Λινοβάμβακοι ή λινοπάμπατζιοι

Αριθμητική δύναμη των λινοβαμβάκων

Image

Ακριβή στοιχεία για την αριθμητική δύναμη των λινοβαμβάκων κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως και κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο ορισμένοι υπολογισμοί, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Ο Έλληνας πρόξενος στη Λάρνακα Γ. Σ. Μενάρδος το 1860 υπολόγισε τους λινοβαμβάκους σε 10 έως 15 χιλιάδες σε σύνολο 45.000 Μουσουλμάνων (Π. Μ. Σαμάρα, ενθ. αν., σ. 21). Αντίθετα ο πρόξενος της Αμερικής στη Λάρνακα L. Palma di Cesnola μιλώντας προφανώς για την τελευταία δεκαετία της οθωμανικής περιόδου, δίνει την πληροφορία, ότι οι λινοβάμβακοι δεν αριθμούσαν πάνω από 1.200 και ότι κατοικούσαν κυρίως κοντά στις πόλεις της Λευκωσίας, της Αμμοχώστου και της Λεμεσού (Cyprus: Its Ancient Cities, Tombs, and Temples, London, 1877, σ. 185). Τον ίδιο αριθμό δίνει και η Esme Scott-Stevenson (Our Home In Cyprus, 2nd ed., London, 1880, a. 308), ενώ ο Sir Samuel Baker, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1879 τους ανεβάζει στους 1.500 (Cyprus as I saw It In 1879, London, 1879, σ. 323). Επειδή είναι σήμερα γνωστό ότι οι λινοβάμβακοι ζούσαν σε πολλές περιοχές της Κύπρου, από την Πάφο ως την Καρπασία, και ότι δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστεί ο αριθμός τους, γιατί σε καμιά απογραφή πληθυσμού δεν δηλώνονταν ως λινοβάμβακοι, αλλά ως Μουσουλμάνοι, είναι βέβαιο ότι οι αριθμοί 1.200 και 1.500 είναι απλή εικασία και πολύ κατώτεροι του πιθανού. Το 1879 εξ άλλου, μας δίνεται ακόμη μια πληροφορία από τον Έλληνα πρόξενο Η. Βασιλειάδη ότι οι λινοβάμβακοι ανέρχονταν σε 20.000 από σύνολο 45.000 μουσουλμάνων (Π. Μ. Σαμάρα, ενθ. αν., σσ. 21,25). Το 1902, ύστερα από 24 χρόνια αγγλικής κατοχής, οπότε ένας απροσδιόριστος αριθμός λινοβαμβάκων επέστρεψαν στην πατρική τους θρησκεία, υπολογίστηκαν από την Καθολική Propaganda Fide σε 10.000. Όπως έχει παρατηρηθεί (Th. Papadopoullos, Social and Historical Data on Population, 1570-1881, Nicosia, 1965, σ. 83 σημ.) και μόνο 10.000 λινοβάμβακοι αν υπήρχαν κατά τη μεταβίβαση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία, θα αποτελούσαν το 22% του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κύπρου. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, αλλά και από άλλες ενδείξεις και στοιχεία, οι υπολογισμοί του Μενάρδου και του Βασιλειάδη είναι πιθανόν οι πλησιέστεροι προς την πραγματική αριθμητική δύναμη των λινοβαμβάκων επί Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας.

 

Ορισμένα άλλα στοιχεία είναι πολύ ενδεικτικά για την ευρεία διάδοση του λινοβαμβακισμού μεταξύ των Μουσουλμάνων κατοίκων της Κύπρου. Τα στοιχεία αυτά είναι: (α) η ευρύτατη διάδοση της ελληνικής γλώσσας μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και (β) οι χριστιανικές, ελληνικές ή τοπικές, μη μουσουλμανικές, ονομασίες μεγάλου αριθμού μουσουλμανικών ή μεικτών μεν, αλλά με μουσουλμανική πλειονότητα, κυπριακών χωριών.

 

Η χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας από ένα πολύ μεγάλο ποσοστό Μουσουλμάνων Κυπρίων μέχρι και την εποχή μας, είναι φαινόμενο ανάλογο με εκείνο της Κρήτης επί Τουρκοκρατίας. Ίσως η μόνη γενεά Τουρκοκυπρίων που δεν θα γνωρίζει ελληνικά είναι όσοι γεννήθηκαν μετά το 1963, που άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές και εκδηλώθηκαν οι χωριστικές τάσεις της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Η διάδοση της ελληνικής μεταξύ των Τουρκοκυπρίων μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους: Πρώτον, στο ότι μια μειονότητα, η μουσουλμανική, ζώντας ανάμεσα σε μια ελληνική πλειοψηφία, ήταν επόμενο να υφίσταται την γλωσσική και άλλες επιδράσεις της πλειοψηφίας με την καθημερινή επικοινωνία και συνεργασία. Παρόλα αυτά δεν θα ανέμενε κανείς τόσο μεγάλη επίδραση του κατακτημένου πληθυσμού πάνω στην άρχουσα τάξη και τον κατακτητή γενικά, αν δεν υπήρχαν ταυτόχρονα και άλλα εσωτερικά και ισχυρά ρεύματα επιδράσεων, που μας οδηγούν στον δεύτερο λόγο:  Ότι η ελληνική γλώσσα δεν αποβαλλόταν από τους εξισλαμιζόμενους Χριστιανούς κατοίκους, αλλά διατηρείτο και απ' αυτούς και από τους λινοβαμβάκους ιδιαίτερα, και κληρονομείτο από γενεά σε γενεά, όπως και η θρησκεία και τα άλλα ήθη και έθιμα. Αυτή η εξήγηση ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι ολόκληρων χωριών αμιγώς μουσουλμανικών, ή μεικτών χωριών, ήταν ελληνόφωνοι. Από τα αμιγή μουσουλμανικά χωριά, τα πιο χαρακτηριστικά ελληνόφωνα χωριά ήταν η Λουρουτζίνα, η Γαληνόπωρνη, η Λαπηθιού, η Πλατανισσός, ο Άγιος Συμεών και ο Άγιος Ανδρόνικος (C.F. Beckingham, ‘’The Turks of Cyprus’’, Journal of the Royal Central Asian Society, 43 [1956], a. 170). Από τα μεικτά χωριά με ελληνόφωνους Μουσουλμάνους κατοίκους αναφέρονται ενδεικτικά μόνο μερικά: Αγία Βαρβάρα (Πάφου), Π. Αρόδες, Λυθράγκωμη, Δένεια, Ακάκι, Αργάκι, Περιστερώνα (Μόρφου), Κάτω Κιβίδες, Πάχνα, Πραστειόν Αυδήμου, Γεροσκήπου, Αναρίτα (Π. Μ. Σαμαράς, ενθ. αν., σσ. 35, 40).

 

Τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας μεταξύ των Μουσουλμάνων αποδεικνύουν και οι απογραφές πληθυσμού, που έγιναν επί Αγγλοκρατίας από το 1881 και μετά κάθε 10 χρόνια. Στην απογραφή του 1881 δεν αναφέρεται πόσοι Μουσουλμάνοι γνώριζαν την ελληνική, αλλά πόσοι Μουσουλμάνοι δήλωσαν ότι είχαν σαν μητρική τους γλώσσα την ελληνική. Έτσι, 2.454 Μουσουλμάνοι από τους 45.358 δήλωσαν ότι μητρική τους γλώσσα ήταν η ελληνική. Την ευρύτατη όμως διάδοση της ελληνικής μεταξύ όλων των κατοίκων της Κύπρου διαπίστωσε την ίδια χρονιά ο Άγγλος ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Αποικιών E.D. Fairfield, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1881 και υπέβαλε έκθεση για τη διοίκηση και άλλα συναφή θέματα. «Η ελληνική», παρατήρησε ο Fairfield, «δίνει τα μέσα επικοινωνίας με 9 ανθρώπους στους 10, αν όχι 19 στους 20, ενώ η τουρκική δεν θα έδινε τα μέσα επικοινωνίας με περισσότερους από 2 στους 10, αν όχι τόσους» (883/3 Mediterranean no.5 - June 1882, σ. 83).

 

Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό στοιχείο, που δίνει μια ένδειξη για την έκταση του εξισλαμισμού Ελλήνων κυρίως και σε μικρότερη κλίμακα Μαρωνιτών και Αρμενίων κατοίκων του νησιού, είναι τα ονόματα των αμιγών μουσουλμανικών ή, κατά μεγάλη πλειοψηφία Μουσουλμάνων κατοίκων, μεικτών χωριών. Από αυτά εντελώς ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ονόματα μουσουλμανικών χωριών που έχουν καθαρά χριστιανικά ονόματα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1891, οπότε τα πληθυσμιακά δεδομένα πολύ λίγο είχαν αλλάξει από την εποχή της Τουρκοκρατίας, έχουμε την ακόλουθη εικόνα (οι αριθμοί που αναφέρονται από εδώ και κάτω σε παρένθεση δηλώνουν, ο μεν πρώτος αριθμός τον μουσουλμανικό πληθυσμό του κάθε χωριού, ο δε δεύτερος τον χριστιανικό. Όπου αναφέρεται ένας μόνο αριθμός πρόκειται για τον μουσουλμανικό πληθυσμό):

 

Επαρχία Λευκωσίας: Άγιον Γεωρκούδι (34), Άγιος Θεόδωρος Τηλλυρίας (160+2), Κουρού Μοναστήρι (71), Σελέμανοι (Άγιος Ιωάννης) (49+4), Άγιος Σωζόμενος (70+31), Άγιοι Ηλιόφωτοι (56).

 

Επαρχία Λεμεσού: Άγιος Θωμάς (99+1), Επισκοπή (475+291).

 

Επαρχία Πάφου: Αγία Βαρβάρα (123+50), Άγιος Ισίδωρος (54+10), Άγιος Μερκούριος (28+20), Άγιος Ιωάννης (279+6), Άγιος Νικόλαος (337+22), Άγιος Γεώργιος (140), Σταυροκόννου (236+7).

 

Επαρχία Αμμοχώστου: Άγιος Χαρίτων (36),   Άγιος Ανδρόνικος (119+11), Άγιος Ευστάθιος (88), Άγιος Ιάκωβος (122+4), Άγιος Συμεών (288+3).

 

Εκτός απ' αυτά σ' όλες τις επαρχίες της Κύπρου, σύμφωνα πάλι με την απογραφή του 1891, παρουσιάζονται πολλά μουσουλμανικά χωριά ή με μεγάλη πλειοψηφία Μουσουλμάνων κατοίκων με ελληνικά ή οπωσδήποτε μη μουσουλμανικά ονόματα (σε παρένθεση οι αριθμοί όπως και πιο πάνω):

 

Επαρχία Λευκωσίας: Ορνίθι (Ορούντα) (144), Πετροφάνι (47), Βροΐσια (38+10), Αγκολέμι (119+7), Λεύκα (741+166), Αλεύκα (Κόκκινα) (60), Αμμαδκιές (114+4), Αμπελικού (248+60), Ελαία (291+64), Καλό Χωριό (135+39), Καππαρκά (10), Κόκκινα (154+1), Περιστερωνάρι (44+1), Σελλάιν τ' Άππη (42+2), Ξερόβουνος (237+9), Πάνω Κουτραφάς (94+5), Λουρουτζίνα (621+87), Μόρα (276+7), Μαργκί (63+2), Καζιβερά (121), Επιχό (Αποχώρι) (319).

 

Επαρχία Λάρνακας: Κελλιά (Τζελλιά) (116+36), Κλαυδιά (193+8), Σοφτάδες (68), Πάνω Κοφίνου (310+1), Μαρί (270).

 

Επαρχία Λεμεσού: Αρμενοχώρι (75+14), Αλέκτορα (210+6), Κάτω Κιβίδες (101+5), Λάκκος του Φράγκου (37+12), Μάνταλα (50), Παραμάλι (135+1), Πλατανίσκια (189+2), Μαλλιά (441-53), Γεροβάσα (57+1), Πεντάκωμο (183+133), Αυδήμου (374+24).

 

Επαρχία Πάφου: Ακουρσός (111+44), Κολώνη (43+5), Λέμπα (99), Μανδριά (134+45), Μωρόνερο (43+12), Φοίνικας (57), Ανδρολίκου (325), Κάτω Αρόδες (243+6), Ευρέτου (123), Χρυσοχού (282+5), Μακούντα (88), Μελάδια (176), Μελάνδρα (124), Πελαθούσα (185), Τέρρα (323+1), Τρεμιθούσα (97), Γιαλιά (341+15), Ζαχαριά ή Ζαχαρκά (72), Αξύλου (102+3), Κιδάσι (110+6), Λαπηθιού (123+3), Μαλούντα (79), Μάρωνας (96+4), Φάλια (140), Φασούλα (37), Πραστειόν (66+10), Βρέτσια (291+14), Σαραμά (106+7), Σουσκιού (210+66), Καραμουλλήδες (34).

 

Επαρχία Αμμοχώστου: Αλόα (57+7), Μάραθα (39), Πέργαμος (91+5), Μαλούντα (83), Σανταλάρης (47), Κούκλια (193+15), Σύγκραση (142+71), Άρσος (138+80), Γούφες (206+43), Ψιλλάτος (360+3), Άρτεμη (98), Κνώδαρα (479+8), Κορνόκηπος (167+2), Πλατάνι (176+2), Γαλάτεια (575+2), Γαληνόπωρνη (342+10), Κορόβια (136), Κρίδκια (136), Λειβάδια (89+26), Μοναρκά (61), Όβκορος (261+3), Περιβόλια του Τρικώμου (65+8), Πλατανισσός (322+7), Μελούσια (93).

 

Επαρχία Κερύνειας: Αγρίδι (Αγίρτα) (129+1), Πιλέρι (57+5), Τέμπλος (137), Τράπεζα (20+2), Καμπυλή (104+9), Κρινί (137+20).

 

Σαν ενισχυτικό της υπόθεσης ότι μουσουλμανικά χωριά με μη μουσουλμανικές ονομασίες πιθανότατα υποδηλώνουν εξισλαμισμένα χριστιανικά χωριά, είναι και η αναφορά που υπάρχει στη Relatione del Regno di Cipro, που γράφτηκε μεταξύ 1510 και 1521, ότι ορισμένα από τα πιο πάνω χωριά επί Βενετοκρατίας ανήκαν ως φέουδα στο στέμμα. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής:

 

Επαρχία Λευκωσίας: Καζιβερά, Λεύκα, Λουρουτζίνα, Βροΐσια, Επιχό (Αποχώρι).

 

Επαρχία Λάρνακας: Καλό Χωριό, Κοφίνου.

 

Επαρχία Λεμεσού: Αλέκτορα, Παραμάλι, Πέργαμος.

 

Επαρχία Πάφου: Άγιος Νικόλαος, Χρυσοχού, Κούκλια, Λαπηθιού, Πραστειό, Λέμπα, Μωρόνερο, Σαραμά, Σουσκιού, Τέρρα, Τρεμιθούσα, Παλιά.

 

Επαρχία Αμμοχώστου: Γαλάτεια, Γαληνόπωρνη, Κορόβια, Πλατανισσός, Ψιλλάτος, Μελούσια.

 

Επαρχία Κερύνειας: Καζάφανι, Καμπυλή, Τράπεζα, Αγίρτα.

(C. F. Beckingham, ενθ. αν., σ. 172).

 

Σε άλλες πηγές αναφέρονται επίσης τα χωριά Φοίνικας, Τέμπλος και Αρμενοχώρι σαν φέουδα των Ναϊτών (C. F. Beckingham, ενθ. αν.).

 

Περαιτέρω διερεύνηση του θέματος της ιστορικής εξέλιξης των τουρκοκυπριακών χωριών θα μπορούσε να έφερνε στο φως πολύ περισσότερα στοιχεία για την έκταση του εξισλαμισμού των Χριστιανών κατοίκων της Κύπρου και τη διάδοση του λινοβαμβακισμού μεταξύ των εξισλαμισμένων κατοίκων του νησιού.