Χατζηθεόδοτος

Image

Ιδρυτής του χωριού Άγιος Δημήτριος Μαραθάσας. Γεννήθηκε γύρω στα 1785 στο χωριό Καμινάρια. Ο Χατζηθεόδοτος νυμφεύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1810 τη Μαρουδιά από τις Τρεις Ελιές, αδελφή του μητροπολίτη Πάφου Χρυσάνθου (1805-1821) και στενή συγγένισσα του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (1767-1810), των μητροπολιτών Κιτίου Μελετίου (1776-1797) και Χρυσάνθου (1797-1810), καθώς και της Μαρουδιάς Παυλίδη, συζύγου του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου (+1809). Την ίδια περίοδο – τέλη 18ου, αρχές 19ου αιώνα - το μετόχι του Αγίου Δημητρίου, το οποίο ανήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, αγοράστηκε από την οικογένεια των αρχιερέων και ακολούθως προικοδοτήθηκε στη Μαρουδιά, όταν παντρεύτηκε τον Χατζηθεόδοτο. Η εγκατάστασή τους στο μετόχι έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1810, όπως μπορούμε να υπολογίσουμε από τη χρονολογία γέννησης του πρωτότοκου παιδιού τους Χατζημιχαήλ, που έγινε το 1814 (Κατάστιχο Ιεράς Αρχιεπισκοπής XLIX, σ.57). Με τη μόνιμη εγκατάσταση της οικογένειας, το όνομά του μετοχίου έδωσε το όνομα του στο χωριό που δημιουργήθηκε, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και άλλες φορές στην Κύπρο, όπως στις περιπτώσεις των Αγίων Θεράποντα, Μάμα και Τύχωνα, οπότε από τα ονόματα των εκκλησιών προήλθαν τα ονόματα των οικισμών που δημιουργήθηκαν γύρω από αυτές.

 

Τις μέρες του 1821 ο Χατζηθεόδοτος προσκλήθηκε μαζί με άλλους προύχοντες του τόπου στη Λευκωσία από τον Τούρκο διοικητή Κουτσιούκ Μεχμέτ, που βρήκε την ευκαιρία μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης να σχεδιάσει μαζικές σφαγές και λεηλασίες. Διαισθανόμενος όμως τον κίνδυνο να συλληφθεί και να καρατομηθεί, ο Χατζηθεόδοτος κατόρθωσε με τη βοήθεια Τούρκου φίλου του να διαφύγει από τη φρουρούμενη Λευκωσία μεταμφιεσμένος σε χανούμισσα και να καταφύγει αρχικά στη Λεύκα και αργότερα στον Καλοπαναγιώτη.

 

Στο μεταξύ, αμέσως μετά την έγκριση του καταλόγου των προγραφών από την Πύλη, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ απαγχόνισε τον Ιούλιο του 1821 τον αρχιεπίσκοπο Kυπριανό (1810-1821) και καρατόμησε τους μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθο (1805-1821), Κιτίου Μελέτιο (1810-1821) και Κυρηνείας Λαυρέντιο (1816-1821), όπως και πολλούς άλλους κληρικούς και λαϊκούς. Ο κίνδυνος που απειλούσε τον Χατζηθεόδοτο ήταν πολύ μεγάλος και για τον λόγο αυτό παρέμεινε κρυπτόμενος για αρκετό χρονικό διάστημα. Την περίοδο αυτή αναφέρεται ότι αρρώστησε βαριά εξαιτίας της όλης περιπέτειας που έζησε, γεγονός που ανάγκασε τους συγγενείς του να κατασκευάσουν ένα στερεό ξύλινο κάθισμα και με αυτό να τον μεταφέρουν στο χωριό. Το κάθισμα αυτό, σε ανάμνηση της σωτηρίας του Χατζηθεόδοτου, εχρησιμοποιείτο από τους απογόνους του για τη λιτάνευση της εικόνας του αγίου Δημητρίου. Σήμερα φυλάσσεται σε μικρή αποθήκη που υπάρχει στον περίβολο του χωριού. 

 

Στον Άγιο Δημήτριο ο Χατζηθεόδοτος παρέμεινε κρυπτόμενος για αρκετά χρόνια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1820, οπότε η πολιτική κατάσταση του νησιού επανήλθε στην ομαλότητα. Τότε υπηρέτησε την Εκκλησία από την υπεύθυνη θέση του γραμματικού Λεμεσού (Κατάστιχο Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου V του 1830, σ. 99). Πιθανόν παρόμοιες υπηρεσίες να είχε προσφέρει και πριν από το 1821, όταν ζούσε ο αδελφός της συζύγου του μητροπολίτης Πάφου Χρύσανθος.

 

Κατά το διάστημα αυτό πέθανε η Μαρουδιά, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Χατζημιχαήλ το 1814 και την Χρυσταλλού που γεννήθηκε λίγο αργότερα. Με τη νέα του σύζυγο Μαρία, η οποία καταγόταν από το Μηλικούρι, απέκτησε άλλα τρία παιδιά, τον Θρασύβουλο, που γεννήθηκε το 1826, και τις Αννεζού και Αγλαΐα που γεννήθηκαν αργότερα. Τα πέντε παιδιά του Χατζηθεόδοτου δημιούργησαν δικές τους οικογένειες και από αυτές προήλθαν οι σημερινοί κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου.

 

Ο Χατζηθεόδοτος, όσο καιρό έζησε στον Άγιο Δημήτριο, διέμενε σε ένα μεγάλο σπίτι κοντά στην εκκλησία του χωριού, του οποίου τα διάφορα δωμάτια επικοινωνούσαν εσωτερικά με τέτοιο τρόπο ώστε εάν παρουσιαζόταν κίνδυνος από την μία κατεύθυνση να μπορούν οι ένοικοι να διαφύγουν από την άλλη. Με παρόμοιο τρόπο ήταν κτισμένα «τα σπίτια των Κονομήδων» στις Τρεις Ελιές, όπως ήταν γνωστά τα σπίτια που ανήκαν στην οικογένεια της πρώτης συζύγου του Χατζηθεόδοτου, Μαρουδιάς, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σπίτι αυτό κτίστηκε μετά που αγοράστηκε το μετόχι από τους «Κονομήδες». Ο Χατζηθεόδοτος μερίμνησε επίσης για την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στη θέση όπου υπήρχε η παλαιότερη εκκλησία που ανήκε στο μετόχι. Σύμφωνα με την παράδοση η έναρξη των εργασιών έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1820, πιθανόν γύρω στα 1827, μετά που η πολιτική κατάσταση επανήλθε στην ομαλότητα και έληξε η περιπέτεια που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Η όλη κατασκευή, που πραγματοποιήθηκε κατά τα πρότυπα των ναών της Μαραθάσας με μικρές διαστάσεις και ψαλιδωτή στέγη, ολοκληρώθηκε, όπως υποστηρίζεται από την παράδοση, το 1831 που έγινε η εικόνα του Χριστού, η οποία τοποθετήθηκε στο εικονοστάσι. Η εικόνα αυτή, όπως και άλλες δύο, αυτές της Παναγίας της Οδηγήτριας και του Ιωάννη του Προδρόμου, κατασκευάστηκαν από τον ζωγράφο Μιχαήλ Προσκυνητή με δαπάνες του Χατζηθεόδοτου.

 

Από έγγραφο που εξέδωσε το 1820 ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός πληροφορούμαστε ότι ο Χατζηθεόδοτος είχε και ιατρικές γνώσεις αφού του επιτρεπόταν να εμβολιάζει παιδιά για την πρόληψη ευλογιάς. Το έγγραφο αυτό αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Κυπριανός Ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος

 

Ο το παρόν υμέτερον επιφέρων κύρ Χατζηθεόδοτος επειδή παρεδέχθη τον τρόπον του εγκεντρίσματος της ευλογιάς από ειδήμονος ιατρού, και έχει και την ύλην της βατζίνης και επιτηδεύεται άριστα και το εγκέντρισμα αυτό, εξ ού παρακολουθεί μεγίστη ωφέλεια εις τα εγκεντριζόμενα παιδία, ελευθερούμενα από διαφόρων συμβεβηκότων, άτινα προξενούνται εκ της ευλογιάς, τούτου χάριν έχει την παρ' ημών άδειαν διά να εγκεντρίζει ελευθέρως παιδία, όπου ήθελαν τον ζητήση χωρίς τίνος δισταγμού ή αμφιβολίας.

 

Διό και τω εδόθη το παρόν ημέτερον ενυπόγραφον εις ένδειξιν 1820, Απριλίου 22.

 

+Ο Κύπρου αποφαίνεται»

 

Ο Χατζηθεόδοτος πέθανε μεταξύ των χρόνων 1838, οπότε σώζεται επιστολή του εμπόρου Ιωάννη Κτωρίδη προς αυτόν ημερομηνίας 24 Οκτωβρίου, και του 1864, οπότε δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στους 14 άρρενες κατοίκους του Αγίου Δημητρίου που αναφέρονται στο κατάστιχο XLIX της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Στην επιστολή του ο Κτωρίδης τον αποκαλεί ευγενέστατον κύριον σιορ Χατζηθεόδοτον, ενδεικτικό της φήμης που τον περιέβαλλε. Ανάμεσα στους απογόνους του έμεινε γνωστός ως «Κοτζαμπάσης», λέξη που στην τουρκική σημαίνει προεστός και με την οποία ο λαός αποκαλούσε τους προύχοντες του τόπου.