Ψαρόβαρκα

Image

Μικρό, σχετικά, ξύλινο σκάφος ειδικά κατασκευασμένο επιτόπια για ψάρεμα. Για την κατασκευή της ψαρόβαρκας χρησιμοποιείται στην Κύπρο ξύλο κυρίως ευκαλύπτου, συκαμιάς, σουηδικό και κάποτε ξύλο πεύκου. Οι περισσότερες ψαρόβαρκες ναυπηγούνται/επιδιορθώνονται στα καρνάγια* της Λεμεσού, ένας μεγάλος αριθμός στη Λάρνακα και οι υπόλοιπες στην Πάφο και άλλες περιοχές. Μικρός αριθμός εισάγεται από το εξωτερικό, ιδιαίτερα δε από τον Λίβανο. Οπωσδήποτε σήμερα είναι μηχανοκίνητες ενώ προηγουμένως έπλεαν με πανιά ή και με κουπιά. Κυριότεροι τύποι αυτών που ναυπηγούνται στην Κύπρο, σήμερα, είναι:

 

α) Λίπερτυ

β) Πασάρα

γ) Καραβόσκαρο

 

Σε παλαιότερες εποχές οι ψαρόβαρκες κατασκευάζονταν αποκλειστικά από κυπριακή ξυλεία, κι από Κυπρίους τεχνίτες καραβομαραγκούς. Μεγάλο καρνάγιο για κατασκευή ψαρόβαρκων (αλλά και καϊκιών κι άλλων ακόμη σκαφών) λειτουργούσε σε παλαιότερες εποχές στην Κερύνεια, όπως κι άλλο στην Αμμόχωστο. Ακόμη πιο πριν, φημισμένο ήταν εκείνο του Καραβά.

 

Τα κύρια μέρη μιας ξύλινης ψαρόβαρκας είναι:

 

1. Καρίνα: χοντρό κατάλληλο ξύλινο μαδέρι, η βάση του σκάφους.

2. Ποδόστεμμα μπροστινό: χοντρό ξύλο, ενωμένο στο κάτω μέρος του με την καρίνα, που αποτελεί την εμπρόσθια στερέωση του σκάφους. Η κλίση που δίνεται στο ξύλο αυτό δίνει και την κλίση της πλώρης του σκάφους.

3. Ποδόστεμμα πισινό: παρόμοιο στο οπίσθιο τμήμα του σκάφους.

4. Σκαρμοί: κατάλληλα ξύλα, στερεωμένα όρθια στην καρίνα, που σχηματίζουν τα πλαϊνά του σκάφους. Η κλίση που δίνεται στον κάθε ένα από τους σκαρμούς δίνει το άνοιγμα (πλάτος) του σκάφους και την κλίση των πλευρών του.

5. Περαστόν: μακρύ ξύλο κατά μήκος των πλευρών του σκάφους, που ενώνει και στερεώνει τους σκαρμούς.

6. Πέτσωμα ή μαδέρωμα: σανίδια που στερεώνονται στους σκαρμούς και σχηματίζουν τα πλευρά (τοιχώματα) του σκάφους.

 

Βέβαια τα πιο πάνω αποτελούν το σώμα της ψαρόβαρκας.  Άλλα μέρη είναι η κουπαστή, το πηδάλιο, η λαγουδέρα, η κουβέρτα, η καμπίνα και το μηχανοστάσιο όπου τοποθετείται η πετρελαιομηχανή, συνήθως ιπποδύναμης (Η.Ρ.) 30-50 αλόγων.

 

Συνηθισμένο μήκος της ψαρόβαρκας είναι από 28 έως 32 πόδια (8,50 έως 9,75 μέτρα) και συνηθισμένο μέγιστο πλάτος 8-10 πόδια (2,40 έως 3,00 μέτρα). Παλαιότερα, όταν τα σκάφη αυτά έπλεαν μόνο με πανί και κουπιά, ναυπηγούνταν και σε μικρότερες διαστάσεις κι ήσαν ελαφρότερα.

 

Σήμερα οι ψαρόβαρκες είναι εφοδιασμένες με σύγχρονα μέσα επικοινωνίας (ασύρματο), ηλεκτρονικό βυθόμετρο και βαρούλκο στην πλώρη για εύκολο και γρήγορο τράβηγμα των δικτύων. Έτσι μπορούν να ξανοίγονται και να ψαρεύουν και σε βαθύτερα νερά. Ακόμη χρησιμοποιούνται και στην ανοικτή θάλασσα, όταν το επιτρέπει ο καιρός, για ψάρεμα ξιφία. Ωστόσο η κυπριακή ψαρόβαρκα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για παράκτιο ψάρεμα. Σε παλαιότερες εποχές ψάρευαν και κοντά στις νότιες ακτές της Μικρός Ασίας.

 

Η κυπριακή ψαρόβαρκα διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες με βάση την μακρά εμπειρία στη θάλασσα, κι είναι άριστα προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες. Είναι σκάφος βαρύ, με μεγάλο σχετικά εκτόπισμα, ταυτόχρονα δε πολύ στερεό αλλά και κομψό. Έχει βέβαια τα μειονεκτήματα όλων των ξύλινων σκαφών, όπως λ.χ. το γεγονός ότι χρειάζεται τακτικά καλαφάτισμα (ειδική εργασία που κλείνει υδατοστεγώς τους αρμούς μεταξύ των ξύλων του πετσώματος).

 

Εκτός από την κλασσική κυπριακή ψαρόβαρκα, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους επαγγελματίες ψαράδες, χρησιμοποιούνται για ψάρεμα και αρκετοί άλλοι τύποι μικρών σκαφών, περιλαμβανομένων σκαφών από υαλοβάμβακα (φάιμπερ γκλας).

 

Οι ψαρόβαρκες είναι κατανεμημένες σε διάφορες περιοχές του νησιού, όπου υπάρχουν λιμάνια ή κι έχουν δημιουργηθεί αλιευτικά* καταφύγια.