Βαλκανικοί πόλεμοι

Συμμετοχή των Ελληνοκυπρίων

Image

Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων Κυπρίων που έφυγαν από το νησί τους για την Ελλάδα, όπου κατετάγησαν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν από τις τάξεις του στους Βαλκανικούς πολέμους.  Πάντως, όπως έχει καταδειχθεί από σχετική μελέτη του Πέτρου Παπαπολυβίου, στους Βαλκανικούς πολέμους μετείχαν περίπου 1800 Κύπριοι. Τυπικά η συμμετοχή τους στον πρώτο ειδικά Βαλκανικό πόλεμο κατά της Τουρκίας, συνιστούσε έγκλημα εσχάτης προδοσίας για το οποίο προβλεπόταν η ποινή του θανάτου. Και τούτο επειδή κατά το 1912-1913, όπως και πιο πριν, κατά την εποχή του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 στον οποίο συμμετείχαν και πάλι πολλοί Κύπριοι, το νησί τους κατεχόταν μεν από τη Μεγάλη Βρεττανία βάσει της συμφωνίας του 1878 (4 Ιουνίου), αλλά εξακολουθούσε να θεωρείται τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Κύπρο εξακολουθούσε να ισχύει ο οθωμανικός αυτοκρατορικός ποινικός κώδικας, συνεπώς με βάση το άρθρο 48 του κώδικα αυτού οι Έλληνες της Κύπρου μπορούσαν να κατηγορηθούν για εσχάτη προδοσία επειδή συμμετείχαν στον αγώνα κατά της «Οθωμανικής πατρίδος» της οποίας θεωρούνταν ακόμη υπήκοοι.

 

Η αγγλική διοίκηση της Κύπρου ωστόσο, αν και επίσημα δεν επέτρεψε τη συμμετοχή Ελλήνων Κυπρίων στους Βαλκανικούς πολέμους, απέφυγε να συλλάβει ή να κατηγορήσει οποιονδήποτε από τους εθελοντές πολεμιστές κι ανέχθηκε σιωπηρά τις αντιτουρκικές αυτές ενέργειές τους. Επίσημα η αγγλική διοίκηση της Κύπρου είχε εντούτοις απαγορεύσει τη συμμετοχή Κυπρίων στους απελευθερωτικούς αυτούς πολέμους της Ελλάδας και είχε δεχθεί τις έντονες διαμαρτυρίες των Τούρκων γιατί, παρά την απαγόρευση, πολλοί «προδότες» μπόρεσαν να φύγουν για την Ελλάδα και ν' αγωνιστούν. Η τυπική συμμόρφωση της αγγλικής διοίκησης της Κύπρου προς τον ισχύοντα οθωμανικό νόμο περιλάμβανε την απαγόρευση της στρατολογίας και την προτροπή για στρατολογία. Όμως μεταξύ των χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών πού είχαν στρατολογηθεί περιλαμβάνονταν ακόμη και επίσημοι, όπως ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος (που σκοτώθηκε στην Ελλάδα), καθώς και μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου, δηλαδή βουλευτές.

 

Η στάση αυτή της αγγλικής διοίκησης της Κύπρου, αποτέλεσμα βέβαια γενικότερης πολιτικής που είχε χαραχθεί στο Λονδίνο, ίσως καταδεικνύει παραστατικά ότι η αγγλική πολιτική κατά την εποχή εκείνη συνίστατο στην απόφαση για τελικό διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην αρχή ότι κάθε τμήμα της που μ' οποιονδήποτε τρόπο είχε αποσπασθεί από την εξουσία των Τούρκων δεν επρόκειτο να τους επιστραφεί. Εξάλλου χαρακτηριστική είναι και η αγγλική χειρονομία του 1913, να προσφέρει την Κύπρο στον Ελευθέριο Βενιζέλο με αντάλλαγμα λιμενικές διευκολύνσεις στο Αργοστόλι, αν και η Κύπρος τυπικά δεν της ανήκε (βλέπε λήμμα Αργοστόλι), εφόσον η προσάρτησή της έγινε από την Αγγλία το 1914.

 

Η συμμετοχή Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδας το 1897, το 1912-1913 και το 1918-1922 υπολογίζεται ότι συνολικά ξεπερνά τις 3.000 άνδρες (πέραν των 11.000 περίπου που συμμετείχαν στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ενταγμένοι στις τάξεις του αγγλικού κυρίως, και του ελληνικού στρατού). Μεταξύ αυτών που πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους κι έπεσαν, γνωστότερος είναι ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος*, ο οποίος σκοτώθηκε στο Μπιζάνι. Στους Βαλκανικούς πολέμους συμμετείχε κι ένας Κύπριος ιεράρχης, ο μετέπειτα μητροπολίτης Κερύνειας και αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β'.

 

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στους Ελληνοτουρκικούς πολέμους (1897 ως 1922) χιλιάδες ήταν οι Έλληνες Κύπριοι που εθελοντικά εντάχθηκαν στις ελληνικές δυνάμεις ενώ κανένας Τούρκος Κύπριος δεν εντάχθηκε στον τουρκικό στρατό.

 

Στις πόλεις και στα χωριά της Κύπρου η ατμόσφαιρα χαρακτηριζόταν από ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Οι Έλληνες Κύπριοι ξεχύνονταν με ενθουσιασμό και με σημαίες ελληνικές στους δρόμους για να πληροφορηθούν τις εξελίξεις του πολέμου, κι ο ενθουσιασμός τους γινόταν ακράτητος όταν άκουγαν ότι ο ελληνικός στρατός προέλαυνε και απελευθέρωνε τη μια μετά την άλλη τις διάφορες πόλεις. Με σημαίες και εκδηλώσεις ενθουσιασμού ξεπροβόδιζαν από τα χωριά τους εθελοντές, που όλο και πιο πολλοί αναχωρούσαν για το μέτωπο. Χαρακτηριστικές είναι οι παιδικές αναμνήσεις του Σάββα Λοϊζίδη, εθναρχικού συμβούλου και αργότερα βουλευτή Αθηνών, καταγομένου από το Δίκωμο. Γράφει: «Ἐθελοντές σπεύδουν ἀπό ὃλη τήν Κύπρο. Τό χωριό μας δέν μένει πίσω. Πέντε λεβέντες ἑτοιμάζοντο νά ἀναχωρήσουν γιά τήν Ἑλλάδα. Οἱ χωριανοί ὅλοι τούς ξεπροβοδίζουν μέ πανηγυρικές ἐκδηλώσεις. «Στό καλό παιδιά κι ὁ Θεός μαζί σας, νά πολεμήσετε γιά τήν Ἑλλάδα καί γιά τήν Ἕνωσιν...» Ἓνας ἀπ' αὐτούς γύρισε μετά τό τέλος τοῦ πολέμου, μέ ἀνίατη πληγή... »(Σάββα Λοϊζίδη, Ἂτυχη Κύπρος, Αθήνα, 1980, σσ. 1314).

 

Μεταξύ του 1912 και 1913 μαρτυρούνται και ταραχές, που σε μερικές περιπτώσεις εξελίχθηκαν σε αιματηρές συγκρούσεις, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου σε διάφορα χωριά. Τα επεισόδια αυτά, αν και ξεκινούσαν από διάφορες αφορμές, ωστόσο μπορούν να χαρακτηριστούν και ως αποτελέσματα του αντίκτυπου των Βαλκανικών πολέμων στην Κύπρο.

 

Φώτο Γκάλερι

Image