Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συμπλάσκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

συναντώ, συναθροίζω.

Συνώνυμα:

Συμπλιάζω, Συνομπλάζουμαι, Συνομπλάζω, Συνομπλιάζουμαι, Συνομπλιάζω, Συνοπλάσκουμαι