Λευκωσίας προάστια

Στρόβολος

Image

Ο Στρόβολος βρίσκεται περί τα 3 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας. Ο Στρόβολος, που συγκαταλέγεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας, καταλαμβάνει διοικητική έκταση 25 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων.   Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος δήμος της Κύπρου μετά το δήμο Λεμεσού.

 

Ο πυρήνας  του  παλαιού  χωριού είναι  κτισμένος  σε μέσο υψόμετρο 175 μέτρων. Στη  διοικητική του  έκταση ρέει ο  ποταμός Πηδιάς ή Πηδκιάς (Πεδιαίος), ο μεγαλύτερος ποταμός της Κύπρου, μήκους 98 χιλιομέτρων. Ο Πηδιάς με τα εύφορα προσχωσιγενή εδάφη που δημιούργησε στην περιοχή και τα άφθονα υπόγεια νερά τα οποία εμπλουτίζει, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην όλη ανάπτυξη του προαστίου από τα Μεσαιωνικά μέχρι τα πρόσφατα χρόνια.    

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη  διοικητική του  έκταση κυριαρχούν οι πρόσφατες  αλλουβιακές  αποθέσεις  της  Ολόκαινης  γεωλογικής περιόδου και  σε μικρότερη  έκταση οι αποθέσεις  των  σχηματισμών Λευκωσίας(ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες) και Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν κυρίως προσχωσιγενή εδάφη και ερυθρογαίες.   

Η πλεονεκτική  γεωγραφική θέση του  χωριού, σε μικρή  απόσταση από  το αστικό κέντρο της  Λευκωσίας, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αξιόλογη γεωργική, κτηνοτροφική, βιομηχανική και οικιστική του ανάπτυξη.

   

Ο Στρόβολος  δέχεται  μια  μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 325 χιλιοστόμετρα. Πριν από την αλματώδη ανάπτυξη του προαστίου, τις τελευταίες δεκαετίες, στην περιοχή  του  εκαλλιεργείτο  μια  μεγάλη ποικιλία μονίμων  και  εποχιακών καλλιεργειών που περιλάμβαναν αμπέλια, εσπεριδοειδή, φρουτόδεντρα (κυρίως μηλιές, συκιές, ροδακινιές, χρυσομηλιές και δαμασκηνιές), ελιές, λίγες χαρουπιές, λαχανικά, σιτηρά (σιτάρι και κριθάρι), νομευτικά φυτά, και όσπρια (κυρίως κουκιά και λουβιά). Μια σημαντική έκταση του Στροβόλου αρδευόταν από γεωτρήσεις και πηγές καθώς και από τη χρησιμοποίηση των νερών του Πηδιά.    

 

Αρκετά  ανεπτυγμένη  ήταν  και  η  κτηνοτροφία  του  Στροβόλου, στην έκταση του  οποίου δημιουργήθηκε κτηνοτροφική περιοχή. 

 

Η σημαντικότερη  οικονομική δραστηριότητα  του  προαστίου  είναι  η  βιομηχανική. Ο Στρόβολος  είναι  σήμερα το δεύτερο  μεγαλύτερο βιομηχανικό  κέντρο της  επαρχίας του  μετά την  πόλη της  Λευκωσίας. Σε αντικατάσταση της βιομηχανικής περιοχής Μιας Μηλιάς, που κατελήφθη το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, δημιουργήθηκε νέα βιομηχανική περιοχή στον Στρόβολο σε έκταση 36 εκταρίων. Κατασκευάστηκαν εσωτερικοί δρόμοι και δρόμος προσπελάσεως, εγκαταστάθηκαν νερό, ηλεκτρικό ρεύμα και τηλέφωνα, κτίστηκαν 4 πρότυπα κυβερνητικά εργοστασιακά κτίρια, και δημιουργήθηκαν 73 βιομηχανικά γήπεδα τα οποία ενοικιάστηκαν σε ενδιαφερόμενους βιομηχάνους. Η βιομηχανική περιοχή λειτουργεί από το 1976. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι τα είδη διατροφής, ποτών, υφαντών, ραπτικής ενδυμάτων, επεξεργασίας δερμάτων και γουναρικών, υποδημάτων, ξύλου και φελλού, επίπλων, χάρτη και εκτυπώσεων, βιομηχανίες χημικών ειδών, προϊόντων από ελαστικό, μη μεταλλικών ορυκτών, προϊόντων μετάλλου, ηλεκτρικών και μη ηλεκτρικών συσκευών και μηχανών, κατασκευής μεταφορικών μέσων, υπηρεσίες επιδιορθώσεως κ.α. Οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες βρίσκονται συγκεντρωμένες στη βιομηχανική περιοχή, ενώ εργαστήρια είναι χωροθετημένα σε αρκετά σημεία του προαστίου, ανεξάρτητα αν η περιοχή αποτελεί χώρο κατοικίας ή όχι.

 

Άλλοι σημαντικοί τομείς απασχόλησης  στον Στρόβολο είναι  η παροχή υπηρεσιών, οι κατασκευές, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και επικοινωνίες, οι ασφάλειες, η χρηματοδότηση, οι εμπορικές και κτηματομεσιτικές υπηρεσίες κ.α. Ο τομέας των υπηρεσιών έρχεται δεύτερος σε σπουδαιότητα από απόψεως εργοδοτήσεως, μετά τη βιομηχανία, ενώ ο τομέας των κατασκευών τρίτος. Ακολουθεί ο τομέας του εμπορίου. Αναφορικά με τον τομέα αυτό παρατηρήθηκε μια γενική τάση για ανέγερση καταστημάτων οπουδήποτε και ιδιαίτερα κατά μήκος των βασικών αξόνων δραστηριότητας, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πολλά προβλήματα, ιδιαίτερα κυκλοφοριακά, από τη συνεχή στάθμευση αυτοκινήτων για φορτοεκφορτώσεις και ψώνια.   

 

Ο Στρόβολος  εξυπηρετείται  μ' ένα  πολύ καλό συγκοινωνιακό  δίκτυο. Στα  βόρεια συνδέεται  με το προάστιο της  Έγκωμης (περί τα 2 χμ.), στα  βορειοανατολικά  με την  πρωτεύουσα, στα  ανατολικά με το προάστιο της Αγλαντζιάς (περί τα 5 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με τη Λακατάμια (περί τα 5 χμ.).   

 

Η μικρή  απόσταση του  προαστίου  από  το μεγάλο αστικό κέντρο της  Λευκωσίαςσυνέβαλε στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη, που υπήρξε αλματώδης, ιδίως από το 1931 και μετά.   

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα  στοιχεία, οι πλήρεις  απογραφές  πληθυσμού  έχουν  ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 590 
1891 689 
1901 834 
1911 1.036 
1921 1.314 
1931 1.693 
1946 3.252 (3.156 Ελληνοκύπριοι, 58 Τουρκοκύπριοι και 38 άλλων εθνικοτήτων) 
1960 7.554 (7.390 Ελληνοκύπριοι, 76 Τουρκοκύπριοι και 88 άλλων εθνικοτήτων) 
1973 18.572 (18.246 Ελληνοκύπριοι και 326 άλλων εθνικοτήτων) 
1976 30.421 
1982 42.964 
1992 51.499 
2001 58.525 
2011 67.904
2011 71.123

 

Σήμερα (2009) υπολογίζεται ότι ο Στρόβολος έχει πληθυσμό πέριξ των 70.000. Οι  πληθυσμιακές αυξήσεις μετά το 1974 οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή του Στροβόλου δημιουργήθηκαν 4 κυβερνητικοί οικισμοί στέγασης προσφύγων: Οι Κόκκινες, οι Άσπρες, ο Στρόβολος II, και ο Στρόβολος III.   

 

Ο Στρόβολος  διαχωρίζεται σε έξι  ενορίες: την Χρυσελεούσα, τον  Άγιο Δημήτριο, τον  Απόστολο Βαρνάβα  και  Άγιο Μακάριο, τον  Άγιο Βασίλειο, τον  Εθνομάρτυρα Κυπριανό και τον Σταυρό.   

 

Ο Στρόβολος  αναπτύχθηκε  αρχικά γύρω από  την  εκκλησία της  Παναγίας Χρυσελεούσης. Από  εδώ  άρχισε να εξαπλώνεται  πρώτα  στην ανατολική  όχθη του  ποταμού  Πηδιά  και  κατά μήκος  των  κύριων δρόμων, για  να επεκταθεί  αργότερα και  σ' άλλες περιοχές. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου η επέκταση του οικισμού υπήρξε αλματώδης λόγω της αστυφιλίας, επειδή στον Στρόβολο εγκαταστάθηκαν πολλές οικογένειες από την ύπαιθρο που εργοδοτούνταν στην πρωτεύουσα. Η ανάπτυξη του προαστίου εντάθηκε ακόμη περισσότερο μετά την τουρκική εισβολή του 1974 με την εγκατάσταση στην περιοχή του χιλιάδων Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Σήμερα η οικιστική περιοχή του προαστίου καλύπτει μια πολύ μεγάλη έκταση, η οποία περιλαμβάνει στα βόρεια το μεγαλύτερο τμήμα της ενορίας Ακροπόλεως, ενώ στα ανατολικά εκτείνεται μέχρι τη λεωφόρο Λεμεσού που το διαχωρίζει από το προάστιο της Αγλαντζιάς. Στα δυτικά συνορεύει με το προάστιο της Έγκωμης και εκτείνεται και πιο πέρα μέχρι την περιοχή Αρχάγγελος όπου συνορεύει με τη Λακατάμια. Μέρος της περιοχής Αρχαγγέλου εμπίπτει στα δημοτικά όρια του Στροβόλου. Στα νότια η οικιστική περιοχή του Στροβόλου εκτείνεται μέχρι τις περιοχές των τεσσάρων κυβερνητικών προσφυγικών οικισμών.   

 

Με  την  ίδια ονομασία, Στρόβολος  ή  και  Στρόβιλος, το χωριό  υφίστατο από  τα Μεσαιωνικά χρόνια, σε παλαιούς δε χάρτες (όπως του  Α. Ortelius, 1573) βρίσκεται  σημειωμένο ως Strevilo. Εξάλλου  το χωριό  μνημονεύει επανειλημμένα  ο  μεσαιωνικός  χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, ως βασιλικό φέουδο στο οποίο βρισκόταν κτισμένο εξοχικό παλάτι των Λουζινιανών, ιδιαίτερα αγαπητό στον βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Β' (1285-1324):    

 

Ὁ ρήγας ἐξέβηκεν καί  ἐπῆγεν εἰς τόν Στρόβιλον, καί  ἐπαρδιάβαζεν μέ τά φαρκονία του....   

 

Τα  φαρκονία είναι τα κυνηγετικά γεράκια [Falco eleonorae] που χρησιμοποιούσαν εκτεταμένα στα κυνήγια τους οι βασιλείς και οι ευγενείς του Μεσαίωνα. Συνεπώς ο βασιλιάς Ερρίκος μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε στον Στρόβολο εκτροφείο τέτοιων γερακιών, όπου πήγαινε και επαρδιάβαζεν [=περνούσε την ώρα του] μαζί τους, εκπαιδεύοντάς τα.   

 

Και λίγο πιο κάτω, διηγούμενος τη διαμάχη  του  βασιλιά  Ερρίκου  Β' με τον  αδελφό του  Αμωρύ, ο  Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ότι  ο  βασιλιάς είχε ειδοποιηθεί  για  τη συνωμοσία  που  ετοίμαζε εναντίον του ο αδελφός του, ενώ βρισκόταν στον Στρόβολο:   

 

...Καί    τινάς ὅπου ἀγάπαν τόν ρήγαν ἔμαθέν το καί  'μήνυσέν το τοῦ ρηγός εἰς τόν Στρόβιλον...   

 

Φαίνεται, συνεπώς, ότι  ο  βασιλιάς Ερρίκος  προτιμούσε να περνά  πολύ από  τον  καιρό  του  στον Στρόβολο. Εδώ, εξάλλου, είχε περάσει και τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, και στον Στρόβολο είχε πεθάνει την τελευταία μέρα του Μαρτίου του 1324. Γράφει ο Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 63): ...Καί ἀφέντεψεν  [ο βασιλιάς Ερρίκος Β'], ἀφ' ὅν ἐστέφθην ὡς που καί ἐπέθανεν, λθ' χρόνους καί δ' μῆνες [= 39 χρόνια και 4 μήνες] καί κδ' ἡμέρες [=και 24 μέρες], καί ἐπέθανεν ἡμέρα πέμπτη τήν ὕστερη μαρτίου ,ατκδ' [= 1324] Χριστοῦ εἰς τόν Στρόβιλον καί τήν παρασκευγήν τῇ θ' ἀπριλλίου ἐφέραν τον ἀπέ τόν Στρόβιλον εἰς τήν Λευκωσίαν καί ἐθάψαν τον εἰς τόν Σάν Τομένικον [=Άγιο Δομίνικο].   

 

Ο Λεόντιος Μαχαιράς επίσης, διηγούμενος  γεγονότα γύρω από  τη μεγάλη επιδημία του 1392-1393 που  αποδεκάτισε  τον λαό, επί  ημερών του  βασιλιά  Ιακώβου  Α', αναφέρει μεγάλη λιτανεία που  οργάνωσε ο  Λατίνος  αρχιεπίσκοπος Λευκωσίαςαπό την πρωτεύουσα μέχρι τον Στρόβολο, όπου η πομπή συνάντησε τη βασιλική οικογένεια που επέστρεφε από το μοναστήρι του Μαχαιρά:   

 

...Καί  ἐμηνῦσαν τοῦ  ἐπισκόπου καί ἐποῖκεν μεγάλην λιτανείαν καί ἐπῆγαν κατά πρόσωπα τοῦ ρηγός ὡς τόν Στρόβιλον....   

 

Αξίζει  να υπογραμμισθεί  το γεγονός  ότι  ο  Λεόντιος Μαχαιράς (15ος αιώνας) χρησιμοποιεί τον  τύπο Στρόβιλος  που  εχρησιμοποιείτο  μέχρι  τον 19ο  αιώνα  σε εκκλησιαστικά  και  άλλα έγγραφα  και  που  χρησιμοποιείται  ακόμη  και  σήμερα από  μερικούς κατοίκους  του  προαστίου. Τον ίδιο τύπο (Strovilo) χρησιμοποίησε και ο Amadi. Αλλά αναφέρεται και πόλη της Μικράς Ασίας κατά τα Βυζαντινά χρόνια με την ονομασία Στρόβιλος. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή ήταν η αρχική ονομασία του χωριού, που προήλθε από ένα είδος πεύκου που ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες στρόβιλος (ο) και που το αναφέρει ο Διοσκουρίδης. Ο Π. Γεννάδιος (Λεξικόν Φυτολογικόν, Β', 1959, σσ. 722 και 726-7) δίνει την πληροφορία ότι στρόβιλος ή και στροβίλιν (το) ονομαζόταν ο καρπός του πεύκου, στην κυπριακή μάππουρος, ενώ η ήμερος πεύκη (Pinus pinea) ονομαζόταν και στροφιλιά (η), απ' όπου και ο οικισμός Στροφίλι της Αττικής. Επιπλέον, ο Διοσκουρίδης αναφέρει και τον στροβιλίτην οίνον που παρασκευαζόταν με χρήση ρητίνης των κώνων του πεύκου. Ο Αθήναιος, τέλος, χρησιμοποιεί τη λέξη στροβιλεών (ο), που υποδήλωνε τον χώρο όπου εφύοντο πεύκα.   

Θα  πρέπει, συνεπώς, να θεωρήσουμε ότι  πιθανώς από  εδώ  προήλθε  και  η  ονομασία του  Στροβόλου, πράγμα που  σημαίνει ότι  στην περιοχή  του  εφύοντο  πεύκα  κατά την  Αρχαιότητα, και ότι το ίδιο το χωριό ήταν πολύ παλαιότερο της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Υπάρχει ωστόσο και η θεωρία ότι η ονομασία του προήλθε από το ότι σχηματίζονται στην περιοχή ανεμοστρόβιλοι μερικές φορές.

   

Την ονομασία Στρόβιλος  χρησιμοποιεί και  ο  ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος  αιώνας), γράφοντας ακριβώς Strovilo. Ο Φλώριος αναφέρει τον Στρόβολο επανειλημμένα σε σχέση προς τον βασιλιά Ερρίκο Β΄ και τον θάνατό του στο εξοχικό του στον Στρόβολο το 1324, δίνοντας παρόμοιες πληροφορίες με τον Λεόντιο Μαχαιρά. Πρόσθετα, δίνει και την ακόλουθη πληροφορία: Κατά την αναδιανομή των φέουδων στην οποία είχε προβεί ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στον θρόνο το 1460, ο Στρόβολος παραχωρήθηκε σε δύο άτομα. Στον αξιωματούχο Δημήτριο ντε Κορόν*, γνωστό και από την οικοδόμηση του ναού της Παναγίας Ποδύθου στη Γαλάτα, και στον αξιωματούχο Ντιέγκο ντε Βιττόρια. Η παραχώρηση του Στροβόλου σε δύο άτομα θα πρέπει να είχε γίνει με το καθεστώς του duario (συνιδιοκτησία).   

 

Ο αρχιμανδρίτης  Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική, 1788, σσ. 143,149,157) χρησιμοποιεί τον τύπο Στρόβολος και λέγει μεταξύ άλλων ότι είχε κήπους και νερά κι ότι στο εκεί βασιλικό παλάτι προτίμησε να ζήσει και ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ' (1324-1359) όταν απεσύρθη από την εξουσία και παραιτήθηκε του θρόνου υπέρ του γιου του Πέτρου Α' (1359-1369). Κατά τον Κυπριανό, στον Στρόβολο ο Ούγος Δ' έκτισε μίαν ἐκκλησίαν καί  ἐτίμησεν ἡγουμενίαν μέ φράτορας, εἰς ἥν καί συναυλίζετο πάντοτε.   

 

Σύμφωνα προς μια  άποψη (που  δεν  αποδεικνύεται), το βασιλικό παλάτι των Λουζινιανών στον Στρόβολο βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού, εκεί όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας Χρυσελεούσης που αναφέρεται ότι την είχε κτίσει ο εθνομάρτυρας αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός* (1810-1821). Ο R. Gunnis εν τούτοις θεωρεί ότι ο Κυπριανός φαίνεται να είχε μάλλον ανοικοδομήσει παλαιότερη εκκλησία των Βυζαντινών χρόνων, της οποίας διατηρήθηκαν η κόγχη και ο θόλος (βλέπε και πιο κάτω).    

 

Ο αρχιεπίσκοπος  Κυπριανός  θεωρείται  ότι  κατάγεται  από  τον  Στρόβολο, το δε προάστιο τον  έχει τιμήσει με προτομή και στήλη και δίνοντας το όνομά του στην κεντρική λεωφόρο. Δεν είναι όμως γνωστό εάν ο Κυπριανός είχε γεννηθεί στον Στρόβολο (απ' όπου καταγόταν ο πατέρας του Γεώργιος) ή στο χωριό Καμπιά (απ' όπου καταγόταν η μητέρα του Μαρία ή Μαριού). Συνδέθηκε όμως στενά με τον Στρόβολο και εξ αιτίας του γεγονότος ότι στον Στρόβολο υφίστατο μετόχι του μοναστηριού της Παναγίας Μαχαιρά˙ στο μετόχι αυτό έζησε για λίγα χρόνια από το 1769 και εξής, εργαζόμενος σ' αυτό και παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα στη Λευκωσία. Αλλά και όταν επέστρεψε από τις σπουδές και τη διαμονή του στη Μολδοβλαχία, το 1802, ανέλαβε τη διεύθυνση του μετοχίου του Μαχαιρά στον Στρόβολο όπου ζούσαν, εξ άλλου, και αρκετοί συγγενείς του.   

 

Ο Κυπριανός  ευεργέτησε τον  Στρόβολο με διάφορα έργα, και πρώτα απ' όλα την ανοικοδόμηση της εκκλησίας της Παναγίας Χρυσελεούσης˙ η ανοικοδόμηση έγινε μεταξύ 1810 και 1817 (όταν δηλαδή ο Κυπριανός είχε γίνει αρχιεπίσκοπος), όπως προκύπτει από επιγραφές στην εκκλησία και από αναφορές στον κώδικά της. Επίσης, με δική του δαπάνη, διοχέτευσε στον Στρόβολο πόσιμο νερό που ονομάστηκε από τους κατοίκους νερόν του δεσπότη. Αναφέρεται ακόμη ότι ο Κυπριανός ίδρυσε και σχολείο στον Στρόβολο, που για χρόνια ενισχυόταν οικονομικά και από το μοναστήρι του Μαχαιρά.   

 

Το  μετόχι του  μοναστηριού  στον Στρόβολο εκτεινόταν από  την  εκκλησία της  Παναγίας Χρυσελεούσης και  προς τα νότια, περιελάμβανε δε επτά σπίτια (γνωστά μέχρι  σήμερα ως σπίδκια τους παπάδες) και πολλά χωράφια. Μετά τα τραγικά γεγονότα του Ιουλίου του 1821, και την εκτέλεση και του ιδίου του Κυπριανού, το μετόχι του Στροβόλου δημεύθηκε από τους Τούρκους, εκτός από την εκκλησία της Παναγίας Χρυσελεούσης.   

 

Στον  αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, και  τον συγγενή  του  Χατζησάββαν, οφείλεται  και  η  οικοδόμηση της  μικρής εκκλησίας  του Αγίου Γεωργίου, όχι μακριά από εκείνην της Χρυσελεούσης, που φαίνεται ότι επίσης κτίσθηκε σε ερείπια παλαιότερου ναού. Σχετική κτιτορική επιγραφή του 1817 σώζεται πάνω από τη νότια είσοδο της εκκλησίας. Ο Χατζησάββας ή, πιο σωστά, παπά Σάββας (γιατί ήταν εφημέριος) καταγόταν από τον Στρόβολο. Ήταν ξάδελφος (αν και αναφέρεται από μερικούς και ως αδελφός) του εθνομάρτυρα Κυπριανού και πατέρας των αδελφών Θησέων, διακεκριμένων αγωνιστών στην ελληνική επανάσταση (βλέπε λήμμα Θησεύς) εκ των οποίων ο ένας, ο Νικόλαος Θησεύς, ηγήθηκε κινήματος στην Κύπρο το 1833.   

 

Άλλες εκκλησίες  του  Στροβόλου  είναι  η  μικρή  εκκλησία της  Αγίας  Μαρίνας, κοντά  στον ποταμό, ενώ  στις νέες κατοικημένες περιοχές βρίσκονται διάφορες νεόκτιστες εκκλησίες  χωρίς  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον (Άγιος Βασίλειος, Άγιος Δημήτριος στην Ακρόπολη, Άγιοι Βαρνάβας και Μακάριος στη λεωφόρο Αθαλάσσας κ.α.). Επίσης στην περιοχή Ακροπόλεως βρίσκεται σύγχρονη εκκλησία της αρμενικής κοινότητας, μαζί με σχολείο (Ναρέκ). Στα όρια του Στροβόλου εμπίπτει, ωστόσο, και η ενδιαφέρουσα εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στην περιοχή του ξενοδοχείου «Χίλτον».   

 

Εξάλλου ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, που η οικοδόμησή του ολοκληρώθηκε το 2009, είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος στην Κύπρο. Από αρχιτεκτονικής σκοπιάς «αντιγράφει» τον λαμπρό ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Καινούργιοι ναοί, όπως εκείνος του Αποστόλου Λουκά, οικοδομήθηκαν και στις νέες οικιστικές περιοχές και σε προσφυγικούς οικισμούς που εμπίπτουν στα διοικητικά όρια του Στροβόλου.

 

Το  μετόχι του  Μαχαιρά  στον  Στρόβολο, όταν κατασχέθηκε  από  τους Τούρκους το 1821, περιήλθε στα  χέρια  του  Τούρκου  αγά  Κκιόρογλου (που  ήταν φίλος  του  Κυπριανού), ο  οποίος υποχρεώθηκε αργότερα να το μεταβιβάσει σε άλλο πλούσιο αγά, τον Χατζημπραήμ από τη Λάπηθο˙ αυτός με τη σειρά του το έδωσε στην κόρη του για προίκα. Δυο απόγονοι της γυναίκας αυτής το υποθήκευσαν στον πλούσιο έμπορο της Λευκωσίας Γεώργιο Παπαδόπουλο, κι αυτός το χώρισε σε οικόπεδα που τα πώλησε σε διάφορους. Έτσι η περιοχή κατοικήθηκε, κι από το παλαιό μεγάλο μετόχι δεν απέμειναν παρά ελάχιστα ίχνη και αρκετά ελαιόδεντρα.    

 

Σ' ό,τι αφορά  την  εκπαίδευση, ανεφέρθη ήδη  ότι  υπάρχει  η  πληροφορία για  ίδρυση του  πρώτου σχολείου στον Στρόβολο από τον εθνομάρτυρα Κυπριανό μετά το 1810. Πιθανώς λειτουργούσε στο μετόχι του Μαχαιρά, όπου κάποιος καλόγερος θα δίδασκε τα λίγα γράμματα που γνώριζε. Αργότερα δίδαξαν στα σπίτια τους κληρικοί και λαϊκοί. Μεταξύ αυτών, ο Χατζηκυριάκος Τζ΄έφαλος που ύφαινε σακκιά ενώ δίδασκε στο εργαστήρι του γύρω στα 1860, οι Ναθαναήλ και Χατζηκυριάκος Χατζηκαλλή, περί το 1865, με περίπου δεκαπέντε μαθητές ο καθένας. Το 1866 ιδρύθηκε κοινοτικό σχολείο στον περίβολο της εκκλησίας Χρυσελεούσης, με γύρω στους τριάντα μαθητές, στο οποίο ως το 1877 δίδασκε ο Νεόφυτος Μοναχός από το Αϊβαλί των Κυδωνιών. Αυτός στην αρχή δίδασκε την παιδαγωγίαν, κι ύστερα εισήγαγε το αλφαβητάριο, το αναγνωσματάριο και τη γεωγραφία. Οι γονείς ωστόσο του ζήτησαν να διδάσκει και τα «κοινά εκκλησιαστικά», δηλαδή τον οκτώηχον, το ψαλτήριον και τον απόστολον, για να διαβάζουν τα παιδιά στην εκκλησία. Αργότερα ο Νεόφυτος Μοναχός εισήγαγε το σύστημα των πρωτόσχολων, σύμφωνα με το οποίο οι μεγάλοι μαθητές δίδασκαν τους μικρούς. Η αμοιβή του δασκάλου ήταν πέντε γρόσια τον μήνα από κάθε μαθητή και δωρεάν τροφή εκ περιτροπής από τους γονείς. Οι τιμωρίες των ζωηρών ή αμελών μαθητών ήσαν σκληρές, όπως συνηθιζόταν τότε, κυρίως ραβδισμοί υπό διάφορες μορφές. Το 1877-78 δάσκαλος ήταν κάποιος ξένος του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε. Το 1878, με τον ερχομό των Άγγλων, υπηρέτησε ως δάσκαλος για ένα χρόνο ο Αχιλλέας Κυριακίδης, συγγραφέας του γνωστού Αγγλοελληνικού Λεξικού, για τον οποίο μιλά εγκωμιαστικά ο Άγγλος υπεύθυνος της παιδείας, Rev. Josiah Spencer. Τον Κυριακίδη διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Λουκά από το Λευκόνοικο ή πιθανόν το Τρίκωμο, που θεωρείται από τους καλύτερους δασκάλους της εποχής. Περί το 1878 δίδασκε, σύμφωνα προς άλλη πληροφορία, και ο υποδηματοποιός Αχιλλέας Παπαγεωργίου, μέσα στο μαγαζί του.   

 

Κατά  την  περίοδο  της  Αγγλοκρατίας κτίστηκαν  κοινοτικά  σχολεία  και, μετά την  ανεξαρτησία, λειτούργησαν στον Στρόβολο και  γυμνάσια.   

 

Σήμερα ο Στρόβολος διαθέτει 12 δημόσια νηπιαγωγεία, 16 δημοτικά σχολεία (περιλαμβανομένων ιδιωτικών), 12 Γυμνάσια-Λύκεια και 6 ιδιωτικές σχολές-Κολέγια.

Στα χρόνια της  Τουρκοκρατίας, ο  Στρόβολος  δεν  ήταν παρά μικρός σχετικά  οικισμός, σε κατάσταση  παρακμής. Ο  επισκέπτης William Turner (1815) χαρακτηρίζει τον Στρόβολο ως ασήμαντο χωριό, όπως και τα άλλα περίχωρα της πρωτεύουσας. Οι Στροβολιώτες ασχολούνταν τότε σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, ενώ οι γυναίκες του χωριού επιδίδονταν στην εκτροφή μεταξοσκωλήκων αλλά και στην κεντητική και πλεκτική.    

 

Σήμερα  ο  Στρόβολος  είναι  ένας πολυάνθρωπος μεγάλος  και  σύγχρονος  όσο  και  δυναμικός  οικισμός που  εξελίχθηκε γοργά (μέχρι  το 1950 δεν  είχε ούτε καν  ένα  ασφαλτόστρωτο  δρόμο). Στην κοινωνική  του  ζωή  σοβαρό ρόλο διαδραμάτισε ο αθλητικός σύλλογος του προαστίου, ο «Κεραυνός» (για τον οποίο βλέπε σχετικό λήμμα). Μόνο ο πυρήνας του προαστίου — το παλαιό χωριό — με τους στενούς δρόμους και τα μεγάλα σε ηλικία σπίτια (διατηρούνται ακόμη λίγα δείγματα καλής λαϊκής αρχιτεκτονικής) θυμίζει αμυδρά το παρελθόν.   

 

Ο Στρόβολος διαθέτει Δημοτικό Θέατρο και Αίθουσα Μουσικής που φιλοξενεί ένα ευρύ πεδίο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων όπως συναυλίες, όπερα, μπαλέτο και θέατρο. Έχει χωρητικότητα 870 περίπου ατόμων.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image