Στερατζιά

Image

Λέγεται και στέρακος(ο). Ο στύραξ των αρχαίων Ελλήνων. Επιστημονική ονομασία: Styrax officinalis. Οικογένεια: Στυρακωδών (Styracaceae).

 

Αυτοφυόμενος στην Κύπρο θάμνος που απαντάται και σε άλλες μεσογειακές και μεσανατολικές χώρες۠ πολλές φορές, με ειδικό κλάδεμα, διαμορφώνεται σε δέντρο. Τα φύλλα του μοιάζουν με της κυδωνιάς, έχουν δε βαθύ πράσινο χρώμα. Τα άνθη του είναι άσπρα και κρέμονται σαν «καμπανάκια», μοιάζουν δε με τα άνθη της λεμονιάς αλλά δεν έχουν μυρωδιά. Οι καρποί της στερατζ'ιάς είναι στρογγυλοί, μεγέθους βώλου, με μεγάλο κουκούτσι, κίτρινου χρώματος, και δεν τρώγονται ούτε από τα ζώα ούτε από τα πουλιά۠ είναι γνωστοί με το τοπικό όνομα στερακοκόκκονα (τα) ή τσούννες (οι).

 

Η στερατζ'ιά αναπτύσσεται σε ύψος μεταξύ 3 και 7 μέτρων. Ανθίζει μεταξύ Απριλίου και Μαΐου κι αυτοφύεται από τα παράλια του νησιού μέχρι και σε υψόμετρο περίπου 1.250 μέτρων. Απαντάται σε αρκετές περιοχές στην επαρχία Πάφου, στο δάσος της Πάφου, στην περιοχή Άλασσας-Λάνιας, στην περιοχή Μαχαιρά, στην Καρπασία κ.α. Είναι θάμνος χρησιμότατος. Τα ευλύγιστα κι ανθεκτικά κλαδιά του χρησιμοποιούντ στην καλαθοπλεκτική (καλάθια, κοφίνια) κι από τους ψαράδες που κατασκεύαζαν σκαρκές (πλεκτές παγίδες για ψάρια). Τα μακρύτερα από τα κλαδιά, μήκους 3-4 μέτρων, χρησιμοποιούνταν από τους γεωργούς ως κατσουνόβερκες (για να κεντρίζουν και καθοδηγούν τα ζώα) και ως βάκλες (για να ρίχνουν από τα δέντρα τα χαρούπια και αμύγδαλα).

 

Η στερατζ'ιά όταν είναι ανθισμένη είναι πολύ κοσμητική. Οι καρποί της χρησιμοποιούνταν για νάρκωση των χελιών (ασσ'ελιών) στους ποταμούς και ψαριών στη θάλασσα, με τον εξής τρόπο: Κατά τον Αύγουστο που ωριμάζει το στερακοκόκκονον το μάζευαν κι αφού το κοπάνιζαν (πολλές φορές το άλεθαν και στους ελιόμυλους), το σκόρπιζαν στους «κολύμπους» (λιμνάζοντα νερά) των ποταμών· μετά μια περίπου ώρα έμπαιναν στο νερό κι ανακάτευαν τη λάσπη του ποταμού· τα χέλια ναρκώνονταν και προσπαθούσαν να φθάσουν στις όχθες, σαν μεθυσμένα, κι εκεί τα μάζευαν. Στη θάλασσα πάλι κατασκεύαζαν τον λεγόμενο φλόμον: έσμιγαν τον κονιορτοποιημένο καρπό της στερατζ'ιάς με αλεύρι κι έφτιαχναν ζυμάρι۠ με μικρή βάρκα πήγαιναν σε μέρη όπου υπήρχαν ψάρια κι έφτιαχναν μικρά σβολαράκια που τα έριχναν στο νερό۠ όσα ψάρια έτρωγαν σύντομα πέθαιναν κι έβγαιναν στην επιφάνεια, οπότε τα μάζευαν. Τα είδη αυτά του ψαρέματος σήμερα απαγορεύονται αυστηρά.

 

Βλέπε λήμμα: Βοτάνον ή βοτάνι

 

Οι καρποί της στερατζ'ιάς έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το ίδιο και η πίσσα (ρητίνη) της. Χαρακτηριστικά ο Π. Γεννάδιος αναφέρει (Λεξικόν φυτολογικόν, τόμος Β', σσ. 862-863) στις αρχές του 20ού αιώνα:

 

... Ἡ ρητίνη αὓτη εἶναι φαρμακευτική καί μυρεψική, ἀνέκαθεν δέ παράγεται καί ἐξάγεται ἰδίως ἐκ τῆς Μικρᾶς  Ἀσίας καί τῆς Συρίας. Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ παρελθόντος αἰῶνος εὑρίσκετο εἰς τό ἐμπόριον ὑπό τρεῖς διαφόρους μορφάς, ἤτοι εἰς στερεά δάκρυα (St. in lacrymis), ἡμίρρευστος ἐντός τεμαχίων καλάμου, ὅτε καί  ὠνομάζετο στύραξ κοινός (St. communis). Ἔκτοτε ἀπαντᾶ εἰς τάς αγοράς σχεδόν μόνον ἡ εἰς πλακίδια μορφή, ἤτοι ὁ κοινός στύραξ. Ἡ πρώτη μορφή αὐτοῦ  ἐξέλιπε, ἡ δέ δευτέρα ἀπαντᾶ  ἐνίοτε εἰς τούς τόπους τῆς παραγωγῆς τοῦ προϊόντος, ὡς καί ἐν Καρπασίᾳ τῆς Κύπρου ἔνθα οἱ χωρικοί ἐκ τῶν αὐτόθι αὐτοφυῶν πολλῶν θαμνωδῶν συλλέγουσι μικράν ποσότητα ρητίνης, τήν ὁποίαν ὀνομάζουσι στερατσόπισσαν. Ἐκ τῆς ρητίνης ταύτης πληροῦσι τεμάχια καλάμου χρησιμοποιούμενα ἐπιτοπίως ἀντί μυροφόρων σακκιδίων (γαλλ. sachets) πρός ἀρωμάτισιν τῶν φυλασσομένων ἐνδυμάτων των. Δεῖγμα τοιούτου καλαμίτου στύρακος τῆς Καρπασίας, ὅπερ φυλάττω ἀπό δωδεκαετίας, διατηρεῖ εἰσέτι τήν χαρακτηριστικήν εὐωδίαν του. Ἐν Κύπρῳ οἱ σφαιροειδεῖς, μεγέθους λεπτοκαρύου, καρποί τοῦ δένδρου τούτου ὀνομάζονται φτειροκόκκοτσα (δηλαδή φθειροκόκκια), διότι καπνιζόμενοι καί ἐπιτιθέμενοι ἐν εἴδει ἐμπλάστρου ἐπί τῆς κεφαλῆς φθειριῶντος ἀπαλλάσσουσιν αὐτόν τῶν φθειρῶν. Οἱ καρποί οὗτοι κοπανισμένοι χρησιμοποιοῦνται προσέτι αὐτόθι ὡς ναρκωτικόν δέλεαρ πρός ἄγραν ἰχθύων.

 

*Διάφορα τοπωνύμια στην Κύπρο προέρχονται από την στερατζ΄ιάν ως πρώτο συνθετικό, όπως λ.χ. Στερακόκρεμμος, Στερακόβουνος κλπ.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια