Αρχαιολογικό Μουσείο

Image

Το πρώτο Κυπριακό Μουσείο ιδρύθηκε το 1883, πέντε ακριβώς χρόνια μετά την παραχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία, και στεγαζόταν σ’ ένα μικρό διώροφο κτίριο στην οδό Βικτωρίας στη Λευκωσία. Αρχικά οι πενιχροί πόροι του Μουσείου προέρχονταν από εισφορές μερικών ιδιωτών και από συνδρομές των λιγοστών μελών του, αλλ’ αργότερα, το 1905, με τη θέσπιση του πρώτου νόμου για τις Αρχαιότητες, έγινε ημιεπίσημος οργανισμός, που τον διοικούσε ειδική επιτροπή με πρόεδρο τον Άγγλο ύπατο αρμοστή και η οικονομική ενίσχυσή του αυξήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό.

 

Το σημερινό κτίριο του Κυπριακού Μουσείου στην οδό Μουσείου στη Λευκωσία (απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο), που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, άρχισε να κτίζεται το 1908 και περατώθηκε το 1924. Ήταν σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ν. Balano της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Το 1961 ολοκληρώθηκε η δεύτερη φάση, στην οποία και παραμένει έως σήμερα.

 

Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ

 

Το 1909, όταν συμπληρώθηκε η δυτική πτέρυγά του με τα μαρμάρινα προπύλαια, οι μικρές συλλογές εκθεμάτων από το κτίριο της οδού Βικτωρίας μεταφέρθηκαν στις πρώτες νεόκτιστες αίθουσές του. Το 1935, με τη ψήφιση του νέου νόμου για τις Αρχαιότητες και τη δημιουργία του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το Κυπριακό Μουσείο έγινε επίσημος κυβερνητικός οργανισμός και απέκτησε τη μόνιμη ετήσια κυβερνητική χορηγία και την ουσιαστική του οντότητα.

 

Ο Μενέλαος Μαρκίδης

Το 1911 ο Μενέλαος Μαρκίδης διορίστηκε ο πρώτος έφορος του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1909 ο Μαρκίδης  εστάλη με υποτροφία του Κυπριακού Μουσείου στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε κλασσική αρχαιολογία. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, το 1911, διορίστηκε έφορος του Κυπριακού Μουσείου, θέση στην οποία υπηρέτησε για μια εικοσαετία. Ο Μενέλαος Μαρκίδης θεωρείται ο οργανωτής του Κυπριακού Μουσείου πάνω σε συστηματική βάση, έκαμε σε ανασκαφές σε διάφορα μέρη της Κύπρου (Έγκωμη, Γόλγοι,   Άρσος, Πόλη της Χρυσοχούς). Δημοσίευσε αρχαιολογικές μελέτες του στα Κυπριακά Χρονικά και σε ξένα επιστημονικά περιοδικά. Εξέδωσε τα έργα: My notes on Sites and Antiquities in Cyprus (1910) και A marble head from Cyprus (1913). Στη θέση τον διεδέχθηκε ο Πόρφύριος Δίκαιος.

 

Πρώτες συλλογές

 Οι πρώτες αμυδρές αρχαιολογικές συλλογές του Μουσείου άρχισαν να εμπλουτίζονται με τα ευρήματα των σποραδικών συστηματικών ανασκαφών στα πρώτα εικοσιπέντε χρόνια της ύπαρξής του. Μεταξύ των ετών 1927-1931, χάρη στο μνημειακό ανασκαφικό έργο της σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής στους κυριότερους χώρους πόλεων, συνοικισμών και νεκροταφείων του νησιού, τα εκθέματά του αυξήθηκαν σημαντικά σε ποικιλία και ποσότητα. Στην υπόλοιπη περίοδο της Αγγλοκρατίας πολυάριθμα αριστουργήματα της αρχαίας κυπριακής αγγειοπλαστικής, γλυπτικής, πλαστικής, μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας, που αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφικές έρευνες στη Χοιροκοιτία, στην Έγκωμη, στο γυμνάσιο της Σαλαμίνος, στο Κούριον, σε πολλούς τάφους και σε διάφορους άλλους αρχαιολογικούς χώρους, προστέθηκαν στις παλαιές συλλογές του και απετέλεσαν τον βασικό πυρήνα των σημερινών εκθεμάτων του.

 

Από την ανακήρυξη της Κύπρου σε Ανεξάρτητη Δημοκρατία, το 1960, μέχρι την Τουρκική Εισβολή του 1974 τα βασικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου πολλαπλασιάστηκαν με την προσθήκη αρκετών άλλων σημαντικών ευρημάτων, που ανακαλύφθηκαν με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων και δεκαεπτά ξένων αρχαιολογικών αποστολών σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους σ’ ολόκληρο το νησί. Τα περισσότερα απ' αυτά βρέθηκαν στο Κίτιον, στην κυπρο - μυκηναϊκή πόλη κοντά στην αλυκή Λάρνακας, στην πόλη της Υστέρας εποχής του Χαλκού στην Τούμπα του Σκούρου της Μόρφου, στον νεολιθικό συνοικισμό της Τέντας Καλαβασού, στο χαλκολιθικό νεκροταφείο της Σουσκιού στην Πάφο, στους «βασιλικούς» τάφους της νεκρόπολης της Σαλαμίνος και στα κυπρο-γεωμετρικά και αρχαϊκά νεκροταφεία της φίσας στους Σόλους και της Κάτω Δευτέρας.

 

Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες του Τμήματος Αρχαιοτήτων και δεκατεσσάρων ξένων αρχαιολογικών αποστολών, που άρχισαν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και που ακόμη συνεχίζονται με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό, έφεραν στο φως μεγάλες ποσότητες ευρημάτων, που αύξησαν σε μεγάλο βαθμό τους θησαυρούς του Κυπριακού Μουσείου και το κατέταξαν επάξια ανάμεσα στα πλουσιότερα και σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου. Τα νέα αυτά εκθέματα προέρχονται από τον χαλκολιθικό συνοικισμό στους Λάκκους της Λέμπας, από τους κυπρο-μυκηναϊκούς συνοικισμούς στη Μάα-Παλαιόκαστρο του κόλπου των Κοραλλίων, στον Κοκκινόκρεμμο της Πύλας και στον Άγιο Δημήτριο Καλαβασού, από το κυπρο -γεωμετρικό νεκροταφείο στις Σκάλες των Κουκλιών και από αρκετά άλλα νεκροταφεία.

 

Δεκατέσσερις αίθουσες

Μέσα στις δεκατέσσερις αίθουσες εκθεμάτων του Κυπριακού Μουσείου, ο επισκέπτης παρακολουθεί κατά είδος και χρονολογική ακολουθία τις εκδηλώσεις της αρχαίας κυπριακής τέχνης στην αγγειοπλαστική, στη γλυπτική, στην κοροπλαστική, στη μεταλλοτεχνία, στη μικροτεχνία, στην επιγραφική και στη νομισματική από τα  Προκεραμεικά Νεολιθικά χρόνια μέχρι τα τέλη της Ρωμαιοκρατίας (7000 π.Χ. - 395 μ.Χ.).

 

Πρώτη αίθουσα: Στην πρώτη αίθουσα αντιπροσωπεύονται ο νεολιθικός και χαλκολιθικός πολιτισμός του νησιού (7000-2500 π.Χ.) με εξαιρετικά δείγματα λίθινων και πήλινων αγγείων, ειδωλίων, οικιακών σκευών, βιοτεχνικών ειδών, αγροτικών εργαλείων και κοσμημάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα προκεραμεικά νεολιθικά λίθινα αγγεία της Χοιροκοιτίας, τα νεολιθικά πήλινα αγγεία με τη κτενιστή διακόσμηση από τη Σωτήρα και τη Χοιροκοιτία, τα νεολιθικά γυναικεία κοσμήματα της Χοιροκοιτίας από δεντάλια, αιματίτη, κορναλίνη και άλλους πολύτιμους λίθους, τα πήλινα χαλκολιθικά αγγεία της Ερήμης και της Αμπελικού με τη χαρακτηριστική γραμμική ερυθρωπή διακόσμηση, τα πικρολιθικά χαλκολιθικά σταυρόσχημα ειδώλια από διάφορες περιοχές της Πάφου, τα πήλινα χαλκολιθικά ειδώλια της Λέμπας και τα χαλκολιθικά γυναικεία κοσμήματα από δεντάλια και μικροσκοπικά σταυρόσχημα ειδώλια από τη Σουσκιού της Πάφου.

 

Δεύτερη αίθουσα: Στη δεύτερη αίθουσα επιβάλλονται με την τεχνική τελειότητά τους τα ερυθροστιλβωτά αγγεία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.), που προέρχονται κυρίως από τα νεκροταφεία στους Βουνούς και στη Δένεια. Πολλά από τα θαυμάσια αυτά αγγεία είναι απλά και κοσμημένα με εγχάρακτες γραμμές και ανάγλυφες παραστάσεις σχηματοποιημένων βουκρανίων, φιδιών, ζώων και πτηνών. Αρκετά άλλα είναι σύνθετα και πολύπλοκα, μερικά μιμούνται σπαθιά, αδράκτια, νεροκολοκύθες και άλλα αντικείμενα, άλλα είναι ζωόμορφα και πτηνόμορφα και όλα γενικά ήσαν οικιακά σκεύη καθημερινής χρήσης ή ειδικά αγγεία για ορισμένες τελετουργίες. Ιδιαίτερη εντύπωση ανάμεσα στα ερυθροστιλβωτά αγγεία προκαλούν ένα μικρό πήλινο ομοίωμα ιερού με εσωτερική αναπαράσταση ιεροτελεστίας και μια σκηνή αροτρίασης, της ίδιας εποχής, από το νεκροταφείο στους Βουνούς.

 

Τρίτη αίθουσα: Η τρίτη αίθουσα περιέχει σε μια αδιάσπαστη συνέχεια εκλεκτές ομάδες πήλινων αγγείων, που παρουσιάζουν όλα τα εξελικτικά στάδια της κυπριακής αγγειοπλαστικής από τη Μέση εποχή του Χαλκού μέχρι τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων (1900 π.Χ.-395 μ.Χ.). Τα σημαντικότερα από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα των υπέροχων αυτών πλαστικών έργων κατά εποχές είναι: Τα μικρά ποικιλόσχημα αγγεία της Μέσης εποχής του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.) με την πρωτότυπη και πλούσια γραπτή γεωμετρική διακόσμησή τους. Τα βαθιά κύπελλα με τη διχαλωτή λαβή και την κυλινδρική βάση και οι μικρές κανάτες με τα συμμετρικά, γραπτά, γεωμετρικά, διακοσμητικά σχήματα πάνω στο επιμελημένο λευκό επίχρισμα της επιφάνειάς τους, που μοιάζουν με ένα συνεκτικό σύνολο ραφών και βελονιών, τα αγγεία με τη δακτυλιοειδή βάση και τα λεπτά σκληρά τοιχώματα, που αντιγράφουν χάλκινα πρότυπα, και οι περίφημοι κρατήρες, οι ψευδόστομοι αμφορείς, τα κύπελλα, οι πυξίδες, τα ρυτά, τα τρίωτα αγγεία και άλλα κυπρο-μυκηναϊκά αριστουργήματα της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1650 - 1050 π.Χ.) με τις σύνθετες, αρμονικές, διακοσμητικές παραστάσεις δίφρων, ανθρώπινων και ζωικών μορφών, γεωμετρικών σχημάτων, ανθεμίων και πολλών άλλων φυτικών μοτίβων. Οι μεγάλοι αμφορείς, οι οινοχόες, οι πρόχοι, οι υδρίες, τα κύπελλα, τα πινάκια, τα μικρά ζωόμορφα και πτηνόμορφα αγγεία και όλα τ’ άλλα τροχήλατα αγγειοπλαστικά επιτεύγματα της Κυπρο-Γεωμετρικής εποχής (1050-750 π.Χ.) με την πλουσιότατη και συμμετρική, γραπτή, διακόσμηση παράλληλων γραμμών, ταινιών, ομόκεντρων κύκλων, ρόμβων, πλοχμών, ζατρικίων, μαιάνδρων, ανθεμίων, λωτών, παπύρων και ποικίλων άλλων φυτικών και γεωμετρικών μοτίβων. Τα παρόμοια σε σχήματα αγγεία της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής (750-475 π.Χ.), ανάμεσα στα οποία δεσπόζουν οι οινοχόες του ελεύθερου ζωγραφικού ρυθμού με τις μοναδικές στο είδος τους σχηματοποιημένες, γραπτές, δίχρωμες παραστάσεις ταύρων και πουλιών και αραιών, γεωμετρικών, συμπληρωματικών διακοσμητικών σχημάτων. Τα κομψά και απαράμιλλα σε τεχνική αρτιότητα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία με τις μυθολογικές παραστάσεις και άλλες συνθέσεις ζωικών και ανθρώπινων μορφών, οι μικρές ακόσμητες οινοχόες με το επιμελημένο λευκό επίχρισμα και οι πρόχοι με τη μικροσκοπική πλαστική παράσταση κόρης με κανάτα στον ώμο, της Κυπρο-Κλασσικής εποχής (475-325 π.Χ.). Οι λάγηνοι με το αμφικωνικό σώμα και τη σχοινοειδή λαβή, οι οξυπύθμενοι αμφορείς, οι μυροδόχες και δακρυδόχες της Ελληνιστικής εποχής (325-50 π.Χ.) και τα ερυθρωπά στιλπνά κύπελλα και διάφορα άλλα αγγεία της Κυπρο-Ρωμαϊκής εποχής (50 π.Χ.-395 μ.Χ.) με τη χαρακτηριστική ενσφράγιστη διακόσμηση ανθεμίων, ζωικών μορφών, πτηνών και άλλων μοτίβων (terra sigillata).

 

Τέταρτη αίθουσα: Στην τέταρτη αίθουσα είναι τοποθετημένα, όπως ακριβώς έχουν βρεθεί μέσα στο Ιερό της Αγίας Ειρήνης, όλα τα αναθηματικά πήλινα αγάλματα και ειδώλια. Τα εξαιρετικά αυτά κοροπλαστικά έργα, που εκδηλώνουν τη βαθιά καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος στη διάρκεια των Κυπρο-Αρχαϊκών χρόνων όπου χρονολογούνται, παριστάνουν ανθρώπινες μορφές, άλογα με αναβάτες, συμπλέγματα ταύρων και ανθρώπων, τέθριππα και πλοία με το πλήρωμά τους, κενταύρους και διάφορες σκηνές από την καθημερινή ζωή. Ανάμεσα σ’ όλα τα αφιερώματα κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή, που συνήθως προσφέρει στο ιερό το πήλινο ομοίωμά της για να βρίσκεται πάντοτε κάτω από την προστασία του θεού. Σ’ όλες τις μορφές είναι διάχυτη μια χιουμοριστική διάθεση και στις περισσότερες απ’ αυτές είναι έκδηλη η ξένη καλλιτεχνική επίδραση, ιδιαίτερα η αιγυπτιακή.

 

Πέμπτη αίθουσα: Στην πέμπτη αίθουσα αντιπροσωπεύεται η σταδιακή εξέλιξη της κυπριακής γλυπτικής, από τις αρχές των Κυπρο-Αρχαϊκών χρόνων μέχρι τα τέλη της Ρωμαιοκρατίας, με αρκετά αξιόλογα δείγματα ασβεστολιθικών και μαρμάρινων αγαλμάτων και ανάγλυφων. Τα αγάλματα παριστάνουν κυρίως θεούς και θεές, ήρωες, κούρους και κόρες, ιερείς και ιέρειες, αθλητές και εφήβους, σατύρους και άλλες ανθρώπινες μορφές. Τα ανάγλυφα ανήκουν συνήθως σε ζωφόρους ναών και σε διάφορα βάθρα και εικονίζουν μυθολογικές παραστάσεις και σκηνές που σχετίζονται με θεϊκές και ανθρώπινες μορφές. Τα κυριότερα απ’ αυτά κατά σειράν εκθέσεως είναι: Τα πρώιμα κυπρο - αρχαϊκά ασβεστολιθικά αγάλματα με δυνατή αιγυπτιακή επίδραση κυρίως στο πρόσωπο και τα μαρμάρινα αγάλματα του 6ου αιώνα π.Χ., ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι κούροι και οι κόρες με το χαρακτηριστικό αρχαϊκό μειδίαμα και τα εκλεπτυσμένα ιωνικά χαρακτηριστικά του προσώπου. Οι κυπρο - κλασσικές ανδρικές και γυναικείες κεφαλές αγαλμάτων με τα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά του προσώπου, την επιβλητική έκφραση και την άψογη επιμέλεια στην απόδοση της κόμμωσης, που συνήθως είναι βοστρυχωτή και πλαισιωμένη από πλούσιο διάκοσμο. Η υπέροχη γυναικεία ασβεστολιθική κεφαλή αγάλματος φυσικού μεγέθους από το ιερό της Αφροδίτης στο Άρσος, των Ελληνιστικών χρόνων, με την αυστηρή συμμετρική και ιδεαλιστική απόδοση των εκλεπτυσμένων χαρακτηριστικών του προσώπου και οι ανάγλυφες παραστάσεις αμαζονομαχίας από το σύμπλεγμα των ναών στους Χολλάδες των Σόλων, της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας. Το εξαιρετικό ρωμαϊκό μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης από τους Σόλους, που θυμίζει την αριστοτεχνική νοοτροπία της γλυπτικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το ασβεστολιθικό άγαλμα Κανώπου με πιθόσχημο σώμα και γενειοφόρα κεφαλή με ανθεμωτό στέμμα, που πιστεύεται ότι παριστάνει τον Όσιρι μεταμφιεσμένο σε Νείλο.

 

Έκτη αίθουσα: Στην έκτη αίθουσα συνεχίζονται τα εκθέματα λίθινων, μαρμάρινων και χάλκινων αγαλμάτων των Ρωμαϊκών χρόνων, από τα οποία ξεχωρίζουν το χάλκινο άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους, ύψους 2,8 μ., του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (119 - 211 μ.Χ.) από τους Χύτρους - Κυθρέα, η χάλκινη κεφαλή αγάλματος εφήβου, από τους Σόλους, και το χαριτωμένο μαρμάρινο αγαλμάτιο του κοιμώμενου Έρωτα, από την Πάφο, που κι αυτό θυμίζει την επιμελημένη τεχνοτροπία των αγαλμάτων της γλυπτικής σχολής της Αλεξάνδρειας.

 

Έβδομη αίθουσα: Η έβδομη αίθουσα είναι κοσμημένη με μεγάλη ποικιλία εκλεκτών εκθεμάτων, που χρονολογούνται από την Κυπρο-Μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τις αρχές των Πρωτοχριστιανικών χρόνων και που αποτελούνται από χάλκινα όπλα, σκεύη, αγαλμάτια, υποθήματα και άλλα μεταλλοτεχνικά αντικείμενα, σφραγίδες, νομίσματα, περίαπτα από φαγεντιανή και συναφή μικροτεχνήματα, ψηφιδωτές συνθέσεις, χρυσά και αργυρά κοσμήματα και σκεύη, χάλκινους και πήλινους λύχνους, οστέινα, ελεφάντινα και αλαβάστρινα έργα, γυάλινα αγγεία και διάφορα άλλα αντικείμενα. Τα πιο αξιόλογα απ’ αυτά είναι τα κυπρο -μυκηναϊκά χάλκινα υποθήματα και το χάλκινο αγαλμάτιο του κερασφόρου θεού, που ταυτίζεται με τον Απόλλωνα Κεραιάτη, από την Έγκωμη, το χάλκινο σύμπλεγμα δυο λιονταριών που κατασπαράζουν αγελάδα και το χάλκινο αγαλμάτιο αγελάδας, των Κυπρο - Κλασσικών χρόνων, από τους Σόλους, οι συλλογές σφραγιδολίθων και νομισμάτων, η ψηφιδωτή σύνθεση της Λήδας και του Κύκνου από τα Κούκλια, τα περίτεχνα χρυσά κοσμήματα, οι αργυροί δίσκοι της Λάμπουσας, οι συλλογές λύχνων και γυάλινων αγγείων, η ελεφάντινη λαβή καθρέφτη από την Παλαίπαφο του 12ου αιώνα π.Χ. και οι συλλογές των αλαβάστρινων μικροτεχνικών έργων.

 

Όγδοη αίθουσα: Στην όγδοη υπόγεια αίθουσα υπάρχουν αναπαραστάσεις τάφων με ταφές και νεκρικά κτερίσματα της Νεολιθικής εποχής, της Πρώιμης, της Μέσης και της Ύστερης εποχής του Χαλκού, της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής και της Κυπρο-Κλασσικής εποχής.

 

Ένατη αίθουσα: Η ένατη αίθουσα, αριστερά της αίθουσας των τάφων, περιέχει πήλινες και χάλκινες πινακίδες, πήλινα αγγεία και διάφορες ενεπίγραφες μαρμάρινες και ασβεστολιθικές βάσεις αγαλμάτων και άλλα συναφή έργα, στα οποία διαφαίνεται η εξέλιξη της κυπριακής γραφής και επιγραφικής από την Κυπρο - Μυκηναϊκή εποχή μέχρι τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων.

 

Δέκατη αίθουσα: Στη δέκατη αίθουσα, δεξιά της αίθουσας των τάφων, εκτίθενται λίθινες και πήλινες σαρκοφάγοι, οστεοθήκες και επιτύμβιες στήλες. Η ασβεστολιθική επιτύμβια στήλη με ανάγλυφη παράσταση πολεμιστή, που προέρχεται από τη Λύση και χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ., και η ομοειδής στήλη της ίδιας εποχής, που βρέθηκε στο Μάριον και φέρει ανάγλυφη παράσταση καθισμένης γυναικείας μορφής, αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα.

 

Ενδέκατη αίθουσα: Η ενδέκατη αίθουσα, πάνω από την αίθουσα των τάφων, περιέχει αντιπροσωπευτικά ευρήματα από τους "βασιλικούς» τάφους της νεκρόπολης της Σαλαμίνος, που περιλαμβάνουν ένα ξύλινο κρεβάτι κι ένα θρόνο επενδυμένα με ελεφαντοστούν, κεφαλές αγαλμάτων από άψητο πηλό, που αποδίδονται στα μέλη της οικογένειας του τελευταίου βασιλιά της Σαλαμίνος Νικοκρέοντος και θυμίζουν την τεχνοτροπία των αγαλμάτων του Λύσιππου, ένα μοναδικό στο είδος του χάλκινο λέβητα με προτομές κεφαλών σφιγγών και γρυπών γύρω από το χείλος του, και διάφορα χάλκινα εξαρτήματα από τους δίφρους, που βρέθηκαν στους δρόμους των «βασιλικών» τάφων μαζί με τους σκελετούς αλόγων.

 

Δωδέκατη αίθουσα: Η δωδέκατη αίθουσα, αριστερά της αίθουσας των ευρημάτων από τη νεκρόπολη της Σαλαμίνος, χρησιμοποιείται για την έκθεση ποικίλων αντιπροσωπευτικών ευρημάτων από τις πρόσφατες ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των ξένων αρχαιολογικών αποστολών και για ειδικά ανασκαφικά ευρήματα, χάρτες και φωτογραφικό υλικό, που σχετίζονται με τα διεθνή συνέδρια τα οποία κατά καιρούς οργανώνονται στην Κύπρο.

 

Δέκατη τρίτη αίθουσα: Η δέκατη τρίτη (προτελευταία) αίθουσα περιέχει όλα τα μαρμάρινα αγάλματα που αποκαλύφθηκαν στο ρωμαϊκό γυμνάσιο και το θέατρο της Σαλαμίνος και που παριστάνουν τη Νέμεση, την Υγεία, τον Ασκληπιό, την Αφροδίτη, τον Δία, τον Ποτάμιο θεό, τον Μελέαγρο, τον Ερμαφρόδιτο, την Αφροδίτη με το δελφίνι, την Άρτεμη, την Ίσιδα, τον Ηρακλή και τον Απόλλωνα κιθαρωδό.  Όλα ανεξαίρετα τα μνημειακά αυτά γλυπτικά έργα χαρακτηρίζονται από την ίδια τεχνική τελειότητα που παρουσιάζεται και στα προαναφερθέντα αριστουργηματικά μαρμάρινα αγάλματα της Αφροδίτης των Σόλων και του κοιμώμενου Έρωτα.

 

Δέκατη τέταρτη αίθουσα: Στη δέκατη τέταρτη και τελευταία αίθουσα του Κυπριακού Μουσείου υπάρχουν ομαδικές και ειδολογικές συλλογές πήλινων ειδωλίων, από τα οποία τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα είναι: Τα σανιδόσχημα ειδώλια που παριστάνουν σχηματοποιημένες γυναίκες, της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, τα ειδώλια της θεάς της γονιμότητας με το βρέφος στην αγκάλη-κουροτρόφος, της Κυπρο-Μυκηναϊκής περιόδου, τα ειδώλια ίππων και αναβατών και πολεμιστών με στρογγυλή ασπίδα, της Κυπρο-Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής και τα ειδώλια των Ταναγραίων κορών της Κυπρο-Κλασσικής εποχής.

 

Η Βιβλιοθήκη

Σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου το 1895 μια μικρή συλλογή βιβλίων και περιοδικών αρχαιολογικού περιεχομένου σχημάτισε τον πρώτο πυρήνα της τωρινής βιβλιοθήκης του Κυπριακού Μουσείου και κατ’ επέκταση του Τμήματος Αρχαιοτήτων που ιδρύθηκε λίγο αργότερα το 1935. Από το 1935 η συγκέντρωση βιβλίων γύρω από το πυρήνα άρχισε να γίνεται εντατικότερη. Νέες ανάγκες που προέκυψαν με την επέκταση των αρχαιολογικών ερευνών και δημοσιεύσεων γύρω από τη κυπριακή αρχαιολογία, γλυπτική, κεραμεική, επιγραφική, νομισματική, θέματα Πολιτιστικής Κληρονομιάς και σε σχέση με τη μελέτη των χωρών της Μέσης Ανατολής, Μικράς Ασίας και γενικά τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, έθεσαν ως επιτακτική ανάγκη τον εμπλουτισμό της έτσι ώστε να καλύψει ένα ευρύτερο γεωγραφικό και θεματικό τομέα.

 

Στη συλλογή της συμπεριλαμβάνεται η δωρεά του Λουκή Πιερίδη. Η συλλογή αυτή μαζί με το αρχείο του δωρήθηκε στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Αρχαιοτήτων από τον ανιψιό του Ζήνωνα Πιερίδη το 1941 και αποτελείται από σημαντικές παλαίτυπες, πρωτότυπες και αρχέτυπες, εκδόσεις ανεκτίμητης ιστορικής και πολιτισμικής αξίας. Τα επίσημα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης έγιναν στις 24 Ιανουαρίου 1946.

 

Εκτός της συλλογής του Λουκή Πιερίδη στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Αρχαιοτήτων εντάσσονται και οι δωρεές του A.H.S. Megaw, S. Baxter, T. Mogabgab, W. Cunnis, καθώς επίσης και η πολύτιμη δωρεά εφημερίδων του Αριστείδη Κουδουνάρη που καλύπτουν χρονικά το τέλος του 19ου αιώνα εως τις αρχές του 20ου αιώνα.

Η βιβλιοθήκη του Τμήματος Αρχαιοτήτων θεωρείται η σημαντικότερη στη Κύπρο στο τομέα της Κυπριακής Αρχαιολογίας λόγω της σπανιότητας και του πλούσιου εντύπου και ηλεκτρονικού υλικού της. Συμπεριλαμβάνει 230 τίτλους περιοδικών που καλύπτουν ευρύ φάσμα της παγκόσμιας εκδοτικής παραγωγής της αρχαιολογίας, 30.000 τόμους βιβλίων και ανατύπων. 

 

Το νέο αρχαιολογικό μουσείο

 

Για το νέο κτίριο του μουσείου, το οποίο θα ανεγερθεί στο χώρο του παλιού Γενικού Νοσοκομείου, προκηρύχτηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και το πρώτο βραβείο έλαβε η Θεώνη Ξάνθη- ΧΖΑ architects (Θεοδωρής Ανδρουλάκης, Σπύρος Γιωτάκης, Μαργαρίτα Ζακυνθινού ). H ανακοίνωση των αποτελεσμάτων έγινε στις 26 Μαρτίου 2018. Το νέο Κυπριακό Μουσείο θα ανεγερθεί σε επιφάνεια 40.000 τ.μ. και ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 121 εκατομμύρια 380 χιλιάδες ευρώ.

 

Βίντεο- New Cyprus Museum

 

Πρόκειται για ένα σύγχρονο κτήριο που διαμορφώνεται σε τρεις ανεξάρτητους, «αιωρούμενους» όγκους που θα στεγάσουν τις τρείς ενότητες της μόνιμης έκθεσης. Η υπερύψωση των όγκων έδωσε τη δυνατότητα να ελευθερωθεί ο χώρος στο έδαφος, ώστε το αστικό και φυσικό περιβάλλον της περιοχής να ενοποιηθεί σε ένα νέο, αστικό και πολιτιστικό τοπίο. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται εκθεσιακοί και αποθηκευτικοί χώροι, εργαστήρια, εστιατόριο, καφετέρια, αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, κατάστημα, υπόγειοι χώροι στάθμευσης και μέρος της τοπιοτέχνησης των εξωτερικών χώρων. Επιπλέον, θα αναπαλαιωθεί το αποικιακό κτήριο που βρίσκεται στο τεμάχιο και έχει κηρυχθεί διατηρητέο.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της αρχιτεκτονικής ομάδας, το Νέο Κυπριακό Μουσείο διαχωρίζεται στον τόπο που διηγείται την προϊστορία, από την πρώιμη κατοίκηση του νησιού μέχρι την εποχή του λίθου και του χαλκού, τη θάλασσα, που αναφέρεται στη αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο και τον κόσμο που διηγείται τους ιστορικούς χρόνους των κυπριακών βασιλείων μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή και το τέλος της αρχαιότητας.

 

Τα οριζόντια επίπεδα

Τρεις διακριτοί όγκοι και τρία οριζόντια επίπεδα, της πόλης, του ποταμού και του υπεδάφους οργανώνουν τη διάρθρωση του κτιρίου. Στο πρώτο οριζόντιο επίπεδο το City level, ξεκινά με την κεντρική πλατεία που αναφέρεται και στο κοινοβούλιο, συνεχίζει με την υπαίθρια περιοχή της στεγασμένης εισόδου που εξελίσσεται σε ένα κατακόρυφο αίθριο. Η είσοδος μεταξύ των δύο αιθρίων επιτρέπει τις φυγές μέχρι τη φυτεμένη πλατφόρμα των υπαίθριων εκθέσεων, που καταλήγει στο νέο πάρκο του ποταμού.

Στο δεύτερο επίπεδο, το River level, μια μικρή πόλη περιβάλλει το αίθριο του μουσείου, μαζί με εστιατόριο, περιοδικές εκθέσεις και βιβλιοθήκη.

Περιλαμβάνει επίσης εργαστήρια με διαμπερή φυσικό φωτισμό και δικές τους μικρές ημιυπαίθριες αυλές, ενώ στο κέντρο τοποθετείται ο εκπαιδευτικός κήπος των παιδιών.

Σημειώνεται ότι οι αρχιτέκτονες έδωσαν έμφαση στην προσβασιμότητα, με ποδηλατόδρομους, υπαίθρια και υπόγεια πάρκινγκ, προκειμένου να προσεγγίζεται από τους επισκέπτες, την τροφοδοσία και της βοηθητικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης. Εξάλλου, στο δώμα του μεσαίου όγκου υπάρχει το roof garden εστιατόριο που μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα.

 

Θεμέλιος λίθος

Στις 22 Δεκεμβρίου 2021 εγινε η ανακοίνωση της  προκήρυξη του διαγωνισμού για τη Σύμβαση Κατασκευής του Έργου του Νέου Κυπριακού Μουσείου, από τον υπουργό Συγκοινωνιών Γιάννη Καρούσο. Ο θεμέλιος λίθος του Νέου Κυπριακού Μουσείου κατατέθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2023 από τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη. Το κόστος ανέγερσης  θα ανέλθει στα 144 εκατομμύρια ευρώ και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός 42 μηνών. 

 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Polignosi.com

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image