Εθναρχία

Αγγλοκρατία

Image

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Άγγλους το 1878, ο εθναρχικός ρόλος των Κυπρίων αρχιεπισκόπων συνεχίστηκε, και οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού αναγνώριζαν τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο, αν και όχι επίσημα, ως τον εκπρόσωπο και ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων. Η εθναρχική ιδιότητα του αρχιεπισκόπου Κύπρου εκφράστηκε ήδη σαφώς από την πρώτη στιγμή της αγγλικής κυριαρχίας, με τη διερμήνευση των εθνικών πόθων των Ελλήνων του νησιού από τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο που προσφώνησε τον πρώτο Άγγλο κυβερνήτη σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ κατά την άφιξή του στην πρωτεύουσα στις 30 Ιουλίου 1878.

 

Βλέπε λήμμα: Αγγλοκρατία

 

Κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής (1878-1960) ο εθναρχικός ρόλος του αρχιεπισκόπου και, γενικότερα, της Εκκλησίας, διαφοροποιήθηκε εξαιτίας του νέου διοικητικού συστήματος και του τρόπου διακυβέρνησης των Βρετανών, αλλά και των συνθηκών που δημιουργήθηκαν. Η διαφοροποίηση συνίστατο κυρίως στην επαύξηση του ρόλου του αρχιεπισκόπου ως εθνικού και πολιτικού ηγέτη και ως αρχηγού του αγώνα που εντεινόταν και προωθείτο για εθνική αποκατάσταση της Κύπρου, δηλαδή της ενώσεώς της με την Ελλάδα. Ως πολιτικός ηγέτης (κυρίως από την άποψη της προώθησης του εθνικού αγώνα) ο αρχιεπίσκοπος ήταν, καθ’ όλη την περίοδο της αγγλικής κατοχής, ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Ιδιαίτερα έντονα διαφάνηκε τούτο στην περίπτωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', που με την ιδιότητα του εθνικού και πολιτικού ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων διεξήγαγε το 1956 συνομιλίες με τον Άγγλο κυβερνήτη σερ Τζων Χάρτιγκ για λύση του Κυπριακού ζητήματος. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του Μακαρίου Γ', είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας άλλος Ελληνοκύπριος δεν βρέθηκε για να συζητήσει με τους Βρετανούς, ιδιαίτερα όταν αυτοί αναζητούσαν κάποιους για προώθηση του συντάγματος του λόρδου Ράντκλιφ. Τελικά, ως ο αδιαμφισβήτητος πολιτικός ηγέτης, ο Μακάριος ήταν εκείνος που υπέγραψε στο Λονδίνο τις συμφωνίες Ζυρίχης εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου, με τις οποίες το νησί κατέστη ανεξάρτητη Δημοκρατία. Τόσο η ιδιότητά του αυτή όσο και η εγκυρότητα της υπογραφής του ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από Κυπρίους ή άλλους.

 

Βλέπε λήμματα: Τζων Χάρτιγκ- Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου- Χάρτιγκ και Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου

 

Το γεγονός ότι ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου (μόνος από όλους τους προκαθημένους των άλλων αυτοκεφάλων Εκκλησιών) εκλέγεται με ψηφοφορία στην οποία συμμετέχει ο λαός, τον καθιστούσε (κατά τη διάρκεια της ξένης κατοχής του νησιού οπότε δεν ήταν δυνατό να υπάρχει εκλογή από το λαό της πολιτικής του ηγεσίας) όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων της Κύπρου. Οι τελευταίοι γνώριζαν ότι η εκλογή αρχιεπισκόπου κάθε φορά που χήρευε ο θρόνος, ήταν ταυτόχρονα και η μόνη δυνατότητα που είχαν για ψήφιση πολιτικού και εθνικού ηγέτη. Για το λόγο αυτό η εκλογή αρχιεπισκόπου συνοδευόταν συχνά από πολιτικά πάθη στα οποία μετείχε ο λαός, με πιο έντονη την 10χρονη διαμάχη μεταξύ των δυο Κυρίλλων (επισκόπων Κυρηνείας και Κιτίου) που κράτησε για μεγάλο διάστημα διχασμένο τον λαό και δημιούργησε το γνωστό αρχιεπισκοπικό ζήτημα, αν και τελικά και οι δυο Κύριλλοι έγιναν αρχιεπίσκοποι.

 

Βλέπε λήμμα: Αρχιεπισκοπικό ζήτημα

 

Έτσι, με τον αρχιεπίσκοπο να είναι ταυτόχρονα και ο εθνικός και πολιτικός ηγέτης των Ελλήνων Κυπρίων, η ίδια η Κυπριακή Εκκλησία διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εθνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ακόμη και αγροτικά και οικονομικά ζητήματα του νησιού. Όπως και επί Τουρκοκρατίας, κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής η Κυπριακή Εκκλησία έδωσε μεγάλες μάχες (που τις περισσότερες τις κέρδισε) για να ελέγχει και κατευθύνει την εκπαίδευση. Παράλληλα, οι τρεις επίσκοποι της Κύπρου, βοηθοί και συμπαραστάτες του αρχιεπισκόπου στους αγώνες στους οποίους ήταν ο επικεφαλής, είχαν ενεργό ανάμειξη στα εθνικά και άλλα σοβαρά ζητήματα. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περιπτώσεις του μητροπολίτη Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά, που διετέλεσε εκλελεγμένος βουλευτής με σημαντική δραστηριότητα στο Νομοθετικό Συμβούλιο, που ήταν από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Οκτωβρίου 1931 και που εξορίστηκε γι' αυτό, και του μητροπολίτη Κυρηνείας Μακαρίου, που επίσης εξορίστηκε και που αργότερα εξελέγη αρχιεπίσκοπος ως Μακάριος Β΄.

 

Ο θεσμός της εθναρχίας κατέστη εντονότερος μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, οπότε οι ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων για εθνική αποκατάσταση διαψεύστηκαν και η εθναρχούσα Εκκλησία μεθόδευσε τη διεξαγωγή δυναμικού πλέον αγώνα για απελευθέρωση του νησιού. Ο θεσμός όχι μόνο ενισχύθηκε σημαντικά, αλλά και διευρύνθηκε με τη δημιουργία Εθναρχικού Συμβουλίου στο οποίο μετείχαν και πολλοί πολίτες, καθώς και Εθναρχικού Γραφείου που λειτουργούσε μόνιμα. Γραφεία Εθναρχίας ιδρύθηκαν και λειτούργησαν και στην Αθήνα και στο Λονδίνο, ενώ στην Κύπρο εκδιδόταν από την Εθναρχία και το δικό της έντυπο, το περιοδικό Ελληνική Κύπρος.

 

Βλέπε λήμμα: Ελληνική Κύπρος

 

Τελικά η Εθναρχία ήταν εκείνη που, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' (που έφερε και τον τίτλο του εθνάρχη) επωμίστηκε το βάρος και χρηματοδότησε τον ένοπλο αγώνα του 1955-59. Ο αγώνας εκείνος, που οδήγησε τελικά στην ανεξαρτησία του νησιού, είχε ως στρατιωτικό αρχηγό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, γενικό πολιτικό ηγέτη όμως τον Μακάριο. Μετά την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (1960), η εκλογή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο αξίωμα του προέδρου όχι μόνο δεν απετέλεσε έκπληξη αλλά αντίθετα ήταν φυσικό επακόλουθο μιας μακράς παράδοσης όπου ο εκάστοτε Κύπριος αρχιεπίσκοπος ήταν και ο πολιτικός και εθνικός ηγέτης, μιας παράδοσης που οι ρίζες της βρίσκονται στο Βυζάντιο. 

 

Η Εκκλησία της Κύπρου δεν έχει πλέον σήμερα τον ιδιαίτερα αυξημένο πολιτικό ρόλο που είχε στο παρελθόν, εφόσον η Κύπρος, ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, μπορεί και εκλέγει με δημοκρατικές διαδικασίες την εκάστοτε πολιτική της ηγεσία και τους εκάστοτε εκπροσώπους του λαού στη Βουλή, δηλαδή τους αιρετούς άρχοντες που ασκούν την εξουσία και χειρίζονται τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας. Παρά το ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να διαδραματίζει πολύ σοβαρό και πολυδιάστατο ρόλο στην κοινωνία της Κύπρου (πνευματικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, οικονομικό) και εκφράζει τις θέσεις και απόψεις της ως προς τα εθνικά ζητήματα, ωστόσο ο όρος «εθναρχία» μαζί με όσα αυτός σημαίνει, δεν υφίσταται πλέον.

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια