Κερύνεια πόλη

Φραγκοκρατία- το κάστρο

Image

Η ιστορία της Κερύνειας κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192 - 1489) είναι στενότατα συνδεδεμένη με το κάστρο της, το οποίο έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μέχρι και την έναρξη της περιόδου της Τουρκοκρατίας.

 

Ο Βενέδικτος του Πήτερμπορω (Benedict of Peterborough) στη βιογραφία του βασιλιά Ριχάρδου Α' της Αγγλίας (Gesta Ricardi Ι) γράφει ότι η κόρη του Ισαακίου Κομνηνού, του αυτόκλητου «αυτοκράτορα» της Κύπρου, βρισκόταν - όταν ο Ριχάρδος εισέβαλε στο νησί - σε ένα πολύ ισχυρό κάστρο που ονομαζόταν Cherin (=Κερύνεια). Κατά του κάστρου αυτού ο Ριχάρδος έστειλε τον Γκυ Λουζινιανό που το κατέλαβε. Έτσι ο βασιλιάς της Αγγλίας δεν αιχμαλώτισε μόνο την κόρη του Ισαακίου (και τη μητέρα της) αλλά έγινε κύριος και των θησαυρών του.

 

Δεν γνωρίζουμε σήμερα πώς ακριβώς ήταν οι οχυρώσεις της πόλης τότε, που πιθανότατα την προστάτευαν περισσότερο από επιθέσεις πειρατών και άλλων εισβολέων από τη θάλασσα. Φαίνεται όμως ότι εκτός από το κάστρο υφίσταντο και άλλα οχυρωματικά έργα στην πόλη, από τα οποία όμως δεν απομένουν σχεδόν καθόλου κατάλοιπα. Τόσο το κάστρο όσο και το λιμάνι και η ίδια η πόλη υπέστησαν πολλές οχυρωματικές μετατροπές κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ειδικότερα το λιμάνι προστατευόταν, μεταξύ άλλων, και με χοντρή αλυσίδα που έκλεινε την είσοδό του. Η πόλη, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, περιβαλλόταν από τείχη από τα οποία μόνο δυο πύργοι απομένουν. Ο μεγαλύτερος από τους δυο βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά (ο λεγόμενος Κούλας ή Καμούζα στην οδό Ελλάδος) κι ο δεύτερος και πιο μικρός βορειοανατολικότερα. Κατά τον Γκάννις ο δεύτερος αυτός πύργος αποτελούσε μέρος των οχυρώσεων που προστάτευαν την κύρια πύλη της Κερύνειας.

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Κερύνεια ήταν πρωτεύουσα μιας από τις 12 επαρχίες του νησιού. Κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό η επαρχία περιελάμβανε τότε 67 συνολικά χωριά. Ο Τζέφρυ θεωρεί πως η πόλη πιθανό να κατελάμβανε τότε μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή.

 

Η πρώτη πολιορκεία της πόλης: Η πρώτη πολιορκία της Κερύνειας και του κάστρου της κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας έγινε από τους Λομβαρδούς ή Λογγοβάρδους μισθοφόρους του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' ο οποίος, το 1228, έφθασε στην Κύπρο κι απαίτησε να έχει πρωταγωνιστική ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις του βασιλείου, με το πρόσχημα ότι είχε το δικαίωμα να ενεργεί έτσι ως κηδεμόνας του ανήλικου τότε βασιλιά του νησιού Ερρίκου Α' (1218 - 1253). Οι Λογγοβάρδοι επεκράτησαν αρχικά, ενισχυμένοι και από τους υποστηρικτές του αυτοκράτορα στην Κύπρο οι οποίοι φθονούσαν κι ήθελαν να καταπολεμήσουν τη μεγάλη επιρροή των Ιβελίνων (ή Ιμπελέν) στο βασίλειο της Κύπρου, ιδιαίτερα του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού Ιωάννη Ιβελίνου, θείου του βασιλιά Ερρίκου. Οι οπαδοί των Ιβελίνων, που κρατούσαν μεταξύ άλλων και το κάστρο της Κερύνειας, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν κι άλλοι απ' αυτούς να καταφύγουν στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος κι άλλοι μεταμφιεσμένοι σε χωρικούς, να κρυφθούν σε μοναστήρια ή σε σπηλιές στα ορεινά όπου δεινοπάθησαν.

 

Οι Ιβελίνοι όμως ανασυγκρότησαν τις δικές τους δυνάμεις κι αντιμετώπισαν μ' επιτυχία τις δυνάμεις του Γερμανού αυτοκράτορα. Μετά τη μεγάλη νίκη των Ιβελίνων στη μάχη του Αγριδίου* (σημερινή Αγίρτα, νότια του Αγίου Ιλαρίωνος) το 1232, τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν, και στην Κερύνεια κλείστηκαν τώρα οι Λογγοβάρδοι και οι σύμμαχοί τους, όπως κλείστηκαν και σε άλλα κάστρα. Ο ίδιος ο Ιβελίνος, με βοηθό του το Φίλιππο ντε Νοβάρ (Philippe de Novare) πολιόρκησε την Κερύνεια. Η πόλη μπορούσε ν' αντέξει σε μακρόχρονη πολιορκία επειδή με το κλειστό της λιμάνι μπορούσε να ανεφοδιάζεται από τη θάλασσα, τότε ιδιαίτερα από την Τύρο. Όταν όμως ο Ιβελίνος εξασφάλισε τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Γενουατών για την πολιορκία της Κερύνειας και από τη θάλασσα με καράβια, η πόλη τελικά έπεσε ύστερα από αντίσταση ενός σχεδόν χρόνου. Τις διαπραγματεύσεις για την παράδοσή της ανέλαβαν ο Φίλιππος ντε Νοβάρ κι ο Αρνεΐς ντε Γιβλέτ ή Τζιμπλέτ (Arneis de Giblet), βαΐλος της Γραμματείας (Secrete) κι ανώτατος αξιωματούχος του κυπριακού βασιλείου. Η πτώση της Κερύνειας (όπως και των φρουρίων του Αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας - το Βουφαβέντο δεν είχε καταληφθεί από τους αυτοκρατορικούς-) σήμαινε και την οριστική απαλλαγή του βασιλείου της Κύπρου από την επιρροή του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου.

 

Όταν στην αρχή του 14ου αιώνα ο Αμάλριχος ή Αμωρύ (Amaury) Λουζινιανός, πρίγκιπας της Τύρου κι αδελφός του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Β' σφετερίστηκε το θρόνο του νησιού και κατόρθωσε με πραξικόπημα να επιβληθεί (1306 - 1310), ο φρούραρχος της Κερύνειας Γιούντ ντε Βις (Eudes de Vis) τελικά πείσθηκε να παραδώσει τα κλειδιά του κάστρου στους πραξικοπηματίες και να δώσει, όπως και πολλοί άλλοι, όρκο πίστης στον σφετεριστή Αμάλριχο. Κατά το Λεόντιο Μαχαιρά ο ντε Βις και οι Κερυνειώτες ήταν πιστοί στο βασιλιά Ερρίκο αλλά ξεγελάστηκαν να παραδώσουν το κάστρο και την πόλη: «...Οἱ λᾶς τῆς Κερυνίας καί ὁ σίρ Ὀτέτ τε Βής ὁ καπετάνος ἐκλειδῶσαν τό κάστρον καίδῶξαν τόν μαντατοφόρον καί ἐκράτησαν τό κάστρον διά τόν ρήγαν. Καί τἄπισα ἐκόνπωσέν τον [=τον ξεγέλασε, τον ντε Βις] ἓνας λίζιος [=ευγενής] τῆς Κερυνίας ὀνόματι Ἀνδρέ ντε Μουνές, ὁ ποῖος ἐσύντυχεν τοῦ καπετάνου καί τοῦ σίρ Τζουάν Φαράντου (Ferrand) καί τούς μαστόρους [=στρατιώτες] καί ἐστρέψαν τ' ἀνοικταρία τούς μαντατοφόρους, ὁ ποῖος ἧτον ὁ σίρ Τελέμε τε Φρασέ (Βαρθολομαίος ντε Φρασέ).

 

Όμως μετά τη δολοφονία του πρίγκιπα της Τύρου, οι ευγενείς της Κερύνειας απροκάλυπτα εκδηλώθηκαν υπέρ του νόμιμου βασιλιά Ερρίκου Β'. Ο κοντοστάβλης Αίμερυ ή Χαμερίν (Aimery ή Hamerin) κι άλλοι ευγενείς που είχαν ταχθεί με το μέρος του σφετεριστή, δέχθηκαν την οργή του βασιλιά Ερρίκου όταν αυτός κατόρθωσε να επανέλθει στο νησί από την εξορία του στην Αρμενία, και φυλακίστηκαν στο κάστρο της Κερύνειας από το οποίο δεν βγήκαν ποτέ ζωντανοί.

 

Το κάστρο μια φρικτή φυλακή: Το κάστρο συχνά χρησίμευε και ως φρικτή φυλακή. Σ' αυτό αναφέρεται ότι φυλακίστηκαν το 1349 από τον πατέρα τους οι δυο νεαροί γιοι του βασιλιά Ούγου Α', ο κατοπινός βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α' (1359 - 1369) και ο Ιωάννης. Οι δυο αυτοί πρίγκιπες είχαν προσπαθήσει να ταξιδέψουν στη Δύση για να τη γνωρίσουν. Κατά το Λεόντιο Μαχαιρά:

 

...Θωρῶντα ὁ αὑτός Πιέρ τε Λουζουνίας κούντης καί ὁ πρίντζης ὁ  ἀδελφός του  ὁ μισέρ Τζουάν τε Λουζουνίας τούς ἐρχομένους ἀπό τήν δύσιν ὄμορφους καί καλούς, ἐνέβην ζήλα [=ζήλεια] εἰς τήν καρδίαν τους νά πᾶσιν πέρα χωρίς τόν ὁρισμόν τοῦ πατέρα τους εἰς τήν δύσιν νά 'δοῦν τόν κόσμον καί νά γευτοῦν τήν ξενιτείαν, ἡ ποία εἶνε πολλά γλυκεῖα εἰς ἐκείνους ὅπου δέν τήν ἐγευτῆσαν καί πολλά πικρή εἰς ἐκείνους ὅπου τήν εἴδασιν...

 

Ο βασιλιάς Ούγος έστειλε όμως καράβια σ' αναζήτησή τους, που τους βρήκαν και τους έφεραν πίσω στην Κύπρο. Παρά το ότι ήταν γιοι του, ο βασιλιάς για να μη δώσει ξόμπλιν (=παράδειγμα) νά μέν ἀποτορμοῦν οἱ λᾶς νά φεύγουν, επειδή χρειαζόταν η βασιλική άδεια προκειμένου γι’ αναχωρήσεις εκτός Κύπρου, ἐπεσῶσαν εἰς τήν Κερυνίαν κατά τον Μαχαιρά, καί ἔβαλεν τούς δύο του  ὑιούς εἰς τήν φυλακήν, καί εἰς τήν πόρταν τῆς φυλακῆς ἔμεινεν ὁ ρήγας καί πολλά ἐλυπεῖτον...

 

Η φυλάκιση των γιων του βασιλιά ήταν, όμως, σύντομη και τερματίστηκε ύστερα από παρέμβαση του πάπα. Κατά τον Μαχαιρά κράτησε τρεις μόνο μέρες, κατ' άλλους όμως λίγο περισσότερο από δυο μήνες.

 

Σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε η οχυρωμένη Κερύνεια το 1373 - 74, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γενουατών στην Κύπρο, επί ημερών του βασιλιά Πέτρου Β' (1369 - 1382). Η εισβολή που άρχισε στις 4 Φεβρουαρίου 1374 (περιγραφή από τον Λεόντιο Μαχαιρά) προκλήθηκε από τη βασίλισσα Ελεονώρα, μητέρα του Πέτρου Β' και σύζυγο του Πέτρου Α', η οποία ήθελε να εκδικηθεί για τη δολοφονία του συζύγου της που έγινε το 1369. Εκμεταλλευόμενοι τις εκκλήσεις της Ελεονώρας, οι Γενουάτες εξεστράτευσαν στην Κύπρο με σκοπό το κέρδος και την κατάκτηση του νησιού. Κατόρθωσαν να καταλάβουν την άριστα οχυρωμένη και πλουσιότατη Αμμόχωστο με δόλο και να αιχμαλωτίσουν τόσο το βασιλιά Πέτρο Β' όσο και την ίδια την Ελεονώρα. Στη συνέχεια οι Γενουάτες κατόρθωσαν να επικρατήσουν και στη Λευκωσία. Κατά των εισβολέων πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση οι δυο θείοι του βασιλιά Πέτρου Β' (και αδελφοί του δολοφονημένου Πέτρου Α'), ο Ιωάννης πρίγκιπας της Αντιόχειας και ο κοντοστάβλης Ιάκωβος, ο κατοπινός βασιλιάς Ιάκωβος Α'.

 

Ο μεν πρίγκιπας Ιωάννης κρατούσε το ισχυρότατο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος, ο δε κοντοστάβλης Ιάκωβος κατέφυγε στο κάστρο της Κερύνειας μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Γενουάτες. Προετοιμαζόμενος για την πολιορκία, ο Ιάκωβος εφοδίασε το κάστρο της Κερύνειας αλλά κι εκείνο του Αγίου Ιλαρίωνος, με προμήθειες από τις περιοχές της Μόρφου, της Πεντάγυιας και της Σολιάς όπου ο λαός ήταν ιδιαίτερα εχθρικός προς τους εισβολείς. Η συντονισμένη αντίσταση από τον Άγιο Ιλαρίωνα και την Κερύνεια ήταν επιτυχής και προκάλεσε στους Γενουάτες πολλές απώλειες.

 

Οι Γενουάτες ήθελαν με κάθε τρόπο να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το κάστρο της Κερύνειας, γι’ αυτό το Δεκέμβριο του 1373 ανάγκασαν τη βασιλομήτορα Ελεονώρα να πάει στην Κερύνεια για να πείσει τον κοντοστάβλη να της παραδώσει το κάστρο. Η Ελεονώρα, η οποία στο μεταξύ είχε αντιληφθεί ότι απώτερος σκοπός των Γενουατών ήταν να στερήσουν το νεαρό γιο της Πέτρο Β' από την κληρονομιά του, άλλαξε από δω και πέρα τακτική. Στην Ονύχια, κοντά στο διάβα του Πογαζιού, σπηρούνιασε το άλογό της, την περίφημη Μαργαρίτα του συζύγου της, ξέφυγε των Γενουατών συνοδών της και σε λίγο βρισκόταν στην Κερύνεια μαζί με το στρατό του κοντοστάβλη, ο οποίος εύκολα έτρεψε σε φυγή τους Γενουάτες. Η βασιλομήτωρ βρήκε τους πολιορκημένους να λιμοκτονούν, γι' αυτό με χρήματα που έφερε μαζί της, μάζεψε τρόφιμα από τα γύρω χωριά και για την ώρα οι Φράγκοι κι οι άλλοι μέσα στο κάστρο ήταν καλά εφοδιασμένοι. Τον Ιανουάριο του 1374 εξάλλου, από την Κερύνεια ο κοντοστάβλης προχώρησε προς τη Μεσαορία, και στη Σίντα ανέκοψε καραβάνι από καμήλες και κάρα που μετέφερε τη λεία των Γενουατών από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο.

 

Τον Ιανουάριο του 1374 συνέχισαν κι οι Γενουάτες την προσπάθειά τους να περάσουν από το διάβα του Πογαζιού, τη μοναδική φυσική διάβαση από τη Λευκωσία στην Κερύνεια, αλλά τους αναχαίτιζε η δύναμη των Βουλγάρων κι άλλων μισθοφόρων οι οποίοι εξορμούσαν από το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος που κατεχόταν από τον Ιωάννη. Βρέθηκε ωστόσο ένας Έλληνας ιερέας, που πίστεψε ότι σκοπός τους ήταν να καταλάβουν την Κερύνεια για να την επιστρέψουν στο νεαρό βασιλιά, και τους έδειξε ένα μονοπάτι μέσα από το βουνό. Έτσι οι Γενουάτες επετέθησαν κατά των Βουλγάρων από τα νώτα, σκότωσαν και συνέλαβαν αρκετούς, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος.

 

Οι Γενουάτες ήταν τώρα σε θέση να πολιορκήσουν στενώτερα την Κερύνεια. Οι πολιορκημένοι ανύψωσαν το γεφύρι και κάρφωσαν την πύλη. Επίμονες απαιτήσεις των πολιορκητών να παραδώσουν το κάστρο απορρίπτονταν. Οι πολιορκημένοι χρησιμοποιούσαν τις βαλλίστρες, τους εκτοξευτήρες πετρών και το υγρόν πυρ τόσο αποτελεσματικά, ώστε ανάγκασαν τους εχθρούς να μετακινήσουν το στρατόπεδό τους μακριά από τα τείχη, εκτός βολής. Το Φεβρουάριο εξάλλου, οι Βούλγαροι ανέκοψαν δύναμη που ερχόταν από τη Λευκωσία και κατέσχαν τις ανεμόσκαλες που προορίζονταν για αναρρίχηση στα τείχη του κάστρου. Οι Γενουάτες τότε γέμισαν την τάφρο με κλαδιά και ξηρά ξύλα και στήνοντας νέες ανεμόσκαλες, έστειλαν διαλαλητή να καλέσει τους πολιορκημένους στ' όνομα του βασιλιά να παραδώσουν το κάστρο. Η απαίτηση, όμως, απορρίφθηκε από τη βασιλομήτορα και τον κοντοστάβλη. Ακολούθησε έφοδος η οποία αναχαιτίσθηκε ύστερα από μάχη δυόμιση ωρών. Νέα έφοδος των Γενουατών από 500 άνδρες είχε την ίδια τύχη.

 

Βλέποντας ότι αποτύγχαναν στις επιθέσεις τους από την ξηρά, οι Γενουάτες ζήτησαν βοήθεια από την Αμμόχωστο, απ' όπου τον Φεβρουάριο του 1374 έφθασαν πλοία εφοδιασμένα με πολιορκητικές μηχανές, ανάμεσά τους και μια που μπορούσε να εκτοξεύει πολύ μεγάλες πέτρες. Το κάστρο επολιορκείτο τώρα κι από την ξηρά κι από τη θάλασσα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Νέα επίθεση αναχαιτίσθηκε, ενώ οι Βούλγαροι μισθοφόροι στο διάβα του Πογαζιού δεν άφηναν εφόδια να φθάσουν για τις ανάγκες των πολιορκητών από τη Λευκωσία.

 

Όταν προσπάθειες για μεσολάβηση κι από τις δυο πλευρές απέτυχαν, τον Μάρτιο οι Γενουάτες έφεραν πολιορκητικούς πύργους από τη ξηρά με εξέδρες για πολιορκητικές μηχανές κι ανεμόσκαλες, ένας από τους οποίους έφερε μακριά δοκό με κλωβό στην άκρη, απ' όπου οι τοξότες θα κτυπούσαν με βαλλίστρες. Οι πύργοι των Γενουατών κάηκαν από τους Βουλγάρους που έκαμαν έξοδο από το κάστρο, κι όλοι οι στρατιώτες που βρίσκονταν πάνω σ' αυτούς σκοτώθηκαν. Ένα άλλο τέχνασμα των πολιορκημένων ήταν να ρίξουν πολλά σανίδια στην τάφρο πάνω στα οποία κάρφωσαν καρφιά, ώστε όταν πατούσαν πάνω σ' αυτά οι επιτιθέμενοι εχθροί ξεσκίζονταν τα πόδια τους.

 

Η πολιορκεία όπως την περιγράφει ο Λ. Μαχαιράς: Ο Λεόντιος Μαχαιράς περιγράφει, μεταξύ άλλων, κι ένα επεισόδιο από την πολιορκία της Κερύνειας που είναι χαρακτηριστικό του πολέμου κατά το Μεσαίωνα, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ευρώπη:

 

...Ἀπό τήν κατούναν[=στρατόπεδο] ἐμηνύσαν οἱ Γενουβίσοι εἰς τήν Κερυνίαν νά ἐβγοῦ νά πολεμήσουν χέριν καί χέριν, ἤ  ἄν ἔχουν κανέναν γενήσιμον [=ευγενή πρόμαχο] νά βγῇ νά πολεμήσῃ μετά τους, καί ἐλαλοῦσαν: «Ἄλλον εὐγενικόν δέν ἔχει παρά τόν κοντοσταύλην»! Τότε τό πλῆθος τοῦ λαοῦ  ἐξητίμασέν τους πολλά, λαλῶντα: «Ψέμα λαλεῖτε, λᾶς τῆς μέσης [=αγοράς], λύκοι ψαροπούληδες! ἄμμ' ἔχομεν καβαλλάρηδες εὐγενικούς, λιζίους [=ευγενείς] καί πουρζέζηδες ί=αστούς], πολλά καλά ἀναγιωμένους. Ἐσείς ναῦτες κατεργάρηδες, πῶς τορμᾶτε νά κακολογᾶτε τούς καλά ἀναγιωμένους τῆς Κύπρου; Ἀμμέ, ἄν ἔχετε ὂρεξι νά παρδιαβάσετε [=να διασκεδάσετε], ἐμπήξετε χαμαί εἰς τήν γήν α' κοντάριν, καί νά ἦνε σημάδιν τῆς δικαιοσύνης, καί ἀπάνω τοῦ κονταρίου ἄς ἔχῃ φλάμπουρον, καί τότε νά ἐβγοῦμε νά παρδιαβάσωμεν! Ὁ κοντοσταύλης ἒβγαλεν α' παιδίν ὅπου ἦτον βαχλιώτης [=υποτελής] του, ὀνόματι Πολή [=Παύλος] Μαχαιρᾶ, καί ἀρμάτωσέν τον τ' ἄρματά του, καί ἔβγαλέν τον ἔξω μέ τό ἄλογόν του νά στέκῃ εἰς τόν κάμπον διά θαρούμενος [=θαρραλέα] καί μέ καλήν συντροφίαν, καί ἐπέψαν καπετάνον τόν σίρ Τζάρλο [=Κάρολο] Χαρμπουτζιέρ καβαλλάρην κυπριώτην νά πολεμήσουν μέ τούς Γενουβίσους. Οἱ Γενουβίσοι ἐβάλαν τό κοντάριν καί τό φλάμπουρον διά νά πολεμήσουν, ἀμμέ δέν ἐθελῆσα νά πολεμήσουν....

 

Νέες προσπάθειες για ειρηνική λύση της πολιορκίας δεν τελεσφόρησαν. Μεγάλο μέρος της πολιορκητικής δύναμης αποσύρθηκε τότε στη Λευκωσία· από τη δύναμη αυτή αρκετοί εξοντώθηκαν από τους Βουλγάρους στη διάβαση του Πενταδάκτυλου, στο Πογάζι.

 

Οι Γενουάτες από δω και πέρα άλλαξαν τακτική: θα εξανάγκαζαν το νεαρό βασιλιά Πέτρο Β΄, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτός τους, να ζητήσει από τον κοντοστάβλη Ιάκωβο να παραδώσει το κάστρο. Ο ίδιος με όποιους συντρόφους ήθελε, θ' αναχωρούσε με δυο καράβια για τη Δύση σε χώρα της εκλογής του και με εγγύηση των Γενουατών για την ασφάλειά του. Συνάμα στάληκε επιστολή που πληροφορούσε τους κατοίκους της Κερύνειας για την αναχώρηση κι αντικατάσταση του κοντοστάβλη. Αυτός δέχτηκε τις οδηγίες του βασιλιά, αν κι αμφέβαλλε για την ασφάλεια που του πρόσφεραν οι Γενουάτες. Έτσι η πολιορκία του κάστρου λύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1374.

 

Οι φόβοι του κοντοστάβλη Ιακώβου επαληθεύθηκαν. Συνελήφθη στη Ρόδο από τους Γενουάτες και οδηγήθηκε τελικά μαζί με τη γυναίκα του Ελοΐς ντε Μπρανσγουΐκ (Heloise de Brunswick) και τους οπαδούς του στη Γένουα, όπου φυλακίστηκαν κι υπέφεραν αρκετά στα χέρια των Γενουατών. Μετά το θάνατο του Πέτρου Β' το 1382, ο Ιάκωβος σαν θείος και διάδοχός του, αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Κύπρο κάτω από σκληρούς όρους, ενώ η Κερύνεια θα παραδινόταν στους Γενουάτες σαν εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας. Μετά την επιστροφή του, ο Ιάκωβος Α' βρισκόταν παρά τη θέλησή του κάτω από την επιρροή των Γενουατών, κι όπως φαίνεται περνούσε αρκετό καιρό στα βασιλικά διαμερίσματα του κάστρου. Μεταξύ των ομήρων που κρατήθηκαν στη Γένουα ήταν κι ο γιος του Ιακώβου, και μελλοντικός βασιλιάς της Κύπρου, Ιανός.

 

Επί ημερών του βασιλιά Ιανού (1398 - 1432) συνέβη η καταστροφική εισβολή των Μαμελούκων στην Κύπρο, το 1426. Οι Μαμελούκοι, αφού νίκησαν τις δυνάμεις του Ιανού στη μεγάλη μάχη της Χοιροκοιτίας, όπου συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον ίδιο το βασιλιά που εστάλη αλυσοδεμένος στο σουλτάνο του Καΐρου, έφθασαν μέχρι τη Λευκωσία που τη λεηλάτησαν. Στο κάστρο της Κερύνειας κατέφυγαν τότε ο αντιβασιλιάς αρχιεπίσκοπος Ούγος Λουζινιανός (θείος του βασιλιά) μαζί με τις αδελφές του Ιανού και τους θησαυρούς του βασιλείου. Οι εισβολείς δεν τόλμησαν να βαδίσουν προς την Κερύνεια γιατί θεώρησαν - ορθά - πως ήταν επικίνδυνο γι’ αυτούς να περάσουν την οροσειρά του Πενταδάκτυλου για να κτυπήσουν το κάστρο της πόλης που ήταν πολύ ισχυρό. Από την Κερύνεια ο αντιβασιλιάς αντιμετώπισε και την επανάσταση των Κυπρίων δουλοπάροικων υπό τον ρήγα Αλέξη* που ακολούθησε τον πόλεμο με τους Μαμελούκους. Επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία στο Κάιρο, αφού εξαγόρασε την ελευθερία του, ο βασιλιάς Ιανός έφθασε αρχικά στην Πάφο όπου παρέμεινε για λίγο, αλλά διάλεξε την Κερύνεια για την επίσημη άφιξή του στο νησί, στις 15 Μαρτίου του 1427.

 

Το 1460 στην Κερύνεια κατέφυγε η βασίλισσα Καρλόττα, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής της με τον ετεροθαλή αδελφό της Ιάκωβο Β', διεκδικητή του θρόνου της Κύπρου. Στις 29 Σεπτεμβρίου ο εμίρης των Μαμελούκων της Αιγύπτου, με τους οποίους συμμάχησε ο Ιάκωβος κατά της αδελφής του, βάδισε με στρατό κατά της Κερύνειας. Την επομένη 30 Σεπτεμβρίου, η πόλη την οποία κρατούσε η Καρλόττα μαζί με το σύζυγο της Λουδοβίκο της Σαβοΐας, πολιορκήθηκε. Σύντομα όμως οι Μαμελούκοι εγκατέλειψαν τον Ιάκωβο παρά τις εκκλήσεις του, κι έτσι συνέχισε αυτός, με τις δικές του δυνάμεις, την πολιορκία την οποία, μάλιστα, έκαμε στενότερη έτσι που οι οπαδοί της Καρλόττας άρχισαν να λιμοκτονούν. Τελικά ο Ιάκωβος μετήλθε την πονηριά και με διάφορες υποσχέσεις (όπως να δώσει το χέρι της νόθας κόρης του Κάρλας, να δώσει το αξίωμα του κοντοστάβλη, να εκχωρήσει πολλά κτήματα) έπεισε τον αντιπρόσωπο της Καρλόττας, τον Σικελό Σορ ντε Νάβες (Sor de Naves) να του παραδώσει το κάστρο της Κερύνειας το 1463, ύστερα από πέραν των τριών χρόνων πολιορκία του. Η κατάληψη της Κερύνειας από τον Ιάκωβο δεν ήταν μόνο συντριπτικό χτύπημα για την Καρλόττα που έχασε ήδη το θρόνο της, αλλά ήταν και ο τερματισμός της επιρροής των Γενουατών στην πόλη.

 

Η Καρλόττα, που μέχρι το θάνατό της στη Ρώμη το 1487 επέμενε να διεκδικεί τα δικαιώματά της πάνω στο θρόνο του βασιλείου της Κύπρου, βρισκόταν πίσω από τη συνωμοσία για κατάληψη της Κερύνειας και του κάστρου της από οπαδούς της. Η συνωμοσία οργανώθηκε για τις 15 Αυγούστου του 1473, ημέρα κατά την οποία οι κάτοικοι της πόλης συνήθιζαν να πηγαίνουν στο πανηγύρι που γινόταν κατά τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου στα Ψίθια και στην Αχειροποίητο. Το σχέδιο όμως απέτυχε κι οι συνωμότες συνελήφθησαν κι αφού ομολόγησαν ύστερα από βασανιστήρια, εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image