Τουρκία και Κύπρος

Η περίοδος από το 1914 μέχρι το 1955

Image

Στα 1915 υπήρξε προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, όμως ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Αλ. Ζαΐμης* απέρριψε την προσφορά. Η αγγλική πρόταση δεν είχε γίνει έτσι ξαφνικά. Το ζήτημα διαπραγματευόταν με τους Βρετανούς ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τo 1912-13. Μάλιστα ο Βενιζέλος είχε δηλώσει με σιγουριά τον Νοέμβριο του 1914 ότι ἡ  ἔνωσις τῆς Κύπρου μετά τῆς μητρός  Ἑλλάδος συντόμως θά πραγματοποιηθῇ. Όμως το 1915 ο Βενιζέλος είχε χάσει την εξουσία. Όταν επανήλθε λίγο αργότερα, κι οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, η περί Κύπρου αγγλική προσφορά είχε πλέον αποσυρθεί (βλέπε λήμμα Βενιζέλος Ελευθέριος).

 

Μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου, και κατά τη διάρκεια της μακράς «διάσκεψης της Ειρήνης» στο Παρίσι, αν και προσπάθησε, ο Βενιζέλος δεν μπόρεσε να κερδίσει την Κύπρο.

Μετά την ελληνική περιπέτεια στη Μικρά Ασία (στη μικρασιατική εκστρατεία μετείχαν κι αρκετοί Κύπριοι που πολέμησαν στις τάξεις του ελληνικού στρατού, όπως ο θρυλικός στρατηγός Ιωάννης Τσαγγαρίδης* και ο Γεώργιος Γρίβας*) και τη μικρασιατική καταστροφή, ο Βενιζέλος αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στις συνομιλίες της Λωζάνης κατά τη διάρκεια της ομώνυμης διάσκεψης. Με τη σημαντική συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπεγράφη στις 24 Ιουλίου 1923, οι σχέσεις Κύπρου-Τουρκίας διαφοροποιήθηκαν πλήρως. Γιατί με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία (λήμμα 20) και επίσημα παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα και τίτλο επί της Κύπρου (λήμμα 16). Επίσης το λήμμα 21 της συνθήκης ανέφερε ότι οι Κύπριοι θα αποκτούσαν τώρα την αγγλική υπηκοότητα και θα έχαναν την τουρκική. Όσοι δεν θα ήθελαν αυτή την αλλαγή θα είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν την τουρκική υπηκοότητα, αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κύπρο (βλέπε λήμμα Λωζάνης συνθήκη).

 

Ένας αριθμός λιγότερος από 3.000 Τούρκους της Κύπρου επέλεξαν τότε τη διατήρηση της τουρκικής υπηκοότητας, έφυγαν από το νησί κι εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Άλλες 5.000 ως 6.000 άτομα, που επίσης επέλεξαν την τουρκική υπηκοότητα, δεν έφυγαν από την Κύπρο και, σύμφωνα προς εκτίμηση του Foreign office   κατά το 1927, «μπορεί ν' αποτελούσαν πηγή ανησυχίας για τις αρχές». Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι αποδέχθηκαν την αγγλική υπηκοότητα. Όμως στα χρόνια που ακολούθησαν, και με την αγγλική ενθάρρυνση, στράφηκαν και αυτοί προς την Τουρκία και χρησιμοποιήθηκαν από την Τουρκία προκειμένου η χώρα αυτή να επανέλθει στην Κύπρο.

 

Στο μεταξύ, και μετά την διά της συνθήκης της Λωζάνης παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου, η Αγγλία προχώρησε στο ν' ανακηρύξει το νησί επίσημα σε αγγλική αποικία (1925).

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Τουρκία δεν επέδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κύπρο, μέχρι τα μέσα του αιώνα. Στο μεταξύ στο διάστημα αυτό φούντωνε συνεχώς ο εθνικισμός των Ελλήνων της Κύπρου, κι όλο και πιο απαιτητικά αλλά και δυναμικά ετίθετο η απαίτηση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι η Τουρκία δεν παρακολουθούσε με αρκετή προσοχή την εξέλιξη αυτή του ενωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου. Ο αγώνας αυτός, πάντως, ανησυχούσε μόνιμα τους ηγέτες των Τουρκοκυπρίων κι ένα μέρος του τουρκοκυπριακού πληθυσμού του νησιού, αν και για αρκετά χρόνια η τουρκοκυπριακή μάζα παρέμενε σχεδόν αδιάφορη. Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων ηγετών στην απαίτηση των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα κρατήθηκε πάντοτε στά νομικά πλαίσια καί ἐκδηλώθηκε εἰρηνικά, γι' αυτό και εἶχε πάντα παρεξηγηθῆ  ἀπό τούς Ἕλληνες, καί ἑρμηνευθῆ σάν ἔλλειψη ἰσχυρᾶς ἐθνικιστικῆς συνειδήσεως (Π. Τερλεξής, Διπλωματία καί Πολιτική τοῦ Κυπριακοῦ, 1971, σσ. 61-62).

Αλλά και ο ενωτικός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου, με εξαίρεση το σπασμωδικό, ανοργάνωτο κι ολιγόωρο κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 (που απέτυχε και που, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ούτε συγκεκριμένους στόχους), ήταν πάντοτε ειρηνικός και μέσα σε νομικά πλαίσια, μέχρι το 1955. Γι’ αυτό κι ως τότε δεν είχε ανησυχήσει σοβαρά την Τουρκία που γνώριζε ότι χωρίς αποφασιστική εξωτερική επέμβαση το ζήτημα δεν επρόκειτο να λυθεί με τρόπο που θα ευνοούσε τον Ελληνισμό. Αλλ' όταν ο αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων πήρε πλέον δυναμική μορφή, υπήρξε άμεση και δυναμική τουρκική αντίδραση.

 

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι κατά το διάστημα αυτό η μεν Ελλάδα αδυνατούσε να διεκδικήσει σοβαρά την Κύπρο και να συμπαρασταθεί ενεργά στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων, ερχόμενη μάλιστα σε ρήξη με την κρατούσα δύναμη που ήταν η Μεγάλη Βρετανία από την οποία κι ήταν εξαρτώμενη, ενώ η νέα Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ* είχε εισαγάγει αποφασιστικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της που, εκτός των άλλων, αφορούσαν και τους Τούρκους που κατοικούσαν εκτός των τουρκικών συνόρων. Ο εθνικισμός μας αγαπά όλους τους Τούρκους, είχε διακηρύξει ο Ατατούρκ.

 

Εντούτοις, μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο τουρκικός πληθυσμός της Κύπρου δεν είχε επιτύχει την κατάλληλη οργάνωση που θα εξέφραζε αποτελεσματικότερα την τουρκική αντίδραση στην ελληνική εθνική απαίτηση. Όμως στη συνέχεια η καλύτερη οργάνωση των Τουρκοκυπρίων επετεύχθη και ήδη από το 1945 εμφανίστηκε και η πρώτη τουρκοκυπριακή πολιτική οργάνωση με στόχο τη ματαίωση των επιδιώξεων των Ελληνοκυπρίων. Πώς εξελίχθηκε ο εθνικισμός των Τουρκοκυπρίων φαίνεται καθαρά από τους μετασχηματισμούς της οργάνωσης αυτής: Όταν ιδρύθηκε ονομαζόταν Σύνδεσμος Τουρκικής Μειοψηφίας της Νήσου Κύπρου (ΚΑΤΑΚ). Λίγο αργότερα η λέξη «Μειοψηφία» αφαιρέθηκε, κι η όλη ονομασία έγινε Λαϊκό Εθνικό Κόμμα Τούρκων Κυπρίων (ΚΜΤΜΡ). Τέλος, πολύ σύντομα, η οργάνωση πήρε την ονομασία Η Κύπρος Είναι Τουρκική (CKTP).

 

Εξάλλου, από το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου κι εξής, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να οργανώνουν κι αυτοί τα δικά τους συλλαλητήρια και να καταφεύγουν σε λαϊκές κινητοποιήσεις που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στο ενωτικό αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων κι απηύθυναν σχετικές εκκλήσεις προς την Άγκυρα. Τέτοιες εκκλήσεις είχαν αρχίσει να φέρνουν αποτελέσματα μέσα στην ίδια την Τουρκία, ιδίως από το 1948 και ύστερα. Μάλιστα ο τύπος και η νεολαία της Τουρκίας άρχισαν να επιδεικνύουν τέτοιο ενδιαφέρον για το Κυπριακό, ώστε αυτό πήρε έκτοτε διαστάσεις εθνικού θέματος (Suat Bilge, Le Conflit de Chypre et les Chypriotes Turcs, Ankara, 1961, σ. 16).

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο αυξανόμενος εθνικισμός των Ελλήνων της Κύπρου αύξανε και τον αντίστοιχο εθνικισμό των Τούρκων της Κύπρου. Κι όταν οι πρώτοι ίδρυσαν τη μαχητική εθνική οργάνωση ΕΟΚΑ για ν' αγωνιστούν για την ένωση με την Ελλάδα, οι δεύτεροι ίδρυσαν την επίσης εθνική οργάνωση VOLKAN που αργότερα (τέλη του 1957) εμφανίστηκε ως Τ.Μ.Τ. (Οργάνωση Τουρκικής   Άμυνας) και με κύριο σύνθημα τη διχοτόμηση (taksim).

 

Ο αρχικός στόχος της ΕΟΚΑ (άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα) όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε αλλά διαφοροποιήθηκε επανειλημμένα (αυτοδιάθεση, ύστερα ανεξαρτησία). Αντίθετα, ο αρχικός στόχος της Τ.Μ.Τ. όχι μόνο δεν διαφοροποιήθηκε, αλλά κι επιτεύχθηκε το καλοκαίρι το 1974. Οι τραγικές αυτές εξελίξεις αποτελούν ασφαλώς κάποια κατάληξη σε μια σειρά από νίκες της Τουρκίας εις βάρος του Ελληνισμού, και με επίκεντρο τον χώρο αντιπαράθεσης, δηλαδή την Κύπρο. Νίκες τόσο στον πολιτικό, όσο και στον στρατιωτικό στίβο, που οφείλονται σε μια συνεπή και καλά σχεδιασμένη τουρκική στρατηγική για το Κυπριακό, με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και με πολλές μεθοδεύσεις (εντός Κύπρου, με τη χρησιμοποίηση του τουρκικού στοιχείου του νησιού, στο πλαίσιο των διμερών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας, στο πλαίσιο του NATO, στο πλαίσιο των διμερών επαφών Αγγλίας-Τουρκίας, στον διεθνή πολιτικό στίβο, στα Ηνωμένα Έθνη κλπ.). Αντίθετα, δεν υπήρξε καμιά σαφής ελληνική στρατηγική για το Κυπριακό, ούτε συνεπής πολιτική επί του ζητήματος, οι δε εκάστοτε ελληνικές (ελλαδικές και ελληνοκυπριακές) ενέργειες ή και αντιδράσεις υπήρξαν σπασμωδικές και κατά κανόνα ακολουθούσαν τα γεγονότα. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι κάθε φορά που το Κυπριακό ζήτημα βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή, κατά ένα παράδοξο τρόπο στην Ελλάδα δεν υπήρχε ισχυρή κυβέρνηση αλλ' αντίθετα υφίστατο πολιτική κρίση. Για παράδειγμα, όταν μεθοδευόταν στο νησί ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας, ήταν σοβαρά άρρωστος και σύντομα πέθανε ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος· όταν το 1963-64 συνέβη η ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, έπεφτε η κυβέρνηση Καραμανλή κι υπήρχε κρίση· όταν δίνονταν οι μάχες στα Ηνωμένα   Έθνη και υπήρχε οξύτητα στην Κύπρο, το 1965, στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις των «αποστατών» εναλλάσσονταν· όταν άρχιζαν και συνεχίζονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο (1968 κ.ε.), κι όταν συνέβη η κρίση του 1967, στην Ελλάδα υπήρχε το ανίκανο δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών· όταν συνέβη η τουρκική εισβολή, στην Ελλάδα δεν υπήρχε καν κάποια κυβέρνηση. Αλλά και πολύ πιο πριν, όταν το 1915 η Κύπρος προσφέρθηκε από τους Άγγλους στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος είχε χάσει την εξουσία κι υπήρχε κρίση. Όταν, ακόμη, στην Κύπρο παίρνονταν οι σοβαρές αποφάσεις για δυναμικό αγώνα (1948 κ.ε.), στην Ελλάδα διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος και κατόπιν υφίσταντο ανοικτές ακόμη οι πληγές.   Έτσι, ουσιαστικά η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να συμπαρασταθεί ενεργά στους Έλληνες της Κύπρου (με εξαίρεση ίσως την ισχυρή στρατιωτική παρουσία στο νησί το 1965-1967), ενώ αντίθετα οι Τούρκοι του νησιού -δηλαδή οι εξτρεμιστές ηγέτες τους- καθοδηγούνταν μόνιμα και κατευθύνονταν από την Άγκυρα, η δε Τουρκία έθετε στόχους και μεθόδευε τρόπους επίτευξής τους. Υπάρχουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις του πόσο εύκολα μεταβαλλόταν η ελληνική θέση επί του Κυπριακού. Όπως για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1954, όταν οι Α. Μεντερές και Φ. Ζορλού (πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας αντιστοίχως) βρέθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι Αλ. Παπάγος και Στ. Στεφανόπουλος (πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας αντιστοίχως) είχαν αποφασίσει να θέσουν και το Κυπριακό κατά τη συνάντηση, όμως την τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη ύστερα από παράκληση του Τούρκου πρεσβευτή στην Αθήνα (Αλ. Κύρου, Ἑλληνική  Ἐξωτερική Πολιτική, σ. 279). Αργότερα ο τότε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Παν. Κανελλόπουλος παραδέχθηκε πως έπρεπε να είχε γίνει από το 1954 εντονότερη προσπάθεια επικοινωνίας με την τουρκική κυβέρνηση. Ο δε Αλέξης Κύρου, από τους διαμορφωτές της τότε ελληνικής πολιτικής επί του Κυπριακού, παραδέχεται ότι έπρεπε να είχε γίνει μια απροκάλυπτη και ειλικρινής εξήγηση επί του Κυπριακού, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σε ανώτατο επίπεδο.

 

Ωστόσο η «επίσημη» ανάμειξη της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τη συγκατάθεση -αν όχι και καθοδήγηση- της Μεγάλης Βρετανίας. Η «επίσημη» και, κατά κάποιο τρόπο, «πανηγυρική» επανεμφάνιση της Τουρκίας ως άμεσα ενδιαφερόμενου μέρους στο Κυπριακό ζήτημα έγινε λίγο μετά την έναρξη στην Κύπρο του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή το 1955. Αλλά τότε ήταν η Αγγλία που επανέφερε την Τουρκία ως ισότιμο μέρος στο ζήτημα. Η Ελλάδα απλώς αναγκάστηκε ν' ακολουθήσει.