Κερύνεια πόλη

Εισαγωγή

Image

Η Κερύνεια είναι μια από τις έξι πόλεις της Κύπρου και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, μιας από τις έξι επίσης επαρχίες του νησιού. Η πόλη έχει μακρά ιστορία και η πρώτη γραπτή (επιγραφική) αναφορά γι’ αυτήν ανάγεται στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα κι απαντάται σε αιγυπτιακή επιγραφή της Medinet Habu.Κτισμένη στη βόρεια ακτή της Κύπρου, απέναντι από τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, κι έχοντας πίσω της την εντυπωσιακή οροσειρά του Πενταδάκτυλου, η Κερύνεια συνδέεται στην αρχαία παράδοση με τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς, όπως εξάλλου φανερώνει και η ονομασία της. Η πόλη φέρει την ονομασία της Κερύνειας, αρχαίας μικρής πόλης της Αχαΐας στην Πελοπόννησο, που υπήρξε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας (Παυσανίας, Ἀχαϊκά, Στ', 1). Στην Πελοπόννησο η ονομασία απαντάται κατά την Αρχαιότητα και αλλού, εκτός από την πόλη της Κερύνειας. Έτσι, ένα βουνό στην Αρκαδία ονομαζόταν επίσης Κερύνεια (Παυσανίας, Ἀχαϊκά, ΚΕ', 5). Από το βουνό, πάλι κατά τον Παυσανία (ό.π.π.), πήγαζε ο Κερυνίτης ποταμός. Γνωστότατη στην αρχαία ελληνική μυθολογία, είναι και η κερυνίτις έλαφος (= το ελάφι της Κερύνειας), αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη από τη νύμφη Ταϋγέτη- η σύλληψη της ελάφου απετέλεσε έναν από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλέους. Επίσης στην αρχαία ελληνική μυθολογία απαντούμε ήρωα με την ονομασία Κερύνης, ένα από τους γιους του Τημένου, απογόνου του Ηρακλέους. Το αρχαίο τοπωνύμιο επιζεί μέχρι σήμερα στην Πελοπόννησο, όπου ένα χωριό της επαρχίας Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας ονομάζεται Κερύνεια.

 

Παρά ταύτα, υπάρχουν και άλλες απόψεις ως προς την ονομασία της πόλης. Σύμφωνα προς μια από τις απόψεις αυτές, η ονομασία της πόλης σχετίζεται προς τη νύμφη Κυρήνη, κόρη του Υψέα, βασιλιά των Λαπιθών και γιου του Πηνειού, η οποία έδωσε το όνομά της και στην αρχαία πόλη Κυρήνη της Λιβύης. Έτσι, αρκετοί γράφουν την κυπριακή πόλη ως Κυρήνεια.

 

Μια άλλη αρχαία άποψη συνδέει την ονομασία της πόλης προς τον μυθικό βασιλιά της Κύπρου Κινύρα* και θεωρεί ότι αρχικά η πόλη ονομαζόταν Κινυρία ή και Κινύρεια. Την άποψη διασώζουν ο Νόννος κι ο Διονύσιος Περιηγητής, όπως κι ο Πλίνιος που αναφέρει την πόλη ως Cinyria, ενώ ο Διόδωρος Σικελιώτης την γράφει ως Κερυνία.

 

Στις αρχαίες πηγές η πόλη αναφέρεται και ως Κεραυνία και Κερωνία (Κλαύδιος Πτολεμαίος), Κηρυνία (Βίος αγίου Σπυρίδωνος), ΚιρβοίαΚερύνεια και Κυρηνία (Συνέκδημος 1 Ιεροκλέους) κλπ. Στις μεσαιωνικές πηγές αναφέρεται ως Κερινία και Κιρηνία (Λεόντιος Μαχαιράς, Γεώργιος Βουστρώνιος). Στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα η πόλη λέγεται Τζ'ερύνεια.

 

Η Κερύνεια ήταν κατοικημένη από τα αρχαιότατα χρόνια. Το κάστρο της, που είναι σήμερα το επιβλητικότερο κτίσμα της πόλης και δεσπόζει του μικρού λιμανιού της, κτίστηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς κι ενισχύθηκε αργότερα από τους Λουζινιανούς και τους Βενετούς. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η πόλη γνώρισε σχετική ευημερία αλλά και πολεμικές περιπέτειες. Αντιστάθηκε με επιτυχία σε σκληρή πολιορκία των Γενουατών που είχαν εισβάλει στην Κύπρο το 1373 - 74 και παρεδόθη μόνο ύστερα από σχετική συμφωνία. Κατελήφθη όμως εύκολα από τους Τούρκους δυο αιώνες αργότερα, το 1570. Από τότε παραμένει η πιο μικρή σε έκταση και πληθυσμό από τις πόλεις της Κύπρου, αλλά η ωραιότερη και γραφικότερη. Εκτός από πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, είναι και έδρα της ομώνυμης μητροπόλεως.

 

Η πόλη γνώρισε άνθηση μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960 κ.ε.), η ανοδική όμως πορεία της διεκόπη βίαια τον Ιούλιο του 1974, οπότε κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής.

 

Γενικά γεωγραφικά στοιχεία

Η Κερύνεια είναι η μικρότερη σε έκταση και πληθυσμό από τις έξι πόλεις της Κύπρου και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας που και πάλι είναι η μικρότερη από τις έξι επαρχίες του νησιού.

 

Πριν από την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974, κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο στον πληθυσμό της Κερύνειας. Μετά την εισβολή και τουρκική κατοχή της πόλης, τόσο οι Έλληνες κάτοικοί της όσο και Αρμένιοι, Μαρωνίτες και άλλοι, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, ενώ παραμένουν σ’ αυτήν οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της καθώς και άλλοι Τουρκοκύπριοι που μεταφέρθηκαν εκεί από τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, όπως και Τούρκοι έποικοι.

 

Η Κερύνεια είναι η βορειότερη παράκτια πόλη της Κύπρου. Καταλαμβάνει έκταση 1.080 εκταρίων, δηλαδή το 1,7% της ολικής διοικητικής έκτασης της επαρχίας. Είναι κτισμένη στην ομώνυμη παράκτια πεδιάδα, η οποία περικλείεται στα βόρεια από τη θάλασσα και στα νότια από την επιβλητική οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Το τοπίο είναι καμπίσιο με μια μικρή κλίση προς τη θάλασσα. Το μέσο υψόμετρο της πόλης είναι 20 μέτρα• ωστόσο στο νοτιότερό της σημείο φθάνει τα 70 μέτρα. Από την πόλη της Λευκωσίας απέχει περί τα 26 χμ.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση της Κερύνειας κυριαρχούν οι αποθέσεις θαλάσσιων αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και κροκαλοπαγή), ο φλύσχης της Κυθρέας, οι πελαγικοί ασβεστόλιθοι του σχηματισμού Λαπήθου και οι ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι του σχηματισμού Αγίου Ιλαρίωνος. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ποικίλα εδάφη. Στην παραλιακή περιοχή απαντώνται εδάφη τέρρα ρόζα πάνω σε καφκάλλα. Νοτιότερα, πάνω στο φλύσχη της Κυθρέας, σχηματίστηκαν ξερορεντζίνες, ενώ ακόμη νοτιότερα, πάνω στους ασβεστόλιθους, αναπτύχθηκαν και πάλι εδάφη τέρρα ρόζα.

 

Το κλίμα της Κερύνειας είναι περίπου το ίδιο μ' εκείνο των άλλων παράλιων πόλεων της Κύπρου. Η ηλιοφάνεια επικρατεί καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η βροχόπτωση περιορίζεται στους χειμερινούς μήνες και η θερμοκρασία είναι ήπια. Η μέση ετήσια βροχόπτωση για την περίοδο 1941 -1970 ήταν 543 χιλιοστόμετρα. Το 25% περίπου της βροχής που δέχεται, πέφτει το μήνα Δεκέμβριο. Η πόλη, με την παραλιακή της θέση, έχει μέση ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία 8,8°Κ τον Φεβρουάριο και μέση μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία 33,4°Κ τον Αύγουστο. Οι άνεμοι που επικρατούν είναι οι βορειοανατολικοί και οι βορειοδυτικοί. Η μέση σχετική υγρασία στις 2 το απόγευμα κυμαίνεται μεταξύ 55% το καλοκαίρι και 70% την άνοιξη και το φθινόπωρο. Στις πλαγιές της οροσειράς η υγρασία είναι χαμηλότερη κι έτσι δημιουργούνται εκεί καλύτερες συνθήκες ζωής απ' ό,τι στην παραλιακή περιοχή. Η μέση επιφανειακή θερμοκρασία του θαλάσσιου νερού στην περιοχή της Κερύνειας κυμαινόταν το 1973 μεταξύ 16,75°Κ τον Φεβρουάριο και 28,45°Κ τον Αύγουστο. Οι θερμοκρασίες αυτές επιτρέπουν τα θαλάσσια μπάνια καθ' όλο το χρόνο.

 

Η πόλη λειτουργούσε μέχρι τον Ιούλιο του 1974 ως κέντρο υπηρεσιών για την περιοχή και την επαρχία της, ως έδρα μητροπολιτικής περιφέρειας και ως τουριστικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Αν και είναι το μικρότερο αστικό κέντρο του νησιού, η Κερύνεια ήταν σημαντικό τουριστικό κέντρο, τόσο για Κυπρίους όσο και για ξένους επισκέπτες.

 

Η πόλη αποτελείται από την περιοχή που περικλείεται εντός των δημοτικών ορίων, επεκτείνεται δε με ορισμένους νέους διαχωρισμούς προς νότον.

 

Ανάπτυξη της πόλης: Η Κερύνεια είναι ένας από τους λίγους παράλιους οικισμούς της Κύπρου. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι οικισμοί του νησιού βρίσκονται λίγο ή αρκετά μακριά από την ακτή, οφείλεται σε μετακίνηση πολλών απ' αυτούς προς τα ενδότερα κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, εξαιτίας συχνών επιδρομών από τη θάλασσα. Κύρια χαρακτηριστικά της πόλης είναι το λιμάνι και το επιβλητικό κάστρο της κοντά στην ακτή. Η δραστηριότητα της πόλης ως εμπορικού λιμανιού - αλλά και στρατιωτικού κατά τα μεσαιωνικά χρόνια - ήταν σχετικά ανεπτυγμένη σε παλαιότερες εποχές αλλά χάθηκε σταδιακά. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπήρχε κάποια εμπορική δραστηριότητα στο λιμάνι της πόλης που είναι μικρό και δεχόταν κυρίως καΐκια. Αργότερα, και μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1974, το λιμάνι εξυπηρετούσε κυρίως ψαράδικα μικρά σκάφη, καθώς και σκάφη αναψυχής. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, το στόμιο του λιμανιού βρισκόταν προς τα βόρεια. Αργότερα το στόμιο αυτό κλείστηκε και ανοίχθηκε άλλο προς τ' ανατολικά, παράλληλο προς τη βορινή πλευρά του κάστρου, ώστε ν' αποφεύγονται οι βόρειοι άνεμοι που το έπλητταν και κάποτε προκαλούσαν ζημιές σε αγκυροβολημένα σκάφη.

 

Η επίδραση της πόλης πάνω στη γύρω απ' αυτήν περιοχή, υπήρξε πολύ περιορισμένη. Παρά το ότι η Κερύνεια βρίσκεται σε αρκετά μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα Λευκωσία, ωστόσο κατά την περίοδο μεταξύ 1963 και 1974 ήταν κάπως απομονωμένη εξαιτίας της ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων που απέκοψαν κι έλεγχαν τον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Κερύνειας μέσω Κιόνελι - Αγίρτας. Έτσι εχρησιμοποιείτο ο αρκετά μακρύτερος δρόμος μέσω Μύρτου - Πανάγρων και, αργότερα, και ο δρόμος μέσω Κλεπίνης. Η ανώμαλη αυτή κατάσταση ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η ανάπτυξη της Κερύνειας δεν υπήρξε τόσο ραγδαία κατά την περίοδο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960 κ.ε.). Κατά το ίδιο διάστημα ο πληθυσμός της πόλης παρέμεινε περίπου στατικός, ενώ οι διάφορες δραστηριότητές της ήταν περιορισμένες.

 

Ο πυρήνας της πόλης εξαπλώνεται γύρω από το σημείο συναντήσεως των δυο κύριων δρόμων της: του παραλιακού δρόμου που συνδέει όλα τα χωριά της περιοχής με την Κερύνεια, και του κύριου δρόμου που συνδέει την πόλη με την πρωτεύουσα Λευκωσία μέσω Αγίρτας. Το κάστρο, το λιμάνι και τα ξενοδοχεία κατά μήκος της παραλίας, σχηματίζουν ένα άξονα κατά μήκος του οποίου συγκεντρώθηκαν οι εμπορικές χρήσεις και οι πεζόδρομοι.

 

Η παλαιά πόλη, η κεντρική εμπορική της οδός, το εκπαιδευτικό κέντρο, η μητρόπολη και άλλες υπηρεσίες, δημιουργούν ένα άξονα από βορρά προς νότον. Οι λίγες βιομηχανικές μονάδες που υπήρχαν στην πόλη ήταν διασκορπισμένες.

 

Πληθυσμός: Ο πληθυσμός της Κερύνειας σημείωσε μικρή σχετικά αύξηση από το 1881 (οπότε άρχισαν να γίνονται επίσημες απογραφές) μέχρι το 1973. Το 1881 οι κάτοικοι της πόλης ήταν μόνο 1.159. Αυξήθηκαν στους 1.322 το 1891, στους 1.336 το 1901, στους 1.726 το 1911, στους 1.910 το 1921 και στους 2.049 το 1931. Το 1946 οι κάτοικοι είχαν και πάλι αυξηθεί κι ανέρχονταν στους 2.916 (Έλληνες 2.204, Τούρκοι 572 και 140 άλλων εθνικοτήτων). Το 1960 οι κάτοικοι ήταν 3.498 (Έλληνες 2.373, Τούρκοι 696 και 429 άλλων εθνικοτήτων). Τέλος, το 1973 οι κάτοικοι της πόλης ήταν 3.892 (Έλληνες 2.635, Τούρκοι 1.000 και 257 άλλων εθνικοτήτων).

 

Η σύνθεση του πληθυσμού κατά γένος το 1960 ήταν: 1.760 άρρενες και 1.738 θήλεις.

Η παλαιά πόλη, που περιλαμβάνει το λιμάνι και το κέντρο, καθώς και μια περιοχή νοτιότερα, είχαν υψηλές πυκνότητες πληθυσμού που έφθαναν τα 45 άτομα ανά στρέμμα. Αντίθετα οι υπόλοιπες περιοχές της πόλης είχαν χαμηλές πυκνότητες πληθυσμού και αναπτύσσονταν με μορφή ανάλογη προς την ανάπτυξη των προαστίων. Τα κενά οικόπεδα μεταξύ των οικοδομών ήταν πολλά κι έτσι η πόλη απλώνεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση, σε σχέση προς τον μικρό αριθμό του πληθυσμού της.

 

Οι γειτονιές: Μπορεί να λεχθεί ότι η πόλη έχει δυο μορφές: Εκείνη των νέων περιοχών της, όπου η επέκταση έγινε τυχαία, χωρίς σχέδιο και προκαθορισμένα πρότυπα, έτσι που δεν υπάρχουν αρχές για γειτονιές• κι εκείνη του πυρήνα της πόλης και ιδιαίτερα η περιοχή γύρω από το λιμάνι που αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα ανθρώπινης κλίμακας και υψηλής ποιότητας περιβάλλον. Το κέντρο της πόλης εκατοικείτο τόσο από Έλληνες όσο και από Τούρκους.

 

Απασχόληση: Οι ευκαιρίες απασχόλησης στην πόλη ήταν περιορισμένες. Οι μετακινούμενοι από τα γύρω χωριά προς την πόλη ήταν πολύ λίγοι. Μικρός αριθμός οικοδόμων μετεκινείτο από τη Λευκωσία. Σύμφωνα προς την απογραφή βιομηχανίας του 1972, ο ενεργός πληθυσμός της Κερύνειας ανερχόταν στα 1.711 άτομα. Το ποσοστό γυναικών στον ενεργό πληθυσμό ήταν μικρό. Το 1972 οι διάφορες υπηρεσίες εργοδοτούσαν 824 άτομα που αποτελούσαν το 48,16% του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Οι βιομηχανίες εργοδοτούσαν το 9,6%, ενώ οι κατασκευές το 18,6%. Ποσοστό 15,9% απασχολούσε το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ στις μεταφορές, στο υγραέριο και στο νερό απασχολείτο το 7,65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Ο πιο κάτω πίνακας δείχνει τα άτομα που απασχολούνταν κατά το 1972 στους διάφορους κλάδους της οικονομίας της πόλης.

 

Βιομηχανίες

Κατασκευές

Ηλεκτρισμός, Νερό, Υγραέριο

Εμπόριο

Μεταφορές

Υπηρεσίες

ΣΥΝΟΛΟ

165

319

55

272

76

824

1.711

                                               

Μεταφορές: Η οδική σύνδεση της Κερύνειας με την πρωτεύουσα Λευκωσία θα μπορούσε να ήταν πολύ καλή. Αλλά από το τέλος του 1963 η κύρια οδική αρτηρία που ένωνε τις δυο πόλεις μέσω Αγίρτας αποκόπηκε από τους Τουρκοκυπρίους και η σύνδεσή τους υπέφερε σημαντικά μέχρι και το καλοκαίρι του 1974, οπότε η πόλη της Κερύνειας κατελήφθη από τους Τούρκους εισβολείς. Από το δρόμο αυτό γίνονταν καθημερινές μεταβάσεις σε καθορισμένες ώρες από τη Λευκωσία στην Κερύνεια και αντίθετα, σε αυτοκινητοπομπές με τη συνοδεία στρατιωτών της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, όμως το σοβαρό πρόβλημα υπήρχε. Οι άλλοι δυο δρόμοι Λευκωσίας -Κερύνειας (μέσω Μύρτου - Πανάγρων και μέσω Κλεπίνης) ήταν κατά πολύ μακρύτεροι του δρόμου μέσω Αγίρτας.

 

Στην ίδια την πόλη της Κερύνειας η κυκλοφορία δεν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα. Ο κύριος κυκλοφοριακός όγκος προκαλείτο από άτομα που μετακινούνταν είτε για εργασία, είτε για ψώνια, αλλά και για λόγους αναψυχής και τουρισμού ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι περισσότεροι δε απ' αυτούς συνέκλιναν προς την περιοχή του λιμανιού της πόλης. Οι υφιστάμενοι δρόμοι, αν και συχνά ακανόνιστοι τόσο στο σχέδιο όσο και στη χάραξη, αντιμετώπιζαν την κυκλοφορία ικανοποιητικά. Ωστόσο υφίστατο το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα της στάθμευσης, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

 

Βιομηχανία: Ο περιορισμένος αριθμός των βιομηχανιών (66) που λειτουργούσαν στην πόλη της Κερύνειας το 1972, βρισκόταν διασκορπισμένος μέσα στα δημοτικά όρια της πόλης. Οι βιομηχανίες ειδών ένδυσης, διατροφής, μεταλλικών προϊόντων, επίπλων και μεταφορικών μέσων (επισκευές, εξαρτήματα) ήταν οι κυριότερες.

 

Μέχρι το 1974 η ανάμειξη της βιομηχανίας με άλλες χρήσεις γης δεν ήταν ενοχλητική. Θα μπορούσε να γίνει ενοχλητική εάν δημιουργούνταν βιομηχανίες ασυμβίβαστες με την οικιστική ανάπτυξη ή τον χαρακτήρα μερικών περιοχών της πόλης.

 

Με βάση τα στοιχεία της απογραφής βιομηχανιών του 1972, ο βιομηχανικός τομέας εργοδοτούσε το 9,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της πόλης.

 

Κατοικία: Στην πυκνοκατοικημένη περιοχή της παλαιάς πόλης επικρατεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική και οικοδομική τεχνική: στέγες με κεραμίδι που δίνουν καλή απομόνωση και προστασία από τον καλοκαιρινό ήλιο, μικρά ανοίγματα που κρατούν το δυνατό φως έξω και τους εσωτερικούς χώρους δροσερούς, κλπ. Η ανέγερση οικοδομών με το σύστημα της συνεχούς δόμησης, παρείχε επίσης δροσερότερο περιβάλλον. Ο αερισμός εξασφαλίζεται με τη δημιουργία εσωτερικής αυλής ή μικρής αυλής στο πίσω μέρος.

 

Στις νέες περιοχές της πόλης κυριάρχησε η μοντέρνα αρχιτεκτονική με την κάθε κατοικία να έχει το δικό της οικόπεδο και το δικό της κήπο. Η διακίνηση οχημάτων ήταν εύκολη.

 

Περισσότερα από τα μισά σπίτια της πόλης είχαν κτιστεί πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Περίπου το 50% των σπιτιών ήταν ενοικιασμένα.

 

Αναψυχή: Η Κερύνεια περιτριγυρίζεται από εξαίρετο φυσικό περιβάλλον που συνδυάζει τη θάλασσα με το βουνό. Η πλούσια φυσική βλάστηση και τα δάση σε κοντινές αποστάσεις, αλλά και η θάλασσα βέβαια, πρόσφεραν μια ποικιλία δραστηριοτήτων αναψυχής, πράγμα που παρείχε στην πόλη τεράστιες προοπτικές για τουριστική, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη που όμως εξανεμίστηκαν εξαιτίας της τουρκικής εισβολής του 1974. Η ίδια η πόλη, ωστόσο, ήταν φτωχή σε ανοικτούς χώρους (πάρκα, γυμναστήρια κλπ.), διέθετε όμως ποικιλία ειδών ψυχαγωγίας κυρίως κατά μήκος της ακτής όπου βρίσκονταν τα περισσότερα ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφενεία κ.α. καταστήματα. Το κάστρο της πόλης αξιοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό για θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις. Εγκαταστάσεις για θαλάσσιες δραστηριότητες προσφέρονταν από ξενοδοχεία κυρίως. Η αμμώδης παραλία κοντά στο κάστρο δεν διέθετε ικανοποιητικές εγκαταστάσεις.

 

Το λιμάνι: Από στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι το μικρό λιμάνι της Κερύνειας ήταν το περισσότερο δημοφιλές απ' όλα τα λιμάνια της Κύπρου κι εκείνο που επροτιμάτο περισσότερο από τους κατόχους σκαφών αναψυχής. Αφ' ενός γιατί ήταν ασφαλές για τα μικρά σκάφη αναψυχής, κι αφ' ετέρου γιατί ήταν όμορφο κι ελκυστικό. Το 1969 το λιμάνι ήταν υπερπλήρες. Η Κερύνεια είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει και να ενισχύσει τη θέση της σαν το κύριο λιμάνι για σκάφη αναψυχής της Κύπρου. Σημαντικό όμως μειονέκτημα του λιμανιού της ήταν η έλλειψη διευκολύνσεων, κυρίως για συντήρηση των σκαφών.

 

Το λιμάνι της Κερύνειας, εκτός από τον καλό σχεδιασμό του, είχε και άλλα πλεονεκτήματα όπως η πολύ καλή γεωγραφική του θέση στη βόρεια ακτή της Κύπρου και η πολύ μικρή απόστασή του από την πρωτεύουσα Λευκωσία (έστω κι αν ο δρόμος μέσω Αγίρτας ήταν προβληματικός από το 1963 κ.ε., το πλεονέκτημα παρέμενε για εκμετάλλευσή του).

 

Εμπόριο: Οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν περιορισμένες. Οι περισσότερες απ' αυτές βρίσκονταν συγκεντρωμένες κατά μήκος του κύριου δρόμου, με κατεύθυνση Α.-Δ. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν μικρά. Λίγα μεγαλύτερα καταστήματα είχαν ιδρυθεί λίγο πριν από την τουρκική εισβολή και την πτώση της πόλης.

 

Η πολύ συχνή καθημερινή σύνδεση όμως της Κερύνειας με την πρωτεύουσα Λευκωσία, εξάλειφε το πρόβλημα.

 

Δήμαρχοι της Κερύνειας, από το 1884 και εξής διετέλεσαν:

  1. Ιωάννης Δημητριάδης (1884)
  2. Χατζημουσταφάς Χουλούσ’ης (1885)
  3. Γεώργιος Σιακαλλής (1886)
  4. Γρηγόριος Δημητριάδης (1887)
  5. Δημήτριος Δημητριάδης (1888 - 1891)
  6. Μιλτιάδης Σιακαλλής (1891 - 1892)
  7. Δημήτριος Δημητριάδης (1892)
  8. Χασάν Φακκή (1893 - 1908)
  9. Χριστόδουλος Φιερός (1908 - 1917)
  10. Χαρίλαος Δημητριάδης (1917 - 1935)
  11. Κώστας Φιερός (1935 - 1943)
  12. Χαρίλαος Δημητριάδης (1943 - 1964)
  13. Στέλιος Κατσελλής (1964 - 1978)
  14. Γεώργιος Τσίμον (1978 κ.ε.)

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image