Βαλκανικοί πόλεμοι

Κύπριοι εθελοντές

Image

Η κυπριακή συμπαράταξη στην απελευθερωτική προσπάθεια του Ελληνικού κράτους εκδηλώθηκε κυρίως με την προσφορά αίματος και χρήματος. Η κατάταξη εθελοντών στον ελληνικό στρατό ή στα διάφορα σώματα ατάκτων των κατά καιρούς απελευθερωτικών κινημάτων των ποικιλώνυμων αλυτρωτικών οργανώσεων, αποτελούσε πλέον μόνιμη συνήθεια για τους Έλληνες της Κύπρου, αφού δεν απουσίασαν, από την εποχή της επανάστασης του 1821, από καμιά ελληνική πολεμική περιπέτεια, κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Στα 1912 με την έναρξη των Βαλκανικών στις 5 Οκτωβρίου, το κυπριακό εθελοντικό κίνημα είχε να υπερπηδήσει δύο μεγάλα εμπόδια: Τη βρεττανική ουδετερότητα (το σχετικό διάταγμα δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κύπρου στις 10/23 Οκτωβρίου 1912), αλλά και την άρνηση, από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1912, του ελληνικού Υπουργείου Στρατιωτικών να δεχθεί μεγάλο αριθμό εθελοντών, καθώς η Αθήνα είχε κατακλυστεί από χιλιάδες (αγύμναστους και ανέτοιμους στρατιωτικά) εθελοντές, από όλα τα μέρη της γης, που επιθυμούσαν να καταταχθούν. (Βλέπε Βίντεο)

 

Η αναμενόμενη προκήρυξη ουδετερότητας των αρχών κατοχής παρακαμπτόταν εύκολα, καθώς ήταν αδύνατο για την κυπριακή αστυνομία και τους τελωνειακούς υπαλλήλους να εξακριβώσουν τον πραγματικό σκοπό ταξιδιού των επίδοξων εθελοντών – τυπικά ακόμη οθωμανών υπηκόων λόγω της σύμβασης του 1878 και επομένως υπόλογων απέναντι και στο τουρκικό ποινικό δίκαιο για «εσχάτη προδοσία», σε περίπτωση σύλληψής τους με την ελληνική στρατιωτική στολή. Αντίθετα, εκείνο που πανικόβαλε την κυπριακή πολιτική ηγεσία ήταν η αναστολή κατάταξης εθελοντών στον ελληνικό στρατό. Με τηλεγράφημά τους οι Κύπριοι βουλευτές προς το υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισαν την κατ’ εξαίρεση κυπριακή συμμετοχή στον πόλεμο ως εθνική ανάγκη. Αφού η έγκριση μαζικής κατάταξης φαινόταν αδύνατη, τον Οκτώβριο του 1912, αρκετοί κορυφαίοι πολιτευτές του νησιού αποφάσισαν να καταταχθούν οι ίδιοι στο στρατό, για να κάνουν αισθητή την παρουσία της Κύπρου.

 

Από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, εντοπίζονται αναχωρήσεις μεμονωμένων εθελοντών, από το Σεπτέμβριο του 1912, με προεξάρχοντες όσους είχαν ελληνική υπηκοότητα ή είχαν ήδη υπηρετήσει τη θητεία τους και ήταν έφεδροι στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Στις 17 Οκτωβρίου του 1912 αναχώρησε από το λιμάνι της Λάρνακας μια μικρή ομάδα εθελοντών, το σώμα του Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού. Εκτός από το ιατρικό προσωπικό, δηλαδή τέσσερις Λευκωσιάτες γιατρούς (Αχιλλέα Θεοφανίδη, Χριστόδουλο Καλαβρό, Παναγιώτη Λεοντιάδη και Κωνσταντίνο Μαυραντώνη) και τρεις νοσοκόμους (το συνεργάτη του Καλαβρού Ευστάθιο Χατζηδημητρίου, την Ελλαδίτισσα μαία Γιασεμή Γιαννακοπούλου και τη νοσοκόμα από την Τσάδα της Πάφου Ελπινίκη Εγγλεζάκη), αναχώρησε ο Κρητικός μητροπολίτης Κιτίου (εκλέχθηκε το 1910) Μελέτιος Μεταξάκης (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας), ο βουλευτής Λάρνακας - Αμμοχώστου Ευάγγελος Χατζηιωάννου, παλιός εθελοντής της Κρητικής επανάστασης του 1897, και ο δήμαρχος Λεμεσού, βουλευτής από το 1901 ως το 1911, Χριστόδουλος Σώζος.

 

Οι δύο Κύπριοι πολιτευτές και ο μητροπολίτης Κιτίου συναντήθηκαν στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 1912 με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και κατάφεραν να κάμψουν τις αντιρρήσεις του και να πετύχουν την κατάταξή τους στο Α’ Σύνταγμα Πεζικού, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δέσμευσή του για την άμεση αποστολή τους στην πρώτη γραμμή των πολεμικών επιχειρήσεων. Ανάλογο αίτημα του μητροπολίτη Μελετίου, για την κατάταξή του ως στρατιωτικού ιερέα, δεν βρήκε ανταπόκριση από τον Κρητικό πολιτικό, καθώς ο ευρυμαθής και πολυτάλαντος Μεταξάκης χρειαζόταν να προσφέρει τις γνώσεις του και τις συμβουλές του στο υπουργείο Εξωτερικών, για την επίλυση των πολλών και σημαντικών εκκλησιαστικών ζητημάτων που προέκυψαν από τους πολέμους. Όπως γράφτηκε μετά το θάνατο του Σώζου, οι ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο των στρατιωτικών συγκρούσεων είχαν δημιουργήσει στο Λεμεσιανό δήμαρχο την αίσθηση ότι ο πόλεμος πλησίαζε προς τη λήξη του και το φόβο ότι δεν θα προλάβαινε να πάρει μέρος σε μάχη, ώστε να κάνει γνωστή τη συμμετοχή της Κύπρου στη βαλκανική σύρραξη. Οι δύο Κύπριοι νομικοί και πολιτικοί (μαζί με τον Μεταξάκη) πήραν αμέσως φύλλο πορείας για τη Θεσσαλονίκη, όπου έφθασαν την 1η Νοεμβρίου. Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας έμειναν για δύο περίπου εβδομάδες και αναχώρησαν μετά από νέο αίτημά τους για την Ήπειρο. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, στην πρώτη τους μάχη στο Μπιζάνι, στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, ο Χριστόδουλος Σώζος σκοτώθηκε και ο Χατζηιωάννου τραυματίστηκε σοβαρά. Ήταν το γεγονός που σφράγισε την κυπριακή συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους. Μάλιστα οι πιο βιαστικοί έσπευσαν να ονομάσουν το Λεμεσιανό δήμαρχο ως «την κυπριακή Ιφιγένεια». Κατά τραγική σύμπτωση, που τότε θεωρήθηκε ευοίωνη, οι συνάδελφοί τους στην Κύπρο, ακριβώς την 6η Δεκεμβρίου 1912, έστελλαν ένα νέο ενωτικό υπόμνημα προς το υπουργείο Αποικιών. Το αίμα των απόντων Σώζου και Χατζηιωάννου ήταν αυτό που έδινε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο υπόμνημα.

 

Την ομάδα του Μεταξάκη ακολούθησαν λίγο αργότερα, στο δρομολόγιο για την κατάταξη στα στρατολογικά γραφεία των Αθηνών, και άλλες γνωστές προσωπικότητες της κυπριακής κοινωνίας. Ανάμεσά τους ο αρχιμανδρίτης στο Κάιρο Μακάριος Μυριανθεύς, μετέπειτα μητροπολίτης Κυρηνείας και αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β, στρατιωτικός ιερέας στο Μπιζάνι, προσκολλημένος στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, οι τρεις βουλευτές Λεμεσού Ευγένιος Ζήνων, Ιωάννης Κυριακίδης, και Νικόλαος Κλ. Λανίτης, ο διευθυντής της λεμεσιανής εφημερίδας «Σάλπιγξ» Χριστόδουλος Χουρμούζιος, οι συμπολίτες του δικηγόροι και λόγιοι Αριστείδης Ζήνων, Αλέκος Ζήνων και Ευέλθων Πιτσιλλίδης, οι μετέπειτα διαπρεπείς φιλόλογοι - ερευνητές Γιάγκος Τορναρίτης και Χρήστος Παντελίδης, ο επίσης φιλόλογος και για τρεις σχεδόν δεκαετίες γυμνασιάρχης της Λεμεσού Αργυρός Δρουσιώτης, ο μετέπειτα στρατηγός Ιωάννης Τσαγγαρίδης, ο γεωπόνος Γεώργιος Ζήνων, ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης (τότε μαθητής της τετάρτης Γυμνασίου) και πολλοί άλλοι από τους «επιφανείς» του κυπριακού μικρόκοσμου. Οι Κύπριοι εθελοντές εντυπωσίασαν την ελληνική πολιτική ηγεσία και το δημοσιογραφικό κόσμο με το υψηλό επίπεδο μόρφωσης και πνευματικής καλλιέργειας που τους χαρακτήριζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους εννέα Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου στα 1911-1916, οι έξι είχαν φορέσει εθελοντικά, σε διάφορες χρονικές περιόδους την ελληνική στρατιωτική στολή!

 

Παρά τις απαγορεύσεις, η προσέλευση εθελοντών στην Αθήνα συνεχιζόταν αμείωτη, καθώς ένας μεγάλος αριθμός εθελοντών, και όχι μόνο Κυπρίων, που δεν ευτύχησαν να καταταχθούν στο στρατό, έβρισκαν καταφύγιο στους διάφορους σχηματισμούς ατάκτων, στις ανταρτικές ομάδες και στα σώματα των Γαριβαλδινών. Η πρώτη αποστολή μεγάλου σώματος εθελοντών έγινε στις 8 Ιανουαρίου 1913, καθώς ο θάνατος του Χρ. Σώζου και των άλλων Κυπρίων στην Ήπειρο και ο τεράστιος θόρυβος που προκάλεσαν στο νησί, είχαν αχρηστεύσει κάθε τυχόν εμμονή των αρχών κατοχής για την επιβολή της ουδετερότητας. Επιπλέον, οι μεγάλες απώλειες σε άνδρες στη συνεχιζόμενη πολιορκία των Ιωαννίνων φαίνεται ότι ανάγκασαν την Αθήνα να άρει τους δισταγμούς της για τις συνέπειες μιας μαζικής κατάταξης απόλεμων ανδρών. Η αναχώρηση 200 ανδρών, επίδοξων εκδικητών του κυπριακού αίματος – που κατάγονταν από τις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου - με το ειδικά ναυλωμένο ατμόπλοιο «Αδαμάντιος Λαιμός» έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, ενώ ενθουσιώδης υποδοχή τους επιφυλάχθηκε στον Πειραιά και την Αθήνα. Τη μεγαλύτερη αίσθηση, πάντως, στην πολεμική ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας προκάλεσε η παρουσία επτά μοναχών και δοκίμων της Μονής Κύκκου, που ήταν και οι σημαιοφόροι του κυπριακού σώματος. Τρεις απ’ αυτούς κατάφεραν να σπάσουν την αθηναϊκή μονοτονία προκαλώντας καταπληκτικήν συνάθροισιν κόσμου έξω από ένα κουρείο της οδού Σταδίου, όπου οι ρασοφόροι εθελοντές ετακτοποίουν την γενειάδα και την κόμην των, προκειμένου να τύχουν του στρατιωτικού χρίσματος, βεβαιώνοντας τους …θεατές, ότι μετά το τέλος του πολέμου θα επανέφεραν την κόμμωσή τους στο πρώην καθεστώς. (Ένας από τους Κυκκώτες εθελοντές ήταν ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Χρυσόστομος. Μάλιστα, διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας η κυκκώτικη παράδοση, που την αφηγείτο τακτικά στους Ελλαδίτες επισκέπτες του ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α’, ότι οι αξιωματικοί της Στρατολογίας εξεπλάγησαν από τον αριθμό των εθελοντών με το επίθετο Κυκκώτης, εκστομίζοντας: Καλά, αυτός ο Κυκκώτης πόσα παιδιά έκαμε και τα έστειλε στον πόλεμο!)

 

Η αναχώρηση εθελοντών συνεχίστηκε μέχρι και την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου 1913, και ξανάρχισε τον Ιούνιο, για τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο. Στις 12 Ιουλίου 1913, αναχώρησε από το λιμάνι της Λάρνακας ένα μεγάλο σώμα 276 εθελοντών. Επικεφαλής του σώματος ήταν ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος (είχε επιστρέψει από την Ελλάδα τον Απρίλιο) και ο τραυματίας του Μπιζανίου βουλευτής Ευάγγελος Χατζηιωάννου. Οι εθελοντές λειτουργήθηκαν στο ναό του Αγίου Λαζάρου, όπου κοινώνησαν όλοι και ευλογήθηκαν οι σημαίες τους. Στην Αλεξάνδρεια έτυχαν ανάλογης πανηγυρικής υποδοχής, αλλά και πλούσιας και τιμητικής φιλοξενίας για ένα τριήμερο. Στην Αθήνα οι Κύπριοι εθελοντές έφτασαν μετά την οριστική λήξη των εχθροπραξιών, όμως η κυβέρνηση Βενιζέλου, χαριζομένη Κύπρω, δέχτηκε την κατάταξή τους και ανέλαβε, για αρκετές εβδομάδες, τη στρατιωτική τους εκγύμναση.

 

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1913 αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά επιστρέφοντας για την Κύπρο, η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών. Στο ατμόπλοιό τους, οι παλιννοστούντες εθελοντές είχαν την υψηλή τιμή να τους επισκεφθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τους ευχαρίστησε, ευχόμενος, σύμφωνα με ορισμένες εφημερίδες, όπως ταχέως ανατείλη και διά σας η μεγάλη και ποθητή ημέρα της ενώσεως, καθ’ ην και η ηρωική και εύανδρος Κύπρος θα ευρεθή εις την αγκάλην της μητρός της. Στη Λεμεσό, όπου το ατμόπλοιο με τους 500 περίπου εθελοντές προσέγγισε πρώτα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1913, η αποβίβαση των εθελοντών κράτησε δύο περίπου ώρες.   Μετά την ολοκλήρωσή της, βάδισαν συντεταγμένοι στρατιωτικά προς το μητροπολιτικό ναό της πόλης του Σώζου, με επικεφαλής τον έφεδρο υπολοχαγό Νέαρχο Φυσεντζίδη, ο οποίος κρατώντας όλους τους τύπους, συνοδευόταν από τον υπασπιστή του, το δεκανέα Ευέλθοντα Σχίζα, ενώ το σκηνικό συμπλήρωναν τα εμβατήρια της φιλαρμονικής, κωδωνοκρουσίες και ολμοβολές. Το πρωτοφανές θέαμα εκατοντάδων ένστολων εθελοντών προκάλεσε φυσικά υστερία ενθουσιασμού στο πλήθος, που συνωστιζόταν να δει από κοντά τους ήρωας, τους οποίους φαίνεται ανέμεναν ως κάτι το εξωπραγματικό: Κάποια κυρία, γράφει μια εφημερίδα της Λεμεσού, πιθανώς μυωπούσα και πρώτην φοράν βλέπουσα στρατιώτας φωνάζει· δεν είναι στρατιώται, είναι …πλάσματα!

 

Ανάλογες σκηνές ενθουσιασμού διαδραματίσθηκαν και στις δύο επόμενες στάσεις του πλοίου, τη Λάρνακα και την Αμμόχωστο. Από εκεί, οι εθελοντές που απέμειναν, από τις επαρχίες Λευκωσίας και Κερύνειας, επιβιβάστηκαν στο σιδηρόδρομο, με επικεφαλής την πολιτική ηγεσία, τον Έλληνα πρόξενο αλλά και το Γάλλο συνάδελφό του στη Λάρνακα P. H. Bryois, φανατικό, μέχρι υπερβολής, φιλέλληνα, όπως αποδείχθηκε με την ευκαιρία αυτή. Στη Λευκωσία τους 160 εθελοντές ανέμεναν, στις 16 Σεπτεμβρίου 1913, 6000 περίπου λαού, σύμφωνα με τους μετριότερους δημοσιογραφικούς υπολογισμούς. Από το σιδηροδρομικό σταθμό η πολυπληθής πορεία με επικεφαλής τους λαμπαδηφορούντες εθελοντές, εισήλθε στην πόλη από την «πόρτα της Κερύνειας», διέσχισε το βόρειο τμήμα της πρωτεύουσας, πέρασε την πλατεία Σεραγίου, τον τόπο της αγχόνης της 9ης Ιουλίου 1821 και κατέληξε στο ναό της Φανερωμένης για την επινίκια ευχαριστήρια δοξολογία. Ήταν μια νύκτα που θα ήθελαν να ζήσουν πολλές γενεές Ελλήνων της Κύπρου.

 

Θερμή υποδοχή – που εξελίχθηκε απρόσμενα και αυθόρμητα σε μια παγκύπρια αλυσιδωτή ενωτική διαδήλωση - επιφυλάχθηκε στους εθελοντές και στις μικρότερες πόλεις, αλλά και στα χωριά, όπου συνήθως όλοι οι κάτοικοι πορεύονταν αρκετά χιλιόμετρα για να προϋπαντήσουν τους τετιμημένους ήρωας, μετά σημαιών και εξαπτερύγων. Έχουν εντοπιστεί περιγραφές για την υποδοχή των εθελοντών στο Όμοδος, την Άχνα, την Καλαβασό, την Ορμήδεια, την Πόλη Χρυσοχούς, το Αργάκι, τον Καραβά, την Αραδίππου, την Παναγιά της Πάφου κ.ο.κ.

 

Αν επιχειρήσουμε να κατατάξουμε σε «επαγγελματικές ομάδες» τους εθελοντές του 1912-1913, πρέπει να αναφέρουμε πρώτα τους 30 περίπου φοιτητές της Αθήνας, που κατατάχθηκαν εν σώματι στις αρχές Οκτωβρίου 1912 και μερικοί από αυτούς περιλήφθηκαν τιμητικά, μαζί με τους Κρητικούς συναδέλφους τους, στο «Φοιτητικό Λόχο» του Ανεξάρτητου Κρητικού Συντάγματος. Η έρευνά μας επισήμανε επίσης, 13 εκπαιδευτικούς εθελοντές (κυρίως δασκάλους), 12 κληρικούς (στην πλειοψηφία τους μοναχούς ή δοκίμους της Ιεράς Μονής Κύκκου), 12 δικηγόρους, 10 γιατρούς κ.ο.κ.   Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι αριθμοί αυτοί εξαντλούν τη συμμετοχή εθελοντών από τις επιστημονικές τάξεις του νησιού, καθώς οι εφημερίδες της εποχής έδιναν αρκετή προβολή στην παρουσία «επωνύμων Κυπρίων» στους πολέμους. Αντίθετα, η μεγάλη μάζα των εθελοντών, εκ των «λαϊκών τάξεων», δεν έτυχε (ούτε είχε ανάγκη) ανάλογης προβολής από τον κυπριακό τύπο, εκτός των περιπτώσεων των «τετιμημένων τραυματιών».

 

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ο αριθμός των εθελοντών του 1912 – 1913 κυμαίνεται από 1500 – 1800, τουλάχιστον. (Οι εφημερίδες της εποχής υπολόγιζαν, μάλλον υπερβολικά, τους εθελοντές σε 3.000.) Στο βιβλίο μας με τίτλο «Η Κύπρος και οι Βαλκανικοί πόλεμοι: Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού εθελοντισμού», που εκδόθηκε το 1997 από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, στη Λευκωσία, έχουμε καταγράψει τα ονοματεπώνυμα 776 εθελοντών. (Από τότε έχουμε συγκεντρώσει και άλλα   100 περίπου ονόματα εθελοντών.) Στο σχετικό κατάλογο περιλαμβάνονται άνθρωποι κάθε ηλικίας, επαγγέλματος ή τάξης, ξεχωρίζουν όμως εμφανώς οι αγρότες. Από την άποψη της καταγωγής, είναι σαφές ότι πλειοψηφούσαν όσοι κατάγονταν από την επαρχία Λεμεσού. Ως προς την ηλικία οι περισσότεροι ήταν 18-22 ετών. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνάς μας συνολικά 55 Κύπριοι εθελοντές σκοτώθηκαν στους δύο πολέμους: οι περισσότεροι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στον πολύνεκρο Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο στα χώματα της Μακεδονίας και στη Νότια Βουλγαρία. Στον κατάλογο που ακολουθεί, δημοσιεύονται τα ονόματα 42 Κυπρίων εθελοντών για τους οποίους έχουν βρεθεί αρκετές πληροφορίες για την καταγωγή, τη δράση ή το θάνατό τους. 

 

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΥΠΡΙΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ 1912- 1913

Αλεξάνδρου Αλφρέδος. Από τον Άγιο Δομέτιο. Σκοτώθηκε (ή πέθανε από μηνιγγίτιδα) στη Γουμένισσα Κιλκίς, το Φεβρουάριο του 1913.

Αντωνιάδης Γ. Παναγιώτης. Κύπριος της Αιγύπτου, μηχανικός. Σκοτώθηκε στην Αετορράχη της Ηπείρου, στις 7-1-1913.

Αρσενίου (Ττόφας) Χριστόφορος. Από τον Καραβά. Σκοτώθηκε στη μάχη της Τζουμαγιάς, τον Ιούλιο του 1913, σε ηλικία 22 χρόνων.

Γεωργιάδης Δημήτριος. Από την Παλλουριώτισσα (;). Ανήκε στο ανταρτικό σώμα Κόρακα. Σκοτώθηκε στην Ήπειρο.

Δημητρίου Σάββας. Γεωργός από τη Λεμεσό.

Ευσταθίου Κυριάκος. Από το Αγριδάκι Κερύνειας. Σκοτώθηκε σε ελληνοβουλγαρική σύγκρουση στο Παγγαίο (ή στην Τζουμαγιά).

Ευσταθίου Μιχαήλ. Από το Αγριδάκι Κερύνειας, αδελφός του προηγούμενου εθελοντή. Σκοτώθηκε στο Μπιζάνι.

Ηλιασίδης Νάταρ Κωνσταντίνος. Από την Αμμόχωστο. Δεκανέας στο 2ο Τάγμα Ευζώνων. Τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη της Τζουμαγιάς.

Κελλακιώτης ή Καράμαλλης Κ. Ιωάννης. Από το Κελλάκι Λεμεσού, εμποροϋπάλληλος. Σκοτώθηκε στη μάχη του Κιλκίς, τον Ιούνιο του 1913.

Κοιλανιώτης– Μιχαηλίδης Ν. Κωνσταντίνος. Γεννήθηκε το 1892 στο Κοιλάνι Λεμεσού. Δάσκαλος, απόφοιτος του Παγκύπριου Διδασκαλείου, πρωτοετής φοιτητής Νομικής. Πολέμησε στο Μπιζάνι, όπου ονομάστηκε Λοχίας. Σκοτώθηκε στη μάχη του Κιλκίς, τον Ιούνιο του 1913.

Κοχαλίδης (ή Κοραλίδης) Α. Γεώργιος. Από τη Λεμεσό (;). Γαριβαλδινός στο σώμα του Αλ. Ρώμα. Σκοτώθηκε στο Δρίσκο στις 29 Νοεμβρίου 1912.

Κροκάτσης Γεώργιος. Από το Γερόλακκο. Αναχώρησε από το χωριό του και κατατάχθηκε εθελοντής, μια εβδομάδα πριν από το γάμο του. Πολέμησε και στους δύο πολέμους. Τραυματίστηκε στη μάχη του Κιλκίς. Απεβίωσε στη γενέτειρά του, λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του, το Νοέμβριο του 1913.

Κυριακίδης Κυριάκος. Από την Αψιού Λεμεσού. Ανήκε στο 20ο Σύνταγμα Πεζικού της 7ης Μεραρχίας. Σκοτώθηκε στις 27 Απριλίου 1913, στις πρώτες ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις, στο Παγγαίο.

Λοΐζου Αυγουστής. Από το Άρσος Λεμεσού. Έγγαμος με ένα παιδί. Απεβίωσε στις 5 Αυγούστου 1913, μετά από σοβαρό τραυματισμό του στη μάχη του Δεμίρ Ισάρ.

Μαούρης Γ. Νικόλαος. Ξυλουργός από τον Καραβά. Σκοτώθηκε στα 24 του χρόνια, τον Ιούνιο του 1913, στη μάχη του Κιλκίς.

Μάππας Σ. Ευριπίδης. Από τη Λεμεσό. Εμποροϋπάλληλος, απόφοιτος του Ημιγυμνασίου Λεμεσού. Το τελευταίο του γράμμα στάλθηκε από την Πρέβεζα. Πέθανε σε νοσοκομείο από ασθένεια.

Μαυροκορδάτος Γ. Χριστόφορος. Από το Δίκωμο. Τοποθετήθηκε ως νοσοκόμος, πέτυχε, όμως, τη μετάθεσή του σε μάχιμο τμήμα και πολέμησε στο Μπιζάνι και στη Βόρειο Ήπειρο. Προσβλήθηκε από ανίατη νόσο και απολύθηκε από το στρατό. Απεβίωσε σε ηλικία 25 χρόνων, τον Οκτώβριο του 1914. Τάφηκε από τους συγχωριανούς του με τιμές ήρωα.

Μενέικος (ή Μενοίκου) Αναστάσιος. Από το Λεονάρισσο. Γαριβαλδινός στο σώμα του Αλ. Ρώμα. Σκοτώθηκε στο Δρίσκο στις 28 Νοεμβρίου 1912.

Μιχαήλ Χριστάκης. Από τη Λεμεσό.

Μωυσή (Παλωτίτης) Χαράλαμπος. Από την Παλώδια Λεμεσού. Στρατιώτης στο 20ο Σύνταγμα Πεζικού. Σκοτώθηκε στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο.

Οικονομίδης Βασίλειος. Από την Αμμόχωστο, κάτοικος Πειραιά. Γαριβαλδινός στο σώμα του Αλ. Ρώμα. Εγκαταλείφθηκε τραυματίας στα χέρια των Τούρκων, στο Γρεβενίτι της Ηπείρου, στις 24 Δεκεμβρίου 1912 και σκοτώθηκε.

Παπαδόπουλος Σ. Γεώργιος. Λοχαγός, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, κυπριακής καταγωγής. Γεννήθηκε το 1871 στο Μεσολόγγι. Ανήκε στο Α ευζωνικό Σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας. Σκοτώθηκε στο Δεμίρ – Ισάρ, στις 27 Ιουνίου 1913.

Παπαδόπουλος Θ. Ελευθέριος. Από την Κοντέα. Τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου, στις αρχές του πολέμου, και απεβίωσε σε νοσοκομείο της Αθήνας.

Παπασταματίου Δημήτριος. Από την Παλλουριώτισσα (;). Ανήκε στο ανταρτικό σώμα Κόρακα. Σκοτώθηκε στην Ήπειρο.

Πουντούκος Χρ. Ηρακλής. Από το Κελλάκι Λεμεσού. Σκοτώθηκε στο δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο.

Σπύρου Ιωάννης. Λεμεσός.

Σταυρινού Φραντζέσκος. Αχθοφόρος από τη Λεμεσό. Σκοτώθηκε στη μάχη της Τζουμαγιάς.

Στιβαρός Μ. Μιχαήλ. Από τον Πεδουλά. Δευτεροετής φοιτητής της Ιατρικής Σχολής. Ανήκε στο 1ο τάγμα του Ανεξάρτητου Συντάγματος Κρητών. Σκοτώθηκε στο Μπιζάνι, στις 5 Δεκεμβρίου 1912.

Συρίχας Κ. Σωτήριος. Λεμεσός.

Σώζος Χριστόδουλος. Από τη Λεμεσό. Δικηγόρος, Δήμαρχος Λεμεσού, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου, πρώην βουλευτής Λεμεσού – Πάφου (1901-1911). Έγγαμος, πατέρας ενός τέκνου. Στρατιώτης στο πρώτο τάγμα του Πρώτου Συντάγματος της Δεύτερης Μεραρχίας. Σκοτώθηκε στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας, στο Μπιζάνι, στις 6 Δεκεμβρίου 1912, σε ηλικία 40 χρόνων.

Τζωρτζή (ή Κουτσού) Χ. Κυριάκος. Από την Ορά. Στρατιώτης του 20ου Συντάγματος. Σκοτώθηκε στις 26 Απριλίου 1913, σε ελληνοβουλγαρική   σύγκρουση στο Παγγαίο.

Τριανταφυλλίδης Νεόφυτος. Από την Τεμβριά. Εξαφανίστηκε στη διάρκεια του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου.

Φραντζέσκου Νικηφόρος (ή Νικόλαος). Από το Ριζοκάρπασο. Απεβίωσε από μηνιγγίτιδα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, στις 23-3-1913.

Χαραλάμπους Μιλτιάδης. Από την Τσάδα Πάφου.

Χαραλάμπους Μιχαήλ. Από τον Κάτω Δρυ.

Χατζηαντωνίου Αντώνιος. Απεβίωσε στις 28 Ιανουαρίου 1913 σε νοσοκομείο της Κέρκυρας.

Χατζηαργυρού (Φεσσάς) Δ. Πέτρος. Από την Ίνια της Πάφου. Φοιτητής Φυσικομαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανήκε στο 1ο τάγμα του Ανεξάρτητου Συντάγματος Κρητών. Σκοτώθηκε στην Αετορράχη, στο Μπιζάνι, στις 5 Δεκεμβρίου 1912.

Χατζηθεοδόση Χ. Κωστής. Από την Πάφο.

Χατζηχρυσόστομος Ιωάννης. Απεβίωσε στις 13 Μαρτίου 1913 σε νοσοκομείο της Κέρκυρας.

Χρήστου Βασίλειος. Μάγειρας από τη Λεμεσό. Ανήκε στο 9ο Ευζωνικό Τάγμα. Σκοτώθηκε στη μάχη της Τζουμαγιάς.

Χριστοδούλου Τ. Ιωάννης. «Σιδερώστρας» από τη Λάρνακα. Έφεδρος υπαξιωματικός, με προϋπηρεσία στην ευζωνική ανακτορική φρουρά. Λοχίας στο 3ο ευζωνικό τάγμα της 10ης Μεραρχίας. Από τους πρώτους εθελοντές, πήρε μέρος στους πολέμους από τη μάχη του Σαρανταπόρου. Σκοτώθηκε την τελευταία ημέρα του πολέμου, στη μάχη της Τζουμαγιάς, στις 16 προς 17 Ιουλίου 1913.

Χριστοδούλου Κυριάκος. Από τους Εργάτες. Σκοτώθηκε στη μάχη του Κιλκίς, τον Ιούνιο του 1913.      

 

ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΑ 1912 - 1913

Για πρώτη φορά, αυτή την εποχή, το ζήτημα της Κύπρου παίρνει τις διαστάσεις εθνικού ζητήματος, αφού η ελληνική εξωτερική πολιτική και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ασχολήθηκαν σοβαρά με το Κυπριακό, εντάσσοντάς το στις υπόλοιπες εθνικές διεκδικήσεις. Οι εντολές που πήραν και τήρησαν από το πανίσχυρο πλέον «εθνικό κέντρο» οι Κύπριοι πολιτευτές ήταν η αποφυγή υποβολής του ενωτικού ζητήματος στη διάσκεψη του Λονδίνου, προέχοντος νυν ζητήματος διανομής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, όπως τόνισε χαρακτηριστικά σε τηλεγράφημά του προς το Προξενείο της Λάρνακας, στις 7 Δεκεμβρίου 1912, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς.

 

Οι θέσεις αυτές δημοσιοποιήθηκαν και στον τύπο με πιο κραυγαλέο παράδειγμα τις δηλώσεις του Λευκωσιάτη πολιτευτή Θεοφάνη Θεοδότου: Επί παραδείγματι το επ’ εμοί δεν θα ήθελον την ένωσιν της Κύπρου μετά της Ελλάδος σήμερον εάν επρόκειτο να θυσιασθή χάριν ταύτης και σπιθαμή γης Μακεδονικής.

 

Η εντύπωση που επικρατεί στην Αθήνα αλλά και στον κυπριακό πληθυσμό, Έλληνες και Τούρκους, αυτή την περίοδο ήταν ότι, η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν προσεχής και βεβαία, ενώ και τα ελληνικά συμφέροντα δεν κινδύνευαν στο νησί, σε αντίθεση με άλλες αλύτρωτες περιοχές.

 

Στη διαμόρφωση της ψευδαίσθησης της «προσεχούς ενώσεως», συντελούσαν, εκτός από τη συγκυρία των ευνοϊκών εξελίξεων των Βαλκανικών πολέμων, και όσα είχαν διαρρεύσει ακροθιγώς για τις συζητήσεις του Βενιζέλου στο Λονδίνο, το Δεκέμβριο του 1912 και την κατ’   αρχάς συμφωνία για την παραχώρηση της Κύπρου στο Βασίλειο της Ελλάδας με την ανταλλαγή της χρήσης του λιμένος του Αργοστολίου από το βρεττανικό στόλο.

 

Το γεγονός που χρωμάτισε την ευφορία και τη ψυχολογική κατάσταση των Ελλήνων της Κύπρου κατά την εποχή των πολέμων, ήταν μια παταγώδης αποκλειστική είδηση της λευκωσιάτικης εφημερίδας «Ελευθερία» της 5ης Ιανουαρίου 1913, που προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση, αν και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες γκάφες στην ιστορία της κυπριακής δημοσιογραφίας: Η έγκυρη εφημερίδα της πρωτεύουσας έγραψε ότι η ένωση με την Ελλάδα «θα συντελεσθή οσονούπω» και ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη ορίσει τον πρώτο διοικητή του νησιού, τον πρώην υπουργό Παιδείας, Κωνσταντίνο Παπαμιχαλόπουλο.

 

Το Δεκέμβριο του 1912, οι εκπρόσωποι του τουρκικού πληθυσμού του νησιού ζητούσαν με υπόμνημά τους την κατάργηση της συνθήκης του 1878 και την προσάρτηση της Κύπρου στην Αίγυπτο ή τη Βρεττανία. Μετά «το διορισμό του Έλληνα νομάρχη» ζήτησαν από τον αρμοστή αλλά και από το υπουργείο Αποικιών με αλλεπάλληλα τηλεγραφήματά τους, τη διαβεβαίωση ότι σε περίπτωση ένωσης με την Ελλάδα θα τους δινόταν η απαραίτητη χρονική προειδοποίηση και θα λαμβάνονταν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των περιουσιών τους από εσπευσμένες πωλήσεις.

 

Το κυπριακό ενωτικό αίτημα φαινόταν έτοιμο να πραγματοποιηθεί μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1912 – 1913, την ισχυροποίηση της Ελλάδας, και την κατ’ επανάληψη απόδειξη της καθολικότητας της ενωτικής αξίωσης, αλλά και της «ελληνοβρεττανικής φιλίας». Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξες Κασσάνδρες δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν τα απίστευτα σενάρια που θα ακολουθούσαν στη μεγαλόνησο… 

 

Π. ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image