Αλ Μίνα

Image

Πόλισμα στις εκβολές του Ορόντη στη Β. Συρία, τώρα στην επαρχία Hatay - Αλεξανδρέττας στο τουρκικό έδαφος. Είναι το πρώτο χρονολογικά και σπουδαιότερο μεταμυκηναϊκά ελληνικό εμπορικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο, της Γεωμετρικής Εποχής ή Εποχής του Σιδήρου. Ήταν ταυτόχρονα λιμάνι και διαμετακομιστικός σταθμός -αποθήκη και κέντρο παραγωγής εμπορευμάτων που χρησιμοποιούσαν πλήθος Ελλήνων και Κυπρίων εμπόρων στις υπερπόντιες εμποροναυτικές επιχειρήσεις τους.

 

Ιδρύθηκε πιθανώς στα τέλη του 9ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 8ου από Έλληνες, που, κατά τις ενδείξεις των αρχαιολογικών ευρημάτων, κυρίως σκύφων, προέρχονταν από την Ερέτρια της Εύβοιας, αλλά και από την Κύπρο, που τότε διαδραμάτιζε ρόλο μεσάζοντος μεταξύ Γεωμετρικής Ελλάδας και Ανατολής. Μια ομάδα δίωτων σκύφων του τέλους του 8ου αι. π.Χ. που κατασκευάστηκαν στην Αλ Μίνα από Έλληνες αγγειοπλάστες, έχουν εξωτερικά διακοσμητικά χαρακτηριστικά ελληνικά: μετόπη, πολλαπλές ελεύθερες γραμμές με βούρτσα, ωραία αγγειοπλαστική τέχνη, αλλά το εσωτερικό τους έχει κυπριακή διακόσμηση: κύκλους ομόκεντρους και διχρωμία, όπως ακριβώς αρκετοί που βρέθηκαν στην Κύπρο, αν και η σύσταση του πηλού τους δεν αποδείχνει αναμφισβήτητη κατασκευή στην ίδια την Κύπρο παρά το κυπριακό τους στιλ, κι όπως μερικοί που βρέθηκαν στην Ταρσό και στη Βύβλο. Κατά την πιθανότερη εκδοχή (του John Boardman, The Greeks Overseas, Their Early Colonies and Trade, London, Thames and Hudson, 1980², σσ. 41-42, 269) είναι προϊόντα Γεωμετρικών Ελλήνων αγγειοπλαστών που ζούσαν στην Κύπρο μάλλον παρά στη Συρία, και που τα προϊόντα τους αναλάμβαναν να πωλήσουν γείτονες Έλληνες (και Κύπριοι) μετανάστες, όπως αυτοί της Αλ Μίνα. Το στρώμα VIII στην Αλ Μίνα περιείχε σχεδόν αποκλειστικά κυπριακή κεραμική αλλά και ελληνικά όστρακα από μια περιοχή του. Το στρώμα VIII τελειώνει πριν από το 709, έτος υποταγής της Κύπρου στην Ασσυρία, που θέτει τέρμα στην κυπριακή θαλασσοκρατορία (742 ή 732 - 709 π.Χ.), που ξεκίνησε μετά την υποταγή της Φοινίκης στον Ασσύριο βασιλιά Τιγλατπιλεσέρ Γ', ευκαιρία για επικράτηση αντιφοινικικού κόμματος στην Κύπρο και ενίσχυση του κυπριακού εμπορικού στόλου και της κυπριακής εμπορικής δραστηριότητας στην Αλ Μίνα. Κυπριακή θαλασσοκρατορία και ακμαία κυπριακή και ελληνική εμπορική δραστηριότητα στην Αλ Μίνα είναι δυο συναρτημένα και αλληλοεξαρτώμενα ιστορικά φαινόμενα, χωρίς να μπορούμε να πούμε το ένα αίτιο του άλλου. Το τέλος της κυπριακής θαλασσοκρατορίας (709) συμπίπτει προς την ανακατάληψη του Κιτίου από τους Φοίνικες στα 707 π.Χ. μετά από «επανάσταση» κατά των Ελλήνων Κιτιέων και την υποταγή της Κύπρου ολόκληρης στον Ασσύριο βασιλιά Σαργών Β', που προφανώς ευνόησε τους Φοίνικες και έδωσε σ' αυτούς ευκαιρία να κυριαρχήσουν στη θάλασσα. Τότε ακριβώς φαίνεται ότι λήγει η περίοδος ακμής της κυπριακής παρουσίας στην Αλ Μίνα, ασφαλώς όχι τυχαία, αλλά ένεκα της φοινικικής ναυτικής επικράτησης και της ασσυριακής κατοχής.

 

Η μετάβαση από το στρώμα VIII στο στρώμα VII της Αλ Μίνα χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες επισκευές, που πιθανώς σχετίζονται προς την ασσυριακή δράση εναντίον επαναστατών στη Συρία στα 720 π.Χ., που φαίνεται, κατά τον Boardman (σ. 44), ότι διατάραξαν τις σχέσεις τους προς την Κύπρο —ίσως από εδώ αρχίζουν οι εχθρικές σχέσεις που οδήγησαν στα γεγονότα του 709 και 707 π.Χ. Στον ίδιο κύκλο σχέσεων πρέπει να υπάγεται η καταστολή, στα 712, της εξέγερσης του Ya -ma -ni που ισοδυναμεί προς τον Ya -ad (a) -na ή Jatna [=Ίωνος ή Δαναού] Έλληνα Κυπρίου βασιλιά στην Ashdod από τον Σαργών Β', που δυσαρεστήθηκε για την μη τοποθέτηση προστατευομένου του στη θέση αυτή και την τοποθέτηση, αντί αυτού, του Κυπρίου από τους «επαναστάτες» ή τους «Χιττίτες» [=;]. Η αντιζηλία αυτή Ελλήνων -Ελλήνων Κυπρίων και Φοινίκων στην περίοδο αυτή στην περιοχή σήμαινε αντιστροφή των προηγούμενων φιλικών σχέσεων και της εμπορικής συνεργασίας τους. Και οι Φοίνικες στα 696 π.Χ. εκμεταλλεύτηκαν την καταστολή της κοινής εξέγερσης των Ελλήνων της Ταρσού και της Αγχιάλης (=Injira?) στην Κιλικία και του Ασσυρίου διοικητή της Κιλικίας από τον Ασσύριο βασιλιά Σενναχειρίμπ (που αύξησε την ασσυριακή αντιπάθεια των Ελλήνων και των Ελλήνων Κυπρίων), για να εγκαθιδρύσουν και ενισχύσουν την θαλασσοκρατορία τους. Αναπόφευκτα αυτό μείωσε την ελληνοκυπριακή παρουσία στην Αλ Μίνα, όπου η ασσυριακή επιρροή αρχικά και κυριαρχία έπειτα (720 π.Χ. κ.ε.) καθ' εαυτήν δεν φαίνεται να έβλαψε το ελληνικό και το ελληνοκυπριακό εμπόριο (σκύφων, άλλων αγγείων κλπ.) στην Αλ Μίνα αρχικά, ως τα γεγονότα του 720, του 709, του 707 και του 696 στα οποία ενεπλάκησαν οι Φοίνικες. Πιθανώς, μάλιστα, να τους ωφέλησε. Στην Αλ Μίνα οι Κύπριοι άνοιξαν τον δρόμο στο εμπόριο στους Ελλαδίτες αδελφούς των Ευβοείς (Ερετριείς), Αθηναίους κ.ά., κυρίως στην περίοδο από τις αρχές του 8ου αι. ως τα τέλη του (709), και τους οδήγησαν στην αναζήτηση και συνεκμετάλλευση των αγορών της Εγγύς Ανατολής, με κοινές εμπορικές επιχειρήσεις.

 

Δεν φαίνεται ότι οι Έλληνες ή/ και οι Κύπριοι δίδαξαν στους Ανατολίτες κάτι το άγνωστο σ' αυτούς στις τέχνες, εκτός από την κεραμική που πουλιόταν, όπως φαίνεται, σε μεγάλους αριθμούς σαν «είδος βιομηχανικό».

 

Μετά το 696, στην β' φάση της ιστορίας της Αλ Μίνα η κυπριακή παρουσία στο στρώμα VI ελαττώνεται πολύ, για να εξαφανιστεί στο V, όπου επικρατούν ελλαδικοί τύποι αγγείων (κορινθιακά, ευβοϊκά, αθηναϊκά, χιακά κλπ.). Η απευθείας επικοινωνία Ελλάδας-Ανατολής φαίνεται να υποσκελίζει την έμμεση μέσω Κύπρου, λόγω πιθανότατα της παρεμβαλλόμενης τώρα φοινικικής θαλασσοκρατορίας (707-664 π.Χ.) και γι’ άλλους λόγους γεωπολιτικούς που δεν θ' αναπτυχθούν εδώ.

 

Μια από τις σημαντικές συμβολές της πολυδιάστατης και πολύπλευρης πολιτιστικής διεργασίας που συντελέστηκε στην Αλ Μίνα κατά την περίοδο ως το 709 π.Χ. φαίνεται ότι ήταν και η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου από τους εκεί Έλληνες και Ελληνοκυπρίους, που μερικοί ή πολλοί από αυτούς απέβησαν με τον καιρό δίγλωσσοι. Αυτό έγινε (α) προφανώς και με το εμπόριο, (β) μέσω μεικτών γάμων όπως είχε συμβεί στο Κίτιον και στη Ρόδο κ.α. και (γ) μέσω θρησκευτικών ή/ και επικών ποιημάτων που χρειαζόταν να καταγραφούν μερικώς ή συνολικώς ή να αφιερωθούν σε κάποιο αγώνα αθλητικό ή θρησκευτική τελετή από δίγλωσσους που μιμούνταν την γραφή της μιας από τις δυο μητρικές τους γλώσσες, της φοινικικής, για να γράψουν στην άλλη, την ελληνική, βασικά κείμενα ποιητικά στην αρχή, σε αγγεία ή στήλες ή όστρακα κλπ. Η ίδια διαδικασία μπορεί, νομίζουμε, να άρχισε συγχρόνως και παράλληλα στο Κίτιον από παρόμοιους δίγλωσσους και να αναπτύχθηκε με την επίδραση των εμπειριών της Αλ Μίνα ˙ γιατί και το Κίτιον και η Αλ Μίνα θεωρούνται σήμερα ισόψηφοι ανταγωνιστές στη διεκδίκηση του πρωτείου της υιοθέτησης της φοινικικής γραφής από τους Έλληνες, στα πλαίσια αφομοίωσης από αυτούς των πιο σημαντικών εφευρέσεων, ανακαλύψεων και επινοήσεων της αρχαίας Ανατολής. Αντί «ανταγωνισμού» και «πρωτείου» εισηγούμαστε αλληλεπίδραση των όμοιων διαδικασιών των δυο πόλεων στη χρήση της φοινικικής γραφής από δίγλωσσους Έλληνες ή και Ελληνοφοίνικες, πάντως, νομίζουμε, προ του τέλους του 8ου αι., οπότε οι φιλικές σχέσεις Ελλήνων και Φοινίκων εκτραχύνθηκαν και κατέληξαν εχθρικές. Ό,τι όμως επετεύχθη στα μέσα ή και στις αρχές του 8ου αι. είχε πια στα τέλη του ενταχθεί στις σταθερές αξίες του ελληνικού πολιτισμού και δεν μπορούσε να εξοστρακισθεί λόγω της ελληνοφοινικικής αντιζηλίας, που στο μεταξύ οξύνθηκε και πήρε διαστάσεις.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια