Ακριτική ποίηση

Ο φυσικός κόσμος

Image

Στα κυπριακά ακριτικά ποιήματα η αναμέτρηση των ηρώων με τους σκληρούς αντιπάλους τους τοποθετείται σε πολύ απόμακρους και άξενους τόπους. Αναφέρεται κάποτε ότι τα γεγονότα διαδραματίζονται στης Συρίας ή της «Αραπκιάς» τα μέρη ή στον Ευφράτη, αλλά τούτο γίνεται για να δηλωθεί ένας πολύ απόμακρος τόπος. Άλλοτε η δράση τοποθετείται σε ακόμα πιο ακαθόριστους τόπους, στα άκρα των άκρων, στον αρκοκαλαμιώναν, στην τέλειωσιν του κόσμου ή και σε κάμπους, βουνά και ερημιές ή και εντελώς αόριστους τόπους όπου συναντώνται οι αντίπαλοι.

 

Όλοι αυτοί οι τόποι φανερώνουν και τον μυθικό χαρακτήρα των ποιημάτων. Στην συνείδηση του Κυπρίου λαϊκού τραγουδιστή ή του ποιητάρη οι τόποι όπου διεξάγονται αυτοί οι αγώνες δεν είναι κοντινοί ούτε οικείοι. Είναι τόποι πολύ απόμακροι και ανοίκειοι, χωρίς κανένα από τα γνωρίσματα του γύρω μας ήμερου φυσικού κόσμου.

 

Η φύση είναι ένας κόσμος άγριος που βρίσκεται σε κατάσταση κοσμογονικής αναμέτρησης φυσικών και ανεξημέρωτων δυνάμεων, και πρώτα -πρώτα των ίδιων των πρωταγωνιστών. Η γη είναι χέρσος τόπος, γεμάτος αγκάθια και τριβόλια, με έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, όπου ενεδρεύουν θηρία, δράκοντες, λιοντάρια και τεράστια φίδια. Αυτούς τους ανεξημέρωτους τόπους αναλαμβάνουν κάποτε οι ήρωες να τους καθαρίσουν από τα θηρία, είτε με εντολή του βασιλιά είτε με δική τους θέληση, και κάμνουν σκληρούς αγώνες, τα μεσάνυχτα κάποτε, όπως ο Διγενής, ή με το φως της ημέρας, όπως ο Κωσταντάς.

 

Όταν ο Διγενής ψυχομαχεί μπαίνουν στα «σίερα παλάδκια» του τριακόσια παλικάρια και αυτός αρχίζει να τους διηγείται τα κατορθώματά του. Το πρώτο που αναφέρει είναι οι πόλεμοι που έκαμε στης «Αραπκιάς τα μέρη» αντιμετωπίζοντας δράκοντες και λιόντες:

 

             Τρώτ' άρκοντες τζ αι πίννετε τζ'εγιώ να σας ξηούμαι

             Έτυσ’ε να γυρίσετε της Αραπκιάς τα μέρη,

15         πού ν' το τριόλιν πιθαμήν τζ'αι το αγκάθθιν πήχη;

             Μονονυχτού τα γύρισα τζ'εννιά πολέμους έκαμα ζύιν του μεσανύχτου

             τζ’ εννιά βουρκούδκια έμωσα ούλλον μούττες τζ’ αι γλώσσες,

             οι μούττες εν τους δράκοντες τζ' οι γλώσσες εν τους λιόντες.

             Ετσά το χάραμαν του φου, το γέννημαν του ήλιου

20         τζ΄αι μια κουφή ευρέθηκεν με πέντε τζ'εφαλάες,

             πέντε καμάρες μού’δειξεν, πέντε φαρμακωμένες           

             τζ΄αι μιασ σπαθκιάν ιξαπολώ της μεσατζ 'ής καμάρας,  

              που το φαρμάτζ'ιν το πολλύν, εδίψασεν ο μαύρος.

 

(Ξ Φαρμακίδη: Κύπρια Έπη, αρ. 1, σσ.  1 -4 « Ο Διενής», στ. 13-23)

 

Όταν οι απεσταλμένοι αναμένουν τον Κωσταντά στο σπίτι του για να του δώσουν το μήνυμα του βασιλιά, ο ήρωας εμφανίζεται σε λίγο οδηγώντας θηρία και έχοντας στην ουρά του αλόγου δεμένα λιοντάρια. Μέσα στην φύση όπου είχε πάει, φαίνεται να μη είχε συναντήσει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από θηρία και αυτά κυνήγησε. Το όλο ποίημα εξάλλου αφήνει την εντύπωση ότι αποστολή του Κωσταντά είναι να εκτελεί άθλους:

70         ο λό(γ)ος (δ)εν ετέλειωσεν κι η ξένισίς τους, πού' χαν,

             νάσου και τον Κωνστάντινον που πάνω σαν τον σ’ ούχαν

            κρατεί τον λιόνταν που το φτιν, τον γράκον που την χαίτην,

            εις την νουράν τ ' αππάρου του λιόντας έχει δημμένους

            και το νωμα(β)ουρκού(δ)ιν του γλώσσες και φκιά γεμάτον,

75        κι έναν γεντρόν μονόριζον και κάμνει σσ’ ιός του μαύρου...

(Θ, Παπαδόπουλλος Δημώδη Κυπριακά άσματα εξ ανεκδότων συλλογών τού ΙΘ ' αιώνος: αρ. Β. 14: «Τραγούδι του Κωσταντά», οπ . 165- 169. στ 70-75).