Ρίγανη ή ρίανον ή ρούανον ή ρούβανον

Image

Origanum heracleotium. Οικογένεια: Χειλανθών (Labiatae). Αυτοφυόμενο στην Κύπρο πολυετές φυτό, μικρός θαμνίσκος, που το ύψος των βλαστών του φθάνει το μισό περίπου μέτρο. Τα άνθη του είναι μικρά κι έχουν κοκκινοκίτρινο χρώμα. Ανθίζει μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου.

 

Η ρίγανη αρέσκεται σε βραχώδεις κυρίως περιοχές κι αφθονεί στην περιοχή του Ακάμα, στο δάσος της Πάφου και στις πλαγιές γύρω από τον Πύργο της Τηλλυρίας. Απαντάται και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, κι είναι φυτό γνωστό από την Αρχαιότητα. Είναι το ὀρίγανον του Θεοφράστου και του Διοσκουρίδη.

 

Είναι φυτό φαρμακευτικό, αρτυματικό και μυρεψικό, απ' αυτό δε παράγεται και το ριανόλαδον (ερυθρόν οριγανέλαιον). Η οργανωμένη παραγωγή ριανόλαδου αναφέρεται ότι είχε αρχίσει στην Κύπρο περί το 1899, εξαγόταν δε στην Ευρώπη σε αρκετές ποσότητες. Από 25-28 οκάδες καρπών του φυτού, παραγόταν μια οκά ριανόλαδου. Αυτό εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή αρωμάτων, στη σαπωνοποιία και, κυρίως, στη φαρμακευτική.

 

Η ρίγανη, ως φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες, εχρησιμοποιείτο ευρύτατα στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές, κυρίως για τη θεραπεία των ρευματισμών (δι’ εντριβών), ενώ ήταν αποτελεσματικό και για τον πονόδοντο (με τη χρησιμοποίηση βαμβακιού, το οποίο τοποθετούσαν στο πονεμένο δόντι, αφού το εμβάπτιζαν σε ριανόλαδον). Τα φύλλα επίσης της ρίγανης τα χρησιμοποιούσαν στο νερό του μπάνιου γιατί ωφελούσαν στα δερματικά νοσήματα. Ο Π. Γεννάδιος αναφέρει περίπτωση, κατά το 1898, κατά την οποία θεραπεύθηκε πλήρως ένας πάσχων από χρόνια πνευμονία, απλώς και μόνο αναπνέοντας τους ατμούς από αποστακτήρα στον οποίο ο ίδιος ο Γεννάδιος διενεργούσε απόσταξη ριανόλαδου. Στην Κύπρο η ρίγανη χρησιμοποιείται και σήμερα στη μαγειρική: στο ψητό του φούρνου, το λεγόμενο ριγανάτον, στη σούβλα, στο τσάι ως μαλακτικό του βήχα, στις ελιές και στα παρασκευάσματα από χοιρινό κρέας (λουκάνικα, ζαλατίνα, λούντζα) ως συντηρητικό.

 

Η καλύτερη εποχή για μάζεμα της ρίγανης είναι μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου, γιατί τότε ο καρπός ωριμάζει και η ποσότητα του λαδιού είναι περισσότερη.