Λινάρι

Καλλιέργεια και επεξεργασία

Image

Το λινάρι εφυτεύετο σε δυο κυρίως περιοχές: στην περιοχή μεταξύ Γερολάκκου και Μόρφου, και στη Μεσαορία. Στην περιοχή της Μεσαορίας το λινάρι εκαλλιεργείτο μόνο για τον σπόρο του, γι’ αυτό και η επεξεργασία του (το μάζεμα και το αλώνισμά του) γινόταν με διαφορετικό τρόπο παρά στην περιοχή Μόρφου. Τα φυτά στη Μεσαορία θερίζονταν την εποχή που ο καρπός τους έπαιρνε κιτρινωπό χρώμα, γιατί τότε οι σπόροι ήσαν ώριμοι. Στη συνέχεια το λινάρι μεταφερόταν σε δεμάτια στα αλώνια για να ξηρανθεί επί μερικές μέρες, και μετά το αλώνιζαν με τη δουκάνη۬ σε ορισμένες περιοχές το αλώνισμα γινόταν με τη χρησιμοποίηση αλόγων, που ποδοπατούσαν το λινάρι. Στο επόμενο στάδιο της επεξεργασίας γινόταν το ανέμισμα, για να χωρίσουν τον σπόρο από την στούππαν ή στουππίν και το άχυρο του λιναριού. Ο σπόρος φυλαγόνταν σε αποθήκες, τα δε υπολείμματα δεν τα χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή λινής κλωστής αλλά για να «πυρώνουν» τους φούρνους.

 

Στην περιοχή Μόρφου η διαδικασία ήταν τελείως διαφορετική. Το λινάρι φυτεύεται κυρίως για την παραγωγή της λινής κλωστής και κατά δεύτερο λόγο του σπόρου. Γι' αυτό το λόγο, αντί 15-20 οκάδες κατά στρέμμα (όπως γινόταν για την παραγωγή σπόρου), χρησιμοποιούνταν για τη σπορά 20-25 οκάδες. Με την πυκνή αυτή σπορά επιτυγχάνονταν φυτά άκλωνα και με μακρύ στέλεχος۬ όσο λεπτότερος και ψηλότερος ήταν ο κορμός του φυτού, τόσο περισσότερες ίνες είχε, η δε παραγόμενη κλωστή ήταν καλύτερης ποιότητας. Για την παραγωγή λινόσπορου και λινής κλωστής ταυτόχρονα, τα φυτά έπρεπε να θερίζονται όταν ο καρπός πλησίαζε στην ωρίμανσή του. Τότε τα δεμάτια της λινοκαλάμης μεταφέρονταν στα αλώνια — συνήθως τα πετράλωνα που ήσαν καλυμμένα με πλάκες — και αφήνονταν εκεί λίγες μέρες για να ξηρανθούν προτού αφαιρέσουν τον σπόρο. Ο χωρισμός του σπόρου από το φυτό γινόταν με μια διαδικασία «χτενίσματος», με τη χρησιμοποίηση ειδικού εργαλείου, της χτενιάς, που διέθετε πολύ πυκνά λεπτά και μακριά σιδερένια δόντια. Άλλος τρόπος χωρισμού του σπόρου ήταν με το κοπάνισμά του με ένα χοντρό στρογγυλό ξύλο, το κουπάνιν. Με αυτό χτυπούσαν μόνο το πάνω μέρος των δεματιών όπου βρίσκονταν οι καρποί κι έτσι τους χώριζαν από τους κορμούς.

 

Όταν αφαιρούνταν οι σπόροι, άρχιζε η κοπιώδης και πολυδάπανη διαδικασία χωρισμού των ινών από τις ξυλώδεις ουσίες της λινοκαλάμης που αποτελείτο, κατ' αναλογίαν, από τέσσερα μέρη ξυλωδών ουσιών και ένα μέρος ινών. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν ειδική μέθοδο, το λεγόμενο βόλημα ή βούλιασμα, που ήταν ως εξής: Τα δεμάτια της λινοκαλάμης τοποθετούνταν μέσα σε κόλυμπους, έλη που σχηματίζονταν στις κοίτες ποταμών, ή μέσα σε αβκολιές, ειδικές χωματοδεξαμενές που τις κατασκεύαζαν κάτω από τα δήμματα, κτίσματα μέσα σε ποταμούς για να συγκρατείται η ιλύς και να γίνονται τα χωράφια πιο εύφορα. Η λινοκαλάμη διατηρείτο στους κόλυμπους και τις αβκολιές για διάστημα 12 ως 15 ημερών, και στη συνέχεια την έβγαζαν και την αποξήραιναν στον ήλιο. Όταν η λινοκαλάμη ξηραινόνταν, την κοπάνιζαν με ξύλο μεριτζ’ιάς ή στερατζ'ιάς κι έτσι τα σάπια και τα εύθραυστα ξυλώδη μέρη της αποχωρίζονταν από τις ίνες.     

 

Η επεξεργασία του λιναριού ήταν πολύ δύσκολη, γι’ αυτό υπήρχε και η λαϊκή παροιμία «Έπαθεν κακά οσά 'σ'ει το λινάριν» (έπαθε κακά όσα έχει το λινάρι), που λεγόταν για ανθρώπους βασανισμένους και ταλαιπωρημένους. Οι ίνες που απέμεναν λέγονταν στούππα ή στουππίν και η επεξεργασία τους γινόταν σε σπίτια από γυναίκες που τις μετέτρεπαν σε πολύ στερεά κλωστή, την λινή. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν δικό εργαλείο, το ροάνιν ή ροδάνιν, παρόμοιο με το αδράχτιν* ή αγράχτιν.

 

Η κατασκευή της λινής κλωστής φαίνεται να ήταν πολύ διαδεδομένη ασχολία των κοριτσιών κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, γιατί την βρίσκουμε και σε πολλά δημοτικά τραγούδια της εποχής, όπως στα «Εκατόλ' Λόγια» όπου αναφέρεται πως έπεσε από τα χέρια της Λυερής το ροδάνι από το παραθύρι:

 

... Απού την πρώτηβ βελονιάν έππεσεν το ροάνιν

... θέλοντας τζ'αι μη θέλοντας του νιούλλικου φωνάζει...

 

Και τότε ο νέος τρέχει και της το δίνει:

Τ’ αππήιγ κάμνει τέσσερα, το διπλαππήιμ πέντε,

αρπάσσει το ροάνιν της, τσιμπά το τζ'αι φιλά το.

 

Κατά τη δεκαετία του 1930 στην κατεχόμενη σήμερα Ζώδια υπήρχε εργοστάσιο υφαντουργίας που το διηύθυνε ένας Γερμανός. Το εργοστάσιο διέθετε πολλούς χειροκίνητους αργαλειούς που είχαν εισαχθεί από τη Γερμανία και τους εδούλευαν επιδέξιες νέες από τη Ζώδια. Στο υφαντουργείο υφαίνονταν λινά υφάσματα από κλωστή που παραγόταν μόνο στην περιοχή Μόρφου. Με την έναρξη όμως του Β' Παγκοσμίου πολέμου, ο Γερμανός διευθυντής εξαφανίστηκε.

 

Ο λινόσπορος ή λιναρόσπορος χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατροφή ωδικών πουλιών, ο δε κυπριακός εθεωρείτο ο καλύτερος στον κόσμο۬ σε διαφημιστικά φυλλάδια εταιρειών που ασχολούνταν με το εμπόριο τροφών για πουλιά αναγραφόταν: 'Linseed Best Quality (Cyprus)*.

 

Με τον λιναρόσπορο παρασκεύαζαν σε παλαιότερες εποχές και τον λαππά*, μαλακτικό που βοηθούσε στο σπάσιμο αιματωμάτων και όγκων.