Λευκωσίας προάστια

Παλλουριώτισσα

Image

Μεγάλο  αμιγές ελληνικό περιαστικό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, του οποίου η διοικητική έκταση (6,2 τ. χμ. σύμφωνα με την απογραφή του 1946) εντάχθηκε το 1968 στα δημοτικά όρια της πόλης της Λευκωσίας. Σήμερα η Παλλουριώτισσα αποτελεί ξεχωριστή ενορία της πόλης Λευκωσίας, η οποία συνορεύει στα βόρεια με την ενορία του Καϊμακλίου, στα νότια με το προάστιο της Αγλαντζιάς και στα δυτικά με τις ενορίες Ταχτελκαλέ, Άγιος Αντώνιος, και Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ένα μεγάλο μέρος της ενορίας στα ανατολικά βρίσκεται από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή.

 

Η Παλλουριώτισσα είναι  κτισμένη στα  ανατολικά  της  εντός  των  τειχών παλαιάς πόλης της Λευκωσίας, σε μέσο υψόμετρο 130 μέτρων. Από γεωλογικής απόψεως, στην περιοχή της κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι), το σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου), και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη, ερυθρογαίες και ξερορεντζίνες.    

 

Η Παλλουριώτισσα δέχεται  μια  μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 330 χιλιοστόμετρα. Πριν από την οικιστική της ανάπτυξη, στην περιοχή  εκαλλιεργούντο εσπεριδοειδή, διάφορα φρουτόδεντρα, σιτηρά, νομευτικά φυτά και λίγα λαχανικά.

 

Η σημαντικότερη  οικονομική δραστηριότητα της Παλλουριώτισσας είναι η βιομηχανική. Στην περιοχή της δημιουργήθηκε και λειτουργεί βιομηχανική  ζώνη στην οποία είναι συγκεντρωμένα εργοστάσια, σιδηρουργεία, μηχανουργεία και συνεργεία επιδιορθώσεως αυτοκινήτων.   

 

Σύμφωνα με την έρευνα βιομηχανικής παραγωγής τα κυριότερα είδη βιομηχανίας που  αναπτύχθηκαν είναι: είδη διατροφής, υφαντά, ραπτική ενδυμάτων, επεξεργασία δερμάτων και γουναρικών, υποδηματοποιία, βιομηχανία ξύλου, επιπλοποιία, χημικά προϊόντα, βιομηχανία χαρτοκιβωτίων, μωσαϊκά, προϊόντα μετάλλου, ηλεκτρικές και μη ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές, προϊόντα από ελαστικό και διάφορες υπηρεσίες επιδιορθώσεως.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Παλλουριώτισσα συνδέεται στα βόρεια με την ενορία του  Καϊμακλίου (περί τα 2,5 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με το προάστιο της Αγλαντζιάς (περί τα 3,5 χμ.). Συνδέεται  επίσης στα  δυτικά με την εντός  των  τειχών πόλη της Λευκωσίας.   

 

Η Παλλουριώτισσα, λόγω της  γειτνιάσεώς  της με το αστικό κέντρο της  Λευκωσίας, γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 και εξής. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 287 
1891 289 
1901 402 
1911 501 
1921 606 
1931 996 
1946 2.369 
1960 7.200 
1973 7.418 
1976
1982 8.457 
1992 8.714 
2001 9.296 

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 η Παλλουριώτισσα δέχτηκε ένα σημαντικό αριθμό Ελληνοκυπρίων  προσφύγων. Στην περιοχή της δημιουργήθηκαν τρεις κυβερνητικοί προσφυγικοί οικισμοί: Ο Άγιος  Νικόλας, η Αγία Βαρβάρα και ο Άγιος Γεώργιος.   

 

Η ονομασία Παλλουριώτισσα (αλλά και Παλλουρκώτισσα) απαντάται από τα Μεσαιωνικά χρόνια κατά τα οποία, όμως, δεν υφίστατο ο ομώνυμος οικισμός. Αντίθετα, υφίστατο στην περιοχή Ορθόδοξο μοναστήρι, το μοναστήρι της Παναγίας, που έφερε το επίθετο Παλλουρκώτισσα. Πρόκειται για ένα από τα πολλά φυτώνυμα επίθετα της Παναγίας που απαντώνται στην Κύπρο, προέρχεται δε από τις πολλές παλλούρες* (=παλίουρος ο ακανθώδης — Paliurus australis) που αυτοφύονται σε μεγάλους αριθμούς στην Κύπρο και που ασφαλώς θα υπήρχαν άφθονες και στην περιοχή της Παλλουριώτισσας, όταν δεν εκατοικείτο αλλά ήταν κάμπος και μάλιστα ακαλλιέργητος (ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει και χωριό με την ονομασία Παλλουρόκαμπος ενώ παρόμοια τοπωνύμια απαντώνται και σήμερα στην Κύπρο).   

 

Το  μοναστήρι  της  Παναγίας της Παλλουρκώτισσας  ήταν γυναικείο και είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ήταν ένα από  τα τέσσερα  Ορθόδοξα γυναικεία μοναστήρια που λειτουργούσαν στη Λευκωσία. Αναφέρεται ότι  σ’ αυτό είχαν διαμείνει για λίγο οι δεκατρείς μοναχοί της Καντάρας όταν το 1231 είχαν κληθεί από τους Λατίνους να έλθουν στη Λευκωσία όπου τελικά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, αρνούμενοι να μετακινηθούν από την Ορθόδοξη πίστη τους. Το μοναστήρι πιθανώς βρισκόταν κτισμένο στον χώρο μεταξύ του παλαιού δημοτικού σχολείου του προαστίου και του Γυμνασίου Θηλέων. Η περιοχή εκείνη αποτελούσε ιδιοκτησία του μοναστηριού και είναι γνωστή ως Παλιά Χώρα, ονομασία με την οποία αναφέρεται και σε παλαιότερες κτηματολογικές καταγραφές. Υπολογίζεται, εξάλλου, ότι η περιοχή εκείνη, που αποτελεί το δυτικό άκρο του προαστίου, περικλειόταν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην εντός των λουζινιανικών τειχών έκταση της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Το μοναστήρι κατεδαφίστηκε το 1567, μαζί με πολλά άλλα οικοδομήματα, όταν οι Βενετοί αντικατέστησαν με δικές τους τις παλαιότερες οχυρώσεις των Λουζινιανών. Λίγο αργότερα ιδρύθηκε πιο πέρα, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Παναγίας, νέο μοναστήρι αλλά ανδρικό. Γύρω από το μοναστήρι αυτό άρχισε να σχηματίζεται, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο οικισμός που πήρε την ονομασία του μοναστηριού: Παλλουρκώτισσα. Τελικά το μοναστήρι διαλύθηκε και η περιουσία του περιήλθε στην κατοχή της Αρχιεπισκοπής. Ο περίβολός του είχε χρησιμοποιηθεί, για πολλά χρόνια, ως νεκροταφείο των κάτω ενοριών της Λευκωσίας, σ' αυτό δε ετάφησαν και πολλά από τα θύματα των σφαγών του Ιουλίου του 1821. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788) αναφέρει το μοναστήρι της Παλλουριώτισσας που το περιλαμβάνει στον κατάλογο εκείνων της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας.   

 

Ο περιηγητής William Turner, που  επισκέφθηκε  την  Κύπρο  το 1815, αναφέρει την  Παλλουριώτισσα ως οικισμό, μνημονεύοντάς  την  ως ένα  από  τα ασήμαντα χωριά  γύρω από  την  πρωτεύουσα Λευκωσία. Ο Kitchener, στον χάρτη  του (1885) έχει σημειωμένο το προάστιο στη σημερινή του θέση.   

 

Σε  παλαιότερα χρόνια η  Παλλουριώτισσα, όπως και  άλλα προάστια της  Λευκωσίας, ήταν κέντρο παραγωγής υφαντών (κυρίως αλατζ'ιάς*).   

 

Ο Rupert Gunnis (1936) γράφει ότι η εκκλησία της Παναγίας, του πρώτου μοναστηριού, είχε ξανακτιστεί ολόκληρη το 1887 και περιείχε ενδιαφέρουσες εικόνες. Γράφει επίσης ότι είχε προσέξει στον περίβολό της κατάλοιπα από τη μεσαιωνική εκκλησία, αυτά όμως δεν υπάρχουν σήμερα. Η νέα εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία Ευαγγελίστρια, κτίστηκε το 1963 κι είναι από τις μεγαλύτερες στην Κύπρο. Παρεκκλήσι της Παναγίας υπάρχει και στον χώρο του Γυμνασίου Παλλουριωτίσσης.

    

Ο πυρήνας  του  προαστίου, στην περιοχή όπου βρισκόταν το δεύτερο μοναστήρι, διατηρεί ακόμη αρκετά παραδοσιακά στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με συνεχόμενα σπίτια, τα περισσότερα πλινθαρόκτιστα, χρονολογούμενα κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα.   

 

Με  το μοναστήρι  της  Παλλουριώτισσας  σχετίζεται και η λειτουργία του πρώτου σχολείου του  προαστίου, στο  οποίο μάλιστα  δίδαξε επί 11 χρόνια ο Στυλιανός Χουρμούζιος*. ο πατέρας της διδασκαλίας της βυζαντινής μουσικής στο νησί. Δίδασκε τα «κοινά γράμματα», γραφή, αριθμητική, καλλιγραφία και βυζαντινή μουσική, σε 15 περίπου μαθητές, οι οποίοι πλήρωναν 4-5 σελίνια τον μήνα ο καθένας. Πριν από τον Χουρμούζιο τα «κοινά γράμματα» δίδασκε ένας ηλικιωμένος ιερομόναχος και μετά την αποχώρηση του Χουρμούζιου, το 1873, τα παιδιά φοιτούσαν σε σχολεία της Λευκωσίας. Αλληλοδιδακτική σχολή ιδρύθηκε στο προάστιο μετά την αγγλική κατοχή. Σήμερα τα σχολεία του προαστίου, τόσο κατωτέρας όσο και μέσης εκπαίδευσης, εντάσσονται στο γενικότερο εκπαιδευτικό σύστημα της πρωτεύουσας.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image