Κυπριανός επίσκοπος

Πολιτική δράση

Με την άνοδο τον Απρίλιο του 1880 των φιλελευθέρων στην εξουσία, που πανηγυρίστηκε στην Κύπρο, δόθηκε οριστικά τέλος στην εφαρμογή της πολιτικής του Disraeli στη Μέση Ανατολή, και στην Κύπρο εισήχθησαν αρκετές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη διοίκηση, την εκπαίδευση, την απονομή της δικαιοσύνης, και τη συμμετοχή του λαού στη διοίκηση μέσω εκλελεγμένων αντιπροσώπων του στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Σε όλη την κίνηση, που μεσολάβησε από το 1879 μέχρι το 1882, οπότε ολοκληρώθηκε η εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων των φιλελευθέρων, ο Κυπριανός, σε συνεργασία με τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο και τους άλλους αρχιερείς και παράγοντες, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αποτέλεσμα αυτής του της δράσης ήταν και η εκλογή του σαν βουλευτή στο Νομοθετικό Συμβούλιο κατά τις εκλογές του 1883. Εκεί, παρά την περιορισμένη δικαιοδοσία που είχε το σώμα αυτό, ο Κυπριανός ανέπτυξε ένα πολύ δραστήριο ρόλο που άνοιγε το δρόμο για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις του κυπριακού λαού. Συνεργάστηκε με καλή διάθεση με όλα τα μέλη του Συμβουλίου, Έλληνες, Τούρκους και Άγγλους, για την προώθηση νομοθεσίας που απέβλεπε στη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Με την ενημέρωση, που τον διέκρινε, πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, που την ενίσχυε τόσο η προσωπική του γνωριμία με όλες τις τάξεις του λαού, όσο και η μελέτη του των εξελίξεων που σημειώνονταν στην Ελλάδα, στην Κρήτη και σ' άλλες περιοχές, ήταν σε θέση να προτείνει μέτρα, να αντικρούει απόψεις που του φαίνονταν λανθασμένες ή ασύμφορες για τα συμφέροντα του λαού, να εισάγει νομοσχέδια και να εξασκεί ένα πραγματικά ηγετικό ρόλο πάνω στα ανεπίσημα, δηλαδή τα εκλελεγμένα μέλη, Έλληνες και Τούρκους. Κατάφερε μάλιστα να αναπτύξει τέτοια συνεργασία στα περισσότερα θέματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων βουλευτών, ώστε να φέρει τα επίσημα μέλη (που ήσαν 6) σε μειονεκτική θέση, επειδή δεν είχαν δεδομένη την πλειοψηφία στο Συμβούλιο, όπως υπολόγιζαν, όταν εισαγόταν ο θεσμός της λειτουργίας του Νομοθετικού Συμβουλίου.

 

Από τα θέματα, στα οποία υπήρξε ευκολότερη η συνεργασία ανάμεσα σ’ όλες τις πλευρές του συμβουλίου, ήταν το θέμα της βελτίωσης του συστήματος της είσπραξης της δεκάτης πάνω σε διάφορα προϊόντα (σιτηρά, βαμβάκι, λινάρι, φρούτα κ.α.), για το οποίο σταδιακά έγιναν αρκετές τροποποιήσεις. Άλλα θέματα στα οποία δεν υπήρχε πολλή διαφορά απόψεων ήταν η απόφαση για την κατασκευή δρόμων με κοινή δαπάνη εκ μέρους των κατοίκων και εκ μέρους της κυβέρνησης στην περιοχή των κρασοχωριών Λεμεσού, καθώς και η ψήφιση νόμων για τον περιορισμό του εγκλήματος, και για το διορισμό αγροφυλάκων το 1885.

 

Σε ορισμένα άλλα θέματα η προσπάθεια του Κυπριανού και των εκλελεγμένων μελών βρήκε τη σταθερή αντίθεση των κυβερνητικών μελών, της αγγλικής διοίκησης και της αγγλικής κυβέρνησης. Βασικότερο από τα θέματα αυτά ήταν η συζήτηση του προϋπολογισμού και η προσπάθεια των Κυπρίων να περικόψουν τους μισθούς των Άγγλων υπαλλήλων, οι οποίοι με τα κυπριακά δεδομένα, ήσαν υπερβολικά ψηλοί, να αυξήσουν τις θέσεις για απασχόληση Κυπρίων υπαλλήλων, και να εξασφαλίσουν περισσότερα χρήματα, τα οποία να δοθούν στην παιδεία και στην εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας.

 

Η δράση του Κυπριανού κατά τη διάρκεια της πρώτης συνόδου του Νομοθετικού Συμβουλίου υπήρξε απόλυτα επιτυχής και προμήνυε μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. Ο λαός εκτιμώντας την ως τότε προσφορά του τον επανεξέλεξε στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1886, ο απροσδόκητος όμως θάνατός του στις 25 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ανέκοψε πρόωρα την τόσο πολλά υποσχόμενη πολιτική του πορεία.

 

Τον Κυπριανό θρήνησε όλος ο Ελληνισμός της Κύπρου, ακόμη δε και Τούρκοι κάτοικοι της Κύπρου, που είχαν ευεργετηθεί απ' αυτόν. Η κηδεία του έγινε στη Λεμεσό με κάθε επισημότητα και σ' αυτήν παρέστησαν και πολλοί Άγγλοι ανώτεροι υπάλληλοι. Οι σημαίες στα κτίρια της διοίκησης αναρτήθηκαν μεσίστιες.

 

Ένας επιστολογράφος της Ἀλήθειας (αρ. 309-310, 15 και 22.1.1887, έ.ν.) με τα αρχικά Ι.Κ., που κατά πάσαν πιθανότητα ήταν ο Ιωάννης Κυριακίδης, δικηγόρος και πολιτευτής, ο μετέπειτα γνωστός ως «λευκός πολιτευτής», ευρισκόμενος στο Λονδίνο έγραψε για τον Κυπριανό ανάμεσα σ' άλλα και τα εξής: Εἰς ποίαν γωνίαν τοῦ  ἑλληνισμοῦ εἴτε τοῦ  ἐλευθέρου εἴτε τοῦ  ὑποδούλου ἐπυργίσθη τοιοῦτος ρασοφόρος πολιτευτής μετά τοσαύτης τόλμης καί αὐταπαρνήσεως, μετά τοσαύτης δεξιότητος καί ἐπιτυχίας διεξαγαγών τόν ἐθνικόν ἀγῶνα ὑπό τήν γενικωτέραν ἔποψιν καί τάς ἑλληνεστέρας ἀξιώσεις... Ὁ Ρήγας οὗτος τῆς δούλης πατρίδος του ἔσπειρεν ἀφθόνως, ἀλλά τίς ἐγγυᾶται ἡμῖν ὅτι θά θερίσωμεν, ὅταν ἔτι δέν ὠρίμασαν οἱ στάχυς καί ὁ λίψ ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμήν ἀπειλῇ πάντοτε νά ματαιώσῃ τήν συγκομιδήν;

 

Οι Κύπριοι θρηνούσαν τον Κυπριανό σαν τόν πατέρα καί προστάτην τῶν ἀδικουμένων, σαν τή μάνα τῆς φτωχολογιᾶς, σαν τη λαϊκώτερη τῆς Νήσου προσωπικότητα, σαν τόν μοναδικό ποιμένα, του οποίου ο αδόκητος θάνατος άφηνε ένα δυσαναπλήρωτο κενό, την ώρα που η πατρίδα τον χρειαζόταν και η Ιστορία τον κατέτασσεν ήδη ανάμεσα στους μεγάλους πρωταγωνιστές της. Όπως είπε ο φίλος του Α.Κ. Παλαιολόγος στον επικήδειό του, ο Κυπριανός ἦτο ἐξ ἐκείνων, ὧν ἑκάστη ἡμέρᾳ τῆς ζωῆς ἐγχαράττει ὁλόκληρον σελίδα τῆς ἐθνικῆς ἱστορίας, ὁ δέ βίος αὐτῶν συγκεφαλαιοῖ πᾶσαν τήν σύγχρονον τοῦ τόπου ἱστορίαν. (Ἀλήθεια, αρ. 305, 6/18.12.1886).