Κύκκου Παναγίας μοναστήρι

Ιστορία του μοναστηριού

Image

Το μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου υφίστατο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192-1489) και ήταν ήδη πολύ γνωστό, αφού ο Λεόντιος Μαχαιράς διασώζει στο Χρονικόν του και την παράδοση για την ίδρυσή του. Αρχικά ο ναός και τα περισσότερα από τα λοιπά κτίρια του είχαν κατασκευαστεί από ξυλεία που υπάρχει άφθονη στα γύρω δάση. Εξαιτίας της ξύλινης κατασκευής, όμως, το μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1365, επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ (1359-1369).

 

Όπως αφηγείται ο Εφραίμ ο Αθηναίος στο έργο του Περιγραφή... τῆς Μονῆς Κύκκου, το 1365 το μοναστήρι καταστράφηκε από πυρκαγιά που προκλήθηκε από χωρικό ο οποίος είχε ανάψει φωτιά στο δάσος για να διώξει τις μέλισσες και να μαζέψει μέλι από τις κηρήθρες τους. Η φωτιά επεκτάθηκε και κατέστρεψε και το μοναστήρι, ενώ με θαύμα η αγία εικόνα διασώθηκε. Ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ — πάντοτε κατά τον Εφραίμ τον Αθηναίο — προσφέρθηκε να ξανακτίσει το μοναστήρι, όμως τελικά τη σχετική δαπάνη ανέλαβε η σύζυγός του βασίλισσα Ελεονώρα. Αναφέρεται ότι τη σχετική χορηγία κατέβαλε στους επικεφαλής των μοναχών Λουκά και Συμεών.

 

Το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε, με κύριο υλικό κατασκευής και πάλι το ξύλο. Όμως το 1541 (περίοδος Βενετοκρατίας) νέα πυρκαγιά από άγνωστη αιτία, το κατέστρεψε. Ηγούμενος ήταν, κατά την εποχή αυτή, ο Συμεών. Στη συνέχεια, το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε και πάλι, αλλά τώρα με κύριο υλικό κατασκευής το τοπικό πέτρωμα. Έτσι, οι δυο επόμενες πυρκαγιές, του 1751 και του 1813, δεν ήταν ιδιαίτερα καταστροφικές.

 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570-1878) και παρά τις κατά καιρούς διώξεις, το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 18ο αιώνα κ.ε.

 

Περιγραφές περιηγητών

Ο περιηγητής Paul Ricaut, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1678, μνημονεύει το μοναστήρι: Παναγία τοῦ Κύκκου Μαραθάσας τῆς Λεύκας, γράφοντας ότι σ’ αυτό ανήκαν τότε 200 καλόγεροι που διακρίνονταν για τη μακροζωία τους. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, του είχε πει ότι ήταν ηλικίας 119 χρόνων (Excerpta Cypria, 1908, p. 235).

 

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1683, επισκέφθηκε την Κύπρο ο Ολλανδός Cornelis van Bruyn που γράφει ότι το νησί υπέφερε από σμήνη ακρίδων, προς αντιμετώπιση δε της μάστιγας οι κάτοικοι έκαναν λιτανείες μεταφέροντας κάποια εικόνα της Παρθένου Μαρίας με το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της που λέγεται ότι είναι έργο του αποστόλου Λουκά. Η εικόνα αυτή συνήθως ευρίσκεται σε ένα μοναστήρι που ονομάζεται Κύκκος [Chicho] στο οποίο ανήκουν περίπου 400 καλόγεροι, μερικοί από τους οποίους στέλλονται στη Ρωσία και αλλού για διάφορες αποστολές. Το μοναστήρι βρίσκεται κτισμένο στο βουνό Όλυμπος, το ψηλότερο του νησιού. Σε περιόδους ανομβρίας η εικόνα μεταφέρεται με μεγάλη τελετή έξω από το μοναστήρι και τοποθετείται σε βάθρο ύψους είκοσι βημάτων [βαθμίδων], με το πρόσωπο στραμμένο προς το σημείο του ορίζοντα απ’ όπου πιθανόν ν’ αναμένεται βροχή. Τώρα η ίδια τελετή έγινε και κατά της επιδρομής των ακρίδων, και μόλις η εικόνα τοποθετήθηκε στο βάθρο, ενεφανίσθησαν κάποια πουλιά που επέπεσαν επί των ακρίδων και κατέστρεψαν πάρα πολλές... ενώ μια φοβερή θύελλα ...παρέσυρε τις υπόλοιπες ακρίδες στη θάλασσα... Τα πουλιά που έφαγαν τις ακρίδες, όπως διηγούνται, δεν είχαν εμφανισθεί ποτέ προηγουμένως [στην Κύπρο] και δεν πρόκειται να εμφανισθούν ξανά. Ο πασάς, πάντως, απαγόρευσε να τα σκοτώσουν, επί ποινή θανάτου (Excerpta Cypria, p. 242).

 

Βλέπε λήμμα: Επιδρομές ακρίδων στην Κύπρο

 

Κατά το 1699 επισκέφθηκε το μοναστήρι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος που, παρά την επικρατούσαν παράδοση, δοκίμασε να μετακινήσει το πολύτιμο κάλυμμα της αγίας εικόνας, για να δει το πρόσωπο της Παναγίας (αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω ότι πάντοτε τα πρόσωπα της Παναγίας και του μικρού Χριστού της εικόνας είναι καλυμμένα). Εξαιτίας όμως του τολμήματος αυτού άρχισε να υποφέρει, μέχρις ότου ζήτησε συγχώρεση. Το γεγονός επιβεβαιώνει ο ίδιος ο πατριάρχης με γράμμα του, που δημοσιεύθηκε στο τέλος του βιβλίου του Εφραίμ για την Περιγραφή ... τῆς Μονῆς Κύκκου.

 

Αρκετές όσο και διαφωτιστικές πληροφορίες για το μοναστήρι μας δίνει ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, που το επισκέφθηκε δυο φορές, το 1727 και το 1735. Μετά την πρώτη επίσκεψή του (Ιούνιος, 1727), ο Μπάρσκυ γράφει:

 

...Ἡ μονή αὓτη ὀνομάζεται ὑπό μερικῶν Κύκκος καί ἐξ αὐτοῦ Παναγία τοῦ Κύκκου. Τά κτίρια δέν εἶναι μεγάλα, ἀλλά ἡ οἰκοδομή καί ἡ τοποθεσία της εἶναι πολύ ὡραία. Εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λιθόκτιστος, κεκαλυμμένη διά κεράμων ἐπί ξυλίνης στέγης˙ τά οἰκήματα εἶναι διώροφα. Ὁ ναός εἶναι χωριστός, δέν εἶναι πολύ μεγάλος, ἀλλ’ ἑλκυστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἔχει τροῦλλον, ὑψούμενον ὑπεράνω τῶν παραθύρων, εἶναι ἴσος εἰς πλάτος καί μῆκος καί κατάγραφος μέ εἰκόνας ἀγίων. Ἐντός τοῦ ναοῦ τούτου εἶναι ἡ εἰκών τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου, τῆς ἐπονομαζομένης Ὁδηγητρίας, κρατούσης ἐντός τοῦ δεξιοῦ βραχίονος τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν, ὡς μειδιῶν παιδίον.

 

... Ἡ εἰκών Αὐτῆς δέν φαίνεται, ἀφοῦ εἶναι ὅλη κεκαλυμμένη, ἐκτός τοῦ προσώπου, ὑπό ἀργυροῦ σφυρηλατημένου καλύμματος. Εἶναι περίφημος - ἀκόμη καί τώρα - διά τά θαύματά της καί οἱ μοναχοί ἀναπέμπουν καθημερινῶς εὐχαριστήριους δεήσεις πρό τῆς εἰκόνος. Ὄχι μόνον οἱ Κύπριοι, ἀλλά καί ἐπισκέπται ἐκ τῶν πέριξ μακρινῶν χωρῶν ἀποτίουν εἰς τήν εἰκόνα αὐτήν μέγαν σεβασμόν. Ὁ ναός ἔχει τρία ἱερά βήματα καί πέντε εἰσόδους. Ἡ τράπεζα, ὄπου γευματίζουν οἱ μοναχοί, εὑρίσκεται ὑψηλά ὑπεράνω τῶν κελλίων. Ἡ μονή αὓτη δέν καταδιώκεται οὔτε φορολογεῖται βαρέως ὑπό τῶν ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ. Οἱ σταυροί αὐτῆς ἴστανται ὑψηλά ὑπεράνω τοῦ ναοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι σημαντικόν εἰς Τουρκικάς χώρας. Τοῦτο ὀφείλεται ἐν μέρει εἰς τό γεγονός ὃτι ἡ μονή εὑρίσκεται εἰς ἐρημικόν μέρος μεταξύ ὑψηλῶν ὀρέων, εἰς μεγάλην ἀπόστασιν ἀπό τάς πόλεις καί τά ἄλλα κατῳκημένα μέρη, ἀλλά κυρίως διότι ἡ χάρις καί ἡ προστασία τῆς Παναγίας τήν προστατεύουν διαρκῶς. Ἡ μονή κεῖται ἐπί ὑψηλοῦ καί δροσεροῦ  ἐρημικοῦ μέρους, εὐνοϊκοῦ καί καταλληλοτάτου διά μοναχικήν ἐρημικήν ζωήν. Οἱ μοναχοί φυλάττουν ὕδωρ, τό ὁποῖον συναθροίζουν ἀπό τήν πίπτουσαν βροχήν, ἐντός φρεάτων, διά τήν χρήσιν τῆς μονῆς, ἀλλά διά πόσιν ἔχουν μίαν πηγήν ἀπέναντι τῆς εἰσόδου αὐτῆς, ἡ  ὁποια ρέει διά τῆς κοιλάδος ὡς μικρός ρύαξ. Καλύτερον ὕδωρ δέν δύναται νά εὑρεθῇ εἰς ὅλην τήν νῆσον Κύπρον˙ εἶναι καθαρόν ὡς κρύσταλλος, ψυχρόν ὡς πάγος, οὓτως ὣστε οἱ  ὀδόντες ἐκείνων oἱ  ὀποῖοι τό πίνουσι δυσκόλως τό δέχονται, ὑγιεινόν καί ἐλαφρόν διά τόν στόμαχον· ἑπομένως εἶναι βοηθητικόν ὄχι μόνον διά τούς ὑγιεῖς, ἀλλά καί διά τούς ἀσθενεῖς. Ἡ πηγή αὓτη ὀνομάζεται ἁγίασμα Παναγίας, τό ὁποῖον σημαίνει εὐλογία τῆς Θεομήτορος, ὡς ἐπιδεξίως ἔχουν ἀνακαλύψει, ὃτι τό ὕδωρ ἔχει τήν πηγήν του κάτω ἀπό τόν ναόν. Μέ μίαν λέξιν ἡ μονή αὓτη εἶναι τελεία ὑφ’ ὅλας τάς ἀπόψεις, ὄχι μόνον λόγῳ τῆς θέσεως, τῆς οἰκοδομῆς καί τῆς ἱερότητός της, ἀλλ’ ἐπίσης λόγῳ τοῦ καλοῦ χαρακτῆρος τῶν μοναχῶν της, οἳτινες εἶναι ἐνάρετοι, πολύ φιλόξενοι, ταπεινοί καί λίαν φιλόθρησκοι. Αἱ λειτουργικαί των παραδόσεις, ψαλμῳδίαι καί τά μοναχικά ἔθιμα εἶναι ἔξοχα˙ δέν ἔχουν κώδωνας, ἀλλά μόνον δύο σήμαντρα, ἕνα ξύλινον καί ἕνα σιδηροῦν, διά τῶν ὁποίων ἀναγγέλλουν τάς ἀνάγκας τῆς μονῆς. Δέν ἔχουν κῆπον ἤ κηπάριον οὔτε ἐντός οὔτε ἐκτός [τῆς μονῆς]˙ ὅλα πέριξ αὐτῆς εἶναι ἐρημίαι καί ὑψηλά ὄρη μέ δασικά δένδρα, ὡς πεῦκα, κέδρους, πλατάνους, δρῦς κτλ.

 

Μετά τη δεύτερη επίσκεψή του στο μοναστήρι, το 1735, ο Μπάρσκυ γράφει μεταξύ άλλων:

 

... Ἡ περιγραφή τῆς μονῆς ταύτης ἔχει ὡς ἀκολούθως: Εἶναι αὓτη δικαιωματικῶς ἡ κυριωτέρα ἐν τῇ νήσῳ μονή, ὡς ἐκ τῆς δόξης καί τοῦ πλούτου της. Εἶναι γνωστή εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα κυρίως ἐκ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος... Ἡ μονή εἶναι Σταυροπηγιακή ... Ἱδρύθη ὑπό Δουκός τίνος, ὃστις ἐκυβέρνα τότε - τήν ἐποχήν τῆς Αὐτοκρατορίας - τήν νῆσον. Ἀργότερον ἐπαλαιώθη καί ἡ  ἀνακαίνισις αὐτῆς ἔγινε διά τῆς λαϊκῆς βοηθείας, ὡς ἀναφέρεται εἰς τήν ἱστορίαν της. Ὀνομάζεται Ἑλληνιστί ‘Παναγία τοῦ Κύκκου’... ἐκ τοῦ  ὄρους ‘Κόκκος’ ἢ ‘Κύκκος’ ἤ κατ’ ἄλλην ἀπαράδεκτον ἐκδοχήν ἀπό τό πτηνόν κοῦκκος, τό ὁποῖον ἐτραγουδοῦσε ‘κύκκου-κύκκου’ κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ὄταν ἡ θαυματουργός εἰκών μετεφέρθη ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως..

 

... Ἀναφέρεται ὃτι  ἡ εἰκών εἶναι ἐζωγραφημένη ἐπί σπανίου ξύλου... διά κηροῦ καί μαστίχης, ἀλλ’ εἶναι ἀδύνατον νά ἀποδειχθῇ τοῦτο, διότι ἡ  ὅλη εἰκών εἶναι κεκαλυμμένη δι’ ἀργύρου, ἐκτός τοῦ προσώπου καί μικρᾶς θυρίδας ἐπί τοῦ στήθους, διά προσκύνησιν. Τό πρόσωπον εἶναι πάντοτε σκεπασμένον διά καλύμματος ἐκ πολυτίμου ὑφάσματος καί ὁ κόσμος πιστοποιεῖ γενικῶς ὃτι δέν δύναται ποτέ νά τό ἴδῃ κανείς. Τοῦτο εἶναι ἀπίστευτον, ἀφοῦ οἱ μοναχοί, οἱ  ὁποῖοι λειτουργοῦν ἡμέραν καί νύκτα, δύνανται νά τό ἴδούν ὃταν εἶναι μόνοι καί κυρίως ὃταν ἀντικαθιστοῦν τό κάλυμμα κάθε τρία ἤ τέσσαρα ἔτη. Πρός τούτοις, ὡς ἢκουσα ἐξ αὐτῶν τούτων τῶν μοναχῶν, οὗτοι μεταφέρουν τήν εἰκόνα ἐν καιρῷ  ἀνομβρίας ἐπάνω εἰς τό ὄρος, ἀποκαλύπτουν τό πρόσωπόν της καί τότε, ὡς ἐκ θαύματος, πίπτει βροχή ἐν ἀφθονίᾳ...

 

... Ἔχω πολλά νά εἴπω πάλιν περί τῆς μονῆς. Εἶναι θαυμασία ὡς πρός τήν τοποθεσίαν καί τήν οἰκοδομήν, μετά τραπέζης, μαγειρείου, αἰθούσης ὑποδοχῆς, ξενῶνος καί μεγάλου ἀριθμοῦ κελλίων, τά ὁποῖα εἶναι τό ἕν ἐπί τοῦ  ἄλλου εἰς τρία πατώματα, πολύ ὑψηλά καί κεκαλυμμένα διά κεράμων. Πρό τῶν κελλίων εἶναι στοαί μετά κιόνων καί τόξων καί ξυλίνων κιγκλιδωμάτων ὡραίας ἐμφανίσεως. Ἔχουν δύο παραρτήματα μετά φρεάτων, ἐπιδεξίως κατεσκευασμένων, οὓτως ὣστε νά συναθροίζουν ὑπό τήν γῆν τά ὕδατα τῆς βροχῆς, διά τάς ἀνάγκας τῆς μονῆς. Ἐπιπροσθέτως, κάτωθεν τῆς μονῆς, εἰς ἀπόστασιν βολῆς λίθου, τρέχει μία πηγή καλοῦ ποσίμου ὕδατος, κεκαλυμμένη διά λιθίνης ὀροφῆς· εἶναι θερμή τόν χειμῶνα καί ἀνυποφόρως ψυχρά τό καλοκαίρι...

 

... Ἡ μονή ἔχει δύο εἰσόδους, ἡ πρώτη καί κυρία ἐξ ἀνατολῶν καί ἡ δευτέρα ἐκ νότου. Ὁ ναός δέν εὑρίσκεται εἰς τό μέσον, ἀλλά εἰς τό βόρειον μέρος τῆς μονῆς.  Ἔχει πέντε εἰσόδους, τρεῖς ἐκ δυσμῶν, μίαν ἐκ νότου καί μίαν ἐκ βορρᾶ. Τό προπύλαιον ἔχει μίαν εἴσοδον. Ὁ ναός εἶναι θολωτός ἐκ τῶν ἔσω, τετράγωνος ἐκ τῶν ἔξω, μετά τρούλλου ὁρατοῦ μόνον ἐκ τῶν ἔσω, τίποτε δέν φαίνεται ἐκ τῶν ἔξω, διότι εἶναι κεκαλυμμένος διά κεράμων... ἓνεκεν τῶν χιόνων καί τοῦ ψύχους. Εἶναι μαρμαροθετημένος καί οἱ τοῖχοι εἶναι ἐζωγραφημένοι ἀπό ἄνω ἓως κάτω δι’ εἰκόνων [τοιχογραφιῶν]˙ τό εἰκονοστάσιον εἶναι θαυμασίως κεκοσμημένον μετά πολύ λεπτῶν καί τεχνικῶν σκαλισμάτων, κηροπηγίων, κανδηλῶν καί πολυελαίων. Μέ μίαν λέξιν, οὗτος εἶναι ὁ  ὡραιότατος ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε περιγραφέντων ναῶν, ἐκτός ἀπό τόν τοῦ  ἁγίου Μάμαντος εἰς Μόρφου...

 

... Ἴσος εἰς μῆκος, πλάτος καί ὕψος,ς οἱ ναοί ἐπί τοῦ γίουρους, ὁ ναός κατέχει μικρά τεμάχια λειψάνων κεκρυμμένων ἐντός τῆςγίας Τραπέζης. Ἡ θαυματουργός εἰκών τῆς Παρθένουσταται ἐπί ξεχωριστοῦ κίονος, πρός τά ἀριστερά, ἐντός ἐπιχρύσου θρόνου, κρατοῦσα τόν Χριστόν διά τῆς δεξιᾶς. Οἱ μοναχικοί κανόνες τηροῦνται ἐντελῶς εἰς τάς ψαλμωδίας καί τήν ὀργάνωσιν τῶν γευμάτων. Ὑπάρχουν πλέον τῶνκατόν μοναχῶν ὑπό τήν διοίκησιν τῆς μονῆς ταύτης. Δέν διαμένουνμως ἐντός τῆς μονῆς, ἐκτός ἀπό 20. Ἀποστέλλονται εἰς ἄλλας μικροτέρας μονάς, ὑποχειρίους τῇ κυρίᾳ μονῇ, ἤ εἰς τά μοναχικά ἐξαρτήματα,που οἱ μοναχοί καταγίνονται εἰς τήν γεωργίαν, τήν δενδροκαλλιέργειαν, τήν βοσκήν προβάτων καί αἰγῶν, συνεισφέροντες ὅλοι διά τῶν κερδῶν των εἰς τό εἰσόδημα τῆς κυρίας μονῆς, ἐκ τῆςποίας διατρέφονται καί κυβερνῶνται..., καί τῶν εἰσφορῶν τῶν Χριστιανῶν. Πολλοί μοναχοί ἔρχονται καί φεύγουν·  ἔχουν μεγάλην φήμην· ἑπομένως ἐνοχλοῦνται ὑπό τῶν Τούρκων περισσότερον ἀπό κάθελλον καί καταδιώκονται παντοιοτρόπως, ἀλλά διά τῆς βοηθείας τῆςγίας Παρθένου ὑπερνικοῦν ὅλας τάς δυσκολίας. Παρέμεινα εἰκοσιτρεῖς ἡμέρας εἰς τήν ἔνδοξον καίλκυστικήν ταύτην μονήν,τις εὑρίσκεται ἐν γαλήνῃ μακράν τοῦ κόσμου...

 

(Λεπτομερέστερα βλέπε στο βιβλίο του Α. Στυλιανού Αἱ περιηγήσεις τοῦ Ρώσσου μοναχοῦ Βασιλείου Βάρσκυ ἐν Κύπρ, 1727, 1734-6, Λευκωσία, 1957, απ’ όπου είναι παρμένα και τα παρατιθέμενα εδώ αποσπάσματα).

 

Ο Richard Pococke, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1738, γράφει ότι επισκέφθηκε και το μοναστήρι του Κύκκου (Panaia Cheque ή Madonna of Cheque), όπου υπάρχει θαυματουργός εικόνα της Παρθένου και του Σωτήρος, ζωγραφισμένη όπως λένε από τον απόστολο Λουκά και φερμένη από την Κωνσταντινούπολη από ένα βασιλιά της Κύπρου που τον λένε Ησαΐα[ο Πόκοκ σύγχυσε εδώ την ιστορία του μοναχού Ησαΐα που είχε ακούσει] ...Προσκυνητές έρχονται ακόμη και από τη Ρωσία. Το μοναστήρι ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας [κι εδώ συγχύζει τα πράγματα· το μοναστήρι βρίσκεται στην αρχιεπισκοπική περιφέρεια] κι έχει περί τους 70 μοναχούς. Με υπεδέχθη με πολλή ευγένεια ο ηγούμενος στην είσοδο και με οδήγησε στην εκκλησία και ύστερα στα διαμερίσματα των μοναχών όπου μου πρόσφεραν μαρμελάδα, ποτό και καφέ κι ύστερα από μια ώρα ελαφρό γεύμα και το βράδυ διασκεδάσαμε με πλούσιο δείπνο (Excerpta Cypria, p. 262).

 

Ο Alexander Drummond, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1745, ανέβηκε επίσης μέχρι το μοναστήρι του Κύκκου, ερχόμενος από το δρόμο Ξερού - Κάμπου - Τσακκίστρας, γράφει δε ότι γύρω από το μοναστήρι υπήρχε πλούσια βλάστηση που περιελάμβανε τριανταφυλλιές κι άλλους αρωματικούς θάμνους. Τον υποδέχθηκε, όπως γράφει, ο ηγούμενος που δεν είναι πολύ κατώτερος από επίσκοπο. Μεταξύ άλλων σημειώνει ότι το φημισμένο καλά οργανωμένο και διακοσμημένο μοναστήρι του Κύκκου (Madonna di Chekka) θα μπορούσε να συντηρεί περί τους 300 μοναχούς εάν η κυπριακή κυβέρνηση ήταν λιγότερο άγρια προς αυτό (περίοδος Τουρκοκρατίας), ενώ ο αριθμός των μοναχών ήταν περί τους 60 (Excerpta Cypria, p. 295),

 

Ο William Turner, που επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1815, γράφει: ...Στις 5 μ.μ. σταματήσαμε στο μοναστήρι το αφιερωμένο στην Παρθένο του Κύκκου [Virgin of Kikkos], το μεγαλύτερο της Κύπρου. Είναι κτισμένο ακανόνιστα, σε ευρωπαϊκό ρυθμό και επειδή βρίσκεται σε ύψωμα, δεσπόζει μιας θαυμάσιας θέας που εκτείνεται, όταν ο καιρός είναι καθαρός, μέχρι την Καραμανιά. Είναι κτισμένο με πέτρες, είδαμε όμως να εργάζονται ξυλουργοί σ’ αυτό, γιατί όλο το εσωτερικό του κάηκε πριν από δυο χρόνια [=πυρκαγιά του 1813] οπότε καταστράφηκε και μεγάλος αριθμός χειρογράφων. Το μοναστήρι είναι επανδρωμένο με 200 περίπου ιερείς και καλόγερους, αλλά επειδή έχει πολλά μετόχια σ’ ολόκληρη την Κύπρο, ιδίως ένα μεγάλο μετόχι κοντά στη Λευκωσία, στον Κύκκο υπάρχουν μόνον 60. Εδώ ετύχαμε πολύ καλής φιλοξενίας, φάγαμε και κοιμηθήκαμε καλά... (Excerpta Cypria, p. 439).

 

Ανακεφαλαιώνοντας, σύμφωνα προς τις μαρτυρίες των ξένων περιηγητών της περιόδου της Τουρκοκρατίας, σ’ ό,τι αφορά τον αριθμό των μοναχών, το μοναστήρι του Κύκκου είχε:

 

  • Περί τους 200 το 1678.          
  • Περί τους 400 το 1683. (Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός).
  • 20 μοναχούς (διαμένοντες στο μοναστήρι) το 1735, και συνολικά 100, τον ίδιο χρόνο, που ανήκαν σ’ αυτό.
  • Περί τους 70 (διαμένοντες στο μοναστήρι) το 1738. Περί τους 60 το 1745, στο μοναστήρι.
  • Περί τους 200 (εκ των οποίων 60 στο μοναστήρι) το 1815.

 

Εθνική δράση κατά την Τουρκοκρατία

Ιδίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου ανέπτυξε πλούσια εθνική δραστηριότητα, έδωσε αρχιεπισκόπους και άλλους σημαντικούς ιεράρχες, λειτουργούσε σχολείο και συνέβαλε ακόμη στη μεγάλη υπόθεση του διαφωτισμού επιχορηγώντας, μεταξύ άλλων, και εκδόσεις βιβλίων. Στο σχολείο του μοναστηριού διδάσκονταν αρχικά τα «κοινά γράμματα», αργότερα δε διδάσκονταν μέχρι και γυμνασιακά μαθήματα, θρησκευτικά, ελληνικά, εκκλησιαστική μουσική κλπ. Υπέστη όμως επανειλημμένα και σκληρές διώξεις, με τρομερότερη εκείνη του 1821. Κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων σφαγών, ο τότε ηγούμενος του μοναστηριού Ιωσήφ, καταγόμενος από την Πενταλιά της Πάφου, συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Ταυτόχρονα το μοναστήρι λεηλατήθηκε από τους Τούρκους που έκλεψαν απ’ αυτό πολλούς θησαυρούς και ιερά κειμήλια τα οποία μεταφέρθηκαν με 32 καμήλες. Μεταξύ των λεηλατηθέντων, σύμφωνα προς χειρόγραφη έκθεση της εποχής, περιλαμβάνονταν: Ένα στεφάνι με μαργαριτάρια και άλλα πετράδια˙ ένα σεντούκι με νομίσματα (φλουριά)˙ ένα δεύτερο σεντούκι με νομίσματα (τάληρα)˙ ένα τρίτο σεντούκι με χρυσαφικά˙ 60 οκάδες ασήμι˙ 5.800 δράμια χρυσάφι˙ 4 χρυσές κανδήλες˙ 300 οκάδες λάδι˙ 37 μουλάρια, 30 ίππους˙ 46 οκάδες διάφορα ασημικά˙ 7 ασημένιους πολυελαίους, εκ των οποίων οι μικρότεροι ζύγιζαν 35 οκάδες και οι μεγαλύτεροι 85 οκάδες˙14.000 τυριά και 6.000 μυζήθρες˙ ένα διαμαντοστολισμένο σταυρό˙ 500 τεμάχια ασημένια είδη (χανάπια, δισκάρια, μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια)˙ 2.950 οκάδες κερί και αρκετά άλλα αντικείμενα.

 

Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που το μοναστήρι είχε λεηλατηθεί. Ο Εφραίμ (στην Περιγραφή) αναφέρει και μια προηγούμενη μεγάλη λεηλασία οπότε οι επιδρομείς ενώ αναχωρούσαν με μεγάλες ποσότητες θησαυρών, έπεσαν σε καταιγίδα κι επλήγησαν από κεραυνό.

 

Επικύρωση των προνομοίων του μοναστηριού

Τα προνόμια του μοναστηριού επικυρώθηκαν το Δεκέμβριο του 1672 με πατριαρχικό σιγιλλιώδες γράμμα, κατά τη διάρκεια αποστολής του τότε αρχιεπισκόπου Κύπρου Νικηφόρου στην Κωνσταντινούπολη. Το γράμμα υπέγραψε ο οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Γ΄ο από Λαρίσης, οι πατριάρχες Αντιοχείας Νεόφυτος και Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος και άλλοι ιεράρχες. Το γράμμα ανεγνώριζε τα προνόμια του μοναστηριού ως βασιλικού και σταυροπηγιακού, καθώς και το ασύδοτό του, αλλά και την τυπική του υποχρέωση να μνημονεύει του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Κύπρου ως πνευματικού του προϊσταμένου. Το μοναστήρι αναγνωριζόταν ὡς πάντῃ  ἐλεύθερον καί ἀσύδοτον καί ἀδούλωτον καί ἀκαταπάτητον καί ἀνενόχλητον καί ἀνεπηρέαστον. Αναγνώριση του μοναστηριού ως βασιλικού και σταυροπηγιακού, διεσώθη και σε μεταγενέστερα έγγραφα (αρχιεπισκόπων Κύπρου Χριστοδούλου Β΄ και Ιακώβου Α΄ κ.α.). Επί Ιακώβου Β΄, το μοναστήρι του Κύκκου απέκτησε, έναντι αγοράς στην τιμή των 1.500 γροσιών, από την Αρχιεπισκοπή, το μοναστήρι του Αρχαγγέλου στη Λακατάμια (σώθηκε το σχετικό έγγραφο, ημερομηνίας 6 Μαϊου 1713). Η αγοραπωλησία έγινε για να μη πέσει το μοναστήρι του Αρχαγγέλου στα χέρια ενός Τούρκου, του Ιμπραχήμ αγά, στον οποίο ήταν υποθηκευμένο από την Αρχιεπισκοπή για 1.500 γρόσια, τα οποία τελικά κατέβαλε ο Κύκκος.

 

Βλέπε λήμμα: Αρχάγγελος, Λακατάμια

 

Κατά το 16ο και το 17ο αιώνα το μοναστήρι δεν ήταν ακόμη πλούσιο, κι αυτός ο Εφραίμ ο Αθηναίος, γράφοντας πριν από τον εμπρησμό του 1751, σημείωνε ότι ἡ Μονή λέγεται Βασιλική ἀγκαλά καί τά οἰκοδομήματα νά μήν φαίνωνται βασιλικά...

 

Βασικός λόγος ήταν η απομόνωση του μοναστηριού, ώστε αποτελούσε άθλο να το επισκεφθεί κανένας με τις τότε συνθήκες και με τα μέσα της εποχής. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα διάφορα πατριαρχικά γράμματα που στέλλονταν στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, μνημονεύουν τους ηγουμένους άλλων μοναστηριών (Αγίου Παντελεήμονος, Αγίου Μάμαντος) αλλά όχι του Κύκκου. Ιδιαίτερα ο 17ος αιώνας είναι σκοτεινός ως προς την ιστορία του μοναστηριού.

 

Δεινή οικονομική κατάσταση

Κατά το 1731 το μοναστήρι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, γι’ αυτό κι έγινε περιφορά της αγίας εικόνας στις περιοχές Σολιάς, Μόρφου - Ζώδιας, Λευκάρων και Λάρνακας, για εισφορές των πιστών. Την ίδια εποχή εστάλησαν γράμματα (που σώζονται), ως εκκλήσεις, προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Κοσμά και πρός τούς ἀνά πᾶσαν τήν ὑφήλιον διαλάμποντας καί τήν οἰκουμένην αὐγάζοντας ἀστέρας... μητροπολίτας, ἀρχιεπισκόπους, θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους κ.ἄ. προς οικονομική ενίσχυση του μοναστηριού που  ἐκατάντησεν εἰς ἐσχάτην πτωχείαν καί ταλαιπωρίαν καί ὡς χρέος βαρύ καί ἀνυπόφορον ἐπέκεινα φεῦ! τῶν 32 πουγγίων...

 

Παράλληλα εστάλησαν από το μοναστήρι στο εξωτερικό διάφοροι πατέρες για να ζητήσουν βοήθεια˙ ο Γεράσιμος πήγε στην Αλεξάνδρεια, ο Μακάριος πήγε στη Σμύρνη (1741), ο Νικόδημος στην Αιτωλία, ο Γεράσιμος στη Ρόδο και στην Κω, ο Λεόντιος στην Εύβοια, ο Πρωτοσύγκελλος στη Λάρισα κλπ. (Κῶδιξ Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, σ. 15). Η εκστρατεία αυτή, εντός και εκτός Κύπρου, της περιόδου 1731-1742, απέφερε στο μοναστήρι σημαντική βοήθεια σε χρήματα και εις είδος (ζώα, ψωμιά, λάδι, κρασί, μετάξι, σκεύη κλπ.). Από τους αποσταλέντες εκτός Κύπρου, μερικοί δεν επέστρεψαν γιατί πέθαναν κατά τη διάρκεια της αποστολής τους.

 

Εφραίμ ο Αθηναίος και οι σύνταξη των Κανονισμών

Τότε επισκέφθηκε το μοναστήρι ο Εφραίμ ο Αθηναίος, που παρέμεινε για λίγο διάστημα σ’ αυτό, και συνέταξε τους Κανονισμούς του που ενεκρίθησαν στις 8 Σεπτεμβρίου 1746. Ο Εφραίμ έγραψε και τη γνωστή Περιγραφή τῆς Μονῆς Κύκκου που εξεδόθη λίγο αργότερα (1751) στη Βενετία. Η Περιγραφή εξεδόθη μάλιστα και στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες, χάριν των τουρκόφωνων Χριστιανών της Μικράς Ασίας που επισκέπτονταν το μοναστήρι. Τους Κανονισμούς του μοναστηριού (Κῶδιξ Κύκκου, σ. 102 κ.ε.) υπέγραψε ο τότε προϊστάμενός του οικονόμος Παρθένιος*, προσυπέγραψαν δε και 28 μοναχοί. Ο Παρθένιος ήταν εκείνος που μερίμνησε και για την έκδοση της Περιγραφῆς με δικό του πρόλογο. Ο ίδιος απέστειλε εκκλήσεις το 1749 στον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Ιωάννη Βοεβόδα για οικονομική ενίσχυση του Κύκκου. Επί ημερών του, το Νοέμβριο του 1751, μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς το μοναστήρι. Ο Παρθένιος δραστηριοποιήθηκε αμέσως για ανοικοδόμησή του. Διενήργησε εράνους, κυκλοφόρησε δε φυλλάδιο εντός και εκτός Κύπρου αγγέλλοντας σ’ όλο τον Ελληνισμό τη θλιβερή είδηση του εμπρησμού και ζητώντας συνδρομές, καλώντας όλους ὃπως φανῶσι νέοι κτήτορες τοῦ Μοναστηρίου προσμένοντες τόν μισθόν των παρά Θεοῦ μέ τήν ἐκ τῆς Παρθένου Θεοτόκου βοήθειαν...

 

Ανοικοδόμηση του μοναστηριού

Η ανταπόκριση φαίνεται ότι ήταν σημαντική και γρήγορα το μοναστήρι άρχισε να ξανακτίζεται. Η αγία εικόνα του, που είχε διασωθεί, είχε μεταφερθεί στη Μονή των Ιερέων (ή Αγία Μονή) στην Πάφο, ενώ το 1753 μεταφέρθηκε στη Βασιλική, κοντά στο μοναστήρι. Παρά την πυρκαγιά του 1751, οι Τούρκοι φορολόγησαν για τον ίδιο χρόνο το μοναστήρι με 20 τάλαντα, ύστερα από παραστάσεις όμως το ποσό ελαττώθηκε σε 5. Ένας από εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο κατά την εποχή αυτή υπέρ του μοναστηριού, ήταν ο φωτισμένος πρωτοσύγκελλος Σεραφείμ ο Πισσίδιος. Η δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξαν εκτός Κύπρου τόσο ο Πισσίδιος όσο και άλλοι μοναχοί, συνέβαλε στο να γίνει το μοναστήρι ευρύτατα γνωστό, οι δε εισφορές άρχισαν να εισρέουν. Το 1759 ο οικονόμος Παρθένιος εξελέγη ηγούμενος και τον επόμενο χρόνο εξεδόθη σιγιλλιώδες γράμμα από τον οικουμενικό πατριάρχη Σεραφείμ, προσυπογραμμένο κι από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Παΐσιο, με το οποίο αναγνωρίζονταν ξανά τα προνόμια του μοναστηριού. Επί ηγουμενίας Παρθενίου (μέχρι το 1776 που πέθανε) το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων, επιπλώθηκε, ενώ εξοφλήθησαν και πολλά από τα χρέη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κτηματικός Κῶδιξ του μοναστηριού αναφέρει, κατά το 1774, τα ακόλουθα μετόχια του Κύκκου: Αρχάγγελος, Άγιος Δομέτιος, Ξηροπόταμος, Αυλώνα, Αγία Μονή, Σίντης, Πολέμι, Πιάνιον (Κέδαρες), Κάτω Παναγιά, Πενταλιά, Κανναβιού και Καπηλειό.

 

Διάφορα έργα επιτέλεσε και ο διάδοχος του Παρθενίου, και ανεψιός του, Μελέτιος Μαυρομμάτης (1776-1811). Τον Μελέτιο διαδέχθηκε ο ανεψιός του Μελέτιος (Παρθένιος) Ζινιχάς, επί ημερών του οποίου εξερράγη νέα πυρκαγιά (η τέταρτη στην ιστορία του μοναστηριού), στις 7 Ιουλίου 1813, που κατέστρεψε όλα τα οικοδομήματα εκτός του ναού. Η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε για φύλαξη στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου στη Λακατάμια. Ευθύς άρχισαν και πάλι εργασίες ανοικοδόμησης, που συμπληρώθηκαν το 1817. Το Σεπτέμβριο του 1815 εξεδόθη από τον οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο νέο γράμμα που επιβεβαίωνε τα προνόμια του μοναστηριού. Το 1816, επί Μελετίου Ζινιχά, κατασκευάστηκε το εικονοστάσι του ναού, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή. Επί ημερών του, επίσης, εργάστηκε στο μοναστήρι του Κύκκου ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος.

 

Βλέπε λήμμα: Ιωάννης Κορνάρος

 

Διάδοχος του Μελετίου Ζινιχά ήταν ο ηγούμενος Ιωσήφ, που όπως προαναφέρθηκε, εκτελέστηκε από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1821. Στο μοναστήρι εστάλη απόσπασμα Τούρκων, οι περισσότεροι όμως μοναχοί πρόλαβαν να φύγουν στα βουνά, μεταφέροντας και την εικόνα της Παναγίας. Ο ηγούμενος Ιωσήφ παρέμεινε στο μοναστήρι και, πριν εκτελεστεί, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια κι αναγκάστηκε να υποδείξει τα πολύτιμα αντικείμενα που είχαν κρύψει οι μοναχοί, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω, και μέρος των οποίων επιστράφηκε αργότερα. Διάδοχος του Ιωσήφ ήταν ο ηγούμενος Χαράλαμπος*(1821-1824) από τον Καλοπαναγιώτη, αργότερα επίσκοπος Κερύνειας. Αυτού διάδοχος ήταν ο ηγούμενος Σωφρόνιος (1824-1827).

 

1821- Σφαγές και λεηλασίες

Οι σφαγές και η λεηλασία του 1821, καθώς και οι αναγκαστικές φορολογίες, οδήγησαν και πάλι το μοναστήρι σε οικτρή οικονομική κατάσταση, τα δε χρέη του ανέρχονταν σε 81.000 γρόσια το 1826. Ο ηγούμενος Νεόφυτος (1827-1861), ανεψιός του ηγουμένου Ιωσήφ, ανέλαβε νέα σταυροφορία υπέρ του μοναστηριού, ταξιδεύοντας και ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη. Ο οικουμενικός πατριάρχης Χρύσανθος Α΄ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το μοναστήρι και πέτυχε, μεταξύ άλλων, την έκδοση αυτοκρατορικών σουρουτίων προς επαναφορά του μοναστηριού στην παλαιά προνομιούχο θέση του.

 

Ανακαινιστής του μοναστηριού ήταν ο ηγούμενος Σωφρόνιος (1861-1890) από τον Καλοπαναγιώτη, που στην ουσία διοικούσε το μοναστήρι από το 1840. Μεταξύ των έργων του Σωφρονίου ήταν η επιμόρφωση αρκετών μοναχών, τους οποίους έστειλε σε σχολές στη Λευκωσία και εκτός Κύπρου. Ο ίδιος αύξησε το μετόχι του Αγίου Προκοπίου, κοντά στη Λευκωσία, κι έκτισε την εκκλησία του. Αγόρασε επίσης διάφορα κτήματα, ίδρυσε ηγουμενείο στη Λευκωσία, επέφερε μεταρρυθμίσεις στο κεντρικό μοναστήρι και βελτίωσε τα οικονομικά του.

 

Τον Σωφρόνιο, που πέθανε το 1890, διαδέχθηκε ο Γεράσιμος από τον Κάμπο της Τσακκίστρας, ο οποίος διηύθυνε το μοναστήρι μέχρι τον θάνατό του, το 1911. Τον διαδέχθηκε ο Κλεόπας, αργότερα μητροπολίτης Πάφου (1948-1951). Ο Κλεόπας παρέμεινε ηγούμενος μέχρι το 1931, οπότε καταγγέλθηκε για οικονομικές ατασθαλίες. Του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας από την Ιερά Σύνοδο, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει το δικαίωμα επεμβάσεως. Η αδελφότητα του μοναστηριού διχάστηκε και, εξαιτίας και της γενικότερης κρίσης που ακολούθησε την εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 (η Εκκλησία σύντομα παρέμεινε ακέφαλη) δεν εξελέγη νέος ηγούμενος παρά το 1948. Μέχρι τότε επταμελής επιτροπή διοικούσε το μοναστήρι. Κατά τους χρόνους της ηγουμενίας του Κλεόπα τα χρέη του μοναστηριού ανήλθαν στις 42.000 λίρες. Την κατάσταση ανέλαβε με επιτυχία να αντιμετωπίσει ο ηγούμενος Χρυσόστομος Κυκκώτης (1948-1979), που επί ημερών του, και εξαιτίας και των νέων συνθηκών που επέτρεψαν την αξιοποίηση της τεράστιας κτηματικής του περιουσίας, το μοναστήρι του Κύκκου έγινε το πλουσιότερο της Κύπρου.

 

Βλέπε λήμμα: Χρυσόστομος Κυκκώτης

 

Συμβολή στον αγώνα της ΕΟΚΑ

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του μοναστηριού (οικονομική και άλλη) κατά τη διάρκεια του τετραετούς ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59, οπότε επανειλημμένα κατέστη στόχος των Άγγλων στρατιωτών. Το μοναστήρι έκρυβε, βοηθούσε, εφοδίαζε κι ενίσχυε τους αντάρτες της ΕΟΚΑ, φιλοξένησε δε και τον αρχηγό του αγώνα Γεώργιο Γρίβα - Διγενή. Ο κυβερνήτης Χάρτιγκ, εξαιτίας της συμμετοχής του μοναστηριού στον αγώνα, το έκλεισε από τον Ιούνιο του 1956, παρέμεινε δε απρόσιτο στους επισκέπτες μέχρι και το τέλος του αγώνα, τον Μάρτιο του 1959. Στο μοναστήρι έδρευε μόνιμα αγγλικός στρατός κατά το διάστημα αυτό.

 

Μεταξύ των διαφόρων προσφορών του μοναστηριού, αναφέρουμε την ίδρυση της Ιερατικής Σχολής Απόστολος Βαρνάβας κοντά στη Λευκωσία, το 1950, και των δυο Γυμνασίων Κύκκου (αρρένων και θηλέων) σε παραπλήσιο χώρο, που κτίστηκαν το 1961 και το 1964.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια