Ανασκαφές

Τυμβωρυχία και ανασκαφικός ερασιτεχνισμός

Image

Σε ολόκληρη τη διάρκεια του μεγάλου χρονικού διαστήματος, που μεσολάβησε από την ολοκληρωτική καταστροφή των αρχαίων κυπριακών πόλεων με τις αραβικές επιδρομές, στα μέσα του 7ουαιώνα μ.Χ., μέχρι τις αρχές του 20ουαιώνα, η επιστημονική ανασκαφική μέθοδος, που αποτελεί το πρωταρχικό και βασικότερο στάδιο των αρχαιολογικών ερευνών, ήταν άγνωστη και ανεφάρμοστη στην Κύπρο και τα αναρίθμητα λείψανα της μακραίωνης και πολύπτυχης ιστορικής τέχνης του κυπριακού λαού ήταν το συνεχές έρμαιο μανιωδών τυμβωρύχων, αρχαιοκάπηλων και θησαυροκυνηγών. Ξένοι διανοούμενοι, δούκες, διπλωμάτες, τραπεζίτες και αρχαιοπώλες, εμβριθείς γνώστες του αρχαίου κυπριακού πολιτισμού από Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και γοητευμένοι από τα πολυθρύλητα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Σαλαμίνος, των Σόλων, του Κουρίου, της Πάφου, του Μαρίου, του Ιδαλίου και των άλλων κυπριακών βασιλείων και πόλεων, πολυσύχναζαν στο νησί και, με τη συγκατάθεση των τοπικών διοικητικών οργάνων των εκάστοτε δυναστικών κυβερνήσεων και τη βοήθεια φτωχών βιοπαλαιστών και αναλφάβητων χωρικών, λεηλατούσαν συστηματικά και ρήμαζαν κυριολεκτικά τους αρχαιολογικούς του θησαυρούς. Όλοι ανεξαίρετα οι αρχαιολογικοί χώροι και τα περισσότερα νεκροταφεία συλήθηκαν συστηματικά και ανενόχλητα και δεκάδες χιλιάδες εκλεκτά πήλινα αγγεία και ειδώλια, μαρμάρινα και ασβεστολιθικά γλυπτά και αγάλματα, χρυσά και ασημένια κοσμήματα και νομίσματα, χάλκινα οικιακά σκεύη και όπλα, πολύτιμοι σκαραβαίοι και σφραγιδόλιθοι, ελεφάντινα και αλαβάστρινα αριστουργηματικά έργα και άλλα είδη μικροτεχνίας φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό και τα περισσότερα απ' αυτά κοσμούν σήμερα αρκετά μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής και πολλές ιδιωτικές αρχαιολογικές συλλογές.

 

Βλέπε: Κυπριακές Αρχαιότητες σε ξένα μουσεία

 

Ανάμεσα στους πρώτους γνωστούς θιασώτες και εραστές των κυπριακών αρχαιοτήτων αναφέρεται και ο διάσημος Ελβετός προσκυνητής Jodicus de Meggen. Όπως ο ίδιος αναφέρει, σε ειδική μελέτη του για τη Σαλαμίνα, επισκέφθηκε την Κύπρο για πρώτη φορά το 1542 και αφού εντυπωσιάστηκε από τις ογκώδεις μάζες των ερειπίων της Σαλαμίνος, που αντανακλούσαν το μεγαλείο της ένδοξης πόλης, στη συνέχεια θέλησε να παρακολουθήσει από κοντά μερικούς τυμβωρύχους, που επιδίδονταν με μανία στο έργο τους, από τους οποίους αγόρασε αρκετά χρυσά και ασημένια νομίσματα και διάφορα άλλα αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης, με τα οποία εμπλούτισε την ιδιωτική αρχαιολογική συλλογή του.

 

Το έργο του Meggen συνεχίστηκε με αμείωτο ενδιαφέρον και από αρκετούς άλλους αρχαιομανείς περιηγητές και αποκορυφώθηκε στην περίοδο των τριών αιώνων της Τουρκοκρατίας, από το 1570 μέχρι το 1878. Στη διάρκεια της τρομερής αυτής κατακτητικής περιόδου, παράλληλα με τη συνεχή μάστιγα της τυμβωρυχίας και του ελεύθερου εμπορίου των κινητών αρχαιοτήτων, τα υπολείμματα των περίτεχνων μαρμάρινων και ασβεστολιθικών αρχιτεκτονικών μελών και του επιμελημένου οικοδομικού υλικού των αρχαίων μνημείων, με τις ευλογίες των Τούρκων πασάδων, εκποιούνταν κι αυτά συστηματικά και εξαφανίζονταν καθημερινά.

 

Στα μέσα του 19ουαιώνα άρχισε να εκδηλώνεται το πρώτο ενδιαφέρον για τη μελέτη και τη βαθύτερη σημασία μερικών από τα φυγαδευθέντα κυπριακά αρχαιολογικά αντικείμενα.

 

Τούτο φαίνεται καθαρά στο πρώτο ερασιτεχνικό αρχαιολογικό βιβλίο του Γάλλου επίτιμου δούκα Albert de Luynes με τίτλο Numismatique et Inscriptions Cypriotes, που έγραψε το 1852 και που αναφέρεται αποκλειστικά στην περίφημη χάλκινη πινακίδα με κυπροσυλλαβική γραφή, από το αρχαίο Ιδάλιον, και στην τυπολογία και χρονολόγηση αρκετών νομισμάτων. Τα εξαιρετικά αυτά αντικείμενα, είναι μόνο ένα μικρό μέρος της μεγάλης ιδιωτικής αρχαιολογικής συλλογής του Luynes, που αγόρασε από την Κύπρο και που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.

 

Τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της τυμβωρυχίας και των ανεύθυνων ερασιτεχνικών ανασκαφών σημειώθηκαν στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας από τον περιβόητο Ιταλο-αμερικανό Luigi Palma di Cesnola και τους έμμισθους συνεργάτες του. Με την ιδιότητα του Αμερικανού προξένου στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο και με την επίσημη άδεια της τουρκικής κυβέρνησης, από το 1865 μέχρι το 1877 ο Cesnola επιδόθηκε με απαράμιλλο ζήλο σε μια αδιάκοπη ανασκαφική εκστρατεία σ' ολόκληρο το νησί, που στόχευε στην εκγύμνωση των ερειπωμένων αρχαίων κυπριακών πόλεων από τους θαμμένους πολύτιμους θησαυρούς τους και των νεκροπόλεων από τα πλούσια ταφικά κτερίσματά τους. Το μέγεθος της συμφοράς, που προκλήθηκε στις κυπριακές αρχαιότητες από τις συνεχείς, ερασιτεχνικές ανασκαφικές δραστηριότητές του καθρεφτίζεται στους αναρίθμητους κενούς και μισοκατεστραμμένους τάφους, που άφησε στο πέρασμά του, και στο μεγάλο πλήθος των ανεκτίμητων θησαυρών, που αποκόμισε και φυγάδευσε. Ο ίδιος, με ιδιαίτερο στόμφο, περιγράφει τα αρχαιολογικά κατορθώματά του στο βιβλίο του Cyprus, its Ancient Cities, Tombs and Temples, που εκδόθηκε στο Λoνδίνο το 1877. Η τεράστια αρχαιολογική συλλογή του Cesnola, στην οποία αντιπροσωπεύονται, με μοναδικά στο είδος τους αντικείμενα, η κεραμεική, η γλυπτική, η κοροπλαστική, η χρυσοχοΐα, η αργυροχοΐα, η σφραγιδογλυφία, η νομισματική, η επιγραφική κι όλοι ανεξαίρετα οι τομείς της αρχαίας κυπριακής τέχνης, αγοράστηκε από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και μέχρι σήμερα αποτελεί τον βασικό πυρήνα των εκθεμάτων του.

 

Στις αρχές της Αγγλοκρατίας καταβλήθηκε αξιόλογη προσπάθεια για καταπολέμηση της τυμβωρυχίας και για συστηματικότερη ανασκαφική έρευνα, αλλά χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα. Από το 1878 μέχρι το 1888, ο Γερμανός ερασιτέχνης αρχαιολόγος Max Ohnefalsch-Richter διηύθυνε μικρές ανασκαφές σε διάφορα μέρη του νησιού για λογαριασμό ξένων κρατικών μουσείων και οργανισμών και από το 1890 μέχρι το 1896 η αρχαιολογική αποστολή του Βρεττανικού Μουσείου ανέλαβε άλλες ανασκαφές σε μεγαλύτερη κλίμακα. Παρόλο που οι ανασκαφές αυτές είχαν ως απώτερο στόχο την ταξινόμηση, τη μελέτη και την αξιολόγηση των ευρημάτων, παρέμειναν στο στάδιο του ερασιτεχνισμού, γιατί έγιναν χωρίς την απαιτούμενη επιστημονική γνώση για την ορθή ερμηνεία των στρωματογραφικών φαινομένων και την τυπολογική κατάταξη των αποκαλυφθέντων αντικειμένων. Σύμφωνα με τη δική του κρίση, ο Μ. Ohnefalsch-Richter δημοσίευσε τα πορίσματα των ανασκαφών του σε διάφορα αρχαιολογικά δελτία και σε ειδικό βιβλίο με τίτλο Kypros, the Bible and Homer (London, 1888) στο οποίο προσπάθησε να δώσει μια γενική εικόνα των κυπριακών αρχαιοτήτων με υποκειμενικά κριτήρια.

 

Τα αποτελέσματα των ανασκαφών της αποστολής του Βρεττανικού Μουσείου συνοψίζονται στην έκδοση Excavations in Cyprus (London, 1900).

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια