Εκκλησία Κύπρου

Τουρκοκρατία

Image

Η ρευστή περίοδος 1570-1670: Η οργάνωση του οθωμανικού καθεστώτος εξ αρχής περιέλαβε ρόλο «εθναρχικό» για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθοριστικό υπήρξε το επίσημο έγγραφο του μεγάλου βεζύρη Μεχμέτ Σοκόλλοβιτζ πασά, Βοσνίου, τον Οκτώβριο 1571, προς την αμμοχωστιανή ελληνική αποστολή που μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει το νέο καθεστώς της πόλης και του νησιού μετά τη λήξη της κατακτητικής εκστρατείας. Με αυτό απαγορευόταν το Λατινικό δόγμα και επιτρεπόταν μόνο το Ισλάμ και η Ορθοδοξία. Απ’ εδώ απέρρευσε η αναδιοργάνωση της ελληνικής Εκκλησίας της Κύπρου, στης οποίας τους κόλπους και τις διευθυντικές θέσεις ανήλθαν γρήγορα όχι μόνο   Έλληνες αλλά και εξελληνισμένοι από πριν το 1571 και / ή υποχρεωτικά μετά το 1571 εξαιτίας του εγγράφου του Σοκόλλοβιτζ, ενώ άλλοι συγγενείς ή ομοεθνείς τους εξισλαμίσθηκαν - και στις δυο περιπτώσεις τουλάχιστον στην αρχή φαινομενικά, αναμένοντας καλύτερους καιρούς. Οι διφορούμενοι αυτοί πρόκριτοι, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους, ήλεγχαν το σύνολο σχεδόν του νέου καθεστώτος, περιλαμβανομένης και της Εκκλησίας, μαζί με τους Οθωμανούς πασάδες, γενιτσαραγάδες και σπαχήδες, που πολλοί κι απ’ αυτούς ήταν ημιμουσουλμάνοι και κρυπτοχριστιανοί.

 

Βλέπε λήμμα: Εθναρχία

 

Η Εκκλησία της Κύπρου που ανασυστάθηκε, γρήγορα ενδυναμώθηκε αναλαμβάνοντας τις περιουσίες των λατινικών επισκοπών που καταργήθηκαν, ανακτώντας τα μοναστήρια που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι και αγοράζοντας ή πουλώντας, κληροδοτώντας ή διαθέτοντας κάθε είδους περιουσία. Ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που κατέλαβε με αγορά το θρόνο ήταν Σέρβος, πιθανώς προστατευόμενος ή συγγενής του Σοκόλλοβιτζ, αλλά έμεινε για πολύ λίγο (Οκτώβριος- Νοέμβριος ή Δεκέμβριος 1570). Τον διαδέχθηκε ο Τιμόθεος ντ' Ακρ, Κυκκώτης πρωτοσύγγελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου που είχε φύγει από την Κύπρο γύρω στα 1550 - πιθανώς λόγω της πυρκαγιάς του Κύκκου - , διέθετε γνωριμίες μέσα στην Κωνσταντινούπολη και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

 

Η Εκκλησία Κύπρου έγινε δεκτή στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου κι έτσι τέλειωσε το σχίσμα τριών και μισού αιώνων που ο Ιωσήφ Βρυέννιος δεν είχε δεχθεί να αρθεί μυστικά. Παραδόξως οι πηγές της αποφάσεως για ένωση - που δεν ήρε το αυτοκέφαλον- ήταν και η Ἒκθεσις του Βρυεννίου και η Διάγνωσις καί Λύσις τῶν... τῆς Ἐκκλησίας μυστηρίων καί τῶν ιβ' ἂρθρων τῆς Πίστεως του Γεωργίου Λαπίθη, που σε μερικά σημεία λατίνιζε. Δείγμα κι αυτό της διαχρονικής ενότητας των ιδεολογικών θεμελίων της νέας δομής της ανασυνιστώμενης Εκκλησίας και των δεσμών της προς το παρελθόν της Λατινοκρατίας, που εξιχνιάζεται και στην καταγωγή αρκετών από τους πρώτους ηγέτες της.

 

Στην έδρα Αμμοχώστου (Καρπασίας;) διορίστηκε ένας Κρητικός μοναχός εφημέριος του Αγίου Συμεών (πλάι στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων) και στην έδρα Λεμεσού (-Κιτίου) - Αμαθούντος (Λευκάρων;) ο ηγούμενος του Αγίου Ιωάννη Κουτσοβέντη Γερμανός Κουσκουνάρης. Στην Πάφο διορίστηκε άλλος επίσκοπος (Ιωάννης) που είχε σταλεί από την Κύπρο από τους Έλληνες προκρίτους για να χειροτονηθεί αρχιεπίσκοπος αλλά απέτυχε.

 

Περισσότερες ευκαιρίες να παρουσιαστούν οι κρυπτόμενοι παλαιοί ευγενείς και στην εκκλησιαστική ζωή είχαν μετά τη συνθήκη Τούρκων-Βενετών της 7 Μαρτίου 1573 που έθετε τέρμα στην εμπόλεμη κατάσταση και επέτρεπε στους Καθολικούς εμπόρους και άλλους να ζουν και να θρησκεύουν στην Κύπρο, οπότε κατέστη δυνατή η οργάνωση καθολικών νέων εκκλησιαστικών κοινοτήτων που απορρόφησαν και μερικούς παλαιούς ευγενείς. Οι πλείστοι όμως είχαν στο μεταξύ ενταχθεί στη μουσουλμανική ή στην ελληνορθόδοξη κοινότητα, που η Εκκλησία της ως το 1585 είχε ανακτήσει πλείστα μοναστήρια και υπέστη νέες διώξεις από τους Τούρκους. Στα 1589 οι Έλληνες αστοί της Λάρνακας εξαγόρασαν τον Άγιο Λάζαρο, που είχε καταληφθεί από τους Τούρκους στα 1570, και τον έκαμαν κέντρο της νέας εκκλησιαστικής δομής της πόλεως, επιτρέποντας ωστόσο στους Λατίνους να χρησιμοποιούν το παρεκκλήσι στο βόρειο κλίτος του δυο φορές το χρόνο ως το 1784, οπότε με παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη αυτό το δικαίωμα καταργήθηκε. Οι φορολογικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας μαρτυρούνται πρώτη φορά στα 1589 κ.ε., αλλά πρέπει να άρχισαν από το 1571 ή λίγο έπειτα.

 

Οι δύσκολες και ρευστές περιστάσεις του 16ου και του 17ου αι. δημιουργούσαν συχνά προβλήματα στην Εκκλησία και έριδες διαδοχής ανάμεσα σε φιλόδοξους ιεράρχες του εθνικοθρησκευτικού ποιού που αναφέραμε πριν. Σ’ αυτές προσετίθεντο και οι μάταιες για εκατόν περίπου χρόνια απελευθερωτικές προσπάθειες των ιδίων ιεραρχών και των λαϊκών Ελλήνων και κρυπτοχριστιανών Μουσουλμάνων προκρίτων (1572-1670), για να περιπλέξουν ακόμη πιο πολύ την κατάσταση. Οι έριδες των αρχιεπισκόπων Αθανασίου Α' και Βενιαμίν στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αι., καθώς και η ανάμειξη του Βενιαμίν στο κίνημα του 1600-1601 με υποκινητή τη Σαβοΐα, περιγράφονται στα ανάλογα αυτοτελή λήμματα. Εδώ προσθέτουμε τον ρόλο του λατινίζοντος λογίου και δασκάλου Λεοντίου Ευστρατίου (γεννήθηκε 1565-6 στο Κοιλάνι, πέθανε λίγο μετά το 1598), μαθητή του Μαξίμου Μαργουνίου και αλληλογράφου του Μελετίου Πηγά. Στα 1598 έγινε ηγούμενος του Αγίου Ιωάννη Πίπη, της κατόπιν αρχιεπισκοπής, όπου δίδαξε και πέθανε αφού προκάλεσε δεινή θεολογική συζήτηση στο νησί για τα θέματα των αζύμων και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, στα οποία συμμεριζόταν τις λατινικές απόψεις, προκαλώντας την αντίδραση του Μελετίου Πηγά.

 

Στα 1592-1606/7 την έδρα Αμμοχώστου κατείχε ο Χριστοφάκης Λογοθέτης και στα 1606- 1609 ο «κακοποιός» Μωϋσής, σύμφωνα προς γράμμα του Κυρίλλου Λουκάρεως. Ήδη επί Χριστοφάκη ο Κύριλλος Λούκαρις γράφει σ' αυτόν: Ἐς τοσοῦτον κακοί τά τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας ἐξώκειλεν, ὡς γράφεις, ὣστε καί κληρικούς ὑπ’ οὐτιδανῶν ἀνθρωπαρίων καί θλίβεσθαι καί ὑβρίζεσθαι καί μαστίζεσθαι. Π ῶς δέ χείρω οὐ προσδοκήσομεν ἐξαιτίας τῶν ἐνταῦθα ἐπισκόπων πάντων τῶν κακῶν ἐξηρτημένων; τίς οἶδεν... ἐπισκόπους... ἐνεδρεύοντας καί τούς Χριστιανούς... παγιδεύοντας... τοῖς αἱμοβόροις λύκοις συγκατατιθεμένους... καί σπαράττοντας τά ταπεινά πρόβατα; (Ε. Legrand, Bibliographie  Hellénique..., au XVII siècle, Paris, 1896, σσ. 230-231). Είναι η ίδια φρασεολογία του δασκαλοποιγητή Διακόνου Κωνσταντίνου για τους επισκόπους και τους προκρίτους του α' μισού του 17ου αι. και δη της περιόδου 1641-1672 (βλ. λήμμα Διάκονος Κωνσταντίνος).

 

Ανωμαλίες και συγκρούσεις (1670 - 1733): Οι έδρες και οι δικαιοδοσίες τους δεν είναι πολύ σαφείς στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας και η δύναμη του αρχιεπισκόπου σε σχέση προς τον δραγομάνο ποικίλλει ανάλογα με τις προσωπικότητες των δυο.

 

Βλέπε λήμμα: Γεωργής δραγομάνος της Κύπρου.

 

Ό,τι υπολείπεται για να καλύψουμε τα βασικά εκκλησιαστικά γεγονότα του 17ου αι. είναι η αναφορά στην αντικαλβινική σύνοδο της Λευκωσίας στις 8 Απριλίου 1668. Τα Πεπραγμένα και οι Αποφάσεις της εκδόθηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1668. Συντάκτης τους ήταν ο κατόπιν διάδοχος του Νικηφόρου πολύτροπος και περιπετειώδης αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Κιγάλας (1674-1679, θαν. 1682), που είχε αναπτύξει, προτού έρθει στην Κύπρο, μεγάλη παιδευτική και θεολογική δράση στην Ελλάδα και βρισκόταν σε στενή σχέση προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, όπως κι όλοι σχεδόν οι προ αυτού (μετά το 1571) αρχιεπίσκοποι του νησιού, όντας όμως αυτός όργανο της Propaganda Fide. Ο τρόπος συντάξεως των Αποφάσεων ήταν σαφώς αντικαλβινιστικός και λατινίζων, με στόχο την θεωρούμενη ως έργο του οικουμενικού πατριάρχη Κυρίλλου Λουκάρεως (1621-1638) καλβινίζουσα Ομολογία Πίστεως της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Αποφάσεις, όπως και η σύνοδος, υπαγορεύθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τους Φραγκισκανούς πάτρωνες του Κιγάλα, και αποδέχονταν τα λατινικά δόγματα της Μετουσιώσεως και του Πουργατορίου. Η αναχώρηση του Ιλαρίωνος Κιγάλα από την Κύπρο στα 1674 οφειλόταν   στις αντιδράσεις πολλών αντιπάλων του και ισοδυναμούσε με εξορία για τον φιλολατινισμό του, που άρχισε να αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο σαν στάση θεολογική και πολιτική σ’ όλη την Ανατολή τότε, ειδικότερα στην Κύπρο μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες απελευθερωτικών κινημάτων λόγω εγκαταλείψεώς τους από τις τότε δυτικές δυνάμεις που τα υποκινούσαν ή ενθάρρυναν ή ανεπαρκώς βοηθούσαν.

 

Περίπτωση όμοια προς εκείνη του Ιλαρίωνος ήταν ο Κοσμάς Μαυρουδής, από Κυπρία μητέρα, φιλοκαθολικός πράκτορας των Γάλλων, που με τη βοήθειά τους κατέλαβε τον θρόνο του Κιτίου-Λεμεσού στα 1675 (25 Δεκεμβρίου). Τον εγκατέλειψε όμως λίγο προ της 25 Δεκεμβρίου 1676, οπότε την έδρα του κατείχε ο Αμαθούντος-Λεμεσού Βαρνάβας, λόγω παρομοίων αντιδράσεων, ανάμεσά τους και γράμμα του (τέως, 1661-1669) πατριάρχη (Ιερουσαλήμ) Νεκταρίου (Πολυπόδη του Σιναΐτη) από το Σινά προς τον Ιλαρίωνα Α' (Ιούλιος 1675).

 

Δείγμα της ρευστότητας των εδρών επί Κιγάλα ήταν η αναβίωση του θρόνου Τρεμιθούντος στις 28 Δεκεμβρίου 1676 με επίσκοπο τον Νεκτάριο, ο οποίος είχε εκλεγεί επίσκοπος Πάφου αλλά δεν αποδέχτηκε την εκλογή του. Η σύνοδος που τον εξέλεξε είχε συνέλθει στη Φανερωμένη (στη Λευκωσία) στις 28 Δεκεμβρίου 1676 χωρίς κανένα λαϊκό παρόντα, με παρόντες τους Λεόντιο Κυρηνείας, Βαρνάβα Αμαθούντος -Λεμεσού, Λεόντιο πρώην Πάφου (απ’ όπου είχε παραιτηθεί προ ολίγου), και Νικηφόρο τον τέως αρχιεπίσκοπο, που αν και είχε παραιτηθεί (στα 1674) λόγω γήρατος χάριν του Ιλαρίωνος ενώπιον πλήρους συνόδου, ωστόσο μετείχε στον εκκλησιαστικό βίο (εκτός της συνόδου της 28 Δεκεμβρίου 1676, ήταν ο τοποτηρητής του Ιλαρίωνος όταν αυτός απουσίαζε στους Αγίους Τόπους).  Ο Νεκτάριος τοποθετήθηκε ως επίσκοπος Τρεμιθούντος, με αναβίωση της επισκοπής, αλλ' έφερε και τον τίτλο του προέδρου της μητροπόλεως Πάφου.

Ο Ιλαρίων επισκεύασε την εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στη Σαλαμίνα που είχε ερειπωθεί και καθιέρωσε ετήσια γιορτή προς τιμήν του, με εγκύκλιο δε γράμμα του προς τους κληρικούς όλων των βαθμών ζήτησε να βοηθούν τους πτωχούς ιερείς στο νησί (Hill, IV, σσ. 334-341, 384-391).

 

Βλέπε: Βαρνάβας απόστολος, Σαλαμίνα

 

Ο διάδοχος του Ιλαρίωνος Κιγάλα Ιάκωβος Α΄ (1679- 1689) πήγε στην Κωνσταντινούπολη χάριν των καταπιεζομένων ραγιάδων του ποιμνίου του. Για τον Γερμανό Β ' (1690-1705) αναφέρεται η φοβερή κατηγορία ότι παρεκτράπηκε και ὡς βορώτατος λύκος κατεσπάραττε τό ποίμνιον αὐτο σε συνεργασία με τους άπληστους Τούρκους της άρχουσας τάξης του νησιού γι’ απόσπαση καταθλιπτικών φόρων, που είδαμε γι’ άλλους επισκόπους πιο πάνω. Η καθαίρεσή του έγινε στην Κωνσταντινούπολη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μ’ αίτηση των άλλων Κυπρίων μητροπολιτών, σύμφωνα προς την καθιερωμένη, αρκετά ρευστή, τακτική μετά το 1571 να καθοδηγείται η Εκκλησία του νησιού από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τουλάχιστον στα σοβαρά θέματα, τακτική που αποσαφηνίστηκε στο έγγραφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του Ιουλίου 1651 επί αρχιεπισκόπου Νικηφόρου (απαγόρευση στους επισκόπους να εκτελούν στην επαρχία του αρχιεπισκόπου όσα εκτελούσε αυτός στις δικές τους ως να ήσαν ισότιμοί του, και να μεταχειρίζονται στην αλληλογραφία τους τον δικό του τρόπο, πρόταξη του ονόματος και του τίτλου τους αντί επίταξη. Το έγγραφο του 1651 εξεδόθη από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιωαννίκιο κατόπιν καταγγελίας του Νικηφόρου∙ τώρα οι επίσκοποι καταγγέλλουν τον Γερμανό Β΄).

 

Ακολούθησαν ο Αθανάσιος Β΄ (1705-13.2.1707) και ο Ιάκωβος Β' (13 Φεβρουαρίου 1707- 1718), που συνέχιζε την ανωμαλία και καθαιρέθηκε κι αυτός από τη σύνοδο και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο διάδοχός του Σίλβεστρος (1718-1733) ανακαίνισε την αρχιεπισκοπή (όπου το σημερινό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών) κατά την επιγραφή πάνω από το παλαιό συνοδικό. 

 

Λίγο προ του 1730 συνέβη υποτροπή προς τον λατινισμό με τον Βαρνάβα Βίκο, και πριν ή μετά το ίδιο έτος ο Σίλβεστρος και οι συνεπίσκοποί του πήγαν στην Κωνσταντινούπολη κοινῇ ψήφῳ τοῦ λαοῦ διά πρόσκλαυσιν περί τῶν δυσαπαντήτων χρεῶν τοῦ τόπου κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό —δηλαδή επρόκειτο για κλασική περίπτωση «εθναρχικής» αποστολής -, αλλά και για λύση διαφορών μεταξύ των Χριστιανών του νησιού. Η μετάβαση φαίνεται ότι μάλλον έγινε (και) ύστερα από πρόσκληση της Πύλης για να απολογηθεί ο αρχιεπίσκοπος σε κατηγορίες. Αποτέλεσμα: Εξορίστηκαν ο Σίλβεστρος και ο Κιτίου Ιωαννίκιος, ανεψιός του Γερμανού Β', στο Αβράτ - Οντασί (Άραδο), ενώ οι Ιωακείμ Πάφου και Νικηφόρος Κυρηνείας απέφυγαν παρόμοια κύρωση και επέστρεψαν στο νησί, όπου κατέλαβαν επιτροπικώς ο Ιωακείμ τον θρόνο Κιτίου και ο Νικηφόρος την αρχιεπισκοπή, νέμονταν τα εισοδήματά τους κωμωδοῦντες τά ἱερά,  λεηλάτησαν τα σκεύη και φόρτωσαν τους θρόνους με υπέρογκα χρέη, παρά τις γραπτές προτροπές του εξόριστου Σίλβεστρου σ’ αυτούς να σταματήσουν τις άνομες πράξεις τους. Τελικά οι δυο αυτοί καθαιρέθηκαν από τη σύνοδο και τον πατριάρχη της Μεγάλης Εκκλησίας, που τους χαρακτήρισε αγνώμονες προς τον ευεργέτη τους Σίλβεστρο, τον οποίο δεν προσπάθησαν να ελευθερώσουν. Με σουλτανική διαταγή οι δυο επιβάτες και σφετεριστές είχαν ήδη εκδιωχθεί από τους θρόνους που είχαν καταλάβει, και με άλλες οι δυο εξόριστοι επέστρεψαν στις θέσεις τους. Επειδή επί Φιλόθεου (1734-Ιούν. 1759) βρίσκουμε τους δυο καθαιρεμένους στις κανονικές έδρες τους, φαίνεται ότι συγχωρήθηκαν ή η καθαίρεσή τους δεν αφορούσε τις τελευταίες. Ο Σίλβεστρος άρχισε την τοιχογράφηση του Αγίου Ιωάννη Πίπη, που είχε θεμελιωθεί επί Νικηφόρου και θα γίνει η αρχιεπισκοπική καθέδρα εφεξής - προηγουμένως φαίνεται ότι ήταν (και) ο Τριπιώτης- και έγραψε Περιγραφήν τῆς Κύπρου που έστειλε στον Ιεροσολύμων Χρύσανθο.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος, η παιδεία και τα εθναρχικά προνόμια: Ο Φιλόθεος από τη Γαλάτα θεωρείται η σημαντικότερη κυπριακή, όχι μόνο εκκλησιαστική, φυσιογνωμία του 18ου αι. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε ως οικοδιδάσκαλος σε μεγάλες οικογένειες. Κύρια φροντίδα του φιλομούσου και φιλελευθέρου Φιλοθέου ήταν η ανύψωση της παιδείας. Στη Λευκωσία ίδρυσε ελληνική σχολή και σχολή μουσικής, καθώς και σχολή στη Λάρνακα. Διατηρούσε σχέσεις με εξέχοντες άνδρες των γραμμάτων του καιρού του, όπως ο σχολάρχης Ιάκωβος ο Πάτμιος, και επέλεξε ικανούς συνεργάτες ∙ ανάμεσά τους τον Ρώσο περιηγητή Βασίλειο Μπάρσκυ - υμνητή των αρετών του Φιλοθέου στο Ταξιδιωτικό του -, που από τον Οκτ. του 1734 ως τον Απρίλιο του 1735 δίδαξε λατινικά στο Ελληνομουσείον του, τον Εφραίμ τον Αθηναίο που δίδαξε από το 1742 ως το 1761 (οπότε εξελέγη πατριάρχης Ιεροσολύμων), και κήρυττε στον Κύκκο και στον Μαχαιρά, τον αρχιμανδρίτη της Αρχιεπισκοπής και κατόπιν αρχιεπίσκοπο Παΐσιο (Ιούν. 1759-1766). Ο Φιλόθεος συνέχισε τη διακόσμηση των τοίχων του Αγίου Ιωάννη Πίπη και στα 1735 εξέδωσε γράμμα με επιτίμια κατά τῶν ἐν μοναστηρίοις τελούντων τάς πανηγύρεις μετά χορῶν καί ὀργάνων. Στα 1744 απέτυχε προσπάθεια υφαρπαγής του θρόνου από τον Αγιοταφίτη μοναχό Μακάριο. Κατά τον ίδιο χρόνο ο Φιλόθεος με αποστολή στην Κωνσταντινούπολη πέτυχε ελάφρυνση των βαριών φόρων που επέβαλλαν οι Τούρκοι άρχοντες του νησιού. Αλλά Έλληνες Κύπριοι και ο αλαήμπεης Πάφου Κιοσέ Μεχμέτ τον διέβαλαν ότι είχε αποσπάσει στα 1743 από τους ραγιάδες χωρίς φιρμάνι 3-5 γρόσια - συνολικά 40.000 γρόσια κατά τον Drummond - ακόμη μια απόδειξη του φορολογικού ρόλου του αρχιεπισκόπου ως εκπροσώπου της Πύλης (πρβλ. και λήμμα εθναρχία). Γι’ αυτό ο μεγάλος βεζύρης τον εκθρόνισε και τον έστειλε στην Κύπρο, όπου φυλακίστηκε. Αν και σε έρευνα που έγινε ο Φιλόθεος αθωώθηκε, δεν απελευθερώθηκε, και στις 23 Φεβρουαρίου 1745 τρεις ξένοι επίσκοποι, υπό πίεση, παράνομα εξέλεξαν διάδοχο του κανονικά μη καθαιρεμένου αρχιεπισκόπου, χωρίς συγκατάθεση των Κυπρίων επισκόπων, αλλά ύστερα από ακούσια διαταγή του οικουμενικού πατριάρχη Παϊσίου Β', τον ξένο νεαρό οινοπότη Νεόφυτο.  Με πρωτοβουλία του Παϊσίου ο Νεόφυτος καθαιρείται (Ιούν. 1745) και πεθαίνει από το ποτό σε λίγο. Ο Φιλόθεος επιστρέφει στην έδρα του, αλλά έκτοτε από την θλίψη του έπαθε επιληψία. Παρόλα αυτά δεν αφέθηκε, αν ήθελε, να παραιτηθεί, και στα 1754 πέτυχε την πιο σημαντική μεταρρύθμιση του συστήματος της οθωμανικής διοικήσεως: τον έκτοτε καθορισμό του συνολικού ύψους του χαρατζίου, του μαϊσέτ και του νουζούλ σε 211/2 γρόσια κατά κεφαλήν για 10.066 χαρτία (=κεφαλές) ασχέτως αυξομειώσεως πληθυσμού, και, το σημαντικότερο, θέσπισμα του σουλτάνου ιδιόχειρο και φερμάνι ὑπό τοῦ Βεζύρι νά εἶναι καί νά γνωρίζονται τοῦ Ραγιᾶ καί τῆς Νήσου κοτζαμπάσιδες εἲτε ἐπιστάται καί ἐπίτροποι οἱ τέσσαρες Ἀρχιερεῖς τῆς Κύπρου καί διά τῶν αὐτῶν ἀναφορῶν νά προβάλλουσιν ἀμέσως  εἰς  τήν Ὑψηλήν Πόρταν τά ζητήματα καί τάς προσκλαύσεις τοῦ Ραγιᾶ εἰς κάθε καιρόν ἂφοβα (αρχ. Κυπριανού, Ἱστορία Χρονολογική τῆς Νήσου Κύπρου, Βενετία, 1788, σσ. 315- 316). Κατά το 1755 ο μεγάλος βεζύρης όρισε το ετήσιο χαράτζι των μοναστηριών σε 4.000 γρόσια, που θα μάζευαν και θα πλήρωναν οι επίσκοποι στον μουχασίλη, ο οποίος δεν εδικαιούτο να εισπράξει ούτε γρόσι πέραν αυτού. Η σαφής αυτή διατύπωση της εθναρχικής ιδιότητας των επισκόπων της Κύπρου ήταν προφανώς επανεπικύρωση και επέκταση παλαιότερων προνομίων, που μαρτυρούνται πανομοιότυπα και για το 1641 και πριν (Κ.Π. Κύρρη, στα Πρακτ. του Α' Διεθνούς Κυπρολ. Συνεδρ., Γ', 1, 1973, σσ. 175-176), οπότε ο περιορισμός των τριών πασάδων της Κύπρου σε έναν ενδυνάμωσε τον πολιτικό- φορολογικό ρόλο των επισκόπων και του αρχιεπισκόπου, που και πριν μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη για άμεση υποβολή παραπόνων στην Πύλη, όπως και κατόπιν. Στα 1740 ο Φιλόθεος εξ αφορμής βιβλίων του Ιεροσολύμων Δοσιθέου συνέγραψε την μελέτη Σημειώσεις περί τῆς Κυπρίων Ἐκκλησίας καί  Ἒκθεσις περί τῶν Προνομίων τῆς αὐτῆς, που συμπεριέλαβε ο Κυπριανός στην Ιστορία του (σσ. 370-390). Κατά το 1754 ο Φιλόθεος με συνοδικό γράμμα αφόρισε τους μάγους και όσους αφελείς προσέφευγαν σ’ αυτούς, ιδίως τα γυναικάρια. Νέα προσπάθεια υπονομεύσεως στα 1759 απέτυχε με την επέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ∙ την εξύφαναν κακότροποί τινες Κύπριοι ὃμοιοι πρός ἐκείνους τοῦ 1745, καθηρημένα τινά καλογεράκια... ἐπί «μικρᾷ λήψει αργυρίων». Στα 1756 εξέδωσε στην Βενετία την Ἀκολουθίαν τοῦ  Ἀποστόλου Βαρνάβα (με Δοξαστικά του Ιλαρίωνος Κιγάλα) και ανήγειρε την εκκλησία του στη Σαλαμίνα κατά την επιγραφή στο δυτικό υπέρθυρο. Αυτός επίσης εγκαινίασε τον Μέγαν Κώδικα Α της Αρχιεπισκοπής, όπου αναγράφονται τα σπουδαιότερα   ιστορικο-εκκλησιαστικά γράμματα της Αρχιεπισκοπής από το 1600 κ.ε.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος και η κοινή εξέγερση Ελλήνων και Τούρκων χωρικών: Ο διάδοχος του Φιλοθέου Παΐσιος (Ιούν. 1759-1766) από το Κοιλάνι, περιγράφεται από τον ομοχώριό του Κυπριανό ως βαθυπώγων, εργατικότατος, μνημονικότατος και ομιλητικός, καλλιγράφος ολκής, μαθητής του Φιλοθέου. Άφησε δεκάδες χειρόγραφα αντιγραμμένα από το χέρι του. Έξι μήνες μετά την ενθρόνισή του άρχισαν οι διαβολές εναντίον του με την ευκαιρία αποστολής του Πάφου Μακαρίου και του Εφραίμ του Αθηναίου στην Κωνσταντινούπολη γι’ απαλλαγή από την αύξηση του δώρου (=ρουσφετιού) που ο νέος διοικητής του νησιού πλήρωνε στον μεγάλο βεζύρη εκτός του κανονικού δικαιώματος.  Κύπριοι εχθροί του, για να μη χάσουν έσοδα από φόρους, εμπόδιζαν την κατάργηση του ρουσφετιού και έπεισαν την Πύλη να εκθρονίσει τον Παΐσιο, που κατέφυγε στον ηγεμόνα του Λιβάνου (Ιούν. 1761). Οι μηχανορραφίες, στις οποίες αναμείχθηκαν ένας Αγιοταφίτης Κύπριος μοναχός Γερμανός και ο αρχιτέκτων Κωνσταντίνος, κατέληξαν στην παράδοση του θρόνου του Παϊσίου στον Κύπριο διάκονο Κυπριανό, μαθητή του Ευγενίου Βουλγάρεως, οικοδιδάσκαλο στην Κωνσταντινούπολη, με την ακούσια συγκατάθεση του οικουμενικού πατριάρχη, χωρίς και χειροτονία του. Παρά την τυραννική διαγωγή του ο Κυπριανός δεν μπόρεσε να εισπράξει τα 40 πουγγιά που χρωστούσε ως αμοιβή στον κύριο υποστηρικτή του στην Κωνσταντινούπολη Ατζέμ Αλή αγά και γρήγορα παραιτήθηκε, αφού κράτησε τον θρόνο εννέα μήνες ως εψηφισμένος, για να καθαιρεθεί από το διακονικό αξίωμα από τον πατριάρχη Ιωαννίκιο (Ιούλ. 1762). Τα χρέη του τα πλήρωσε ο Παΐσιος (84.000 γρόσια περίπου), κι ο ίδιος αργότερα εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, όπου διακρίθηκε (1766- 1783)! Ο Ατζέμ Αλή αγάς ωστόσο, είχε ακολουθήσει τον Κυπριανό στο νησί, αλλά δεν μπόρεσε να εισπράξει τίποτε από αυτόν ούτε να συλλάβει τον Παΐσιο στον Λίβανο. Γι’ αυτό συμβιβάστηκε μαζί του. Όταν επέστρεψε (Απρίλιος 1762) βρήκε την Εκκλησία χρεωμένη με 100.000 γρόσια (200 πουγγιά).

 

Βλέπε λήμμα: Χαλήλ

 

Στα 1764 συνέβη η κρίση από την τυραννική συμπεριφορά και τον φόνο του μουχασίλη Τζηλ Οσμάν αγά από τα πλήθη και τη λαϊκή επανάσταση του Χαλήλ, που υποσχόταν απαλλαγή και Χριστιανών και Τούρκων και Λινοβαμβάκων χωρικών από τους βαριούς φόρους. Ο Τζηλ είχε ζητήσει διά του δραγομάνου Χατζηιωσήφ από τους ιεράρχες αύξηση των φόρων κατά 47 γρόσια κατά κεφαλή, κάτι αδύνατο κατ’ αυτούς λόγω της ελαττώσεως του πληθυσμού. Οι επίσκοποι έστειλαν αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, που πέτυχε φιρμάνι το οποίο ματαίωνε την αύξηση, κι οι ίδιοι δοκίμασαν να διαφύγουν αλλά συνελήφθησαν και περιορίστηκαν στην Αρχιεπισκοπή. Μετά τον φόνο του Τζηλ (25 Οκτωβρίου 1764) στο Σεράγιο, και την εξέγερση του Χαλήλ, ο Παΐσιος κρυβόταν από τόπο σε τόπο στο νησί, ίσως σε συνεννόηση με τον διάδοχο του Τζηλ Χαβούζ, ώσπου διέφυγε (18 Αυγούστου 1765) στην Κωνσταντινούπολη με τους Πάφου Χρύσανθο και Κυρηνείας Χρύσανθο. Επέστρεψαν με δυο πολεμικά και νέο διοικητή τον Σουλεϋμάν, τον Φεβρουάριο 1766 στη Λάρνακα, όπου για να παραπλανήσουν τον Χαλήλ διέδιδαν ότι είχαν συστήσει τον διορισμό του ως διοικητή στη θέση του Χαβούζ, που ο Σουλεϋμάν θα έπαυε. Ο Παΐσιος έτσι αντιτάχθηκε στο λαϊκό κίνημα με πονηριά που έπεισε τον Χαλήλ να λύσει την πολιορκία της Λευκωσίας και να περιμένει στην έδρα του στην Κερύνεια. Όταν κατάλαβε ότι εξαπατήθηκε ξαναπολιόρκησε την πρωτεύουσα, όπου ο Σουλεϋμάν φυλάκισε τους επισκόπους στο Σεράγιο. Νέα τουρκική στρατιωτική δύναμη τον Σεπτέμβριο του 1766 διέλυσε με σφαγές την εξέγερση. Αλλά οι περιπέτειες κλόνισαν την υγεία του Παϊσίου, που πέθανε την 1η Ιανουαρίου 1767 στη Λάρνακα, στο σπίτι του Καλημέρα, απογόνου της μεσαιωνικής κυπριακής γαλλονορμανδικής προελεύσεως ευγενούς οικογένειας Δενόρες.

 

Βλέπε λήμμα: Δενόρες

 

Ο Χρύσανθος και τα πολιτικοκοινωνικά κινήματα της εποχής του: Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (1767 - 1810), τέως επίσκοπος Πάφου (5 Μαϊου 1762 - Ιαν. 1767) από τις Τρεις Ελιές, γιος του Μιχαήλ και πατέρας άλλου Μιχαήλ προτού χηρέψει και μονάσει, από μεσαιωνική ευγενή οικογένεια, εξελέγη με τις ψήφους των επισκόπων και του κλήρου χωρίς λαϊκή συμμετοχή. Δραστήριος ιδρυτής και ανακαινιστής εκκλησιών και μοναστηριών, σύμφωνα προς πλήθος σχετικές επιγραφές που αναφέρονται ακόμη και σε εικονοστάσια (π.χ. στον   Άγιο Ανδρόνικο Κυθρέας), διακρίθηκε επίσης και για την ικανή διοίκηση των εκκλησιαστικών περιουσιών, για σωστή επιλογή ανωτέρου βαθμού συνεργατών κληρικών και λαϊκών, και για ενθουσιώδη ενθάρρυνση των γραμμάτων, παρά την μέτρια μόρφωσή του.

Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε έκδοση του Περί Φυσικῆς Ἀκροάσεως έργου του Αριστοτέλη από τον Θεόφιλο Κορυδαλέα στη Βενετία (1779), και η Ἱστορία Χρονολογική τῆς Νήσου Κύπρου του αρχιμανδρίτη Κυπριανού (Βενετία, 1788) αφιερώνεται σ’ αυτόν. Παρόμοιες εκδόσεις του Θ. Κορυδαλέως έκαμε και ο ανιψιός του Χρυσάνθου, Πάφου Πανάρετος. Έμφαση έδωσε ο Χρύσανθος στην παιδεία, παραχωρώντας δωμάτιο για σχολή στην Αρχιεπισκοπή, ενώ στα 1808 ο μοναχός Ιωαννίκιος έδωσε το σπίτι του κοντά στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο για να γίνει Ελληνομουσείον υπό την προστασία του Χρυσάνθου και μ’ επιχορήγηση του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου.

 

Σημαντική ήταν η συνέχιση και εμπέδωση του θεσμού της κοινοτικής διαχειρίσεως τουλάχιστον μερικών ενοριακών εκκλησιαστικών κτημάτων σε χωριά, που μαρτυρείται από την εποχή του Φιλοθέου (Γιαλούσα, Άχνα, Μουσουλίτα, Ριζοκάρπασο κλπ.). Το μεγαλύτερο πρόβλημα της αρχιερατείας του Χρυσάνθου ήταν οι σχέσεις του με τον Χατζή Μπακκή, που η σταδιοδρομία του άρχισε προ του 1750 επί Φιλοθέου και συνεχίστηκε επί Παϊσίου. Λόγω γήρατος ο Χρύσανθος από το 1791 για να μη παραιτηθεί όπως σκεπτόταν, δέχθηκε να βοηθείται από άλλους επισκόπους στη διεκπεραίωση των καθηκόντων του, ένας από τους οποίους ήταν ο ανεψιός του Χρύσανθος [ψιλώ ονόματι] Ταμασσού και από το 1801 Κιτίου. Τότε λόγω των νέων καθηκόντων του Κιτίου ορίστηκε βοηθός του αρχιεπισκόπου ο Σπυρίδων [ψιλώ ονόματι] Τρεμιθούντος. Οι διευθετήσεις αυτές θεωρήθηκαν νεπωτισμός, μια και μέσω αυτών την πραγματική δύναμη είχαν ο Κιτίου Χρύσανθος και ο άλλος, επίσης ανεψιός του αρχιεπισκόπου, Πάφου Πανάρετος, καθώς και ο γαμβρός του δραγομάνος του Σεραγίου Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Έτσι δημιουργήθηκε αντίδραση μιας άλλης ομάδας φιλόδοξων προσωπικοτήτων της Εκκλησίας και των προκρίτων, μ’ επικεφαλής τον οικονόμο της Αρχιεπισκοπής Κυπριανό, τον κατόπιν αρχιεπίσκοπο και εθνομάρτυρα αν και αυτός κατόρθωσε να διαχειρίζεται τα πιο σοβαρά θέματα του τόπου, υποσκελίζοντας τους ανιψιούς του αρχιεπισκόπου. Αυτό όμως ακριβώς ενδυνάμωσε την επιθυμία του για κατάληψη ανωτέρου αξιώματος. Ο Κυπριανός ήταν ο πραγματικός χειριστής της δύσκολης κατάστασης που προέκυψε τον Μάρτιο του 1804 για αρκετούς μήνες, όταν δυσαρεστημένοι για την βαριά φορολογία και τη σιτοδεία Μουσουλμάνοι, Έλληνες και προφανώς προπάντων Λινοβάμβακοι χωρικοί μπήκαν στη Λευκωσία, έβαλαν φωτιά στο κονάκι του δραγομάνου και τον εξανάγκασαν να φύγει στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έστειλε στρατό για να καταστείλει το κίνημα. Ο Κυπριανός με τις γνωριμίες του στην Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο με Έλληνες και Τούρκους κατόρθωσε να επιτύχει εξορία του γέροντος αρχιεπισκόπου στην Εύβοια τον Μάιο του 1810, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Κορνέσιου στην Κωνσταντινούπολη (Πάσχα 1809), για τον οποίο δεν είναι γνωστή η ευθύνη του. Φεύγοντας ο Χρύσανθος λέγεται ότι καταράστηκε τον Κυπριανό να πεθάνει στην κρεμάλα!

 

Ταυτόχρονα ο σουλτάνος διόρισε τον τελευταίο αρχιεπίσκοπο και τον αρχιμανδρίτη Μελέτιο επίσκοπο Κιτίου στη θέση του επίσης συνεξορίστου του αρχιεπισκόπου ανεψιού του Χρυσάνθου -πλήρης απομάκρυνση από το αυτοκέφαλον και υποταγή στην ξένη τυραννική κοσμική εξουσία χάριν αξιωμάτων. Μ’ επιστολή τους στον οικουμενικό πατριάρχη ο Χρύσανθος Πάφου, ο Ευγένιος Τεμρελέ [γαλλικής καταγωγής, De Merlin, Τεμερλήνος σε μεσαιωνικές επιγραφές] Κυρηνείας και άλλοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι στις 28.6.1810 χαιρετίζουν την λαμπρή εκλογή μ’ ενθουσιασμό που συμμερίζονταν, όπως γράφουν, όλος ο λαός του νησιού, Έλληνες και Τούρκοι, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη στο σουλτάνο. Μια κι ο αρχιεπίσκοπος πέθανε στην Χαλκίδα, η χειροτονία του Κυπριανού δεν παρουσίαζε μεγάλα κανονικά προβλήματα - μόνο ηθικά- και έγινε στις 29 ή 30 Οκτωβρίου 1810 με τη συμμετοχή του Σιναίου Κωνσταντίνου, που ζούσε στην Κύπρο από το 1804, στην εκλογική σύνοδο ύστερα από συγκατάθεση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Γ ΄, που έδωσε και άδεια για τη χειροτονία του Μελετίου στις 2 ή 3 Νοεμβρίου 1810 στην έδρα Κιτίου, από την οποία δεν είχε παραιτηθεί ο νόμιμος κάτοχός της Χρύσανθος.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός: Ο Κυπριανός (1810 - 1821), Μαχαιριώτης μοναχός, ήταν παρ’ όλα αυτά σημαντική προσωπικότητα, με πείρα και μόρφωση, που έλαβε κατά την πολυετή παραμονή του στην Βλαχία για ζητείες του μοναστηριού του με τον ηγούμενο Χαράλαμπο. Η ρήξη του με τον Χρύσανθο μπορεί να ερμηνευθεί πέραν της αντιδράσεως στον προφανή νεπωτισμό της ομάδας Χρυσάνθου και ως έκφραση διαφοράς νοοτροπίας ενός ανδρός θρεμμένου με το πνεύμα του προχωρημένου Διαφωτισμού των Παραδουνάβιων ηγεμονιών- από αυτόν δεν ήταν στερημένος ο Χρύσανθος αν θυμηθούμε τις εκδόσεις Βενετίας που μνημονεύσαμε και το Ελληνομουσείον του Ιωαννικίου - ως έκφραση μιας πιο προωθημένης νεωτεριστικής κοινωνικής φιλοσοφίας που εδραζόταν στις αστικού τύπου εμπορικές και πνευματικές δραστηριότητες των ανεψιών του Κυπριανού αδελφών Θησέων που εκτείνονταν στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη σε συνεταιρισμό με τον Γάλλο έμπορο της Λάρνακας Διάπ ή Ντιάπ κ.α., και τέλος ως εκδήλωση της παλαιάς αντιδικίας των δυο μεγαλυτέρων μοναστηριών της Κύπρου: Κύκκου απ’ όπου προερχόταν ο Χρύσανθος και οι συγγενείς του επίσκοποι, και Μαχαιρά απ' όπου προερχόταν ο Στροβιλιώτης Καμπίτης Κυπριανός.

 

Η εκπαιδευτική πολιτική του Κυπριανού συνυφαινόταν με το πνεύμα του Διαφωτισμού, από τον οποίο φαίνεται ότι εισήγαγε νέες ιδέες και σχολικές μεθόδους, όπως η αλληλοδιδακτική. Από τις κυριότερες εκδηλώσεις της ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής στη Λευκωσία στα 1812, αφιερωμένης στην Αγία Τριάδα (παραγνωρίζοντας το Ελληνομουσείον του Χρυσάνθου), για την οποία το σχετικό έγγραφό του είναι μνημειώδες κείμενο ιδεολογικής ευγένειας και υψηλών στόχων. Επίσης το ενθουσιώδες ενθαρρυντικό γράμμα του της 18 Αυγούστου 1819 στους κατοίκους Λεμεσού για την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής της πόλης τους, που όμοιό του στέλλει στις 8 Αυγούστου 1819 και ο γραμματικός του Σεραγίου Ανδρέας Σολομωνίδης του αντιθέτου κόμματος (Κ.Π.Κύρρης στις Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 85 -106). Οι σχέσεις του Κυπριανού και του κύκλου του με τον νέο δραγομάνο του Σεραγίου Λάμπρο Φαναριώτη δεν υπήρξαν φιλικές, προφανώς διότι ο Λάμπρος δεν ήταν Κύπριος και διότι ο διορισμός του δεν έγινε με τον καθιερωμένο τύπο της υποδείξεώς του από τους Κυπρίους ιεράρχες και προκρίτους στην Πύλη προτού διορισθεί απ’ αυτήν.

 

Βλέπε λήμμα: Κυπριανός αρχιεπίσκοπος

 

Εδώ προσθέτουμε ότι μόλις ανέλαβε την Αρχιεπισκοπή ο Κυπριανός συνέταξε ακριβή κατάλογο των χρεών της, που ανέρχονταν στα 1.404.852 γρόσια, τα πιο πολλά σε προξένους, και επί πλέον στον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο 240.000 γρόσια, σύνολο 1.644.920 γρόσια, που υποβλήθηκαν στην Πύλη για έλεγχο. Τότε διάφοροι αγάδες και Χριστιανοί υπέβαλαν αξιώσεις ύψους 1.640.950 γροσιών. Το τελικό σύνολο των χρεών ανήλθε στα 3.285.870 γρόσια. Συσσώρευση παλαιών χρεών από τον 18ο αι: π.χ. των 700 πουγγιών (= 350.000 γροσιών) που χρεώθηκε για να πληρώσει η Εκκλησία ως εθναρχία, ως κοινόν τῶν ρεαγιάδων για να απαλλαγεί από τον Χατζή Μπακκή στα 1784, και μεταγενεστέρων, όπως των χρεών για την καταστολή της εξέγερσης των χωρικών στα 1804, κλπ. Πολλά χρέη ήταν καθυστερήσεις εισπράξεως των αντιτίμων των πολιτζῶν ἢ  ὁμολογιῶν με τις οποίες η Εκκλησία (δηλαδή οι διαχειριστές των φόρων επίσκοποι, γραμματικοί και λοιπά στελέχη της) μεταβίβαζε στην Κωνσταντινούπολη τους κατ’ έτος οφειλόμενους φόρους μέσω εμπόρων, προξένων και άλλων, αντί αποστολής χρήματος. Έτσι δεν γινόταν εξαγωγή συναλλάγματος, το οποίο έμενε στο νησί και το καρπούνταν οι πιο πάνω διαχειριστές, αλλά τα χρέη παρέμεναν χρέη. Αργότερα (1835) ο κυβερνήτης Εσσεγίντ Χατζή Μεχμέτ, φίλος του Κυπριανού από το 1804 όταν μαζί πολιορκήθηκαν από τους χωρικούς στη Λευκωσία, θα πει ότι ο πεθαμένος πια ιεράρχης ήταν κουφόνους και σπάταλος. Αλλά οι δαπάνες του για σχολεία και άλλους κοινωφελείς σκοπούς δεν μπορούν να θεωρηθούν σπατάλες από την ελληνοκυπριακή σκοπιά, όπως τα βλέπει ο έστω «φιλέλληνας» Εσσεγίντ (φίλος μας αποκαλείται συχνά από τον Κυπριανό στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής της περιόδου 1804-1807 κ.α.). Άλλες φροντίδες του ήταν να βοηθήσει τους συγγενείς του αποβιώσαντος δραγομάνου Χατζηγεωργάκη, αν και αυτός ήταν αντίπαλός του, να εξαγοράσουν το κονάκι τους, μέτρα για αναζωογόνηση της μονής Μαχαιρά στην οποία χάρισε το τσιφλίκι της Τύμπου (που είχε αγοράσει ατομικώς από τον χρεώστη του Κορνεσίου Δημήτριο Παυλίδη για να τον διευκολύνει να πληρώσει το χρέος του στην οικογένεια εκείνου), μέτρα κατά της ακρίδας με συμβουλές πρακτικές για την εξολόθρευσή της από τους πιστούς, κατασκευή πολλών εικόνων και σκευών και ευπρεπισμό των εκκλησιών όπως μαρτυρούν εκατοντάδες επιγραφές στα χωριά και στη Λευκωσία, σε μερικές από τις οποίες διατυπώνεται η ελληνική εθνική του ιδεολογία.

 

Μετά τη σφαγή των μαρτύρων, τον Ιούλιο του 1821, που έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους σφαγείς να οικειοποιηθούν πλουσιότατη λεία από τα θύματα όπως φαίνεται από ειδικά κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής, ο διοικητής Κουτσιούκ Μεχμέτ ζήτησε και του έφεραν από την φυλακή τους τέσσερις ομήρους κληρικούς αξιωματούχους, που του είχαν δώσει οι θανατωθέντες επίσκοποι, και τους αναγόρευσε διαδόχους των επισκόπων και τους έστειλε στην Αρχιεπισκοπή με τιμητική συνοδεία γενιτσάρων, καβάλα στα ίδια μουλάρια που είχαν μεταφέρει τα θύματα στο Σεράγιο. Οι τέσσερις που αναγορεύθηκαν από τον Κουτσιούκ Μεχμέτ ήταν: μοναχός Ιωακείμ οικονόμος του μοναστηριού Αποστόλου Βαρνάβα, Πανάρετος αρχιδιάκονος Πάφου, Λεόντιος αρχιμανδρίτης Κιτίου και Δαμασκηνός έξαρχος Κυρηνείας. Ο πρώτος θα γινόταν αρχιεπίσκοπος, ο δεύτερος επίσκοπος Πάφου, ο τρίτος Κιτίου και ο τέταρτος Κυρηνείας. Με συγκατάθεση του οικουμενικού πατριάρχη Ευγενίου Β', ο Αντιοχείας Σεραφείμ, ύστερα από αιτήσεις των Κυπρίων, έστειλε στην Κύπρο τους Επιφανείας Ιωαννίκιο (Κύπριο), Σελευκείας Γεννάδιο και Εμέσης Γεννάδιο, οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 1821   χειροτόνησαν τους υποψηφίους στις έδρες τους. Εθνικώς απαράδεκτη ήταν βέβαια η τεκμηριωμένη στο σουλτανικό βεράτιο εκλογής του Πάφου Παναρέτου καταγγελία του νεκρού πια Πάφου Χρυσάνθου ως ενόχου επαναστατικών ενεργειών από τον Ιωακείμ, που επίσης σε σφραγισμένη αναφορά του κατήγγειλε και τον εθνομάρτυρα του Ιούλιο του 1821 Λαυρέντιο για παρόμοιες ενέργειες. Χαρακτηριστικό ίσως των σχέσεών του με τους Τούρκους είναι το ότι στο βεράτιο του Πάφου Παναρέτου (Β΄) ο Ιωακείμ φέρεται ως αρχιεπίσκοπος από 12 Αυγούστου 1821 (Κ.Π.Κύρρης στην Επετηρίδα, XI, 1981 - 1982, σ. 464).

 

Ο Ιωακείμ (9.7.1821 - τέλ. Δεκ. 1823/ 21.5.1824), τουρκομαθής, προκάλεσε δυσφορία με τη διοικητική του ανεπάρκεια και αναγκάστηκε υπό την κατακραυγή του λαού για τις ατασθαλίες του να παραιτηθεί, όπως ομολογεί ο ίδιος στο έγγραφο παραιτήσεώς του της 21 Μαϊου 1824. Μεταξύ των «σφαλμάτων» του ήταν και η εχθρότητά του κατά των Γάλλων κληρικών και εμπόρων της Λάρνακας, που δυνατόν να οφειλόταν και σε αντίθεση προς την σχετικά γαλλόφιλη στάση του προκατόχου του Κυπριανού (λόγω δεσμών με τον Ντιάπ μέσω των Θησέων). Στην έριδα του Ιωακείμ και των αντιπάλων του επενέβη ο οικουμενικός πατριάρχης  Άνθιμος με συμβουλές συμφιλιωτικές. Ανάμεσα στους αντιπάλους του ήσαν και ο Πανάρετος Β΄ Πάφου, ο Κυρηνείας Δαμασκηνός και ο Κιτίου Λεόντιος, αν και είχαν κι οι τέσσερις αναδειχθεί από τον αιμοβόρο Κουτσιούκ Μεχμέτ στα αξιώματά τους. Οι τρεις έγραψαν στον οικουμενικό πατριάρχη εναντίον του, κι αυτός τους συνέστησε ομόνοια και πειθαρχία στον Ιωακείμ (26.9.1823), αλλά ταυτόχρονα συνιστώντας στον Ιωακείμ συμφιλίωση με τους αντιπάλους και το ποίμνιό του (27.9.1823). Από το γράμμα αυτό του πατριάρχη συνάγεται ότι ο Ιωακείμ συνεργαζόταν αρμονικά με τον διοικητή Εσσεγίντ, τον παλαιό φίλο του Κυπριανού στα 1804 -1806, που στα 1835 τον κατηγορούσε για σπατάλες, ενώ στους μήνες Ιούλιο - Οκτώβριο 1821 είχε προσπαθήσει μάταια να συγκρατήσει τον Κουτσιούκ Μεχμέτ από τις σφαγές, αλλά και συνεργάστηκε μαζί του σε «τραπεζικές εργασίες» και αρπαγές. Το πλαίσιο αυτό των αντιφατικών σχέσεων εξηγεί ίσως τη θέση της Εκκλησίας και του Ιωακείμ.

 

Ο διάδοχός του Δαμασκηνός ο από Κυρηνείας (Ιανουάριος ή 22 Μαϊου 1824 - 1827) χειροτονήθηκε κανονικά, αλλά η ευθύτητά του τον οδήγησε γρήγορα σε σύγκρουση με τον μουχασίλη (διοικητή) Αλή Ρουχή, που τον κατήγγειλε στην Πύλη για φορολογική καταπίεση των ραγιάδων και προκάλεσε την εξορία του στην Σπάρτη της Πισιδίας, όπου έμεινε ως το 1830 με δάνειο των εκεί Χριστιανών Ελλήνων (; 21.848 γρόσια), που τους κατέβαλε στα 1830, αφού πήρε ανά 1/3 από τους Χαρίτωνα Πάφου και Χαραλάμπη Κυρηνείας, και τον διάδοχό του στην αρχιεπισκοπική έδρα Πανάρετο. Στα 1837 εξελέγη Κιτίου ως πρόεδρος του θρόνου που είχε κενωθεί τότε.

 

Ο Πανάρετος (1827-13.10.1840) εξελέγη ομόφωνα διάδοχος του Δαμασκηνού και πέτυχε σημαντική μείωση των φορολογικών βαρών στο λαό του από την Πύλη (έλαβε δωρεάν από τον σουλτάνο ομολογία 326.000 γροσιών που είχε στα χέρια του ο Αλή Ρουχή). Ήταν μετρίας μορφώσεως, αλλά στα 1830 ανασύστησε το Ελληνομουσείον του συγγενούς του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου αγνοώντας την Σχολήν του Κυπριανού, κλειστή μετά τον Ιούλιο του 1821, όπως εκείνος είχε αγνοήσει το Ελληνομουσείον του «αντιπάλου» του στα 1812. Στις 4 Νοεμβρίου 1830, μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας που είχε σταλεί στην Κωνσταντινούπολη για τη φορολογική ελάφρυνση, συγκάλεσε συνέλευση των επισκόπων και προκρίτων στη Λευκωσία, που πήρε σειρά αποφάσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση, την ίδρυση λεπροκομείου και σχολών της μέσης Παιδείας στη Λάρνακα και στη Λεμεσό, και κεντρικής σχολής (Παγκύπριο Γυμνάσιο) στη Λευκωσία, με συνδρομές των τεσσάρων θρόνων και των τεσσάρων μεγάλων μοναστηριών (Κύκκου, Μαχαιρά, Σινά και Χρυσοστόμου).

 

Βλέπε λήμματα: Παναγία Κύκκου, Παναγία Μαχαιρά, Σινά, Ιωάννης Χρυσόστομος

 

Περαιτέρω μέτρα για την παιδεία έλαβε στα 1839 σε νέα συνέλευση. Η χορηγία της Εκκλησίας στη συνολική δαπάνη των 53.000 γροσιών ετησίως, ανήλθε σε 23.000 γρόσια, των ιδιωτών σε 6.000 και του κράτους σε 24.000 γρόσια. Την προεδρία της Σχολικής Επιτροπής Λευκωσίας ανέλαβε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, κατόπιν αρχιεπίσκοπος (1849 - 1854), ανιψιός του εθνομάρτυρος Κυπριανού - μικρή αποζημίωση για την παρασιώπηση της Σχολής του νωρίτερα, ιδίως λόγω απαμβλύνσεως των διαφορών των δυο κομμάτων στο μεταξύ (;). Την προεδρία της Σχολικής Επιτροπής Πάφου και εκείνης της Κερύνειας ανέλαβαν οι οικείοι επίσκοποι, ενώ των σχολών Λάρνακας - Σκάλας και Λεμεσού ανέλαβαν λαϊκοί. Στο θέμα όμως της εξεγέρσεως του Νικολάου Θησέως στη Λάρνακα στα 1833, σύγχρονης προς εκείνες του Γκιαούρ Ιμάμη στην Πάφο και του Ιωαννίκιου καλόγηρου Μαχαιριώτη στον Άγιο Ηλία - Μπογάζι Καρπασίας, ο Πανάρετος τήρησε στάση αρνητική, συμφωνώντας προς τις απόψεις του Τούρκου κυβερνήτη, και συνεχίζοντας την αντίθεση των δυο κομμάτων «Χρυσανθικού - Κυκκωτικού», και «Κυπριανικού - Μαχαιριωτικού». Στον οικονομικό τομέα απάλλαξε τον θρόνο του από βαρύτατο χρέος 400.000 γροσιών και ξαναγόρασε το αρχιεπισκοπικό κτήμα της Αβγασίδας, που είχε δημευθεί και πωληθεί κατά τις σφαγές του 1821. Με δεύτερη πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, στα 1837, πέτυχε καθορισμό του ολικού της ετήσιας φορολογίας του νησιού σε 3.179.082 γρόσια εκτός του μισθού του διοικητή, του στρατιωτικού αρχηγού και των δαπανών της τοπικής διοίκησης. 

 

Η πτώση του Παναρέτου οφειλόταν σε μηχανορραφίες Λεμεσιανών και Λαρνακέων, προφανώς Γαλλοφίλων, που συμμάχησαν και με τον Ιωαννίκιο έξαρχο της Αρχιεπισκοπής στα 1821 ο οποίος είχε διαφύγει στη Γαλλία, όπου η γαλλική κυβέρνηση του εκχώρησε επίδομα για λίγα χρόνια. Στο Παρίσι σχετίσθηκε με τους εκεί διαμένοντες Τούρκους πολιτικούς Ρεσίτ πασά και Φετχί Αχμέτ πασά, που τον έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, και στα 1839 έπεισαν τον μεγάλο βεζύρη να τον στείλει στην Κύπρο με επίδομα 1.000 γρόσια τον μήνα. Στα 1840 οι αντιπαναρετικοί τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου έπεισε τους προστάτες του να τον υποστηρίξουν στην Πύλη να «εκλεγεί» αρχιεπίσκοπος. Αυτοί δέχθηκαν να τον βοηθήσουν αν και τον θεώρησαν ακατάλληλο ύστερα από πολλές πιέσεις των εχθρών του Παναρέτου, που υποσχέθηκαν να τον καθοδηγούν, υπό τον όρο να μείνει στον θρόνο εφόρου ζωής. Με βεράτιο, συνοδεία οπαδών, και ένα νέο διοικητή ο Ιωαννίκιος έφθασε στην Πάφο στις αρχές του Οκτώβριο 1840 κι απ’ εκεί έγραψε στον μουσελίμη τα νέα. Αυτός έθεσε τον Πανάρετο και τον διάκονό του Μελέτιο υπό φρούρηση και σφράγισε την Αρχιεπισκοπή πλην του Συνοδικού. Στο διοικητήριο ο Ιωαννίκιος ντύθηκε το καφτάνι από τον νέο μουσελίμη, και αυθημερόν ενθρονίστηκε στον Άγιο Ιωάννη, και στις 13 Οκτωβρίου 1840 έλαβε από τον εκθρονισμένο Πανάρετο την γραπτή παραίτησή του. Στις 14 Οκτωβρίου χειροτονήθηκε, κι επέτρεψε στον Πανάρετο να μείνει για λίγους μήνες στην Αρχιεπισκοπή ως ιδιώτης ∙ τέλος με τον διάκο του αποσύρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου και μετά από ένα χρόνο στο μοναστήρι Σταυρού του Ομόδους όπου και πέθανε στα 1842. Τουλάχιστον τέσσερις απόπειρες του κόμματος του Παναρέτου να εκθρονισθεί ο Ιωαννίκιος απέτυχαν, χάρις στους Τούρκους προστάτες του (Αύγ. 1842, 1845, 1846, 1847). Ο Άγγλος πρόξενος Νίβεν Κέρρ τον κατηγορεί για απάτες και οικειοποίηση εράνων στην Αγγλία κατά το 1821 κ.ε. για τους διωκόμενους Έλληνες Κυπρίους και πληροφορεί ότι έρευνες έγιναν από απεσταλμένους της Πύλης χωρίς αποτέλεσμα στα 1846 και 1847: η καταπίεση των γεωργών προς υποστήριξη του κλήρου, κατ’ αυτόν, ήταν μεγάλη ∙ οι κληρικοί εισέπρατταν από τους γεωργούς τόσα όσα και η τουρκική κυβέρνηση. Κατ’ άλλες πηγές ο Ιωαννίκιος ζήτησε ως Ραγιά Βεκήλ ελάττωση ή αναστολή των φόρων λόγω ξηρασίας και ακρίδας στα 1842, 1845 και 1848, την τελευταία φορά με αυτοπρόσωπη μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μάταια, και συγκάλεσε γενική συνέλευση για την παιδεία ∙ οι εξισλαμισμοί ανυπεράσπιστων Ελλήνων συνεχίζονταν, και οι Τούρκοι της Λευκωσίας εξαιρούνταν από κάθε φορολογία (Hill, IV, σσ. 368 - 371. Θ. Παπαδοπούλλου, Προξενικά Έγγραφα του ΙΘ' Αιώνος, 1980, σσ. 27 - 35. Κ.Π.Κ., Επετηρίς, XI, 1981 - 1982, σσ. 462 - 463).

 

Μετά τον θάνατο του Ιωαννικίου, τον διαδέχθηκε ο Κύριλλος Α ' (1849 -1854), συγγενής του εθνομάρτυρα Κυπριανού, που επέζησε των σφαγών του 1821 και πέρασε 28 χρόνια στην Αρχιεπισκοπή προτού γίνει αρχιεπίσκοπος. Είχε σταλεί στα 1835 επί Παναρέτου μαζί με δυο άλλους, και στα 1848 επί Ιωαννικίου μαζί του και με τον γιο και τον ανεψιό του δραγομάνου Κορνεσίου, αντιπρόσωπος Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη, τεκμήριο της συνεργασίας ή αλληλοανοχής, παράλληλα προς την σύγκρουση των δυο εκκλησιαστικών κομμάτων προκειμένου για σοβαρά εθνικά θέματα. Ο Κύριλλος είχε προσπαθήσει πολύ στα 1853 και 1854 να βρει καταλλήλους διδασκάλους για το Ελληνομουσείον αλλά μάταια. Μεταξύ άλλων είχε ζητήσει από τον Κύπριο τέως Μεσημβρίας Σαμουήλ, διευθυντή της Πατριαρχικής Ακαδημίας, να έλθει στην Κύπρο ο ίδιος να διδάξει οικονομικά κ.α.

 

Ο Μακάριος Α' (Ιούλ. 1854 - 4 Αυγούστου 1865) υπήρξε ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που εκτιμούσαν Έλληνες και Τούρκοι και δεν αντιμετώπισε κομματικές προστριβές. Ασχολήθηκε πολύ με την παιδεία αυξάνοντας τον αριθμό των διδασκάλων του Ελληνομουσείου από ένα σε τρεις, όπως και στο Αλληλοδιδακτικόν, ίδρυσε το πρώτο παρθεναγωγείο στην πρωτεύουσα στα 1857 - 1859 με τη βοήθεια του Σιναΐτη πρωτοσυγγέλλου Γρηγορίου του Κρητός, και ενθάρρυνε την ίδρυση τοπικών σχολείων στα χωριά. Στα 1860 σύμφωνα με αυτοκρατορική διαταγή, που του κοινοποίησε ο διοικητής Ισχάκ Χαβούζ Χακκή, έδωσε πλήρη στατιστική όλων των υφισταμένων σχολείων του νησιού βάσει πληροφοριών που συνέλεξε με επιστολή της 21 Ιανουαρίου 1860 προς τους μητροπολίτες και τις απαντήσεις τους. Με δαπάνες της Αρχιεπισκοπής δυο νέοι εστάλησαν για σπουδές στην Αθήνα, ο Σωφρόνιος (Φοινιεύς) κατόπιν αρχιεπίσκοπος και ο Κυπριανός (Οικονομίδης) κατόπιν επίσκοπος Κιτίου. Στα 1862 -1863 ο Μακάριος ανοικοδόμησε το Μέγα Συνοδικό και τα συνεχόμενα δωμάτια υποδοχής επισκόπων και διακεκριμένων ξένων στην Αρχιεπισκοπή, και βελτίωσε την είσοδό της. Η συμβιβαστικότητα και φρόνησή του υπήρξαν τα κίνητρα της απροθυμίας του να συγκρουστεί με τις αρχές στα 1857 - 58 στο ζήτημα των κωδώνων της Φανερωμένης. Αν και είχε επιτραπεί η ήχηση των κωδώνων των εκκλησιών, ο διοικητής Κανί πασάς ήθελε να εξαιρέσει από αυτό τη Λευκωσία λόγω του μεικτού πληθυσμού της. Σ’ αυτό συμφώνησε και ο μεγάλος βεζύρης Αλή Πασάς, στον οποίο απευθύνθηκε ο Μακάριος.  Όταν ο οικονόμος της Φανερωμένης τοποθέτησε στον περίβολο καμπάνα, υποχρεώθηκε από τον Μακάριο να την απομακρύνει (προ της 4.5.1858). Τον Σεπτέμβριο 1858 ο Γάλλος πρόξενος Νταράςς ζήτησε άδεια να ξανατοποθετηθεί η καμπάνα, και ο Μακάριος τον ευχαρίστησε γι’ αυτό. Αν και ο Νταράςς πληροφόρησε τον Ισχάκ Χαβούζ ότι ο μεγάλος βεζύρης είχε βεβαιώσει τον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ότι θα διέτασσε να επιτραπούν οι κώδωνες στη Λευκωσία, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, ο Ισχάκ αδρανούσε. Έτσι στις 23 Οκτωβρίου 1858 ο Γάλλος υποπρόξενος Λαφφών είπε στον οικονόμο της Φανερωμένης να ξανακρεμάσει τον κώδωνά του, αλλά ο αρχιεπίσκοπος το απαγόρευσε ωσότου το εγκρίνει ο διοικητής. Ο οικονόμος υπάκουσε στον Λαφφών, αλλά ο Μακάριος απαγόρευσε την ήχηση της καμπάνας, προς οργή των Χριστιανών, σύμφωνα προς γαλλικές πηγές, που κατηγορούν τον Μακάριο ότι από ζήλια για την Φανερωμένη συμπεριφερόταν έτσι, μη θέλοντας να έχει καμπάνα αυτή, διότι μόνο ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη είχε. Στο θέμα ερμηνείας αν όλη η πόλη εδικαιούτο μια καμπάνα, όπως ισχυριζόταν ο Ισχάκ κατ’ εντολή του μεγάλου βεζύρη, ή κάθε εκκλησία τη δική της, οι Γάλλοι υποστήριζαν το δεύτερο. Στις 17/29 Οκτωβρίου 1858 ήχησε η καμπάνα του Αγίου Ιωάννη, αλλά σε λίγο κι εκείνη της Φανερωμένης. Ο αρχιεπίσκοπος, ο Κυρήνειας και ο Κιτίου, και τρεις κοτζαμπάσηδες ευχαρίστησαν τον Λαφφών για τη βοήθειά του. Οι Γάλλοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους για επέκταση του «προνομίου». Στα 1865 ο Μακάριος πέθανε από χολέρα στη Λευκωσία, απ’ όπου αρνήθηκε να φύγει για να σωθεί, όπως έκαμαν πλήθος άλλοι. Γι’ αυτό και αναβλήθηκε για τρεις μήνες η εκλογή διαδόχου, του ιεροδιακόνου από το Φοινί, Έλληνα υπηκόου, Σωφρονίου Γ΄ (28.10.1865 -9/22.5.1900), τέως σχολάρχη της Σχολής Λευκωσίας, από τους τρεις μητροπολίτες και τους αντιπροσώπους του λαού του νησιού.

 

Σωφρόνιος, ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της Τουρκοκρατίας: Το βεράτιο του Αβδούλ Αζίζ για την ενθρόνιση του Σωφρονίου περιέχει τον πληρέστερο ορισμό των διοικητικών, δικαστικών και οικονομικών δικαιωμάτων και καθηκόντων του αρχιεπισκόπου Κύπρου, που θεωρείται ο μόνος υπεύθυνος παράγων στο νησί έναντι της οθωμανικής κυβερνήσεως, δικαιούμενος ακόμη και να οπλοφορεί. Ο Αβδούλ Αζίζ απένειμε επίσης στον Σωφρόνιο δυο διπλώματα για την αφοσίωσή του στην πνευματική πρόοδο του ποιμνίου του, τη συμβολή του στην καταπολέμηση της ακρίδας και στην απόσπαση της Κύπρου από το βιλαέτι του Αρχιπελάγους. Στο βεράτιο απαγορεύεται ο προσηλυτισμός από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό και αντιστρόφως. Στο πλούσιο, ελάχιστα ερευνημένο, αρχείο του Σωφρονίου στην Αρχιεπισκοπή υπάρχουν οι κύριες πηγές για μια πλήρη βιογράφηση και αξιολόγηση του έργου του, που χαρακτηρίζεται από πνεύμα εποικοδομητικό και μετριοπαθές. Στα 1870 ηγήθηκε αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη, που πέτυχε την απομάκρυνση της Κύπρου από το βιλαέτι του Αρχιπελάγους ώστε να γίνει χωριστό μουτεσσαρριφλίκι. Πέτυχε επίσης άδεια χορηγήσεως σπόρου από τις κυβερνητικές σιταποθήκες λόγω της ανομβρίας. Στα 1871 ήταν υποψήφιος για τον οικουμενικό θρόνο, αλλά η τουρκική κυβέρνηση τον διέγραψε από τον κατάλογο. Στα 1872 μετείχε συνόδου στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε τον σχισματικό Άνθιμο έξαρχο των Βουλγάρων. Εγκαθίδρυσε μετά την αγγλική κατοχή (1878) φιλικές σχέσεις με τον αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας κι απέβλεψε σ’ ενίσχυση των δεσμών με την Αγγλικανική Εκκλησία. Όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο στα 1889 επικεφαλής κυπριακής αντιπροσωπείας για τα πολιτικά προβλήματα του τόπου, του έγινε εντυπωσιακή υποδοχή και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα της θεολογίας. Η γλυκύτητα του χαρακτήρα του τον εμπόδισε να αντισταθεί αποτελεσματικά στην περικοπή των προνομίων της Εκκλησίας από τους Βρετανούς, που διετηρούντο και μετά το 1821 παρά τις επιφανειακές μάλλον αλλαγές του έτους εκείνου (π.χ. στον θεσμό της δραγομανίας, που κατανεμήθηκε στους γραμματικούς και άλλους αξιωματούχους της Εκκλησίας κατατεμαχισμένος χωρίς να καταργηθεί) και τις μεταρρυθμίσεις του Tanzimat από το 1836 ως το 1856 κ.ε.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image