Δίκαιο

Η οθωμανική περίοδος (1571 - 1878)

Image

Για σκοπούς νομικής έρευνας η περίοδος της τουρκικής κατοχής της Κύπρου μπορεί να διαιρεθεί σε δυο περιόδους. Η πρώτη περίοδος μέχρι το 1839, γνωστή σαν περίοδος προ των μεταρρυθμίσεων ή περίοδος προ του tanzimat, και η περίοδος από το 1839 μέχρι το τέλος της Οθωμανικής  κατοχής (1878) γνωστή σαν περίοδος μετά το tanzimat ή περίοδος μετά τις μεταρρυθμίσεις.

 

Πρώτη περίοδος: Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τη λήψη αυστηρών μέτρων εκ μέρους των Τούρκων κατακτητών που σκοπό έχουν την παγίωση της τουρκικής κατοχής. Την περίοδο αυτή γίνεται μια εκ βάθρων ανατροπή του προηγούμενου δικαιικού οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος και αντικατάστασή του από θεσμούς που αποσκοπούν στην ολοκληρωτική ένταξη της Κύπρου στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Οι Κύπριοι, από δουλοπάροικοι ονομάζονται ραγιάδες. Το φραγκικό φεουδαρχικό σύστημα αντικαθίσταται από το ιδιόμορφο οθωμανικό καθεστώς εγγείου ιδιοκτησίας. Το σύστημα αυτό τελειοποιήθηκε με τον οθωμανικό κώδικα γαιών του 1858 που επιτρέπει στους Κυπρίους να ανακτούν την κυριότητα της γης που δεν είχε δημευθεί από τους νέους κατακτητές, αφού καταβάλουν το αντίτιμό της.

 

Το φραγκικό δίκαιον ασσιζών αντικαθίσταται από το μουσουλμανικό ιερό δίκαιον που βασίζεται στο Κοράνι το οποίο ρυθμίζει όχι μόνο τις θρησκευτικές αλλά και τις καθημερινές υποθέσεις των Μουσουλμάνων. Πρόκειται για ένα πολύ αυστηρό θεοκρατικό δίκαιον, η δε θεοκρατική υφή του είναι ιδιαίτερα εμφανής στις ποινικές του διατάξεις όπου η ποινή θεωρείται ότι αποβλέπει πρωταρχικά στην εξιλέωση του δράστη έναντι του Θεού και κατά δεύτερο λόγο στην ηθική ικανοποίηση του θύματος με εκδίκηση ή στην αποζημίωσή του με χρήμα ή με είδος.

 

Εφαρμοστές του δικαίου αυτού ήταν ο καδής, ή μουλλάς και ερμηνευτές του ο ιμάμης ή μουφτής, οι οποίοι ήσαν ταυτόχρονα και δικαστικοί και θρησκευτικοί λειτουργοί.

 

Αρχιδικαστής αλλά και ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης ήταν ο μουλλάς της Λευκωσίας που δίκαζε σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις από όλη την Κύπρο και σε πρώτο και τελευταίο βαθμό υποθέσεις της περιοχής Λευκωσίας. Στις άλλες επαρχίες, που ήσαν τότε 16 ή 17 κάποτε, η δικαιοσύνη απονεμόταν από τον αντίστοιχο καδή της επαρχίας που δίκαζε σε πρώτο βαθμό με συνοπτική διαδικασία. Ο μόνος τομέας που δεν επηρεάστηκε από την εισαγωγή του μουσουλμανικού ιερού δικαίου ήταν εκείνος του δικαίου του προσωπικού θεσμού. Αποκλειστική δικαιοθετική και δικαστική αρμοδιότητα στον τομέα αυτό αναγνωρίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου όπου τα επισκοπικά δικαστήρια συνεχίζουν να λειτουργούν, εφαρμόζοντας το βυζαντινό δίκαιον.

 

Αυτή την περίοδο τα επισκοπικά δικαστήρια άρχισαν δειλά και ανεπίσημα να επεκτείνουν την αρμοδιότητά τους και σε θέματα από το υπόλοιπο μέρος του ιδιωτικού δικαίου.

 

Δεύτερη περίοδος: Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μια έντονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ήταν αποτέλεσμα δυο παραγόντων: α) των νεωτεριστικών τάσεων που άρχισαν να καλλιεργούνται στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με αίτημα τον εκσυγχρονισμό του κράτους σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Πρακτική έκφραση των τάσεων αυτών ήταν η έκδοση της Χάρτας του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ* γνωστή σαν Gülhane Hatti Sherif ή Tanzimat Fermani, το 1839, β) των πιέσεων που άρχισαν να εξασκούν ορισμένες χριστιανικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η Ρωσία, με πρόσχημα το ενδιαφέρον τους για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Έτσι ο σουλτάνος για να αποφύγει σύγκρουση με τις δυνάμεις αυτές εκδίδει την Χάρτα του Χουμαγιούν (Hatti Humayun) του 1856, στην οποία διατυπώνονται ορισμένες μεταρρυθμίσεις σχετικά ευνοϊκές για τους υπόδουλους Χριστιανούς. Η ισχύς των δυο αυτών χαρτών επεκτάθηκε και στην Κύπρο, αλλά στην πράξη έτυχαν περιορισμένης εφαρμογής.

 

Όμως τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων αυτών υπήρξαν αισθητά στον τομέα της οργάνωσης και απονομής της δικαιοσύνης, και στη νομοθετική πολιτική της αυτοκρατορίας. Όσον αφορά το δικαστηριακό σύστημα τροποποιείται ριζικά περιορίζοντας την δικαιοδοσία του μουφτή σε υποθέσεις προσωπικού θεσμού των Μουσουλμάνων με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα δικαστήρια που στελεχώνονται από κοσμικούς δικαστές. Επίσης επιτρέπεται η συμμετοχή Ελλήνων δικαστών στη σύνθεση των δικαστηρίων αυτών σε υποθέσεις όπου ο ενάγων ή ο κατηγορούμενος είναι Έλληνας. Φυσικά η ποσοστιαία συμμετοχή των Ελλήνων δικαστών είναι πολύ περιορισμένη και δεν επιτρέπει τον επηρεασμό των αποφάσεων, πρόκειται όμως για κάποια εξέλιξη αν ληφθεί υπόψη ότι προηγουμένως οι Έλληνες δεν γίνονταν δεκτοί ούτε ως μάρτυρες.

 

Κατά την περίοδο της τουρκικής κατοχής λειτουργούν τα εξής δικαστήρια:

   1) Ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε κάθε επαρχία, το Mejlis -i Daavi που αποτελείται από δυο Τούρκους και δυο Έλληνες δικαστές και προεδρεύεται από τον Τούρκο καδή της επαρχίας. Δικάζει συνήθως με τριμελή σύνθεση, στην οποία συμμετέχει ένας Έλληνας δικαστής όταν εκδικάζεται διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων διαδίκων.  Έχει δικαιοδοσία πάνω σε αστικές υποθέσεις με αντικείμενο μέχρι 1.000 γρόσια και ποινικές υποθέσεις που συνεπάγονται μέχρι 3 μήνες φυλάκιση.

2) Το δικαστικό συμβούλιο της Λευκωσίας γνωστό σαν Mejlis - i Tamyiz, που προεδρεύεται από τον μουλλά της Λευκωσίας και αποτελείται από τρεις Τούρκους και τρεις Έλληνες δικαστές. Δικάζει συνήθως με πενταμελή σύνθεση, που πάλι καθορίζεται από την εθνικότητα των διαδίκων, εφέσεις κατά των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων. Το δικαστήριο αυτό έχει και πρωτόδικη δικαιοδοσία πάνω σε σοβαρές αστικές υποθέσεις και ποινικές που δεν υπάγονται στα επαρχιακά δικαστήρια.

3) Το εμποροδικείο της Λάρνακας γνωστό σαν Mejlis - i Tigaret που προεδρεύεται από τον Τούρκο κυβερνήτη ή άλλο ανώτερο Τούρκο αξιωματούχο. Επίσης αποτελείται από τέσσερις Τούρκους και δυο Έλληνες δικαστές και έξι Ευρωπαίους εμπόρους. Εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό εμπορικές υποθέσεις.

 

Παράλληλα με τα δικαστήρια αυτά λειτουργούσαν και τα επισκοπικά δικαστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τα μουσουλμανικά ιεροδικεία που εκδίκαζαν υποθέσεις προσωπικού θεσμού των Χριστιανών και Μουσουλμάνων αντιστοίχως.

 

Στον τομέα της νομοθετικής πολιτικής καταβάλλεται προσπάθεια για αποκόλληση από το ιερό δίκαιον του Κορανίου και προσέγγιση προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

 

Έκφραση της προσπάθειας αυτής είναι η σύνταξη και η εισαγωγή στην Κύπρο του οθωμανικού αστικού δικαίου, γνωστού σαν Medjelle που κάλυπτε την ύλη των γενικών αρχών ενοχικού και εμπράγματου δικαίου ως προς τα κινητά μόνο. Ο κώδικας ίσχυσε μέχρι το 1935, οπότε καταργήθηκε από τους   Άγγλους.

 

Άλλα σημαντικά νομοθετικά έργα είναι ο αυτοκρατορικός ποινικός κώδικας του 1858, που ίσχυσε στην Κύπρο μέχρι το 1928, ο εμπορικός κώδικας του 1850 που ίσχυσε ως το 1930, ο ναυτικός κώδικας του 1863 που καταργήθηκε μόλις το 1960, και ο οθωμανικός κώδικας γαιών του 1858 που ίσχυσε μέχρι το 1946.