Κυπριανός επίσκοπος

Οικονομική διαχείριση

Πολύπλευρη υπήρξε η εκκλησιαστική δράση του Κυπριανού, όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών της μητρόπολής του, την ποιμαντορική και εν γένει πνευματική του δραστηριότητα, και την κοινωνική του δράση. 

Οικονομική διαχείριση: Όταν ο Κυπριανός εξελέγη μητροπολίτης Κιτίου, τα οικονομικά της μητρόπολής του βρίσκονταν, από πολλά ήδη χρόνια, σε πολύ άσκημη κατάσταση. Η μητρόπολη Κιτίου είχε στη δικαιοδοσία της 168 χωριά των καζάδων Λάρνακας (48 χωριά), Λεμεσού (50), Κοιλανίου (45) και Επισκοπής (25). Τα εισοδήματά της το 1864, σύμφωνα με υπολογισμούς του Γάλλου προξένου Méricourt, ανέρχονταν στις 130.000 γρόσια. Το χρέος της μητρόπολης καθώς και το θέμα της οικονομικής διαχείρισης προκάλεσαν σοβαρότατες αντεγκλήσεις μεταξύ Χριστιανών της επαρχίας και του μητροπολίτη Κιτίου Μελετίου, ο οποίος την επόμενη χρονιά (1865) επαύθη από τον αρχιεπίσκοπο και περιορίστηκε στο Όμοδος, με το δικαίωμα να καρπούται ορισμένα κτήματα της μητρόπολης (το μοναστήρι Αρχαγγέλου, βλ. Ἀλήθεια, Ζ΄, 317, 28/12.3.1887). Οι αντεγκλήσεις συνεχίστηκαν και κατά τη σύντομη θητεία του επισκόπου Βαρθολομαίου, μετά την παραίτηση του οποίου εξελέγη ο Κυπριανός.

 

Το θρονικό χρέος του Κιτίου το 1868 ανερχόταν στις 220.000 χάλκινα γρόσια. Αυτό το χρέος οι αντιπρόσωποι - εκλέκτορες, που εξέλεξαν τον Κυπριανό, ανέλαβαν με συμφωνία που υπεγράφη ενώπιον του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, να το εξοφλήσουν με την πληρωμή για πέντε χρόνια των ετήσιων εισοδημάτων της μητρόπολης από την είσπραξη των «κανονικών» δικαιωμάτων, τα οποία ανέρχονταν στις 44.000 γρ. (44.000X5 έτη = 220.000 γρ.). Ταυτόχρονα, πιθανότατα για υλοποίηση της συμφωνίας αυτής, το Δεκέμβριο του 1869 συνεκλήθη από τον Κυπριανό συνέλευση εκκλησιαστικών αντιπροσώπων από την πόλη και επαρχία Λεμεσού και στις 8/20.3.1870 ανάλογη στη Λάρνακα. Στις συνελεύσεις αυτές ψηφίστηκε το ακόλουθο σχέδιο για την εξόφληση του θρονικού χρέους: α) Οι τρεις πόλεις της μητροπολιτικής περιφέρειας Κιτίου, δηλαδή η Λάρνακα, η Σκάλα και η Λεμεσός, να πληρώνουν για τρία χρόνια το ποσό των 20.000 γρ. το χρόνο, β) Οι εκκλησίες αυτών των πόλεων 7.500 γρ. επί τρία χρόνια, γ) Οι Χριστιανοί των χωριών τα λειτουργικά τους διπλά για τρία χρόνια, δ)  Όλες οι εκκλησίες να αρχίσουν να πληρώνουν τα κανονικά τους από τη χρονιά εκείνη και ε) να πουληθούν ορισμένα μοναστηριακά κτήματα (βλ. Κυπριακά Χρονικά, IB΄ [1936], σσ. 309-317).

 

Ως προς το τελευταίο, ο Κυπριανός, αφού εξασφάλισε συνοδική έγκριση, προέβη στην πώληση ορισμένων κτημάτων για την εξόφληση μερικών από τα πιο επείγοντα χρέη. Φαίνεται όμως ότι ως προς τα άλλα σημεία του σχεδίου η ανταπόκριση των Χριστιανών, οι οποίοι ταυτόχρονα βαρύνονταν από τις υπέρμετρες απαιτήσεις του τουρκικού φορολογικού συστήματος και των χρεών τους προς τους τοκογλύφους, υπήρξε περιορισμένη και ασυνεπής, γι' αυτό μόλις και μετά βίας πληρώνονταν οι τόκοι του χρέους, ενώ το συνολικό ύψος του, αντί να μειώνεται αυξανόνταν με την προσθήκη και νέων υποχρεώσεων, παρά τη σχετική βελτίωση, που επέφερε στα οικονομικά της μητρόπολης η διαχείριση του Κυπριανού. Όπως δήλωσε σε ομιλία του στη Λεμεσό το 1883 ο Κυπριανός, το μέσο ετήσιο εισόδημα της μητρόπολης Κιτίου για τα χρόνια 1862-1867, δηλαδή προτού αναλάβει ο ίδιος, ανερχόταν σε 36.850 γρ., ενώ ο μέσος όρος των πρώτων επτά χρόνων της διαχείρισής του ανερχόταν σε 51.627 γρόσια.

 

Μετά την αγγλική κατοχή η προνομιακή θέση της Κυπριακής Εκκλησίας διασαλεύθηκε σοβαρά — με ιδιαίτερα αισθητό αντίκτυπο και στα οικονομικά όχι μόνο του Κιτιακού θρόνου, αλλά και όλων των άλλων θρόνων, περισσότερο μάλιστα των άλλων θρόνων — από την απροθυμία των   Άγγλων να αναγνωρίζουν τα προνόμια των αρχιερέων και να τους παραχωρούν ζαπτιέδες για τη συγκέντρωση των εκκλησιαστικών δεκατιών και άλλων οφειλών, όπως συνέβαινε επί Τουρκοκρατίας. Επίσης από την περαιτέρω οικονομική εξασθένηση των Χριστιανών εξαιτίας της συνέχισης της βαριάς φορολογίας, της πιο συστηματικής συλλογής της, και της αύξησης των αγροτικών χρεών. Τέλος από την ευρύτερη διάδοση της άποψης μεταξύ των Χριστιανών, ότι η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία έπρεπε να τεθεί κάτω από ένα περισσότερο ορθολογιστικό διαχειριστικό σύστημα και έλεγχο, στον οποίο ο λαός θα είχε ευρύτερη εκπροσώπηση.

 

Οι αρχιερείς ζήτησαν επανειλημμένα από την αγγλική διοίκηση, από την πρώτη κιόλας χρονιά της Αγγλοκρατίας, να ρυθμίσει τη νομική υπόσταση της Εκκλησίας της Κύπρου. Οι   Άγγλοι όμως, οι οποίοι από τη μια βασίζονταν στα δικά τους διοικητικά θέσμια ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, που διέφεραν ριζικά από τα σχετικά οθωμανικά, παρόλο ότι ισχυρίζονταν ότι συνέχιζαν να εφαρμόζουν τους οθωμανικούς νόμους, και από την άλλη διαπνέονταν από αντικληρικό πνεύμα, το οποίο ενίσχυε η διαπίστωσή τους ότι ο εθνικός ρόλος που διαδραμάτιζαν ορισμένοι αρχιερείς και κυρίως ο επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός (βλ. παρακάτω εθνική δράση Κυπριανού) προκαλούσε πολλές δυσχέρειες στη διοίκησή τους, δεν βιάζονταν να λύσουν το θέμα αυτό. Με ευχαρίστηση έβλεπαν την προϊούσα οικονομική, και κατ’ επέκταση και πολιτική - εθνική εξασθένηση των μητροπόλεων και τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους   Έλληνες της Κύπρου για τη σωστή διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

Η διαμάχη αυτή, που είναι γνωστή και σαν εκκλησιαστικό ζήτημα, οδήγησε σε αρκετές αντεγκλήσεις και απετέλεσε το 1883 κατά τις εκλογές αντιπροσώπων για το νέο Νομοθετικό Συμβούλιο, θέμα συζητήσεων και επικρίσεων κατά του Κυπριανού από μια μερίδα που τον αντιπολιτευόταν. Ο Κυπριανός κατά τις εκλογές εκείνες είχε υποβάλει υποψηφιότητα σε δυο εκλογικά διαμερίσματα, της Λάρνακας - Αμμοχώστου και της Λεμεσού -Πάφου. Μετά την πανηγυρική εκλογή του και στα δυο διαμερίσματα, απηύθυνε ανοικτή επιστολή προς τον λαό στις 11/23 Ιουνίου 1883, με την οποία ευχαριστούσε τους εκλογείς του και ανάμεσα σ’ άλλα θέματα, που αφορούσαν τις απόψεις του για την ως τότε στάση του έναντι της αγγλικής διοίκησης (βλ. παρακάτω), αναφέρθηκε και στο εκκλησιαστικό ζήτημα. Ο Κυπριανός στην επιστολή του αυτή δήλωνε ότι ήταν θερμότατος οπαδός της μεταρρύθμισης του συστήματος διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας από μια συντακτική συνέλευση που θα απαρτιζόταν από αντιπροσώπους του λαού και του κλήρου και όχι από το Νομοθετικό Συμβούλιο. Το Νομοθετικό Συμβούλιο, το οποίο απαρτιζόταν από Έλληνες, Άγγλους και Τούρκους, μπορούσε μόνο να εγκρίνει ή απορρίψει τον κανονισμό, τον οποίο ο χριστιανικός λαός θα έκαμνε μαζί με τους ιεράρχες του. Ο Κυπριανός δήλωνε επίσης ότι, όταν θα γινόταν αυτή η μεταρρύθμιση και τα οικονομικά της μητρόπολης θα ανετίθεντο σε άλλους, θα ήταν έτοιμος να δώσει λογαριασμό για το πώς χρησιμοποίησε τα εισοδήματα της μητρόπολης.

 

Λίγο αργότερα ο Κυπριανός σε ομιλία του στη Λεμεσό, πιθανότατα στη λέσχη «Ισότης», αναφέρθηκε αναλυτικά ξανά στο εκκλησιαστικό ζήτημα. Πρώτα έδωσε τη δική του ερμηνεία για τη δημιουργία του ζητήματος αυτού από την εποχή της εγκαθίδρυσης της αγγλικής διοίκησης. Σαν αίτια καθόρισε τα εξής: α) Την προκατάληψη των πρώτων διοικητικών οργάνων της αγγλικής διοίκησης εναντίον των ηγετών των Ελλήνων και των πνευματικών τους αρχηγών. β) Την τάση προς την αυθαιρεσία κάθε δεσποτικής διακυβέρνησης, που κατά την αρχή της Αγγλοκρατίας εκδηλώθηκε με την τάση «νά ἐκμηδενίσουν πᾶσαν ἐπιτόπιον ἐπιρροήν, νά κουντουρέψουν (βραχύνουν) πάντα ἐξέχοντα στάχυν ἐν τῷ νέῳ ἀγρῷ, ὅν ἐξεμίσθωσαν» (Φ. Ζαννέτου, Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου, τόμ. Β΄, Λάρνακα, 1911, σ. 381). γ) Το ότι οι αρχιερείς δεν χώρισαν τα συμφέροντά τους από το λαό και αναμειγνύονταν στις σχέσεις διοίκησης και λαού. Αν δεν τηρούσαν αυτή τη στάση, η αγγλική διοίκηση, υποστήριξε ο Κυπριανός, δεν θα έπαιρνε εχθρική θέση εναντίον της Κυπριακής Εκκλησίας και θα συνέχιζε να παραχωρεί ζαπτιέδες. Σταμάτησε να τους παραχωρεί μόνο μετά τη σύγκρουση που είχε μαζί του. Άνθρωποι της αγγλικής διοίκησης εξωθούσαν τους χωρικούς να μη πληρώνουν τις συνήθεις εισφορές τους για συντήρηση των μητροπόλεων «διότι ἐγνώριζον, ὃτι διά τῆς πείνης τιθασεύονται καί τά πλέον θυμοειδῆ θηρία» (Φ. Ζαννέτος, μν. έ. σ. 382). Στη συνέχεια ο Κυπριανός εισηγήθηκε σε κάθε μητροπολιτική περιφέρεια αντιπρόσωποι να εξακριβώσουν τα εισοδήματα και τις δαπάνες, να καθορίσουν τις αναγκαίες δαπάνες συντήρησης κάθε μητρόπολης, να αποφασίσουν για τη διάθεση τυχόν περισσευμάτων και να ρυθμίσουν το σύστημα διαχείρισης.

 

Τελειώνοντας την ομιλία του ο Κυπριανός συνέστησε την περιφρούρηση και ενίσχυση της «ἐθνικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς» ενώ η νήσος βρισκόταν κάτω από ξένη κυριαρχία. Κάθε Κύπριος έπρεπε να το αντιληφθεί αυτό από τη συμπεριφορά κατά τα πέντε τελευταία χρόνια «τῶν ἱκανοτάτων εἰς διαιώνισιν τῆς ἐξουσίας αὐτῶν ἐπί ξένων λαῶν ἀρχόντων μας».

 

Με την ομιλία του εκείνη ο Κυπριανός έδειξε πόσο ξεκάθαρη και ορθή αντίληψη είχε σχηματίσει για τους σκοπούς και τις μεθόδους της νέας διοίκησης του νησιού και ότι οι προθέσεις του για βελτίωση της θέσης της Κυπριακής Εκκλησίας δεν κινούνταν από οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον, αλλά από την επιθυμία του να την ανορθώσει, για να μπορέσει να διαδραματίσει ένα πιο αποτελεσματικό εθνικό και κοινωνικό ρόλο.

 

Τα οικονομικά του θρόνου του Κιτίου, παρά τις προσπάθειες του Κυπριανού, δεν βελτιώθηκαν αισθητά και εξ αιτίας του υφισταμένου αναχρονιστικού συστήματος διαχείρισης, το οποίο έπρεπε να μεταρρυθμισθεί, και εξ αιτίας αντικειμενικών δυσκολιών που προϋπήρχαν, αλλά και δημιουργήθηκαν με τη νέα τάξη πραγμάτων που προκάλεσε η αγγλική κατοχή.