Εκπαίδευση

Τουρκοκρατία

Image

Η περίοδος 1571-1600: Η εκπαίδευση επί Τουρκοκρατίας χρησιμοποιεί όσα κατάλοιπα της προγενέστερης περιόδου εξακολούθησαν να έχουν λειτουργικότητα στο νέο καθεστώς, που στερήθηκε μερικά από τα πιο σημαντικά πνευματικά και κοινωνικά στοιχεία του λόγω της μεταναστεύσεώς τους στη Βενετία, στα βενετοκρατούμενα νησιά και περιοχές, και γενικά στη Δύση. Αυτό μαζί με τις φοβερές καταστροφές της τουρκικής κατακτητικής εκστρατείας και την κατεδάφιση των θεσμών συνέβαλε στην παρακμή του πολιτισμού. Η αμάθεια τονίζεται συχνά από τους παρατηρητές της οθωμανοκρατούμενης Κύπρου ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, στις πρώτες ιδίως δεκαετίες, οπότε η καταπίεση και η εκμετάλλευση κυριαρχούν αντίθετα με τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων για βελτίωση των σκληρών συνθηκών της Βενετοκρατίας υπό τους νέους αφέντες. Ήδη στις 25 Σεπτεμβρίου 1571, μόλις δυο μήνες μετά τη λήξη της εκστρατείας, η βαρβαρότητα του νέου καθεστώτος είναι ορατή κι οι χωρικοί την αναφέρουν στον διερχόμενο από το ακρωτήριο Γάττα Νέστορα Μαρτινέγκο, τονίζοντας την ερήμωση των πεδιάδων και τον περιορισμό των καλλιεργειών στα ορεινά όπου δεν έφθανε το μάτι του Τούρκου. Το μοτίβο αυτό επανέρχεται ως το 1878 (την έναρξη της αγγλικής κατοχής) και δεν επιτρέπει ριζικές βελτιώσεις στην εκπαίδευση, που φυσιολογικά βρίσκεται στα χέρια της αναγεννημένης Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

Βλέπε λήμμα: Εκκλησία Κύπρου

 

Οι πρώτες ειδήσεις για συμμετοχή της Εκκλησίας στην εκπαίδευση ανάγονται στα τέλη του 16ου αι. οπότε ο Κοιλανιώτης λόγιος ιερομόναχος Λεόντιος Ευστράτιος (γενν. 1565/1566), που είχε σπουδάσει στη Βενετία και στο Πατάβιο και ταξίδεψε πολύ στη Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, κ.α., και δίδαξε ελληνικά στην Κέρκυρα, άνθρωπος με πολλές σημαντικές γνωριμίες, εγκαθίσταται στα τέλη του 1591 - αρχές 1592 στη Λευκωσία. Εκτός της αναμείξεώς του στις αρχιεπισκοπικές έριδες του καιρού του και της προβολής κάπως φιλοκαθολικών απόψεων, αφιερώθηκε στη διδασκαλία της νεολαίας της Κύπρου και στο κήρυγμα. Στα 1598 μάλιστα ο δάσκαλός του Μάξιμος Μαργούνιος του γράφει από τη Βενετία και τον ρωτά για την διδακτική δραστηριότητα και περί τῶν προσφοιτησάντων αὐτῷ παίδων. Δυο χρόνια πριν σχεδίαζε να πάει και να ζήσει στην Αίγυπτο στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά με τον οποίο αλληλογραφούσε και ο οποίος τον συμβούλευε (1592 κ.ε.) να μη συζητεί στην Ανατολή, κουρασμένη από τις τρικυμίες της ασεβείας, δογματικά ζητήματα, όπως σωστά έκαμνε όταν βρισκόταν στη Δύση, και να διδάσκει την Ορθοδοξία. Στα 1596 τον συμβουλεύει να μείνει στην πατρίδα του και να την ωφελεί με τη δράση του (την παιδευτική), συνεχίζοντας τις προσπάθειές του για την Ορθοδοξία, που τότε κινδύνευε ακόμη λόγω των φιλοκαθολικών τάσεων αρκετών Ορθοδόξων Κυπρίων επισκόπων λατινικής καταγωγής και παιδείας. Ο Λεόντιος Ευστράτιος είχε ως κέντρο της δράσεως του το μοναστήρι Αγίου Ιωάννη Πίπη, την μετέπειτα αρχιεπισκοπή, που όπως προκύπτει από τα εντοιχισμένα ή παρακείμενα οικόσημά τους και άλλες μαρτυρίες, είχε ανοικοδομηθεί με δαπάνες παλαιών ευγενών οικογενειών του νησιού (Δονάτου, Βραχίμη, Γούρρη, Πίπη), από προ του 1570 εξελληνισμένων και Ορθοδόξων, που όμως διατηρούσαν δεσμούς με την Αγία Έδρα και επηρέαζαν την κατεύθυνση της ανασυστημένης Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και παιδείας.

Ο Λεόντιος Ευστράτιος προς τα τέλη της ζωής του έγινε ηγούμενος του μοναστηριού και πέθανε εκεί λίγο μετά το 1598. Μάλλον δεν φαίνεται να υπήρξε συγγραφέας της Ἀπολογίας πρός τινα θεολόγον Λατῖνον (έκδ. 1593, Φραγκφούρτη), που του αποδίδουν μερικοί, διότι η αντιλατινική ροπή της αντιτίθεται προς την φιλολατινική του Λεοντίου Ευστρατίου, που συμφωνούσε με τον δάσκαλό του Μάξιμο Μαργούνιο σε μια διαλλακτική προς τους Λατίνους θεωρία για την εκπόρευση του Αγίου   Πνεύματος. Ούτε η Ἰατρική Βίβλος κάποιου Λεοντίου ιεροδιακόνου από το Κοιλάνι, που σώθηκε σε κώδικα της Φλωρεντίας, ήταν έργο του λόγω των γλωσσολογικών ατελειών, που δεν συνάδουν με το υψηλό επίπεδο μορφώσεως του Κοιλανιώτη επίσης Λεοντίου Ευστρατίου, για το οποίο είχε πολύ θαυμαστεί. Πάντως δεν είναι σαφές αν ο Λεόντιος Ευστράτιος είχε ιδιωτική σχολή στη Λευκωσία ή αν δίδασκε ως έμμισθος δάσκαλος για λογαριασμό της αρχιεπισκοπής - μάλλον το δεύτερο συνέβαινε, χωρίς ν' αποκλείεται και συνδυασμός ιδιωτικής και εκκλησιαστικής διδασκαλικής ιδιότητας. Το ίδιο πιθανώς ίσχυε και γι' άλλους ανωνύμους δασκάλους της εποχής και ίσως και για τον Σολομώντα Ροδινό, απόφοιτο των σπουδασίων της Αμμοχώστου.

 

 Βλέπε λήμμα: Αμμόχωστος- εκπαίδευση

 

Ο «ταραγμένος» και σκοτεινός 17ος αι.: Ο αιώνας αυτός αρχίζει με τις υποσχέσεις του δούκα της Σαβοΐας ότι θα ιδρύσει στην Κύπρο δημόσια σχολεία όπως επί εποχής των (Λουζινιανών) βασιλέων, απόδειξη ότι τότε (1600/1) τέτοια σχολεία δεν λειτουργούσαν στην Κύπρο.

 

Βλέπε λήμμα: Λουζινιανοί 

 

Το μορφωτικό επίπεδο του 17ου αι. τεκμηριώνεται κυρίως από τις σωζόμενες επιστολές του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (1606/7-1641), ευγενούς φραγκικής καταγωγής (Λουζινιανός), από το Τραγούδι τοῦΧριστοφῆ καί τῆς Ἐμινές, το Τραγούδι τοῦ δραγομάνου Μαρκουλλῆ γραμμένο από τον διάκονο Κωνσταντίνο δασκαλοποιητή, τα ανέκδοτα Πωλητήρια ἒγγραφα τῆς Μονῆς Κανακαρίας κ.α. ανάλογα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά έγγραφα και κείμενα. Τα έγγραφα δείχνουν πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αν και αρκετά καλή γνώση του δικαίου, προφανώς κατά παραδοσιακή επιβίωση των κανόνων του στους συντάκτες των εγγράφων, ηγουμένους ή οικονόμους ή επιστάτες μοναστηριών. Παραθέτουμε απόσπασμα επιστολής του Χριστοδούλου (1617 ή μάλλον 1632) προς τον δούκα της Σαβοΐας για την περίφημη επανάσταση του Βιττορίου Ζεμπετού κατά των Τούρκων: νά έχυ τόσον καιρόν, καί δέχου να μας εβγάλις από τά χέρια τους απίστους... και αφίσ εσικόθισε ο καπιτάνος Βετόριος και εχάλασεν καπόσους Τούρκους, αγριόθισαν επάνο μας σάν τους αγρίους λύκους, και πέρνουν τά πεδιά μας από τες ακάλες μας... Το λαϊκό αφηγηματικό ύφος της επιστολής, συνέχεια του ύφους του Λεοντίου Μαχαιρά, του Γεωργίου Βουστρωνίου και άλλων, προδίδει έλλειψη παιδείας, περίεργη για ηγέτη και γόνο των παλαιών ηγετικών τάξεων, εξηγούμενη όμως από τις σκληρές συνθήκες που τους επεβλήθησαν στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν τα παιδιά τους, όπως ο Χριστόδουλος, μεγάλωναν στην αθλιότητα ∙ συνθήκες γνωστές από σπαρακτικά κείμενα των χρόνων εκείνων, όπως τον Θρήνο του Αιχμαλωτισμού της Ευλογημένης Κύπρου 1570, που γράφτηκε από αυτόπτη της πολιορκίας και αλώσεως της Λευκωσίας (πάντως όχι τον Σολομώντα Ροδινό), τις αφηγήσεις του Αγγέλου Καλλεπίου, του Στεφάνου Λουζινιανού (στην Chorograffia, 1572 και στην Description, 1580), όπου περιγράφει το δράμα των συγγενών του που έμειναν στην Κύπρο και αιχμαλωτίστηκαν και των παιδιών τους, κλπ. Η επάνοδος των τάξεων αυτών στο προσκήνιο, με τη βοήθεια των εξελληνισμένων και των εξισλαμισμένων συγγενών τους, έγινε σταδιακά και αφού είχαν διαμορφωθεί μια ή δυο γενιές αμαθών ή στοιχειωδώς γραμματισμένων βλαστών τους, προφανώς στα κελλιά των ελληνικών αγροτικών εκκλησιών ή μοναστηριών όπου κατέφυγαν για να σωθούν, και με τα στοιχειώδη μορφωτικά μέσα που διέθεταν, συνέχεια των όσων διέθεταν επί Βενετοκρατίας και Φραγκοκρατίας. Παρόμοια είναι και τα γράμματα του ανεψιού του Χριστοδούλου, Θεοκλήτου ηγουμένου Κοσινίτζας (Εικοσιφινίσσης), στα 1632, του Κυπρίου αρχιμανδρίτη Αρσενίου που γράφει τον Οκτώβριο του 1633 από τη Βλαχία περί τούς πειρασμούς καί τά βάσανα καί ταῖς ζυμοίαις ὃπου ἐπεράσαμεν - προφανώς τους κινδύνους εξισλαμισμού μετά την καταστολή των συχνών εξεγέρσεων.

 

Ο ιατροφιλόσοφος - καθηγητής της ιατρικής: Κάπως πιο υψηλό είναι το επίπεδο του Τραγουδιοῦ τοῦ Μαρκουλλῆ από τον Κωνσταντίνο διάκονο δασκαλοποιητή. Η τελευταία ιδιότητα του Κωνσταντίνου πιθανώς δηλώνει όχι απλώς διδασκαλία με το τραγούδι αλλά και από έδρας, αν και η πρώτη εξυπακούεται πιο πειστικά στους πρώτους στίχους του ποιήματος.

 

Βλέπε λήμμα: Διάκονος Κωνσταντίνος

 

Η ημιλόγια εκκλησιαστική γλώσσα και νοοτροπία του Κωνσταντίνου, σαν υἱός γνήσιος τοῦ Νικολάου ἱερέως ἐκ κώμης Πισκοπῆς, είναι τυπικά στοιχεία ενός συνήθους τότε επιπέδου παιδείας στα χωριά, επιπέδου όχι πολύ διάφορου από εκείνο του ποιητή του Θρήνου, προφανώς όμοιας ιερατικής ή παρεμφερούς καταγωγής και μορφώσεως. Η σε πολλά κοινωνική και επαναστατική ιδεολογία του ποιήματος του Κωνσταντίνου αποδίδεται από τον ίδιο σ’ ολόκληρη την τάξη των δασκαλοποιητών, των ποιητάρηδων δασκάλων της εποχής, που εκφράζουν την κριτική στάση των μέσων και κατωτέρων τάξεων της κοινωνίας για τη διαγωγή των επισκόπων.

 

Το Τραγούδι τοῦ Χριστοφῆ καί τῆς Ἐμινές, που αναφέρεται στον άτυχο έρωτα ενός αρχοντόπουλου από την Αμμόχωστο για την εξισλαμισμένη αρχοντοπούλα Εμινέ από τη Λευκωσία στα 1614, μας αποκαλύπτει, πέραν του μορφωτικού επιπέδου του ποιητή του, ανάλογου προς τον Κωνσταντίνο, την ύπαρξη στην Κύπρο τότε του επαγγέλματος του ιατροφιλοσόφου - καθηγητή της ιατρικής. Τέτοιος ήταν ο δάσκαλος του Χριστοφή Αλοΐσιος Κούτσης από το Κίτι, γνωστός και από παρασελίδια σημείωση κώδικος, του 1605 (για την καλλιέργεια των κτημάτων του στο Κίτι) κι από αναφορά του Πέτρου ντελλα Βάλλε (1625). Το επίπεδο διδασκαλίας του Κούτση είναι άγνωστο, αλλά δεν θα ήταν πολύ χαμηλό, εφόσον ο ίδιος φαίνεται ότι είχε σπουδάσει στην Ιταλία και από τον ντελλα Βάλλε φέρεται να είχε και ορυκτολογικά ενδιαφέροντα, όπως κι ο μοναχός Ματθαίος και άλλοι Κύπριοι. Στον Κούτση αυτά σχετίζονταν με τις φαρμακολογικές του εργασίες, μέρος της διδακτικής και της ιατρικής του λειτουργίας. Ένας άλλος εξισλαμισμένος Γερμανός γιατρός που μαρτυρείται στη Λευκωσία στα 1625, με ορυκτολογικές αναζητήσεις κι αυτός, δεν ξέρουμε αν δίδασκε όπως ο Αλοΐσιος, ούτε αν υπήρχαν κι άλλοι γιατροί με διδακτικές ασχολίες, που αντιστοιχούσαν σε στοιχειώδη ιατρική σχολή.

 

Άλλο ποίημα του τέλους του 17ου αι. ήταν το Τραγούδιον τῆς Θεονίτσας ἢτοι τά Ἐρωτικά Πάθη τοῦ  Ἀθανασάκη καί τῆς Θεονίτσας συμβάντα κατά τό ἒτος 1664 ἐν τῇ περιφανέστατῃ πόλει Λάρνακος, που πιθανώς γράφτηκε λίγο μετέπειτα και απηχεί το αστικό περιβάλλον της Λάρνακας. Σ’ άλλο τραγούδι, το Ἇσμα τοῦ Χριστοφάκη, απροσδιόριστου χρόνου, μάλλον 18ου αι., το ιδεώδες που προβάλλεται είναι: Ὁ Χριστοφῆς ἢτουν καλός κι ἢτουν γραμματισμένος/ ἒψαλλεν μέσ’ τήν ἐκκλησιάν ἃϊος ζωγραφισμένος/ καί πού τόν ἐκατάφερεν ὁ τρισκαταραμένος [=διάβολος], /ὁ κύρις του τοῦ  ἂφηκεν λειβάδια καί καμήλαις, /και ποῦ  ἐκαταντήθηκεν νά κλέβκη ταῖς καντύλαις (Αθ. Σακελλαρίου, Τά Κυπριακά,  1891, σ. 187).

 

Αγνοούμε αν ο καλβινίζων μεγάλος Παύλος Παρθένιος, μαθητής του Θεοφίλου Κορυδαλέως και των νεοαριστοτελικών του ιδεών (θνησιμότητα της ψυχής, όπως και του σώματος κλπ.), που κατόρθωσε να γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου για επτά μήνες (Αυγ. - Σεπτ. 1639 - αρχ. Μαρτ. 1640) πρόλαβε να διδάξει τις αντιλήψεις του στην Κύπρο, απ’ όπου η πτώση και φυγή του τον Αύγουστο του 1640 μετά πεντάμηνη απόκρυψή του, μπορεί να οφείλεται στη διδασκαλία των ιδεών του, που τον έκαμαν αντιπαθή στην παπίζουσα εκκλησιαστική ηγεσία του τόπου, και σ’ αυτούς τους αντιπάλους του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου που αρχικά τον είχαν προσκαλέσει και βοηθήσει να εκδιώξει τον γέροντα αρχιεπίσκοπο. 

 

Σημαντικά κείμενα: Τα σημαντικότερα κείμενα Κυπρίων του 17ου αι. είναι εκείνα του αρχιεπισκόπου Ιλαρίωνος Κιγάλα, οι Ομολογίες Πίστεως, τα Πρακτικά της αντικαλβινικής συνόδου της Λευκωσίας του 1668 κ.α., τα οποία όμως δεν οφείλονται στην παιδεία που ο Ιλαρίων έλαβε στην Κύπρο αλλά στην Ιταλία. Το ίδιο ισχύει για πλειάδα Κυπρίων λογίων που έζησαν στην Ιταλία και στη Δύση γενικά, απ' εκεί στέλλοντας στην Κύπρο και πουλώντας ως εμπόρευμα τα βιβλία τους, κυρίως εκκλησιαστικά, στις εκκλησίες και στα μοναστήρια της ιδιαίτερής τους πατρίδας (Θεοφάνης Λογαράς, Ματθαίος Κιγάλας, Θεοφάνης Ξενάκιος κ.α.). Μοναδική ίσως εξαίρεση ιεράρχη με σημαντική μόρφωση πλην του Ιλαρίωνος Κιγάλα φαίνεται ο αρχιεπίσκοπος Βενιαμίν (1600-1606/7), για του οποίου όμως τον τύπο εκπαιδεύσεως δεν γνωρίζουμε τίποτε αυτός απαίτησε από τον δούκα της Σαβοΐας τα ανώτερα δημόσια σχολεία. Μορφωμένος στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη ήταν και ο μητροπολίτης Λάρνακος Κοσμάς Μαυρουδής (1675-1676) προστατευόμενος των Γάλλων και Λατινόφρων, που αναγκάστηκε, όπως κι ο Ιλαρίων, ν’ αφήσει την Κύπρο.

 

Η παιδεία κατά τον 18ο αι.: Κατά τον αιώνα αυτόν η παιδεία αρχίζει να γίνεται συστηματικότερη μέσα στο νησί, με την ίδρυση στη Λάρνακα, στα 1733, της σχολής του Διακόνου Φιλοθέου, επί μητροπολίτη Ιωαννικίου Β', και με την ίδρυση της πρώτης στη Λευκωσία Ελληνικής Σχολής στα 1741 από τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο, που κάλεσε ως δάσκαλο και ιεροκήρυκα τον διαπρεπή Εφραίμ τον Αθηναίο. Ο διάκονος Φιλόθεος από τη Λάρνακα, είχε σπουδάσει με υποτροφία του Κιτίου Διονυσίου στο Χαλέπι ως μαθητής του γνωστού λογίου διδασκάλου Ιακώβου Πατμίου, μαζί με άλλους υποτρόφους του φιλόμουσου αυτού μητροπολίτη. Ο μισθός του Φιλοθέου ήταν 60 γρόσια τον χρόνο, που αυτός θεώρησε μικρό κι έγραψε στον Ιάκωβο παράπονα, τα οποία ο τελευταίος διεβίβασε στον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο την 1η Οκτωβρίου 1734 ζητώντας αύξησή του. Ο αρχιεπίσκοπος εισηγήθηκε την αύξηση στον Ιωαννίκιο, που παρά τα χρέη του θρόνου του την δέχθηκε, κι έτσι ο μισθός του έγινε 100 γρόσια στα 1735-1736. Η Σχολή του Φιλοθέου στη Λάρνακα δίδασκε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, το ψαλτήριον, εκκλησιαστικό δίκαιον κλπ. Στα 1750 τον Φιλόθεο διαδέχθηκε ο διδάσκαλος παπά Κυρ Σίλβεστρος. Του Φιλοθέου σωζόταν (στη βιβλιοθήκη του Παγκυπρίου Γυμνασίου που κάηκε) χειρόγραφο με χωρία διαφόρων συγγραφέων και σημειώσεις στο Ευαγγέλιο.

 

Η Σχολή του αρχιεπισκόπου Φιλοθέου στη Λευκωσία αναφέρεται από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό στην Ιστορία του ως Σχολή Ελληνικής Μουσικής και Διδασκάλων, κι ανάμεσα στους δασκάλους της συγκαταλεγόταν ο ιερομόναχος Χρύσανθος ο πρωτοψάλτης της Κύπρου, ίσως σπουδασμένος στην Κωνσταντινούπολη. Στα 1740 ο Χρύσανθος όντας στη Ζάκυνθο αντέγραψε μουσικό κώδικα του Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου με κείμενα του πρωτοψάλτη του οικουμενικού πατριαρχείου Εμμανουήλ Χρυσάφη (1660 κ.ε.). Ο Χρύσανθος εξέδωσε διάφορα μουσικά βιβλία στη Βενετία κι είχε πολλές σχέσεις προς τους εκεί λογίους. Από το 1747 είχε καταταχθεί στον Κύκκο. Η πλουσιότατη δράση του πολυγραφότατου συγγραφέα και διδασκάλου Εφραίμ του Αθηναίου εκτίθεται στο ανάλογο χωριστό λήμμα. Η Σχολή του Φιλοθέου λεγόταν και Ελληνομουσείον και σ’ αυτήν διδάσκονταν ελληνικά και ακροαματικά μαθήματα, τεχνολογία (από τον υποδιδάσκαλο Παρθένιο) και τα μαθήματα της Πατμιόδος Σχολής, προτύπου του Εφραίμ. Μετά την αναχώρηση του Εφραίμ (1759) που άφησε λαμπρούς μαθητές και συνεχιστές στο συγγραφικό και στο διδασκαλικό πεδίο (Σεραφείμ Πισίδειος, αρχιδιάκονος Σωφρόνιος κ.α.) τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Παρθένιος, που δίδαξε ως το 1771. Η Σχολή φαίνεται ότι έκλεισε κατά το πρώτο μισό της αρχιεπισκοπείας του Χρυσάνθου (1767-1810), μεταξύ 1775 και 1784, ίσως λόγω των καταπιέσεων του Χατζημπακκή αγά, με τον οποίο η Εκκλησία βρέθηκε σε ρήξη και που για να τον πολεμήσει έκαμε μεγάλο αγώνα και χρέη. Στα 1783 ο Αθανάσιος Υψηλάντης αναφέρει ανεπιβεβαίωτη είδηση ότι λειτουργούσε στην Κύπρο σχολείο.

 

Ο 19ος αι.- το πνεύμα του Διαφωτισμού: Το πνεύμα του Διαφωτισμού επηρέασε και την Κύπρο, και στα 1808, ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος πρόσφερε το σπίτι του στη Λευκωσία για να γίνει Ελληνομουσείον. Το σπίτι αυτό ο Ιωαννίκιος το είχε αγοράσει από τον Χρύσανθο στα 1794 για 2.500 γρόσια, που θα δίνονταν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Πίπη. Αλλά ο Ιωαννίκιος δώρησε το σπίτι αυτό στην ελληνική κοινότητα για  να χρησιμεύσει ως Σχολή Ἑλληνικῶν μαθημάτων εἰς τό διηνεκές. Πιθανώς το οίκημα αυτό ήταν το ίδιο της Σχολής Φιλοθέου, που είναι γνωστή και ως Ελληνομουσείον, που είχε κατασαθρωθεί. Παράλληλα όμως, όπως φαίνεται, ο Χρύσανθος στα 1808 ίδρυσε στην αρχιεπισκοπή το σοφίης μέγαρον, το κατόπιν Σκευοφυλάκιο της παλαιάς Αρχιεπισκοπής, όπως δείχνει η εκεί κλασικίζουσα έμμετρη επιγραφή. Στο Ελληνομουσείον, που φαίνεται ότι ήταν κοντά στην αρχιεπισκοπή, κοντά στο εκεί ενδιαίτημα του μητροπολίτη Πάφου, δίδασκε ο ιεροδιδάσκαλος Προκόπιος, ενώ στο σοφίης μέγαρον άγνωστο ποιοι και σε ποιους, όπως είναι άγνωστες οι σχέσεις των δυο σχολείων που φαίνεται ότι διαλύθηκαν μετά τον θάνατο του Χρύσανθου στην εξορία (στην Εύβοια) που προκάλεσε ο οικονόμος του Κυπριανός.

 

Βλέπε λήμμα: Εκκλησία Κύπρου- Τουρκοκρατία

 

Οι εκδοτικές δραστηριότητες του Χρύσανθου στη Βενετία στο πνεύμα του Διαφωτισμού το οποίο συμμεριζόταν μ’ ενθουσιασμό και ο Κυπριανός, δεν εμπόδισαν τη ρήξη τους. Έτσι στα 1812 ο τελευταίος αγνοώντας τα δυο προηγούμενα σχολεία, με δική του ιδρυτική πράξη ιδρύει Ελληνικήν Σχολήν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, σε οίκημα της μονής Μαχαιρά που δωρήθηκε από την Αρχιεπισκοπή για τον σκοπό αυτό (ο Κυπριανός ήταν Μαχαιριώτης και ο Χρύσανθος Κυκκώτης). Επίσης ο Κυπριανός συνέβαλε στα 1819 στην ίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού. Η Σχολή του Κυπριανού στη Λευκωσία, το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, έπαψε να λειτουργεί στα 1821 και ανασυστάθηκε σε ειδική συνέλευση στα 1830, επί Παναρέτου, ο οποίος μετακάλεσε ως διευθυντή από την Κωνσταντινούπολη τον Ονούφριο Μικελλίδη. Το σχολείο αυτό θεωρήθηκε κεντρικόν σχολείον. Ταυτόχρονα συστάθηκαν, ως κλάδοι του, σχολεία στη Λάρνακα και στη Λεμεσό, με μισθούς που προέρχονταν από συνδρομές. Για τη βιβλιοθήκη της Κεντρικής Σχολής Λευκωσίας, που λεγόταν και Γυμνάσιο, ο Πανάρετος ζήτησε βοήθεια από την Φιλάνθρωπον και Φιλόμουσον Εταιρείαν του Λονδίνου. Κανονισμοί της συντάχθηκαν στα 1859 από συνέλευση στην αρχιεπισκοπή. Στα 1860 στον κατάλογο των σχολείων της Κύπρου, που έγινε με κυβερνητική εντολή, το Γυμνάσιο είχε τέσσερις δασκάλους αντί των αρχικών τριών, αργότερα δε πέντε, επί αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α' (1854-1865), που πολύ φρόντισε για την παιδεία του νησιού. Στα 1869 το Γυμνάσιο είχε 39 μαθητές που διδάσκονταν ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά και μαθηματικά.

 

Στην Αμμόχωστο - Βαρώσια υπήρχε δημοτικό σχολείο προ του 1850, και από το 1860 περίπου και Ελληνικό υπό τον Λουκά Παϊσίου, το κατόπιν Ημιγυμνάσιο (1918) και Γυμνάσιο (1923 κ.ε.) Αμμοχώστου.

 

Βλέπε λήμμα: Αμμόχωστος- εκπαίδευση

 

5. Αλληλοδιδακτικά: Κατά το 1845 στη Λευκωσία ιδρύθηκαν σχολεία και για τα δυο φύλα με το Αλληλοδιδακτικό σύστημα, που ήδη από το 1830 λειτουργούσε στη Λάρνακα, όπου κατοικούσαν πολλοί Επτανήσιοι. Θερμός προπαγανδιστής του Αλληλοδιδακτικού ήταν ο Ι. Καποδίστριας. Δυνατόν στην εισαγωγή της μεθόδου αυτής να συνέβαλε και ο κοσμογυρισμένος λόγιος Νικόλαος Θησεύς, ανεψιός του Κυπριανού, που είχε θερμά ενδιαφερθεί για την Ελληνικήν Σχολήν Λεμεσού και ίσως και ο ίδιος ο Κυπριανός μεταφυτεύοντάς την από την Μολδοβλαχία όπου είχε ζήσει αρκετά χρόνια. Στη Λεμεσό το πρώτο Αλληλοδιδακτικόν ιδρύθηκε στα 1834. Πάντως η Λάρνακα ως κέντρο ευρωπαϊκής παροικίας, όπου είχε την έδρα του ο εμπορικός οίκος Διάπ, με τον οποίο συνεργάζονταν οι Θησείς, μπορούσε να ήταν και χώρος κατ’ ευθείαν εισδοχής νέων μεθόδων διδακτικών. Ήδη στη Λάρνακα στα 1822 ιδρύθηκε το Σχολαρχείον υπό τον Δημήτριον Θεμιστοκλέα (1822-1848), που δίδαξε και στη Λεμεσό, όντας Λεμεσιανός μαθητής του Βενιαμίν Λεσβίου, του Κωνσταντίνου Κούμα και άλλων μεγάλων διδασκάλων στη Σμύρνη. Γιος του ήταν ο σχολάρχης Λεμεσού Ανδρέας Θεμιστοκλέους (1870-1913), που είχε σπουδάσει στην Αθήνα, στο Μόναχο και στη Χαϊδελβέργη. Στη Λάρνακα παρατηρήθηκε προσπάθεια επηρεασμού προς λουθηρο-καλβινιστικό προσηλυτισμό των μαθητών των εκεί αλληλοδιδακτικών από Αμερικανούς (μισσιοναρίους) στα 1837 και πριν, και σ’ αυτό αντέδρασε η Εκκλησία. Διάδοχος του Δ. Θεμιστοκλέους στο Σχολαρχείον Λάρνακος ήταν ο διαπρεπής λόγιος Αθανάσιος Σακελλάριος (1849-1854) από τον   Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, θεμελιωτής της επιστημονικής Κυπριολογίας με το έργο του Τα Κυπριακά.

 

Βλέπε λήμμα: "Τα κυπριακά"

 

Στη συλλογή του γλωσσικού και λαογραφικού κυρίως υλικού του Β' τόμου του έργου, ο Σακελλαρίου βοηθήθηκε από τους Κυπρίους μαθητές του Ιερώνυμο Βαρλαάμ, Λουκά Παϊσίου και Αχιλλέα Αποστολίδη. Από το 1861 διευθυντής του Σχολαρχείου Λάρνακος ήταν ο Χρύσανθος Ιωαννίδης Λαδάς από τη Λάπηθο, κατόπιν μητροπολίτης Κυρηνείας (1880) και Κιτίου (1889-1890), φίλος του ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη και σοφός φιλόλογος.

 

Για τα προγράμματα των σχολείων Λευκωσίας και την οργάνωση, τις σχέσεις προς την Ελλάδα, τους εκεί Κυπρίους λογίους Ν. Σαρίπολο, Γεωργίου, Α. Κωνσταντινίδη, τους δασκάλους και καθηγητές, τους εφόρους κλπ. κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., δημοσιεύθηκαν σημαντικά έγγραφα από τον Χαράλ. Παπαδόπουλλο στις Κυπριακές Σπουδές, ΙΗ', 1954 (1955), σσ. ργ'-ρνζ' και ΙΘ', 1955 (1956), σσ. 187-260. Για το Παγκύπριο Γυμνάσιο και την σπουδαιότατη πνευματική και εκπαιδευτική του δραστηριότητα βλ. Κ. Σπυριδάκι, «Ἱστορία τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου 1893-1943», στον τόμο Παγκύπριον Γυμνάσιον, Ἀναμνηστικόν Λεύκωμα ἐπί τῇ πεντηκονταετηρίδι τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου 1893-1943, Λευκ., 1944. Για τα σχολεία στην Αμμόχωστο βλ. Κ.Π. Κύρρη, Ἱστορία τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Ἀμμοχώστου 1191-1955 ἰδίως δέ του Ε.Γ.Α.. Λευκ., 1967. Για την εκπαίδευση της Κύπρου συνολικά, σ’ όλα τα χωριά και τις πόλεις, βλ. Λοΐζου Φιλίππου, Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ, Α' - Β', 1930, Ιερωνύμου Κ. Περιστιάνη, Ἱστορία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων ἐν Κύπρῳ  ἐπί Τουρκοκρατίας, Λευκ., 1930 (και τα δυο χρησιμοποιούν την Ἒκθεσιν τῆς Κριτικῆς Ἐπιτροπείας τοῦΑ ' φιλολογικοῦΔιαγωνισμοῦΚυρίλλου Βασιλείου, 1924, γραμμένη από τον Ιω. Συκουτρή), W. W. Weir, Education in Cyprus, Cyprus, 1952, που καλύπτει και τα μουσουλμανικά και τα μειονοτικά σχολεία. Για τα σχολεία Λεμεσού βλ. Αριστοδήμου Κ. Πηλαβάκη, ἩΛεμεσός και τά Σχολεῖά της, Λεμεσός, 1929 και Κ.Π. Κύρρη, «Ἀνέκδοτα Ἒγγραφα περί τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς Λεμεσού (1819,1820)», Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 85-106. Ποικίλες ειδήσεις για την παιδεία κατά τον 19ο αι. βλ. στου Θ. Παπαδοπούλλου, Προξενικά Ἒγγραφα τοῦΙΘ' αἰῶνος. Λευκ., Κ.Ε.Ε., 1980, γενικόν ευρετήριον στις λ. Παιδεία και Σχολεία. Κ.Π. Κύρρη, «Μορφές πνευματικῆς ἐπαφῆς Κύπρου - Ἑλλάδος στήν  Ἀμμόχωστο κατά τόν ΙΘ' αἰῶνα καί στίς ἀρχές του Κ'», Κυπρ. Χρονικά [Λευκωσίας], Β', τευχ. 19, Μάιος 1962. Για την παιδευτική δραστηριότητα των μοναστηριών και επισκοπών βλ. διάφορες εργασίες του Ιωάννου Τσικνοπούλλου και στον Ν.Ι. Κυριαζή, Ἱστορία τῆς Μονῆς Κύκκου., Λευκ., 1950, και ποικίλες ειδήσεις στη μελέτη Κ.Π. Κύρρη « Ἀναλυτικός Κατάλογος τῶν Κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου», Ἐπετηρίς του Κ.Ε.Ε., VII, 1973-1975.                    

 

Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ