Οκτωβριανά

Τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αφορμή 

Image

Το κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 εκδηλώθηκε επί κυβερνητείας του σερ Ρόναλντ Στορρς (1926-1932). Στην αρχή της θητείας του ο σερ Ρόναλντ προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Κυπρίων. Επί ημερών του καταργήθηκε ο απεχθής όσο και βαρύτατος φόρος υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο στην Τουρκία. Την κατάργηση του φόρου αυτού ανήγγειλε ο κυβερνήτης τον Αύγουστο του 1927.

 

Τον επόμενο όμως χρόνο προκάλεσε τα αισθήματα των Ελλήνων Κυπρίων με τη διοργάνωση στο νησί λαμπρών εορτασμών με τη συμπλήρωση 50 χρόνων αγγλικής κατοχής. Στο τέλος του 1929 (7 του Δεκεμβρίου) εισήγαγε νέο νόμο για την εκπαίδευση, βάσει του οποίου οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων θα διορίζονταν πλέον από την αποικιοκρατική κυβέρνηση του νησιού και θα ήταν κυβερνητικοί υπάλληλοι. Το μέτρο αυτό στόχευε στον έλεγχο της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως από την αποικιοκρατική κυβέρνηση και προκάλεσε την έντονη αντίδραση του λαού. Μέχρι τότε η όλη ευθύνη για την εκπαίδευση ανήκε στις κοινότητες και στην Εκκλησία και οι μεν Ελληνόπαιδες δέχονταν καθαρά ελληνική παιδεία ενώ οι Τουρκόπαιδες τουρκική. Στο μεταξύ υφίσταντο από καιρό σοβαρά προβλήματα οικονομικής φύσεως που αποτελούσαν αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων στο Νομοθετικό Συμβούλιο τόσο κατά τις συζητήσεις των Προϋπολογισμών όσο και σε άλλες ευκαιρίες. Μετά από αυτό, στις 20 Ιουλίου 1929, οι  Κύπριοι  υποβάλλουν προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα.

 

Μια σοβαρή εξέλιξη σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 1930, όταν σε ευρεία συνέλευση που συνεκλήθη στην Αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε από τους Έλληνες Κυπρίους η Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων (ΕΟΚ) που βασικός σκοπός της ήταν η επίτευξη της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Το ενωτικό κίνημα είχε αρχίσει να φουντώνει. Η ΕΟΚ οργάνωσε στις 25 Μαρτίου του 1930 ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου έγιναν εκλογές βουλευτών του Νομοθετικού Συμβουλίου. Ελληνικά μέλη του Νομοθετικού εξελέγησαν όλοι οι υποψήφιοι που είχαν κατέλθει στις εκλογές με σύνθημά τους την ένωση με την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, αδιάλλακτος ενωτικός και κύριος εμπνευστής της ιδρύσεως της ΕΟΚ. Μετά τις εκλογές, η αντιδικία των ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου με τον κυβερνήτη Στορρς συνεχίστηκε και εντάθηκε με την ευκαιρία της συζήτησης για τον Προϋπολογισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνιμη πρόκληση προς τα αισθήματα των Ελλήνων Κυπρίων αποτελούσε η εικονική μόνο πλειοψηφία τους στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Τα αιρετά μέλη του Νομοθετικού ήσαν 12  Έλληνες και 3 Τούρκοι βουλευτές. Υπήρχαν όμως και 9 διοριζόμενα μέλη, που ήσαν Άγγλοι. Έτσι οι μόνιμα (εκτός ελαχίστων περιπτώσεων) ενωμένες ψήφοι Άγγλων και Τούρκων ισοβαθμούσαν με τις ψήφους των Ελλήνων, οπότε ο κυβερνήτης είχε τη νικώσα ψήφο που τη διέθετε όπως ήθελε. Το Νομοθετικό Συμβούλιο ήταν, δηλαδή, ένα σώμα μέσω του οποίου προωθούνταν και νομιμοποιούνταν οι οποιεσδήποτε αποφάσεις του κυβερνήτη, έστω και παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις των Ελλήνων βουλευτών που εκπροσωπούσαν το 80% περίπου του κυπριακού λαού. Έτσι, ιδίως κατά το 1931, οπότε ο κυβερνήτης Στορρς «πέρασε» από το Νομοθετικό διάφορες αποφάσεις του, οι Έλληνες βουλευτές δέχονταν πλέον ισχυρές πιέσεις από τον λαό για να παραιτηθούν, αφού η συνέχιση της συμμετοχής τους στο όργανο αυτό του κυβερνήτη ήταν χωρίς νόημα. Η αφoρμή πoυ πυρoδότησε τo κίvημα τoυ Οκτωβρίoυ τoυ 1931 ήταv δύo γεγovότα. Εvα διάταγμα τωv Αγγλωv πoυ τρoπoπoιoύσε τo υπάρχov τελωvειακό δασμoλόγιo και η απόφαση vα διατεθoύv τα περισσεύματα τoυ κυπριακoύ πρoϋπoλoγισμoύ για vα εξoφληθoύv τα τoκoχρεωλύσια δάvεια Βρεταvώv oμoλoγιoύχωv πoυ είχαv χoρηγηθεί με τηv εγγύηση της Βρεταvικής Κυβέρvησης τo 1855.

 

Η κατάσταση σχετικά με το Νομοθετικό Συμβούλιο είχε επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Προϋπολογισμού του 1931. Ο Προϋπολογισμός προέβλεπε έσοδα 739.000 λιρών και δαπάνες 801.000 λιρών, παρουσίαζε δηλαδή έλλειμμα 62.000 λιρών. Το έλλειμμα αυτό η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι θα κάλυπτε με τα πιθανά περισσεύματα του 1930, που τα υπολόγιζε σε 21.000 λίρες, καθώς και με ποσό 40.000 λιρών περίπου που ζήτησε να εξασφαλίσει από το πενιχρό αποθεματικό του νησιού που, ας σημειωθεί, δεν ξεπερνούσε τις 90.000 λίρες. Τελικά ο Προϋπολογισμός ψηφίστηκε με τις ενωμένες αγγλοτουρκικές ψήφους, η αντίδραση όμως των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα έντονη επειδή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν χρήματα του αποθεματικού που υποτίθεται ότι θα αξιοποιούντο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (θεομηνία, οικονομική κρίση κλπ.). Μπροστά στη λαϊκή αντίδραση, η αποικιοκρατική κυβέρνηση προσπάθησε να βρει χρήματα καταφεύγοντας στην άμεση φορολογία με την τροποποίηση του τελωνειακού δασμολογίου. Οι Έλληνες βουλευτές εισηγούντο την εξοικονόμηση χρημάτων με την κατάργηση διαφόρων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία (που τις κατείχαν Άγγλοι) και μείωση των μισθών των Άγγλων ανωτέρων υπαλλήλων (όσων ο μισθός υπερέβαινε τις 120 λίρες τον μήνα). Ας σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο είχε καταψηφιστεί στο Νομοθετικό Συμβούλιο (28 Απριλίου 1931) επειδή απουσίαζαν την ημέρα της ψηφοφορίας τα τρία τουρκικά μέλη ενώ παρευρίσκονταν έντεκα ελληνικά μέλη. Αυτό που γράφει ο Στορρς στο βιβλίο του Orientation۬, ότι το νομοσχέδιο είχε καταψηφισθεί επειδή Τούρκος βουλευτής είχε συμπράξει με τους Έλληνες βουλευτές, δεν αληθεύει. Ωστόσο, έστω και μετά την καταψήφιση του νομοσχεδίου από το Νομοθετικό, ο κυβερνήτης το έθεσε σε εφαρμογή (11 Αυγούστου 1931) με ειδικό αυτοκρατορικό «διάταγμα εν συμβουλίω», πράγμα που επιτάχυνε τη σύγκρουση.

 

Οικονομικό ήταν και το ζήτημα της επιμονής της Αγγλίας να εισπράττει ακόμη από την Κύπρο ειδικούς φόρους, προκειμένου να καλυφθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους κεφαλαιούχους το 1855! Για το ζήτημα αυτό πραγματοποιήθηκε, με πρωτοβουλία του Νικοδήμου Μυλωνά, μυστική σύσκεψη των Ελλήνων βουλευτών στο Σαϊττά (12 Σεπτεμβρίου1931) προκειμένου ν’ αποφασιστεί η στάση που θα τηρούσαν στο σοβαρό αυτό θέμα. Η σύσκεψη του Σαϊττά αποφάσισε την άρνηση των Ελλήνων της Κύπρου στην πληρωμή των ειδικών φόρων και την υποβολή των παραιτήσεών τους. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η ΕΟΚ δεκαπέντε μέρες αργότερα.