Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αερφός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αέρφιν (ο αδελφός).

Συνώνυμα:

(πληθ. Αέρκια (τα)), Αρφός (ο)