από δε τα ενδημικά είδη, πολλών ο αριθμός έχει μειωθεί σημαντικά κι επικίνδυνα κατά τα τελευταία χρόνια, λόγω κυνηγίου και άλλων τρόπων εξοντώσεώς τους. Τα υπόλοιπα πουλιά (εκτός των ενδημικών και γηγενών) επισκέπτονται την Κύπρο, άλλα για να διαχειμάσουν ή και να γεννήσουν, κι άλλα χρησιμοποιώντας το νησί ως διαμετακομιστικό σταθμό κατά τις μεταναστεύσεις τους από την Ευρώπη και την Ασία προς την Αφρική το φθινόπωρο κι αντίστροφα την άνοιξη.

 

Λεπτομερέστερα βλέπε στο γενικό λήμμα πουλιά. Επίσης, σχεδόν όλα περιγράφονται στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια και σε χωριστά αυτοτελή για το καθένα λήμματα, με καταχώρησή τους σύμφωνα προς την κύρια τοπική (κυπριακή) τους ονομασία. Βλέπε επίσης λήμμα νεραλλίδκια ή νεροπούλια (γενικές ονομασίες για πολλά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά).

Ένα πολύ σπάνιο είδος πουλιού είναι η Πελλοκατερίνα (Vanellus spinosus), το οποίο φωλιάζει στη λίμνη της Ορόκλινης, η οποία ανήκει στο Δίκτυο Natura 2000 και η οποία καθορίστηκε ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για τα Πουλιά (ΖΕΠ). Η Κύπρος φιλοξενεί σχεδόν τον μισό αναπαραγωγικό πληθυσμό της Πελλοκατερίνας στην ΕΕ και η λίμνη της Ορόκλινης αποτελεί μία από τις πέντε καλύτερες περιοχές της Κύπρου για την αναπαραγωγή του είδους. Συνολικά, στη λίμνη έχουν παρατηρηθεί περίπου 190 διαφορετικά είδη πουλιών.

 

 

Η ομοταξία των Αμφιβίων αντιπροσωπεύεται στην Κύπρο από τρία μόνο είδη, της τάξης των Ανούρων (Anura). Πρόκειται για τρία είδη βατράχων (βόρτακοι, όπως λέγονται στην Κύπρο, και φαούτες όταν είναι γυρίνοι [= ανήλικα]). Τα τρία είδη είναι:

 

α) Bufo virides, της οικογένειας των Φρυνιδών (Bufonidae), με μήκος περί τα 10 εκατοστόμετρα. Εμφανίζεται παντού σ' όλη την Κύπρο και έχει χρώμα πρασινοκιτρινωπό, σε κηλίδες που θυμίζουν στρατιωτική παραλλαγή.

 

β) Hyla arborea, της οικογένειας των Υλιδών (Hylidae). Το μήκος του φθάνει τα 5 εκατοστόμετρα και το χρώμα του είναι συνήθως πρασινωπό. Εμφανίζεται παντού στην Κύπρο, πάνω σε δέντρα, θάμνους και χόρτα.

 

γ) Rana ridibunda, της οικογένειας των Ρανιδών (Ranidae). Έχει μήκος περί τα 10-12 εκατοστόμετρα. Εμφανίζεται κυρίως σε περιοχές με στάσιμα ή μόνιμα νερά. Ο χρωματισμός του ποικίλλει, από καφέ έως λαδί ή πράσινο, με μικρές κηλίδες.

 

Τα ερπετά εκπροσωπούνται επίσης στην Κύπρο. Πρόκειται για ψυχρόαιμα ή και ποικιλόθερμα ζώα, κυρίως ωοτόκα. Στην Κύπρο, λόγω γεωγραφικής τοποθέτησης, εμφανίζονται τόσο ευρωπαϊκά όσο και ασιατικά είδη. Τα ερπετά χωρίζονται σε τρεις υφομοταξίες:

 

α) Αναψιδωτά (χελώνες)

β) Λεπιδοσαύρια (φίδια, σαύρες κ.ά.)

γ) Αρχοσαύρια (κροκόδειλοι, αλιγάτορες κ.ά.)

 

Στην Κύπρο απαντώνται είδη που ανήκουν στις πρώτες δυο υφομοταξίες.

 

Α. ΑΝΑΨΙΔΩΤΑ

Τάξη: Χελώνια (Chelonia). Απαντώνται στην Κύπρο:

 

α) το είδος Mauremys caspica της οικογένειας των Εμυδιδών (Emydidae).

 

Πρόκειται για μικρή χελώνα των γλυκών νερών που ο αριθμός της έχει μειωθεί ανησυχητικά κατά τα τελευταία χρόνια.

 

β) Caretta caretta (η κοινή χελώνα) και

 

γ) Chelonia mydas (η πράσινη χελώνα).

 

Πρόκειται για δυο είδη θαλασσίων χελωνών για τις οποίες βλέπε στο λήμμα σ΄ελώνες καθώς και στο λήμμα θάλασσα (κεφάλαιο για τη θαλάσσια πανίδα).

 

Β. ΛΕΠΙΔΟΣΑΥΡΙΑ

Τάξη: Λεπιδωτά (Squamata). Υπόταξη: Σαυροειδή (Lacertilia). Απαντώνται στην Κύπρο:

 

α) Hemidactylus turcicus

 

β) Cyrtodactylus kotschyi

 

Πρόκειται για δυο είδη που είναι γνωστά στην Κύπρο με την ονομασία μυσ΄αρός (βλέπε ανάλογο λήμμα).

 

γ) Agama stelio, της οικογένειας των Αγαμιδών (Agamidae), ο μοναδικός εκπρόσωπος της οικογένειας αυτής στην Κύπρο, γνωστός με την ονομασία κουρκουτάς (βλέπε σχετικό λήμμα).

 

δ) Chamaeleo chamaeleon, της οικογένειας των Χαμαιλεοντιδών (Chamaeleonidae). Και η οικογένεια αυτή αντιπροσωπεύεται με ένα μόνο είδος στην Κύπρο, γνωστό με τις ονομασίες δακκαννομούττας, χαμουλιός και χαμολιός (βλέπε λήμμα χαμολιός).

 

ε) Ophisops elegans

 

στ) Acanthodactylus schreiberi

 

ζ) Lacerta  laevis

 

Πρόκειται για τρία είδη της οικογένειας των Σαυριδών (Lacertidae), γνωστά με τα τοπικά ονόματα αλιζαύρα, αλιντζαύρα και σ΄ελεντρούνα (βλέπε λήμμα σ΄ελεντρούνα).

 

η) Chalcides ocellatus

 

θ) Ablepharus kitaibellii

 

ι) Mabuia vittata

 

ια) Eumeces shneideri*

 

Είδη της οικογένειας των Σκινκιδών (Scincidae), γνωστά με διάφορες τοπικές ονομασίες, όπως βυζάστρα, βυζαστάριν, γλυάστρα, χαρτζ'άς, κουφαλίζαυρος (βλέπε λήμματα βυζάστρα και χαρτζ'άς).

 

Υπόταξη: Οφίδια (Serpentes). Απαντώνται στην Κύπρο:

 

α) Typhlops vermicularis, της οικογένειας των Τυφλοπιδών (Typhlopidae). Μοναδικός εκπρόσωπος της οικογένειάς του στην Κύπρο, γνωστός ως ανήλιος ή και νήλιος (βλέπε λήμμα νήλιος).

 

β) Maipolon monspessulanus

γ) Coluber najadum*

ο) Coluber jugularis

ε) Coluber ravergieri

στ) Telescopus fallax  

ζ) Natrix natrix*

η) Natrix tessellata*

Θ) Eirenis modestus*

 

Είδη ερπετών της οικογένειας των Κολουβριδών (Colubridae), που είναι γνωστά στην Κύπρο με διάφορα ονόματα όπως ό΄σεντρα*, θερκόν*, περβολάρης, φίδι μαύρο, δρόπης*, ξυλόδροπης, νερόκουφος κ.ά.

 

ι) Vipera lebetina, της οικογένειας των Εχιδνιδών (Viperidae). Επικίνδυνο ερπετό, γνωστό ως κουφή, φίνα, κουντούρα (βλέπε λήμμα κουφή).

 

Σημ: Τα είδη ερπετών που η επιστημονική τους ονομασία σημαδεύεται με αστερίσκο, έχουν αναφερθεί σε παλαιότερες μελέτες ως είδη που εντοπίστηκαν στην Κύπρο. Παρ' όλες τις προσπάθειες, δεν έχουν εντοπισθεί στις μέρες μας. Είτε έχουν εξαφανισθεί πλέον, είτε πρόκειται για λάθη παλαιότερων ερευνητών, για όλα ή μερικά από τα είδη αυτά, συνολικά 5.

 

Ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο αποτελεί η θαλάσσια πανίδα της Κύπρου, που εντάσσεται στην πανίδα της Μεσογείου. Η πανίδα των κυπριακών θαλασσών αποτελείται από μια πολύ πλούσια ποικιλία ζωικών ειδών, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναγνωριστεί και ταξινομηθεί από επιστήμονες διαφόρων χωρών. Τα περισσότερα από τα είδη των κυπριακών θαλασσών ανήκουν στις πιο κάτω συνομοταξίες:

 

  1. Σπόγγοι (σφογγάρκα*) (Porifera), σε πολλά είδη.
  2. Κνιδόζωα (Cnidaria). Περιλαμβάνει πολυελαίους* (μέδουσες), ανεμώνες*, κοράλλια*.
  3. Κτενοφόρα (Ctenophora). Ζώα διαφόρων σχημάτων, ζελατινώδους κυρίως μάζας και, ανάλογα, διαφανή ή ημιδιαφανή.
  4. Πλατυελμίνθες (Platyhelminthes). Πλατιά σκουλήκια, εκ των οποίων μερικά είδη παρασιτούν.
  5. Λωριδοσκώληκες (Nemertina). Είδη σκουληκιών.
  6. Δακτυλιοσκώληκες (Annelida). Είδη σκουληκιών. Μερικά είδη, όπως οι τρίσ'ες* και οι μαλλουροποδκιές* προκαλούν πόνο και κάψιμο όταν έλθουν σ' επαφή με το δέρμα.
  7. Μαλάκια (Mollusca). Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων οστρακοειδή και κεφαλόποδα (οχταπόδια*, σουπιές*, καλαμάρκα*).
  8. Αρθρόποδα (Arthropoda). Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων βαλανίδκια* της θάλασσας, αστακούς*, καούρους* (καβούρια), γαρίδες* κ.ά.
  9. Εχινόδερμα (Echinodermata). Περιλαμβάνονται οι αστερίες*, ασ'ινοί*, ποντικοί*, πενταπόδες*, αγγούρια* της θάλασσας.
  10. Τα ψάρια των κυπριακών θαλασσών ανήκουν στις ομοταξίες:
    1. των Χονδριχθύων (Chondrichthyes) και
    2. των Οστεϊχθύων (Osteichthyes).

 

Για τη θαλάσσια πανίδα της Κύπρου βλέπε αναφορά και σε σχετικό κεφάλαιο στο λήμμα θάλασσα. Βλέπε επίσης στο λήμμα όστρακα, όπου γίνεται αναφορά και σε απολιθωμένα είδη που έχουν βρεθεί. Βλέπε ακόμη γενικό λήμμα ψάρια. Σημειώνεται επίσης ότι τα περισσότερα από τα εκατοντάδες είδη ζώων και ψαριών των κυπριακών θαλασσών περιλαμβάνονται στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια ως αυτοτελή λήμματα, με βάση καταχώρησης την κυπριακή τους ονομασία, όπου υπάρχει.

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι διάφορα είδη απαντώνται και στα γλυκά νερά της Κύπρου. Παλαιότερα το ασσ 'έλλιν (χέλι) ζούσε περιοδικά και στους ποταμούς του νησιού, απ' όπου τώρα έχει εξαφανιστεί. Απαντάται επίσης το καβουράκι του γλυκού νερού όπως και το γαστερόποδο λιμναία* (καττούα μαύρη). Κατά τα τελευταία χρόνια, με την κατασκευή υδατοφρακτών, έχουν εισαχθεί διάφορα είδη ψαριών και αστακών του γλυκού νερού για εμπλουτισμό. Τα είδη αυτά περιλαμβάνονται επίσης στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια ως αυτοτελή λήμματα. Στις αλυκές του νησιού, εξ άλλου, που αποτελούν σημαντικότατους βιότοπους, ζει κι ένα είδος μικροσκοπικής γαρίδας (Artemia salina), οικογένεια Βραγχιοποδιδών, που αποτελεί την αγαπημένη τροφή των φοινικόπτερων (φλαμίγκος).

 

Η τεράστια οικοδομική, βιομηχανική και άλλη ανάπτυξη που σημειώθηκε στην Κύπρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και η άγνοια, η έλλειψη ενδιαφέροντος και η έλλειψη αγάπης, θέτουν σε κίνδυνο σήμερα στην Κύπρο πολλά είδη άγριας ζωής, τόσο πανίδας όσο και χλωρίδας.   Όμως κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη κινητοποίηση ατόμων και οργανισμών υπέρ της προστασίας και διατηρήσεως του περιβάλλοντος, ιδίως του φυσικού, και βέβαια της πανίδας και χλωρίδας. Οργανώσεις όπως ο Πτηνολογικός Σύνδεσμος Κύπρου και ο Σύνδεσμος Προστασίας του Περιβάλλοντος, όπως κι άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, έχουν κινητοποιηθεί. Στο μεταξύ η Κύπρος έχει επικυρώσει διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως είναι η Σύμβαση της Βαρκελώνης (γνωστή ως CITES) που αφορά κυρίως την εμπορία ειδών που κινδυνεύουν με αφανισμό, και η Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία της πανίδας, της χλωρίδας και των βιοτόπων.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image