Ακριτική ποίηση

Ήρωες των ακριτικών και ο Θεός

Image

Οι ήρωες των ακριτικών δεν έχουν φίλους, ούτε συμμάχους στους αγώνες τους. Αγωνίζονται μόνοι και μόνο την ώρα του μεγάλου κινδύνου επικαλούνται είτε την βοήθεια των αδελφών τους, όπως στον Κύκλο των τριών αδελφών, είτε του πατέρα, όπως ο φυλακισμένος Κωσταντάς, είτε συνηθέστερα του Θεού ή του Χριστού, όταν αντιμετωπίζουν θηρία ή τέρατα και κινδυνεύουν. Από την πλευρά αυτή τα ακριτικά αποτελούν μια αποθέωση της προσωπικής φυσικής δύναμης.

 

Όσο όμως δυνατοί και υπεράνθρωποι κι αν είναι οι ήρωες, δεν μπορούν να φθάσουν τον Θεό. Σ' όλα όμως τα ποιήματα υποβάλλεται η ιδέα ότι είναι οι εκλεκτοί και προστατευόμενοι του Θεού, ο οποίος εισακούει όλες τις παρακλήσεις τους, είτε διατυπωθούν άμεσα είτε έμμεσα.

 

Ο Θεός, ο Χριστός, ο Αρχάγγελος, ένας άγγελος, τους καθοδηγούν πώς θα σκοτώσουν τον Κάβουρα ή τον Δράκοντα, τους παρουσιάζουν ένα μεγάλο φουσάτο, εμφανίζουν δίπλα τους τα αδέλφια τους, υποδεικνύουν πώς να περάσουν τον Ευφράτη κλπ.

 

Όταν ο Αρέστης μπαίνει στον φουσκωμένο Ευφράτη, περπατά τρία μερόνυχτα αλλά δεν τα καταφέρνει να βγει από τον ποταμό. Τον καταλαμβάνει φόβος και επικαλείται τον Θεό.

(Ακαδημ. Αθην., Ελλην. Δημ. Τραγ. Τομ. Α', σσ. 46-51: [Ο Αζγουρής]:

 

76         Όσον τζ'αι εκοντόφτασεν τζ’ επήεν στον Αφράτην

             Αφράτης ήτουν τζ'αι θολός, ήτουν κατεβασμένος.         

             Στέκει τζ'αι τουσ'ουντίστητζ'εν, στέκει τζ' αι κρολοάται.  

             φτερνιστηρκάν του μαύρου του τζ' εμούνταρέν τον μέσα.

 

80         Περπάτεν τρία μερόνυχτα, περπάτεν τρεις ημέρες.       

            Αρέστης εφοβήθηκεν τζ’ αι το Θεό δοξάζει.         

            «Θεέ τζ΄αν είμαι πλάσμαν σου, Χριστέ τζ' επόκουσέ μου».

 

            Θέλεις ο νιος άγιος ήτουν, Χριστός επόκουσέν του,

            άντζ'ελος που τους ουρανούς ευρέθηκεν ομπρός του.

85        «Τζ'αι χάμνα την ομπροστινήν τζ'αι σφίξε την ποπίσω

             φτερνιστηρκάν του μαύρου σου, να σε πετάξη έξω»...

(Στ. 76-86)

 

Στην πάλη του με τον Κάβουρα ο Διγενής κάποια στιγμή βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Τον είχε πιάσει ο Κάβουρας και του πήρε το σπαθί, οπότε ο ήρωας σηκώνει τα χέρια του και έμμεσα επικαλείται την βοήθεια του Θεού. Κατεβαίνει αμέσως άγγελος από τον ουρανό και τον καθοδηγεί πώς να σκοτώσει το τέρας (Βασ. Βιβλ. αρ. 46 Ελλην. Δημ. Τραγ. αρ. 8, «Διγενής και Κάβουρας», σσ. 16-19):

 

              .. Τζ 'αι με τα πέντε τον κρατεί τζ 'αι με τα δκυό τον παίζει

75          τζ'αι με τες δακκαννούρες του πήρεν του το σπαθίν του.

              Αννοίει τες αγκάλες του τζ'αι τον Θεόν δοξάζει:  

              Δοξάζω σε, γλυτζ'έ Θεέ, τζ'αι σεν τζ'αι τ' όνομάν σου,    

              καμμιά δουλειά δεν γίνεται δίχως το θέλημάν σου!

              Άγγελος εκατέβηκεν του Διγενή τζ'αι λέει:

80         -Ασκόπα στην κοξούλλαν σου τζ' έσ' ει γρουσόν φηκάριν.

              τζ αι μεσ' στο γρουσοφήκαρον έσ΄ει γρουσόν μασ΄αίριν,           

              πκιάσ' το με τα δαχτύλια σου, με το δεξίν σου σ 'έριν,

              τζ'αι δος του μια του Κάουρου που κάτω που τ' αρφάλιν,

              τότε να δεις τον Κάουρον χαμαί μαλλιά κουβάριν...

(Στ. 74 -78)

 

Σ' αυτό τον κόσμο των μυθικών ηρώων ο Θεός όχι μόνο προστατεύει τους δυνατούς αλλά και δεν οργίζεται με την σκληρότητά τους ή τα κακά που πράττουν. Εδώ φαίνεται να μη υπάρχει η αμαρτία και το κακό ούτε στην ηθική ούτε στην μεταφυσική τους έννοια. Δεν λειτουργούν επίσης οι συμβατικές κοινωνικές και ηθικές αρχές. Καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Υπάρχουν οι δυνατοί και οι αδύνατοι, και αλίμονο στους τελευταίους.

 

Οι συνηθισμένοι απλοί άνθρωποι, οι αδύνατοι, παρουσιάζονται σε περιθωριακές αναφορές και είναι ανώνυμοι. Αυτοί αποτελούν τα φουσάτα, που θερίζονται από τους ήρωες, ή είναι τα θύματα, που τρώει ο δράκοντας ή ο Κάβουρας, ή κάποτε είναι η μητέρα γεμάτη καλοσύνη αλλά κι αυτή παραμένει ανώνυμη. Όνομα και υπόσταση έχει μόνο ο ισοδύναμος αντίπαλος που μπορεί να αναμετρηθεί επάξια με τον ήρωα.

 

Πάνω από τους υπεράνθρωπους ακρίτες είναι μόνο ο Θεός. Κι αυτού όμως την θέληση και τη δύναμη την αμφισβητεί ένας απ' αυτούς, ο Διγενής. Όταν ο Θεός στέλλει τον Χάροντα να πάρει την ψυχή του, αυτός αρνείται να υποταχθεί, παλεύει με τον Χάροντα, με τον θάνατο δηλαδή, και τον νικά. Έτσι καταλύει τον άτεγκτο νόμο του θανάτου και χρειάζεται να επέμβει ο Θεός, σαν υπέρτατη δύναμη, για να μπορέσει ο Χάροντας να πάει τον Διγενή στον άλλο κόσμο. Η πάλη αυτή περιγράφεται ωραία σε πολλά τραγούδια αλλά πολύ χαρακτηριστική είναι αυτή στο τραγούδι «Ο Διγενής τζ' ο Χάροντας» της συλλογής Αλεξ. Ελευθεριάδη (Ακριτικά Άσματα εξ ανεκδότου συλλογής, Κυπρ. Σπ. ΛΖ', 1973, σσ. 15-18):

 

             ..Πάνω στα τρία μερόνυχτα τζ'αι πάσ'τες τρεις ημέρες

80         εγέλασέν τ' ο Διγενής, νά σου τον Χάρον κάτω.

             Απού'δεν έτσι ο Χάροντας πολλά εν που φοβήθην.

             Αννοίει τες αγκάλες του τζ'αι τον Θεόν δοξάζει:

             Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, πού 'σαι στα ψηλωμένα,

             απού γινώσκεις τα κρυφά τζ'αι τα φανερωμένα,

85         την δύναμιν που του 'ωκες ενίκησέν μ' εμέναν..

(Στ. 79-85)

 

Φώτο Γκάλερι

Image