Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουτουλλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η κεφαλιά.

Συνώνυμα:

Κουτουλλίν (το), Κούτουλλος (ο)