Μεταλλεία - μετάλλευμα

Μεταλλεία Χαλκού ή Χαλκούχων Σιδηροπυριτών

Image

Τα μεταλλεία χαλκού ή χαλκούχων σιδηροπυριτών ήσαν μέχρι πρόσφατα τα σημαντικότερα μεταλλεία της Κύπρου τόσον από οικονομικής όσο και μεταλλευτικής απόψεως και αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Ο χαλκός υπήρξε από αρχαιοτάτων χρόνων ο κυριότερος φυσικός πλούτος του νησιού. Η ολική ποσότητα μεταλλικού χαλκού που έχει παραχθεί στην Κύπρο από την εκμετάλλευση των θειούχων κοιτασμάτων της (χαλκούχων σιδηροπυριτών) υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο τόνους, καθιστώντας έτσι το νησί μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου σε χαλκό ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

 

Τα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη σειρά των πίλλοου λαβών του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους και ευρίσκονται συγκεντρωμένα σε έξι κύριες μεταλλευτικές περιοχές γνωστές ως Σκουριώτισσα - Μαυροβουνι, Μιτσερό - Αγροκηπιά (Ταμασσός), Καμπιά -Καπέδες, Σια - Μσθιάτης, Καλαβασός και Λίμνη (Σχ. 1). Μικρότερα κοιτάσματα ανευρέθησαν σε άλλες περιοχές όπως Τρούλλοι, Πέρα Βάσα, Βρέτσια. Ο αριθμός των κοιτασμάτων που έχει εντοπισθεί και τύχει εκμεταλλεύσεως μέχρι σήμερα ανέρχεται σε 30 περίπου και το μέγεθός τους κυμαίνεται από 50.000 τόνους μέχρι 17.000.000 τόνους θειούχου μεταλλεύματος (Πίνακας 2). Τα κύρια συστατικά των κοιτασμάτων αυτών είναι ο σίδηρος, το θείο, ο χαλκός και σε μικρότερο βαθμό ο ψευδάργυρος, ο χρυσός, ο άργυρος και άλλα στοιχεία όπως το κοβάλτιο, το νικέλιο κλπ., που είναι γνωστά ως ιχνοστοιχεία. Τα τέσσερα πρώτα κύρια στοιχεία βρίσκονται κυρίως υπό μορφή θειούχων ενώσεων, οι σημαντικότερες των οποίων είναι ο σιδηροπυρίτης (FeS2), ο χαλκοπυρίτης (CuFeS2), ο βορνίτης (Cu5FeS4), ο χαλκοσίνης (Cu2S), ο κοβελλίνης (CuS) και ο σφαλερίτης (ZnS). Σε μικρότερες αναλογίες ο χαλκός απαντάται επίσης υπό μορφή οξειδίων όπως ο κυπρίτης Cu2O και ο τενορίτης CuO και σπανιότερα υπό μορφή θειικών ενώσεων όπως ο χαλκανθίτης (CuSO4 · 5H2O) και ο βροχαντίτης (Cu 4SO4 [ΟΗ]6) και τέλος υπό μορφή ανθρακικών ενώσεων όπως ο μαλαχίτης (CuCO3Cu [Ο Η]2) και αζουρίτης (2CuCO3Cu [ΟΗ]2 ). Περισσότερες λεπτομέρειες δίδονται στον Πίνακα 1. Η μέση περιεκτικότητα χαλκού των κοιτασμάτων ποικίλλει όχι μόνο μεταξύ των διαφόρων αλλά και μέσα στο ίδιο το κοίτασμα. Γενικά κυμαίνεται μεταξύ 0,5% και 4,5%.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΑΛΚΟΥΧΑ ΟΡΥΚΤΑ ΤΩΝ ΘΕΙΟΥΧΩΝ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

Ορυκτό           Χημικός          Περιεκτι-

Τύπος             κότητα

Χαλκού

%

 

Θειούχα     Χαλκοπυρίτης      CuFeS2                      34,5

        Βορνίτης               Cu5FeS4                    63,3

       Χαλκοσίνης           Cu2S                           79,8

       Κοβελλίνης            CuS                            66,4

                  Ιδαΐτης                    Cu3FeS4                      50,0

 

Οξείδια       Κυπρίτης              Cu2O                           88,8

       Τενορίτης   CuO                            79,8

 

Ανθρακικά     Μαλαχίτης CuCO3Cu(OH) 2                57,3

                     Αζουρίτης   2CuCO3Cu(OH) 2      55,1

 

Πυριτικά    Χρυσόκολλα         CuSiO32H2O               36,0

 

 

 

Θειικά        Χαλκανθίτης        CuSΟ4·5H2O                25,0

                  Βροχαντίτης         Cu4SO4(OH) 6   56,2

                  Ατακαμίτης             CuCl23Cu(OH) 2       59,4

 

Τα θειούχα κοιτάσματα της Κύπρου θεωρούνται ότι είναι ανάλογα με τα θειούχα κοιτάσματα που σχηματίζονται σήμερα κατά μήκος των μεσοωκεανίων ράχεων, δηλαδή κατά μήκος του άξονα διεύρυνσης του πυθμένα των θαλασσών*(seafloor spreading axis) ή των αξονικών κοιλάδων που δημιουργούνται εκατέρωθεν του άξονα διεύρυνσης (βλέπε λήμμα γεωλογία). Τέτοια κοιτάσματα ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια στον Ανατολικό Ειρηνικό, στον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό και είναι γνωστά διεθνώς ως Κοιτάσματα Κυπριακού Τύπου (Cyprus type deposits). Η γένεσή τους συνδέεται άμεσα με την κυκλοφορία θερμών διαλυμάτων πλουσίων σε μέταλλα μέσα στα πετρώματα του ωκεάνιου φλοιού, τα οποία εκβάλλουν υπό μορφή θερμών πιδάκων στον πυθμένα του ωκεανού κατά μήκος του άξονα διεύρυνσης. Οι «πίδακες» αυτοί, εξαιτίας της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε θειούχα ορυκτά, και κυρίως σιδηροπυρίτη, χαλκοπυρίτη και σφαλερίτη, έχουν μαύρο χρώμα και καλούνται μαύροι καπνιστές (black smokers). Τα μέταλλα που περιέχουν τα θερμά αυτά διαλύματα (υδροθερμικά διαλύματα) όπως ο σίδηρος, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος κλπ., πιστεύεται ότι έχουν αποπλυθεί (leached) από τα υποκείμενα πετρώματα, κυρίως από το Σύστημα Πολλαπλών Φλεβών από θερμό θαλάσσιο νερό το οποίο κυκλοφορεί μεταξύ των πετρωμάτων αυτών κατά μήκος ρωγμών και διακλάσεων. Ως πηγή ενέργειας για την υπερθέρμανση του νερού θεωρούνται οι ανερχόμενοι θύλακες μάγματος κατά μήκος των αξόνων διεύρυνσης του πυθμένα των θαλασσών. Το άλλο κύριο στοιχείο των κοιτασμάτων, το θείο, προέρχεται κυρίως από το θαλάσσιο νερό.

 

Τα θειούχα κοιτάσματα της Κύπρου πιστεύεται ότι σχηματίστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του ωκεάνιου φλοιού του Τροόδους۬ πριν από 90 εκατομμύρια χρόνια που είναι σήμερα γνωστός ως Οφιολιθικό Σύμπλεγμα Τροόδους (βλέπε λήμμα γεωλογία).

 

Τα πλείστα των κοιτασμάτων της Κύπρου μετά τον σχηματισμό τους στον βυθό του ωκεανού, λόγω χημικών και ηλεκτροχημικών διεργασιών, εκαλύφθησαν από λεπτό στρώμα (μέχρι 50 εκατοστών πάχους) ώχρας. Η ώχρα είναι προϊόν υποθαλάσσιας οξείδωσης των θειούχων κοιτασμάτων και έχει σαν κύριο συστατικό της τα υδροξείδια του σιδήρου. Χρησιμοποιήθηκε τόσο στην Αρχαιότητα όσο και στους νεότερους χρόνους ως χρωστική ουσία.

 

Μετά τον σχηματισμό της ώχρας σαν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ηφαιστειακής δράσης, τα κοιτάσματα καλύφθηκαν από στρώμα λαβών σημαντικού πάχους που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι της τάξεως των εκατοντάδων μέτρων.

 

Λόγω της έντονης τεκτονικής δράσης που συνδέεται με την ανύψωση του Τροόδους πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και της έντονης διάβρωσης που ακολούθησε, τα θειούχα κοιτάσματα επανεμφανίσθηκαν στην επιφάνεια με αποτέλεσμα την έντονη διάβρωση και οξείδωσή τους και τον σχηματισμό εκτεταμένων ζωνών οξείδωσης (gossans). Οι ζώνες αυτές αποτελούνται κυρίως από υδροξείδια και οξείδια σιδήρου που έχουν έντονα κοκκινωπό και κιτρινωπό χρώμα, και διοξείδιο του πυριτίου (σίλικα). Τα οξείδια του χαλκού, καθώς και οι ανθρακικές ενώσεις του, όπως ο αζουρίτης και ο μαλαχίτης, είναι πολύ περιορισμένες αν όχι σπάνιες στις ζώνες αυτές. Τα δυο τελευταία ορυκτά ανευρίσκονται συνήθως γύρω από τις οξειδώσεις όταν απαντώνται ανθρακικά πετρώματα ή πετρώματα πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο.

 

Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα, από οικονομικής απόψεως, της οξείδωσης των κοιτασμάτων είτε αυτή συνέβη υποθαλάσσια είτε στην επιφάνεια, είναι η δημιουργία ζωνών δευτερογενούς εμπλουτισμού σε χρυσό και άργυρο και σε χαλκό. Η πλούσια σε χρυσό και άργυρο ζώνη σχηματίσθηκε πλησίον της στάθμης του υπόγειου νερού η οποία σπανίως υπερβαίνει τα 30 μ. Συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 μ. Η ζώνη αυτή αποτελείται από ένα λεπτόκοκκο, εύθρυπτο υλικό γκριζωπού χρώματος που συνίσταται από διαλυτά άλατα (κυρίως ενώσεις θειικού σιδήρου), διοξείδιο του πυριτίου και νερό. Το υλικό αυτό είναι γνωστό στους μεταλλωρύχους σαν λάσπη του διαβόλου (devil's mud), η δε περιεκτικότητά του σε χρυσό είναι της τάξεως των 65 γραμ. στον τόνο και του αργύρου σε 400 γραμ. στον τόνο. Η αναλογία χρυσού προς άργυρο κυμαίνεται μεταξύ 1:6 και 1:10.

 

Η χρυσοφόρος ζώνη έχει πάχος 30-60 εκατοστά και βρίσκεται συνήθως πλησίον της επαφής μεταξύ του πρωτογενούς κοιτάσματος και ζώνης οξειδώσεως. Σε σπάνιες όμως περιπτώσεις, όπως στη Σκουριώτισσα, ανευρέθησαν συγκεντρώσεις του υλικού σε βάθος 60 μέχρι και 250 μέτρων. Η αρχική πηγή των ευγενών αυτών μετάλλων στη λάσπη του διαβόλου είναι το ίδιο το θειούχο κοίτασμα του οποίου όμως η μέση περιεκτικότητα είναι πολύ πιο χαμηλή. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η περιεκτικότητα του μεγαλύτερου κοιτάσματος της Κύπρου, του Μαυροβουνίου, ήταν 0,8 γραμ. στον τόνο χρυσός και 8 γραμ. στον τόνο άργυρος. Σαν αποτέλεσμα της οξείδωσης του μεταλλεύματος, δηλαδή της καταστροφής της δομής των θειούχων ορυκτών (σιδηροπυρίτη και χαλκοπυρίτη) και της μετατροπής τους σε οξείδια και υδροξείδια του σιδήρου καθώς επίσης σε θειικές ενώσεις του σιδήρου και του χαλκού, ο χρυσός και ο άργυρος που βρίσκονται υπό μορφή μικροσκοπικών κόκκων μέσα στους κρυστάλλους του σιδηροπυρίτη και ιδιαίτερα του χαλκοπυρίτη, μεταφέρονται υπό μορφή κολλοειδών διαλυμάτων και εναποτίθενται στο επίπεδο της στάθμης του υπόγειου νερού.

 

Η ζώνη δευτερογενούς εμπλουτισμού σε χαλκό βρίσκεται συνήθως κάτω από τη ζώνη των ευγενών μετάλλων, δηλαδή στο ανώτερο μέρος του πρωτογενούς κοιτάσματος. Ο τρόπος σχηματισμού της ζώνης αυτής είναι παρόμοιος με τον τρόπο σχηματισμού της χρυσοφόρου ζώνης, με τη διαφορά ότι ο απελευθερωθείς χαλκός από την οξείδωση του χαλκοπυρίτη μεταφέρεται υπό μορφή θειικών διαλυμάτων κάτω από τη στάθμη του νερού και εναποτίθεται υπό μορφή δευτερογενών θειούχων ορυκτών, όπωςχαλκοσίνη, βορνίτη, κοβελλίνη, ακόμη δε και ως χαλκοπυρίτη. Σαν αποτέλεσμα του δευτερογενούς αυτού εμπλουτισμού η περιεκτικότητα του κοιτάσματος σε χαλκό στη ζώνη αυτή αυξάνεται κατακόρυφα και ανέρχεται στο 15-20% σε σύγκριση με 1% ή ακόμη χαμηλότερη που είναι η μέση περιεκτικότητα του πρωτογενούς κοιτάσματος.

 

Στα πλείστα θειούχα κοιτάσματα διακρίνονται, πλην της ζώνης οξείδωσης, τρεις ζώνες (από άνω προς τα κάτω):

 

α) Ζώνη Συμπαγούς Μεταλλεύματος (Massive Ore)

β) Ενδιάμεση Ζώνη

γ) Ζώνη Χαμηλής Περιεκτικότητας ή Stockwork

 

Η Ζώνη Συμπαγούς Μεταλλεύματος αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από σίδηρο, θείο και σε μικρότερη αναλογία χαλκό και ψευδάργυρο. Η περιεκτικότητά του σε θείο κυμαίνεται μεταξύ 40 και 51%, του δε χαλκού από 0,54,5%. Η περιεκτικότητα του ψευδαργύρου, όταν υπάρχει, είναι πάντοτε χαμηλότερη του χαλκού, με εξαίρεση τα κοιτάσματα της Αγροκηπιάς Β και της Περιστερκάς όπου η μέση περιεκτικότητα τους σε ψευδάργυρο ήταν πολύ ψηλότερη από τον χαλκό.   Άλλα μέταλλα τα οποία βρίσκονται σε μη οικονομικά εκμεταλλεύσιμες συγκεντρώσεις μέσα στο μετάλλευμα είναι το κοβάλτιο και το νικέλιο με μέση περιεκτικότητα χαμηλότερη του 0,1%. Εξαίρεση στην περίπτωση αυτή αποτελεί το κοίτασμα της Σκουριώτισσας όπου το ποσοστό του κοβαλτίου στο συμπαγές μετάλλευμα ανερχόταν στο 0,35%.

 

Τα κύρια ορυκτά της ζώνης αυτής είναι ο σιδηροπυρίτης, ο μαρκασίτης, ο χαλκοπυρίτης και διάφορα δευτερογενή ορυκτά του χαλκού όπως ο χαλκοσίνης, ο βορνίτης, ο κοβελλίνης κλπ. και ο σφαλερίτης.

 

Τη Ζώνη Συμπαγούς Μεταλλεύματος διαδέχεται η Ενδιάμεση Ζώνη που αποτελείται από θειούχα ορυκτά και διοξείδιο του πυριτίου με μια μέση περιεκτικότητα θείου 30-40%. Το ποσοστό χαλκού της ζώνης είναι σαφώς χαμηλότερο της συμπαγούς ζώνης αλλά ποικίλλει από κοίτασμα σε κοίτασμα.

 

Η Ζώνη Χαμηλής Περιεκτικότητας, ή όπως είναι διεθνώς γνωστή Stockwork, συνίσταται από φλέβες, φλεβίδια και εμποτίσματα θειούχων ορυκτών, κυρίως σιδηροπυρίτη, και έντονα εξαλλοιωμένες και συνήθως θρυμματισμένες λάβες. Η περιεκτικότητα της ζώνης αυτής σε θείο κυμαίνεται μεταξύ 15 και 30% και σε χαλκό από 0,01 μέχρι και 1%. Το πάχος της είναι συνήθως μεγάλο και μπορεί να φθάσει μέχρι και τα 500 μέτρα.

 

Εκμετάλλευση κοιτασμάτων

Η εκμετάλλευση των θειούχων κοιτασμάτων της Κύπρου για χαλκό από τον προϊστορικό άνθρωπο ανάγεται στη Χαλκολιθική περίοδο (3900-2500 π.Χ.). Ο τύπος του χρησιμοποιηθέντος μεταλλεύματος κατά την περίοδο αυτή παραμένει άγνωστος. Το πιθανότερο είναι ότι κατά την περίοδο αυτή ο άνθρωπος χρησιμοποίησε κυρίως μικρές συγκεντρώσεις αυτοφυούς μεταλλικού χαλκού που πιθανώς υπήρχαν στις ζώνες οξείδωσης ή οξείδια και ανθρακικές ενώσεις του, από τα οποία εύκολα μπορούσε να παραχθεί ο χαλκός με απλή τήξη. Δείγματα χαλκού της εποχής αυτής έχουν ανευρεθεί στη Σουσκιού, στην Κισσόνεργα και στην Ερήμη. Περισσότερες ενδείξεις για εκκαμίνευση θειούχου μεταλλεύματος προς εξαγωγή του χαλκού υπάρχουν στη Μέση εποχή του Χαλκού Ι (1900-1650 π.Χ.). Οι ενδείξεις αυτές είναι τεμάχια σκουριών και ένα πήλινο χωνευτήρι (crucible) τα οποία ανευρέθησαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών στην τοποθεσία Αλέτρι του χωριού Αμπελικού, πολύ κοντά στο γνωστό ομώνυμο κοίτασμα και όχι μακριά από το κοίτασμα του Μαυροβουνίου. Κατά τους χρόνους που ακολούθησαν η παραγωγή χαλκού από τη φρύξη και τήξη των θειούχων μεταλλευμάτων αυξάνεται ραγδαία. Κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (16501050) και ιδιαίτερα μετά την κάθοδο των Μυκηναίων περί το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., η παραγωγή χαλκού αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Κύπρος καθίσταται το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής και εμπορίας χαλκού του αρχαίου κόσμου. Ο χαλκός εξάγεται υπό μορφή πλακών (ταλάντων) που έχουν το χαρακτηριστικό σχήμα δέρματος βοδιού (ox-hide ingot).

 

Η εκμετάλλευση και η εμπορία του χαλκού φέρνουν πραγματική επανάσταση στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Ενώ κατά την 3η και το πρώτο ήμισυ της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. η κοινωνία του νησιού είναι καθαρά αγροτική και αποτελείται από μικρούς αυτοσυντήρητους και σχετικά απομονωμένους οικισμούς, στις αρχές της  Ύστερης εποχής του Χαλκού αρχίζει η αστικοποίηση και η αλλαγή της δομής της κοινωνίας. Δημιουργούνται μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Έγκωμη, το Κίτιον, η Αλυκή (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ), η Παλαίπαφος, η Μόρφου (Τούμπα του Σκούρου) που η οικονομία τους βασίζεται σχεδόν  αποκλειστικά στην επεξεργασία και εμπορία του χαλκού.

 

Κατά την περίοδο αυτή εισάγεται η τεχνολογία του κρατερώματος, δηλαδή της ανάμειξης χαλκού με κασσίτερο, 8% περίπου, για την παραγωγή ορειχάλκου. Το νέο προϊόν είναι σκληρότερο και ανθεκτικότερο του χαλκού. Η προέλευση του κασσιτέρου είναι άγνωστη. Ως πιθανότερος όμως τόπος καταγωγής του θεωρείται η Ασία και ειδικότερα οι περιοχές του Αφγανιστάν όπου και σήμερα υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα κασσιτέρου. Οι Κύπριοι όμως τεχνίτες πριν από τον κασσίτερο ανακάλυψαν τον αρσενικούχο χαλκό, ο οποίος έχει σχεδόν παρόμοιες ιδιότητες με τον ορείχαλκο. Μικρές συγκεντρώσεις αρσενικού (200 μέρη στο εκατομμύριο) βρίσκονται στη δευτερογενή ζώνη εμπλουτισμού των κοιτασμάτων, την κύρια ζώνη εκμετάλλευσης κατά τους αρχαίους χρόνους. Για υψηλή όμως περιεκτικότητα αρσενικού μέσα στον χαλκό, φαίνεται ότι οι αρχαίοι χρησιμοποίησαν το μικρό αρσενικούχο κοίτασμα που βρίσκεται στην τοποθεσία Πεύκος, βορείως της Παρεκκλησιάς. Το κοίτασμα αυτό, που βρίσκεται σε σερπεντινιωμένα πετρώματα και είναι τελείως διαφορετικού τύπου από τα θειούχα κοιτάσματα που συνδέονται με τις λάβες, περιέχει μέχρι 7% αρσενικό. Πρόσφατα πειράματα απέδειξαν ότι μπορεί να γίνει οπτικός διαχωρισμός των αρσενικούχων ορυκτών από το υπόλοιπο μετάλλευμα, οπότε η περιεκτικότητα σε αρσενικό ανεβαίνει στο 40-50%. Μικρό ποσοστό του μεταλλεύματος αυτού, πιθανόν να εχρησιμοποιείτο για ανάμειξη με χαλκό για να παραχθεί ο αρσενικούχος χαλκός.

 

Στις περιόδους που ακολούθησαν, δηλαδή μεταξύ της Γεωμετρικής εποχής και της Πρωτοβυζαντινής περιόδου (1050 π.Χ. - 650 μ.Χ.) η Κύπρος εξακολουθεί να παίζει σημαντικότατο ρόλο στην παραγωγή και εξαγωγή χαλκού, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που στο εξής το μέταλλο χαλκός ταυτίζεται πλήρως με το όνομά της.

 

Προς το τέλος της Ύστερης εποχής του Χαλκού - αρχές της Γεωμετρικής εποχής εμφανίζονται τα πρώτα σιδηρά αντικείμενα. Οι πλείστοι αρχαιολόγοι και αρχαιομεταλλουργοί πιστεύουν σήμερα ότι τα αντικείμενα αυτά κατασκευάστηκαν στην Κύπρο από σίδηρο που παρήχθη επιτοπίως. Ο σίδηρος αυτός εύκολα μπορούσε να παραχθεί είτε από την περαιτέρω επεξεργασία της σκουριάς του χαλκού είτε χρησιμοποιώντας ως σιδηρομετάλλευμα τα οξείδια του σιδήρου από τις οξειδώσεις ή την ώχρα που καλύπτει ορισμένα από τα θειούχα κοιτάσματα και η περιεκτικότητά της σε οξείδια σιδήρου υπερβαίνει το 75%. Εάν η παραγωγή σιδήρου συνεχίσθηκε και αυξήθηκε σταδιακά στις περιόδους που ακολούθησαν είναι άγνωστο.

 

Κατά τη μακραίωνη αυτή περίοδο μεταλλευτικής δραστηριότητας υπάρχει πληθώρα ιστορικών, αρχαιολογικών και μεταλλευτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν την τεράστια συμβολή της στην κοινωνική και οικονομική ανέλιξη του τόπου (βλ. και λήμμα χαλκός).

 

Μεταξύ άλλων, ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί Λίθων Διαφορᾶς αναφέρει ότι η Βούκασα (σημερινή Φουκάσα - Σκουριώτισσα) «είναι όρος μεταλλείων χρυσού, που βρίσκεται στη βάση του Τρογόδου και βλέπει προς τα βορειότερα μέρη του νησιού, ενώ κατά τη θάλασσα πηγαίνει δυτικότερά της. Κι έχει, όπως λεπτομερειακά την περιγράφει, διάφορα μεταλλεία, λέει, χρυσού και αργύρου και χαλκού, στυπτηρίας σχιστής και άσπρης και αληθινής στυπτηρίας. Και σώρυ και προζύμι του χρυσαφιού και μίσυ και χαλκίτη και άλλα διάφορα μέταλλα. Ενώ σε άλλα βουνά της Κύπρου, λεν, πως γίνεται σίδερο και γυαλί και κάθε πολύτιμο υλικό» (μετάφραση Κ. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ  , τόμ. Β').

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΧΑΛΚΟΥ         

           

ΟΝΟΜΑ             ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ  ΧΑΛΚΟΣ ΘΕΙΟ    ΠΟΣΟΤΗΤΑ       ΠΕΡΙΟΔΟΣ 

      ΕΚΜΕΤΑΛ.  %         %         ΕΞΟΡΥΧΘ.        ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

 

Μαυροβούνι        Κ.Μ.Ε.  Υπόγεια            4,5        47         16.508.755        1929-1974

Σκουριώτισσα     Κ.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       2,5        48         6.784.604          1921-1974

Σκουριώτισσα     Ε.Μ.Ε.  Leaching           —         —         9.597                1979

Φοίνιξ                 Κ.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       0,8        —         1.019.597          1973-1974

Φοίνιξ                 Ε.Μ.Ε.  Leaching           0,8        —         598.323 1979

Απλίκι                Κ.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       1,8        36         1.064.493          1968-1971

Λεύκα Α             Κ.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       2,0        30         1.151.048          1968-1974

Μεμί                  Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη                   26         2.028.898          1954-1971

Μεμί                  Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       —         26         95.901              1987

Αλεστός             Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       0,9        —         660.515 1971-1972

ΚοκκινοπεζούλαΕ.Μ.Ε.   Αποκάλυψη       —         24         5.486.035          1953-1966

Κοκκινογιά         Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            2,0        3040     481.008 1973-1979

Αγροκηπιά Α      Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       1,0        3044     332.838 1952-1971

Αγροκηπιά Β      Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            4,0        40         74.074              1958-1964

Κοκκινόνερο        Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       —         2535     658.354 1953-1960

Περιστερκά         Μ.Κ.     Αποκάλυψη       1,5        2547     557.540 1970-1977

Καπέδες            Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       —         3035     54.666               1955-1958

Μαθιάτης           Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       0,2        3035     2.100.000          1965

Σιά                    Ε.Μ.Ε.  Αποκ./Υπόγ.     0,51,2   2530     334.179 1950-1959

Τρούλλοι            Berdy    Αποκάλυψη       ι,ο         —         46.485 44.870    1955-1961

1973-1974

Καλαβασός        Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            1,02,5   33         1.910.000          1937-1966

Πέτρα                Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            1,02,5   2546     226.000 1953-1957

Μαύρη Συκιά      Ε.Μ.Ε.  Υπόγ./Αποκ.     1,52,5   2545     376.000 1954-1977

Λαντάρια            Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            0,5        3545     65.500              19631-964

Πλατιές              Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       2,53,0   46         43.900              19551-958

Μούσουλος        Ε.Μ.Ε.  Υπόγεια            1,02,5   40         1.660.000          1964-1976

Μαυρίδια            Ε.Μ.Ε.  Αποκάλυψη       1,5        3040     400.000 1971-1977

Λίμνη                 Κ.Ε.Θ.Χ. Αποκάλυψη     1,11      15         8.143.460          1937-1979

Κινούσα             Κ.Ε.Θ.Χ. Αποκάλυψη     2,23      47         228.8%              1952-1960

Κινούσα             Κ.Ε.Θ.Χ. Υπόγεια          2,88      42         270.608 1952-1960

Ευλοημένη          Κ.Ε.Θ.Χ. Αποκάλυψη     0,68      19         63.724               1970-1971

 

ΣΥΝΟΛΟ                                                                       53.479.868        1921-1987

 

Κ.Μ.Ε. = Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία

Ε.Μ.Ε. = Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία

Μ.Κ. = Μεταλλεία Καμπιών

Berdy  = Μεταλλευτική Εταιρεία Berdy

Κ.Ε.Θ.Χ.   = Κυπριακή Εταιρεία Θείου και Χαλκού

 

ΣΗΜ.: Η εκμετάλλευση των περισσοτέρων μεταλλείων άρχισε με υπόγειες μεθόδους και συνεχίσθηκε αργότερα με αποκάλυψη.

 

Οι πλέον αδιάψευστοι όμως μάρτυρες της έκτασης αλλά και της διάρκειας της μεταλλευτικής δραστηριότητας, είναι οι σωροί των αρχαίων σκουριών χαλκού που είναι διασκορπισμένοι στους πρόποδες του Τροόδους.  Έχουν εντοπισθεί πάνω από 40 σωροί με συνολική ποσότητα σκουριών 4.000.000 τόνων περίπου. Ο μεγαλύτερος από τους σωρούς αυτούς με 2.000.000 τόνους σκουριάς, βρίσκεται πλησίον του μεταλλείου της Σκουριώτισσας στους πρόποδες του λόφου της Φουκάσας, της αρχαίας Βούκασας. Ο δεύτερος σε μέγεθος σωρός βρίσκεται στην Καλαβασό, πλησίον του μεταλλείου της Πέτρας με αποθέματα σκουριάς 750.000 τόνων. Άλλοι σωροί με σημαντικές ποσότητες σκουριάς υπάρχουν στην Αγροκηπιά, Μιτσερό, Αγία Μαρίνα, Μαθιάτη, Λίμνη, Βρέτσια, Παναγιά, Τρούλλους και σε πολλές άλλες περιοχές. Οι νεώτερες έρευνες απέδειξαν ότι δεν υπάρχει μεταλλοφορία με επιφανειακή ένδειξη, οξείδωση, που δεν έχει ερευνηθεί από τους αρχαίους και δεν υπάρχει θειούχο κοίτασμα που δεν έχει εντοπισθεί και τύχει εκμεταλλεύσεως. Όλα τα κοιτάσματα που εντοπίσθηκαν και έτυχαν εκμεταλλεύσεως κατά τους νεότερους χρόνους, ήσαν γνωστά στους αρχαίους. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα μέρη αυτών που λόγω τεκτονικών κινήσεων αποκόπηκαν από το κύριο σώμα και μετατοπίσθηκαν σε μεγαλύτερα βάθη με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη η εκμετάλλευσή τους ένεκα της υψηλής στάθμης του υπόγειου νερού.

 

Με βάση την ποσότητα των σκουριών έχει υπολογισθεί ότι κατά τη διάρκεια των 3.000 και πλέον χρόνων που διήρκεσε η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Αρχαιότητα, παρήχθησαν 200.000 - 250.000 τόνοι μεταλλικού χαλκού.

 

Ραδιοχρονολόγηση του ξυλάνθρακα που περιέχουν οι σωροί των σκουριών και των ξύλινων υποστηριγμάτων των γαλαριών εκμετάλλευσης, με τη μέθοδο του άνθρακα 14, αλλά και αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν τρεις περίοδοι αιχμής στην παραγωγή χαλκού στην Αρχαιότητα:

 

α) Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.)

β) Κυπροαρχαϊκή μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο (750-50 π.Χ.)

 

γ) Υστερορωμαίκή μέχρι και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (3ος αι.-650 μ.Χ.).

 

Η μεταλλευτική δραστηριότητα τερματίζεται σχεδόν πλήρως με την έναρξη των αραβικών επιδρομών το πρώτο μισό του 7ου αιώνα και επαναρχίζει στις αρχές του 20ού αιώνα. Ορισμένοι όμως μελετητές υποστηρίζουν ότι υπήρξε παραγωγή χαλκού και χρυσού κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας στην Κύπρο, εξάγονταν δε στην Αλεξάνδρεια και στις ιταλικές πόλεις, ο μεν χαλκός με το όνομα βιτριόλι (blue vitrol), ο δε χρυσός υπό μορφή χρυσού υφάσματος (cloth of gold).

 

Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων έγινε τόσο με επιφανειακές (αποκάλυψη) όσο και υπόγειες μεθόδους. Οι αρχαιότερες στοές εκμετάλλευσης (γαλαρίες) έχουν πλάτος 75 εκατ. και ύψος 1,20 μ. ενώ οι νεότερες έχουν συνήθως ξύλινα υποστηλώματα και το ύψος τους είναι τέτοιο που οι μεταλλωρύχοι να κινούνται σχεδόν όρθιοι σ' αυτές. Η σύγχρονη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αποκάλυψε την ύπαρξη εκτεταμένων συστημάτων γαλαριών, κεκλιμένων με κλίμακες και πηγαδιών. Για την εξόρυξη του μεταλλεύματος χρησιμοποιούνταν διάφοροι τύποι εργαλείων που δεν διαφέρουν πολύ των σημερινών και για τη μεταφορά πλεκτά καλάθια χωρητικότητας 5 περίπου κιλών. Για την ανέλκυση δε του μεταλλεύματος στην επιφάνεια χρησιμοποιούνταν σχοινιά και βαρούλκα (αλακάτια).

 

Η πυρομεταλλουργική κατεργασία των θειούχων μεταλλευμάτων ήταν πολύπλοκη και ενεργοβόρα. Περνούσε από το στάδιο της φρύξης με τη χρήση ξυλοκάρβουνων (οξείδωσης των θειούχων ορυκτών) και της τήξης με τη χρήση κάρβουνων και διαφόρων συλλιπασμάτων (fluxes), όπως ούμπρας, διοξειδίου του πυριτίου κλπ. για παραγωγή του μεταλλικού χαλκού.

 

Οι κάμινοι που χρησιμοποιούντο για την τήξη ήσαν μικροί, διαμέτρου 40 περίπου εκατοστών, και κατασκευάζονταν από πέτρες (κροκάλες) του ποταμού και πηλό πλησίον των μεταλλείων και κυρίως σε ανυψωμένο έδαφος για σκοπούς καλού αερισμού, αλλά και για να μπορεί να ρέει η σκουριά σε χαμηλότερο επίπεδο. Για διοχέτευση αέρα προς πλήρη καύση και για να επιτευχθεί η απαραίτητη θερμοκρασία για τήξη του μεταλλεύματος, χρησιμοποιούνταν φυσητήρες κατασκευασμένοι από δέρμα ζώου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των καμίνων ήσαν προσεκτικά επιλεγμένες ώστε να προέρχονται από υπερβασικά κυρίως πετρώματα τα οποία έχουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες τήξης.

 

Παρόλο ότι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης και άλλοι, αναφέρονται στην παραγωγή, πλην του χαλκού, χρυσού και αργύρου, δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ότι οι αρχαίοι κατόρθωσαν να τα παραγάγουν από την πλούσια σε ευγενή μέταλλα ζώνη που περιγράφει πιο πάνω, με τη μέθοδο της εκκαμίνευσης. Μια τέτοια παραγωγή, σύμφωνα με τους αρχαιομεταλλουργούς, προϋποθέτει εισαγωγή και χρήση μεγάλων ποσοτήτων μολύβδου και επίλυση άλλων πυρομεταλλουργικών προβλημάτων.

 

Η αναβίωση της μεταλλευτικής βιομηχανίας πραγματοποιείται στις αρχές του 20ού αιώνα. Αν και η μεταλλευτική έρευνα αρχίζει αμέσως μετά την παραχώρηση του νησιού από την Οθωμανική αυτοκρατορία στη Βρετανία το 1878, η παραγωγή και εξαγωγή χαλκούχων μεταλλευμάτων πάνω σε συστηματική βάση αρχίζει το 1922 από την περιοχή της Σκουριώτισσας.

 

Η πρώτη περιοχή που προσείλκυσε το ενδιαφέρον των μεταλλευτικών εταιρειών ήταν η Λίμνη κοντά στην Πόλη της Χρυσοχούς. Αμέσως μετά το 1878, με βάση τις ενδείξεις των αρχαίων εργασιών, άρχισαν οι συστηματικές έρευνες. Μετά από εκτεταμένες υπόγειες έρευνες, κυρίως ακολουθώντας τις αρχαίες στοές, εντοπίσθηκε το κοίτασμα το 1908 οπότε έγινε και η εξόρυξη των πρώτων 160 τόνων θειούχου μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 5%. Τα αποθέματα του κοιτάσματος υπολογίσθηκαν σε 3.400.000 τόνους, με μέση περιεκτικότητα χαλκού 1,1%. Παρ' όλο τον εντοπισμό του κοιτάσματος η συστηματική του εκμετάλλευση από την ιδρυθείσα προς τον σκοπό αυτό Κυπριακή Εταιρεία Θείου και Χαλκού (Κ.Ε.Θ.Χ.), καθυστέρησε για τεχνικούς και οικονομικούς λόγους μέχρι το 1937.

 

Στην περιοχή της Σκουριώτισσας, με βάση πάλιν τις αρχαίες εργασίες, ο Charles G. Gunther, ενεργώντας εκ μέρους αμερικανικής εταιρείας, εντοπίζει το 1914 μετά από αριθμό γεωτρήσεων το κοίτασμα της Σκουριώτισσας ή Φουκάσας με αποθέματα 6.000.000 τόνων, με μέση περιεκτικότητα χαλκού 2,5% και θείου 47%. Το 1916 ιδρύεται η Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία (Κ.Μ.Ε.) η οποία αναλαμβάνει την εκμετάλλευσή του που αρχίζει το 1920, το δε 1922 γίνονται οι πρώτες εξαγωγές. Οι μεταλλευτικές έρευνες συνεχίζονται στην περιοχή και το 1919 εντοπίζεται το δεύτερο μεγάλο κοίτασμα, το Μαυροβούνι, που αργότερα αποδεικνύεται ότι είναι το μεγαλύτερο που ανακαλύφθηκε ποτέ στην Κύπρο. Τα αποθέματά του είναι της τάξεως των 17.000.000 τόνων, με μέση περιεκτικότητα χαλκού 4,5% και θείου 48%.

 

Οι μεγάλες επιτυχίες της Κ.Μ.Ε. στην περιοχή της Σκουριώτισσας δίνουν νέα ώθηση στη μεταλλευτική έρευνα. Το 1927 η Εταιρεία Πυριτών του Ρίο Τίντο Ισπανίας άρχισε έρευνες στις περιοχές Καλαβασού και Σιάς αλλά σύντομα τα δικαιώματά της αγόρασε η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, του ελληνικού συγκροτήματος Μποδοσάκη Αθανασιάδη. Την τελευταία διαδέχθηκε η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (Ε.Μ.Ε.).

 

Αποτέλεσμα των ερευνών αυτών είναι ο εντοπισμός σειράς νέων κοιτασμάτων στις περιοχές Καλαβασού, Σιάς, Μαθιάτη, Καμπιών, Αγροκηπιάς και Μιτσερού. Παράλληλα με τις έρευνες αρχίζει η εκμετάλλευση και η ανέγερση εργοστασίων εμπλουτισμού του μεταλλεύματος στις κυριότερες μεταλλευτικές περιοχές όπως Ξερό (Κ.Μ.Ε.), Βασιλικό (Ε.Μ.Ε.) και Λίμνη (Κ.Ε.Θ.Χ.).

 

Κατά την οικονομική κρίση του 1931, ένεκα των χαμηλών τιμών του χαλκού και γενικά των μετάλλων, οι μεταλλευτικές εταιρείες άρχισαν την εκμετάλλευση του πλούσιου ορίζοντα σε χρυσό και άργυρο που εντοπίσθηκε κατά τη διάρκεια των ερευνών μεταξύ του πρωτογενούς κοιτάσματος και της οξειδωμένης ζώνης. Ο ορίζοντας αυτός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, περιέχει πολύ ψηλές συγκεντρώσεις ευγενών μετάλλων που σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Σκουριώτισσα, ανέρχονταν σε 290 gr/t χρυσού και 470 gr/t αργύρου, (t = βραχύς τόνος που ισοδυναμεί με 907 κιλά περίπου). Τέτοιες ζώνες εντοπίστηκαν σε όλα σχεδόν τα κοιτάσματα της Κύπρου που παρουσιάζουν εκτεταμένη ζώνη οξείδωσης, όπως η Σκουριώτισσα που υπήρξε και το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής χρυσού και αργύρου, η Αγροκηπιά, το Μιτσερό, η Σια, ο Μαθιάτης, η Καλαβασός, η Λίμνη και οι Τρούλλοι. Για επεξεργασία του χρυσοφόρου μεταλλεύματος κατασκευάστηκαν εργοστάσια κυάνωσης στο Ξερό, Μιτσερό, Βασιλικό, Τρούλλους (Κελιά) και Λίμνη. Κατά την περίοδο 1934-1944, που διήρκεσε η εκμετάλλευση των χρυσοφόρων οριζόντων, παρήχθησαν 5.300 περίπου κιλά χρυσού και 31.000 περίπου κιλά αργύρου.

 

Μια δεύτερη περίοδος παραγωγής χρυσού και αργύρου από το οξειδωμένο μέρος του κοιτάσματος της Σκουριώτισσας είναι μεταξύ 1979 και 1982. Η μέση περιεκτικότητα του χρησιμοποιηθέντος μεταλλεύματος ήταν 1,1 gr/t χρυσού. Το χρυσοφόρο μετάλλευμα μεταφερόταν για εμπλουτισμό στο εργοστάσιο Μιτσερού και παρήγοντο συμπυκνώματα χαλκούχων σιδηροπυριτών με μέση περιεκτικότητα χρυσού 400 gr/t και αργύρου 1.200 gr/t. Η ολική ποσότητα χρυσού που παρήχθη κατά την περίοδο αυτή ήταν 500 κιλά χρυσού και 1,5 τόνος αργύρου.

 

Η κύρια όμως εκμετάλλευση των θειούχων κοιτασμάτων αρχίζει μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα μετά το 1950 οπότε μηχανοποιούνται οι εγκαταστάσεις και εισάγεται η μέθοδος της επιφανειακής αποκάλυψης για τα πλείστα μεταλλεία. Κατά την περίοδο 1955-1961 η παραγωγή και εξαγωγή θειούχων ορυκτών υπερβαίνει το 1.000.000 τόνους και το 1960 φθάνει σε 1.182.000 τόνους που είναι η μεγαλύτερη παραγωγή που σημειώθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της μεταλλευτικής βιομηχανίας (Σχ. 2). Γενικά η εικοσαετία 1950-1970 θεωρείται η χρυσή εποχή της μεταλλευτικής βιομηχανίας της Κύπρου και ιδιαίτερα του χαλκού. Κατά την περίοδο αυτή οι εξαγωγές μεταλλευμάτων αντιπροσωπεύουν το 40% και πλέον των ολικών εξαγωγών. Ειδικότερα για τη δεκαετία του 50 οι εξαγωγές μεταλλευμάτων αντιπροσώπευαν το 55% των ολικών εξαγωγών, το δε 1956 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 67% (Σχ. 3). Η συνεισφορά της μεταλλευτικής βιομηχανίας υπό μορφή φόρων κατά την ίδια περίοδο καλύπτει ποσοστό 15-25% των ολικών φόρων και 50-70% του φόρου εισοδήματος.

 

Κατά την περίοδο αυτή εκσυγχρονίζονται οι εγκαταστάσεις εμπλουτισμού και ανεγείρονται νέες στο Μιτσερό. Επίσης επεκτείνονται και κατασκευάζονται νέες εγκαταστάσεις εξαγωγών στις περιοχές Ξερού, Καραβοστασίου, Βασιλικού και Λίμνης.

 

Δυστυχώς όμως ο σημαντικότατος αυτός τομέας της οικονομίας αρχίζει σταδιακά να φθίνει μετά το 1970. Βασικοί λόγοι είναι η εξάντληση των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών, οι χαμηλές τιμές που επεκράτησαν στη διεθνή αγορά και ο μη εντοπισμός νέων μεγάλων και πλουσίων κοιτασμάτων παρ' όλες τις έντονες προσπάθειες που κατεβλήθησαν τόσον από κυβερνητικής πλευράς όσον και από πλευράς μεταλλευτικών εταιρειών. Το τελειωτικό όμως κτύπημα στη μεταλλευτική βιομηχανία το επιφέρει το 1974 η τουρκική εισβολή με την κατάληψη των μεγαλυτέρων εγκαταστάσεων εμπλουτισμού και φορτώσεως μεταλλευμάτων για εξαγωγές στο Ξερό και το Καραβοστάσι, καθώς επίσης του συγκροτήματος των μεταλλείων Μαυροβουνίου (Μαυροβούνι, Λεύκα Α και Αν. Λεύκα). Συνέπεια της κατάληψης του εργοστασίου εμπλουτισμού στο Ξερό και ειδικότερα του νέου συγκροτήματος που είχε ανεγερθεί για την ειδική επεξεργασία του μεταλλεύματος χαμηλής περιεκτικότητας της Σκουριώτισσας γνωστού ως «Σχεδίου Φοίνιξ», ήταν η αχρήστευση του όλου σχεδίου.

 

Από τα 20 και πλέον μεταλλεία που λειτουργούσαν στην περίοδο 1950-1970 (βλ. πίνακα 2), σήμερα λειτουργούν μόνο δύο, ο Μαθιάτης και το Μεμί, από τα οποία εξάγεται σιδηροπυρίτης, περίπου 200.000 τόνοι ετησίως, για τις ανάγκες των Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (παραγωγή θειικού οξέος και θειούχων λιπασμάτων). Σ' ένα τρίτο μεταλλείο, της Σκουριώτισσας, εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια η μέθοδος της επί τόπου απόπλυνσης (leaching) και με τη χρήση παλιοσιδερικών παράγεται ίζημα χαλκού της τάξεως των 2.000-3.000 τόνων ετησίως με μέση περιεκτικότητα χαλκού 50% περίπου. Η απόπλυνση, δηλαδή η διάλυση των ευδιαλύτων ορυκτών του χαλκού (οξειδίων) του μεταλλεύματος με όξινο νερό, επιτυγχάνεται με τη διοχέτευση νερού στο οποίο έχει προστεθεί μικρή ποσότητα θειικού οξέος, μέσα στο μετάλλευμα. Το νερό διοχετεύεται είτε μέσω γεωτρήσεων και αντλούμενο στη συνέχεια από ανοξείδωτες αντλίες, είτε διαβρέχοντας το εκτεθειμένο στην επιφάνεια μετάλλευμα με το σύστημα της τεχνητής βροχής. Ακολούθως το εμπλουτισμένο σε χαλκό (θειικές ενώσεις χαλκού) όξινο νερό συσσωρεύεται και διοχετεύεται σε σειρά ειδικών δεξαμενών μέσα στις οποίες τοποθετούνται παλιοσιδερικά. Ο σίδηρος αντιδρά με τις εν διαλύσει θειικές ενώσεις του χαλκού ο οποίος καθιζάνει ως μεταλλικός χαλκός και ο σίδηρος διαλύεται μετατρεπόμενος κυρίως σε θειικές ενώσεις και υδροξείδια. Το παραγόμενο με τον τρόπο αυτό ίζημα χαλκού περιέχει 50-60% χαλκό.

Φώτο Γκάλερι

Image