Φραγκοκρατία

Τέχνες, γράμματα, οικονομία, εμπόριο  

Image

Τα πιο εντυπωσιακά από τα σωζόμενα έργα της περιόδου της Φραγκοκρατίας   είναι εκείνα που αντιπροσωπεύουν την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πολλές από τις σωζόμενες εκκλησίες μετετράπησαν βέβαια σε τζαμιά μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-71, οπότε λεηλατήθηκε και καταστράφηκε ο λαμπρός εσωτερικός διάκοσμος τους. Εξωτερικά, αλλοιώθηκαν επίσης με την προσθήκη μιναρέδων ενώ μερικές, όπως εκείνη του Αγίου Νικολάου καθώς και άλλες στην Αμμόχωστο, έπαθαν πολλές ζημιές λόγω του πολέμου και του συνεχούς κανονιοβολισμού της πόλης για πολλούς

μήνες.   Άλλες εκκλησίες αφέθηκαν σε κατάσταση ερήμωσης, ενώ άλλες χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά (στη Λευκωσία, για παράδειγμα, μια εκκλησία μετετράπη σε τούρκικο λουτρό).

 

Στην αρχιτεκτονική ακολουθήθηκε ο γοτθικός ρυθμός, με σοβαρές επιδράσεις ιδίως από τη νότια Γαλλία. Οι σωζόμενες εκκλησίες στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο και ιδίως οι καθεδρικοί ναοί των δυο πόλεων (Αγίας Σοφίας* και Αγίου Νικολάου* αντιστοίχως), αποτελούν θαυμάσια δείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής της μεσαιωνικής Κύπρου. Εξαίρετο, στο είδος του, είναι και το μισοερειπωμένο αββαείο του Πέλλα Πάις* στο ομώνυμο χωριό της επαρχίας Κερύνειας.

 

Τόσο στην εντός των τειχών Λευκωσία όσο και στην εντός των τειχών Αμμόχωστο σώζονται αρκετές εκκλησίες της περιόδου της Φραγκοκρατίας . Μερικές εκκλησίες της ίδιας περιόδου σώζονται σε διάφορα άλλα μέρη της Κύπρου (βλέπε λήμμα αρχιτεκτονική, όπως και σχετικά κεφάλαια για την αρχιτεκτονική στα λήμματα των έξι   επαρχιών της Κύπρου).

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   δεν εγκαταλείφθηκαν οι βυζαντινοί αρχιτεκτονικοί εκκλησιαστικοί ρυθμοί, που απαντώνται σε μικρές Ορθόδοξες εκκλησίες οι οποίες κτίστηκαν κατά την περίοδο αυτή.

 

Ταυτόχρονα κατά τον 14ο αιώνα και εξής, εμφανίζεται στην Κύπρο και ένας άλλος ρυθμός εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, ο λεγόμενος φραγκοβυζαντινός, ο οποίος συνδυάζει διάφορα στοιχεία του βυζαντινού ναού και της γοτθικής βασιλικής (όπως για παράδειγμα οι ναοί του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στην Αμμόχωστο, ο γνωστός ως Bedestan στην Λευκωσία, του Αρχαγγέλου στη Λακατάμια, καθώς και άλλοι ναοί).

 

Οι Λατινικοί ναοί ήταν λαμπρά διακοσμημένοι, με αγάλματα, ανάγλυφα κ.α. στοιχεία. Δυστυχώς από τον λαμπρό αυτό διάκοσμο τους δεν σώζονται πολλά πράγματα. Λίγα αγάλματα και διάφορα ανάγλυφα μπορούν όμως να δώσουν μια ιδέα της τέχνης αυτής. Αντίθετα, οι Ορθόδοξοι ναοί, περιλαμβανομένων και ξυλόστεγων εκκλησιών στην οροσειρά του Τροόδους, διακοσμούνται απέριττα στο εσωτερικό τους με τοιχογραφίες.

 

Η αρχιτεκτονική της περιόδου της Φραγκοκρατίας αντιπροσωπεύεται κι από οχυρωματικά έργα. Όμως όλα τα σωζόμενα οχυρωματικά έργα της περιόδου έχουν δεχθεί σοβαρότατες επεμβάσεις από τους Βενετούς λίγο πιο ύστερα, κι από τους Τούρκους αργότερα.

 

Η Λευκωσία ιδίως, και η Αμμόχωστος, ήταν πλήρεις από λαμπρές εκκλησίες, από βασιλικά και ιδιωτικά παλάτια κα, από μοναστήρια. Δυστυχώς δεν σώζεται τίποτα από τα λαμπρά ανάκτορα της βασιλικής οικογένειας και των φεουδαρχών. Αξιόλογα οικοδομήματα θα πρέπει να υπήρχαν και στην Πάφο, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα όπως και στην Κερύνεια, και προφανώς και στην ύπαιθρο   όπου υπήρχαν οι έδρες των εκκλησιαστικών και των ιδιωτικών φέουδων (λ.χ. κατάλοιπα βλέπουμε στην Επισκοπή της Λεμεσού και στα Κουκλιά της Πάφου). Γνωρίζουμε, επίσης, από τις γραπτές πηγές ότι βασιλιάδες είχαν εξοχικές επαύλεις (στον Στρόβολο ο Ερρίκος Β', στη Λάπηθο ο Ούγος Δ', στην Ποταμιά ο Πέτρος Β' και οι μεταγενέστεροι), ενώ θαυμάσια ήταν και μερικά ιδιωτικά φέουδα (λ.χ. το χωριό Κίτι, της οικογένειας Ποδοκάταρο). Οι διάφορες πολεμικές περιπέτειες και η εγκατάλειψη κι αδιαφορία αργότερα, κατά τη μακρά και σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, εξαφάνισαν εντελώς αυτά τα οικοδομήματα. Λίγα μόνο ίχνη σώζονται σε διάφορα μέρη, ενώ έχει αναστηλωθεί η μεσαιωνική έπαυλη στα Κουκλιά της Πάφου, που στεγάζει σήμερα τοπικό Μουσείο.

 

Μεταξύ των διαφόρων τεχνών που είχαν ακμάσει κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   αναφέρουμε την κεντητική, την υφαντική, την αγγειοπλαστική και την μικροτεχνία. Σώζονται διάφορα πολύ ενδιαφέροντα είδη μικροτεχνίας και μεταλλουργίας, όπως και αγγειοπλαστικής. Μεταξύ των ειδών της αγγειοπλαστικής ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πιάτα με παραστάσεις στο εσωτερικό τους, όπως και κύπελλα κι άλλα είδη, βασικά του τύπου Sgraffito. Η τεχνική διακόσμησης των αγγείων πετύχαινε με το διπλό ψήσιμο τους. Διάφορα εκθέματα της περιόδου της Φραγκοκρατίας   μπορεί να δει ο ενδιαφερόμενος στο Μεσαιωνικό Μουσείο που στεγάζεται στο κάστρο της Λεμεσού.

 

Ένας άλλος τομέας, που μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο των τεχνών της περιόδου της Φραγκοκρατίας , είναι εκείνος των νομισμάτων. Όπως είναι γνωστό, στην Κύπρο το δικαίωμα κοπής νομισμάτων είχε μόνο ο βασιλιάς. Απαγορευόταν αυστηρά η κοπή νομισμάτων από φεουδάρχες. Δεν είναι βέβαιο εάν όλοι οι Λουζινιανοί βασιλιάδες έκοψαν δικά τους νομίσματα ο καθένας. Σώζονται όμως αρκετά νομίσματα των περισσοτέρων βασιλιάδων, διαφόρων αξιών. Οι συνήθεις παραστάσεις στα νομίσματα τους ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς ένθρονος στη μια όψη, κρατώντας τα σύμβολα της βασιλικής του εξουσίας, ενώ στην πίσω όψη υπήρχε, σε συνδυασμούς, το σύμβολο του σταυρού (ένας μεγάλος σταυρός και τέσσερις μικρότεροι στις ισάριθμες πλευρές) ή το οικόσημο των Λουζινιανών.

 

                                                       *     *    *

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   υφίστατο σοβαρότατο πρόβλημα ελληνικής εκπαίδευσης, λόγω των διωγμών που υπέστη ο κύριος ως τότε φορέας της, δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Εξάλλου και η Λατινική Εκκλησία εκπροσωπούσε, στον μεγαλύτερο βαθμό, την αντίστοιχη εκπαίδευση που όμως ούτε αυτή άνθησε στην Κύπρο ιδιαίτερα, προφανώς λόγω αδιαφορίας του δικού της κύριου φορέα.

 

Η ελληνική εκπαίδευση επλήγη κι από το γεγονός ότι οι κυρίαρχοι ήταν τώρα γαλλόφωνοι που φυσικά δεν έδειξαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον στο να «επενδύσουν» στη γλώσσα των δουλοπάροικων. Επλήγη ακόμη η ελληνική γλώσσα κι από το γεγονός ότι οι αστοί, οι έμποροι και άλλοι που ζούσαν στην Κύπρο (δηλαδή οι άνθρωποι που είχαν στα χέρια τους την οικονομία του τόπου) ήταν επίσης όχι ελληνόφωνοι. Το πρόβλημα της γλώσσας θίγει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς:

 

.. Καί διατί δύο φυσικοί ἀφέντες εἶνε εἰς τόν κόσμον, ὁ  ἕνας κοσμικός καί ὁ  ἄλλος πνευματικός, τούς εἶχεν τό νησσάκιν τοῦτον, τόν βασιλέαν τῆς Κωνσταντινόπολις καί τόν πατριάρχην τῆς μεγάλης Ἀντιοχείας, πρίν τήν πάρουν οἱ Λατῖνοι ۠ διά τοῦτον ἦτον χρῆσι νά ξεύρωμεν ρωμαϊκά καθολικά διά νά πέψουν γραφές τοῦ βασιλέως, καί συριάνικα σωστά ۠ καί οὔτως ἐμαθητεῦγαν τά παιδιά τους, καί τό σύνγκριτον οὔτως ἐδιάβαινεν μέ τά συριάνικα καί ρωμαϊκά, ὡς που καί 'πῆραν τόν τόπον οἱ Λαζανιάδες καί ἀπό τότες ἀρκέψα νά μαθάνουν φράνγκικα, καί βαρβαρίσαν τά ρωμαϊκά, ὡς γοιόν καί σήμερον καί γράφομεν φράνγκικα και ρωμαϊκά, ὅτι εἰς τόν κόσμον δέν ἠ ξεύρουν ἴντα συντυχάννομεν... (Λ. Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 158).

 

Η παράγραφος αυτή του Λεοντίου Μαχαιρά είναι πολύ σημαντική από την άποψη του πώς οι Κύπριοι έβλεπαν τότε το όλο ζήτημα της εκπαίδευσης. Πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, δηλαδή κατά τα Βυζαντινά χρόνια, οι Κύπριοι αναγνώριζαν δυο «φυσικούς αφέντες», λέγει ο χρονογράφος , έναν κοσμικό, τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, κι έναν πνευματικό, τον πατριάρχη Αντιοχείας (είναι παράξενο που αναφέρεται ως πνευματικός αρχηγός ο πατριάρχης Αντιοχείας, αλλ' εξηγείται από το ότι η Κύπρος υπαγόταν διοικητικά στο βυζαντινό θέμα της Ανατολής, με έδρα την Αντιόχεια). Γι' αυτό, λέγει ο χρονογράφος, ήταν ανάγκη να γνωρίζουν οι Κύπριοι ελληνικά και συριακά (αραβικά;) προκειμένου να επικοινωνούν με την Κωνσταντινούπολη και με την Αντιόχεια. Και αυτά μάθαιναν τα παιδιά. Αλλά μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Λουζινιανούς άρχισαν να διδάσκονται τα «φράγκικα» (=η γαλλική), οπότε «βαρβαρίσαν» τα ελληνικά, κι ο κόσμος μιλούσε κι έγραφε πλέον και ελληνικά και γαλλικά ανάμεικτα.

 

Εξάλλου αυτό το μπαστάρδεμα της ελληνικής γλώσσας είναι εμφανέστατο και στο κείμενο του Λεοντίου Μαχαιρά και στο κείμενο του Γεωργίου Βουστρωνίου και στις Ασσίζες.

 

Ωστόσο ο λαός εξακολουθούσε να ομιλεί την ελληνική του γλώσσα, έστω και εμπλουτισμένη με πολλές ξένες λέξεις λατινικής ρίζας, μεταποιημένες σε ελληνικούς τύπους (που αρκετές απαντώνται μέχρι σήμερα, καθιερωμένες έκτοτε στην ελληνική γλώσσα).

 

Ο καλόγερος de Verona, που είχε επισκεφθεί την Κύπρο το 1335, γράφει ότι όλοι οι άνθρωποι στην Κύπρο μιλούν την ελληνική, καταλαβαίνουν καλά την αραβική και τη γαλλική, αλλά βασικά χρησιμοποιούν την ελληνική (Εχcerpta Cypria, p. 17).

 

Κι ο Γερμανός ιερέας L. von Suchen, που επεσκέφθη την Κύπρο μεταξύ του 1336 και του 1341, μας δίνει την ακόλουθη εικόνα:

 

...Υπάρχουν ακόμη πολύ πλούσιοι έμποροι και αυτό δεν είναι περίεργο αφού η Κύπρος είναι η πιο μακρινή από τις χριστιανικές χώρες και έτσι όλα τα καράβια και όλα τα εμπορεύματα, όποια και να είναι και από όποιο μέρος της θάλασσας κι αν έρχονται, πρέπει αναγκαστικά να περάσουν από την Κύπρο. Προσκυνητές από κάθε χώρα που ταξιδεύουν στις χώρες πέρα από τη θάλασσα [=στην Ανατολή], πρέπει να κάνουν σταθμό στην Κύπρο. Και οι γλώσσες κάθε έθνους που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό ακούγονται και διαβάζονται και ομιλούνται. Και όλες διδάσκονται σε ειδικά σχολεία... (Excerpta Cypria, p. 20).

 

Ο ταξιδιώτης αυτός μας δίνει την εικόνα μιας κοσμοπολίτικης Κύπρου στην οποία συνωθούνταν οι ποικίλοι κάτοικοι της μαζί με τους συνεχείς πρόσκαιρους ταξιδιώτες μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όπου λειτουργούσαν και ειδικά σχολεία για σπουδαστές διαφορετικών εθνικοτήτων.

 

Παρά το ότι οι κυρίαρχοι ήταν γαλλόφωνοι, η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείτο συχνά ακόμη κι ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου, εξ ανάγκης αφού η μάζα του λαού ομιλούσε την ελληνική, αλλά και σε περιπτώσεις επαφών και αλληλογραφίας με γειτονικές χώρες.

 

Οι επισκοπές (Λατινικές) συντηρούσαν σχολεία αλλά αυτά δεν μπόρεσαν να γίνουν σημαντικά εκπαιδευτικά κέντρα. Μάλιστα στα 1248 ο παπικός ληγάτος Όδων ντε Σιατερώ επέκρινε αυστηρά την αμέλεια των Λατίνων επισκόπων να εφαρμόσουν τις σχετικές προς την εκπαίδευση εντολές. Σχολές λειτουργούσαν και στα μοναστήρια (βλέπε λήμμα εκπαίδευση, κεφάλαιο για τη Φραγκοκρατία).

 

Η ελληνική εκπαίδευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Αν κρίνουμε από μια αναφορά του Λεοντίου Μαχαιρά, ότι ο πατέρας του Σταυρινός ήταν «λόγιος» κι ότι γνώριζε «εξ ακοής πολλήν θεολογίαν», μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα Ορθόδοξα μοναστήρια και οι εναπομείνασες επισκοπές δίδασκαν ελάχιστα πράγματα από εκκλησιαστικά κείμενα. Το φαινόμενο δεν ήταν ασυνήθιστο σχεδόν μέχρι πρόσφατα στην Κύπρο, όπου γέροι ιερείς και ψάλτες γνώριζαν από μνήμης και «εξ ακοής» ολόκληρη τη θεία λειτουργία, ενώ δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση.

 

Ελάχιστοι Κύπριοι ήταν μορφωμένοι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας , κι αυτοί ήταν εκείνοι που προσεταιρίστηκαν τους Φράγκους κυριάρχους. Ξεχωρίζει βέβαια ο φιλόσοφος Γεώργιος Λαπίθης*, φίλος του βασιλιά Ούγου Δ'. Και βέβαια οι δυο χρονογράφοι, Λεόντιος Μαχαιράς* και Γεώργιος Βουστρώνιος* που κι αυτοί βρίσκονταν στην υπηρεσία των Φράγκων. Τα ρεύματα που επικρατούσαν στην Ευρώπη έφθαναν μέχρι την Κύπρο, όπως ο Πετραρχισμός (επηρεασμός από τον Ιταλό ποιητή Πετράρχη*), όπως εκφράζεται και στη συλλογή ερωτικών ποιημάτων (Ρίμες Ἀγάπης), άγνωστου συγγραφέα.

 

Αλλ' εάν η ελληνική εκπαίδευση δεν μπορούσε να είναι σημαντική, εξαιτίας των συνθηκών, ωστόσο ζούσαν η θρησκευτική παράδοση και η λαϊκή και δημοτική ποίηση. Οι πολλές βυζαντινές παραδόσεις αλλά και τα τραγούδια του ηρωικού ακριτικού κύκλου συνέχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα κι όχι μόνο επέζησαν μέσα στον προφορικό λόγο αλλά κι εμπλουτίστηκαν ακόμη περισσότερο. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το επίπεδο της εκπαίδευσης, ο λαϊκός δημιουργός κι ο τροβαδούρος, όπως κι ο αυτοδίδακτος λαϊκός οργανοπαίκτης, υπήρχαν πάντοτε, εφόσον υφίστατο η ανάγκη να τραγουδηθούν οι χαρές και οι λύπες, οι πόθοι, οι ελπίδες αλλά και τα βάσανα του λαού. Και τα βάσανα ήταν πάρα πολλά, συνεπώς κι οι ελπίδες πολύ μεγάλες. Τα μοιρολόγια, τα τραγούδια της δουλειάς, τα τραγούδια της χαράς (του γάμου, της διασκέδασης), κι ο χορός που επίσης εκφράζει το συναίσθημα, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των Κυπρίων. Αρκετά δημιουργήματα της λαϊκής και δημοτικής ποίησης επέζησαν και κάποτε κατεγράφησαν και σώθηκαν. Πάρα πολλά άλλα χάθηκαν οριστικά.

 

                                                      *     *    *

 

Η οικονομία της Κύπρου βασιζόταν, καθ' όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας , αφενός στο εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης και αφετέρου στη γεωργία και στα διάφορα είδη που παρήγε το νησί.

 

Το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν μια τεραστίων διαστάσεων εργασία που ελεγχόταν από δυνάμεις της εποχής, όπως η Βενετία, η Γένουα, η Ισπανία, κ.α. Οι δυνάμεις αυτές αντιπροσωπεύονταν στη μεσαιωνική Κύπρο από ισχυρές παροικίες που είχαν αποκτήσει πολλά δικαιώματα και προνομιακή μεταχείριση και που εξαρτιόνταν και κατευθύνονταν από τις μητροπόλεις τους. Πλήθος προϊόντων από την Εγγύς, τη Μέση, αλλά και την μυστηριώδη μακρινή Ανατολή, έφθαναν με καραβάνια στην Αίγυπτο ή στην Παλαιστίνη ή στη Συρία, κι απ' εκεί με καράβια - και μέσω Κύπρου - διοχετεύονταν στην Ευρώπη. Και το αντίθετο δρομολόγιο γινόταν με τα ευρωπαϊκά προϊόντα που διοχετεύονταν στην τεράστια ανατολική αγορά. Η διαδικασία αυτή συσσώρευσε τεράστιο πλούτο στον ενδιάμεσο σταθμό, που ήταν η Κύπρος.

 

Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει την περίπτωση δυο εμπόρων στην Αμμόχωστο, των αδελφών Λαχα- Νεστούρη (προφανώς των κτιτόρων της εκκλησίας των Νεστοριανών στην πόλη αυτή), που τόσος ήταν ο πλούτος τον οποίο είχαν συσσωρεύσει, ώστε έκαναν δώρο στον βασιλιά και στην πολυπληθή ακολουθία του ολόκληρα φορτία από πολύτιμα πετράδια χωρίς καθόλου να επηρεαστεί η περιουσία τους. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν έφθασε στην Αμμόχωστο ένας καπετάνιος για να πωλήσει ένα τεράστιας αξίας πετράδι, ένας των δυο αδελφών εμπόρων το κοπάνισε, το έκανε σκόνη και το έβαλε ως άρτυμα στο φαγητό που προσέφερε στον καπετάνιο. Όταν μάλιστα αυτός διαμαρτυρήθηκε, ο έμπορος όχι μόνο τον αποζημίωσε αμέσως αλλά αγόρασε κι ολόκληρο το καράβι του.

 

Η Αμμόχωστος όμως, ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, παρήκμασε μετά την αποκοπή της από το βασίλειο, όταν καταλήφθηκε από τους Γενουάτες (1373 και εξής).

 

Φυσικά η διεξαγωγή τόσο εκτεταμένου εμπορίου ήταν κίνητρο για την πειρατεία που επίσης ανθούσε στις θάλασσες γύρω από την Κύπρο. Ακόμη, τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα των εμπορευόμενων είχαν και σοβαρότατες πολιτικές προεκτάσεις και επηρέαζαν αποφασιστικά τις εξελίξεις. Όχι σπάνια, εμπορικές δυνάμεις όπως η Βενετία επενέβαιναν ως μεσολαβητές μεταξύ των βασιλιάδων της Κύπρου και των Μωαμεθανών σουλτάνων για σύναψη ειρήνης ή για τερματισμό συγκρούσεων, αφού η πολεμική ατμόσφαιρα δεν ευνοούσε τις εμπορικές δραστηριότητες. Μάλιστα σε μια περίπτωση, όταν ο βασιλιάς Πέτρος Α' ετοίμαζε μια νέα εκστρατεία κατά των Μωαμεθανών, οι Βενετοί όχι μόνο εμπόδισαν την ενίσχυση του από τη Δύση αλλά προσφέρθηκαν να του καταβάλουν όλα τα έξοδα που είχε κάνει για την ετοιμασία της εκστρατείας, προκειμένου να την ματαιώσει.

 

Τέτοιες εκστρατείες ήταν, βέβαια, πολυδάπανες, και καταφυγή ήταν πάντοτε ο λαός. Ο Λεόντιος Μαχαιράς και πάλι αναφέρει μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία ο βασιλιάς Πέτρος Α', έχοντας ανάγκη από χρήματα, άρχισε να πωλεί στον υπόδουλο λαό την ελευθερία του:

 

...ἐσυνγκατέβην ὁ ρήγας νά λευτερώσῃ  ἀπό τούς περπεριάριδες εἴ τις νά θελήσῃ, μέ τοιοῦτον, ὅτι νά δώσῃ πασαεῖς διά τό κορμίν του καί τήν γυναῖκαν του καί διά τά παιδιά του τ' ἀνήλικα χιλιάδες β' ἄσπρα τῆς Κύπρου ۠ καί ἐσυμπάψαν πολλοί, καί ἐσυμπίασεν λογάριν πολλύν ۠ καί ἄντα δέν εἶχα νά δώσουν δύο χιλιάδες ἐπαρκατέβασεν τά,αω', καί ἐκατέβαιννεν ὀλλίγον του κατ' ὀλλίγου ὡς τά ὀνομίσματα ,α πασαεῖς μέ τήν συμβίαν του καί μέ τά παιδιά του τ' ἀνήλικα... (Λ. Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 157).

 

Γίνονταν, λοιπόν, κι εκπτώσεις! Γιατί, όπως μας λέγει ο χρονογράφος, στην περίπτωση αυτή η τιμή γι’ απόκτηση της ελευθερίας ανερχόταν στις 2.000 άσπρα βυζάντια της Κύπρου. Όταν ο λαός δεν είχε πλέον τόσα χρήματα για ν' αγοράσει ελευθερία, η τιμή κατήλθε στα 1.900 και συνέχισε να κατέρχεται, ώσπου κατέληξε στα 1.000 βυζάντια οικογενειακώς!

 

Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να κυκλοφορεί το χρήμα. Σ' ό,τι δε αφορούσε τα παραγόμενα προϊόντα, αυτά ήταν πολλά και διάφορα. Τα δημητριακά, βέβαια, καλλιεργούνταν πάντοτε στην Κύπρο και ιδίως στη μεγάλη κεντρική πεδιάδα. Τα αμπέλια ήταν μια άλλη από τις κύριες καλλιέργειες της Κύπρου και το παραγόμενο κυπριακό κρασί εκτιμάτο πολύ στην Ευρώπη. Υπήρχαν επίσης εκτεταμένες φυτείες ζαχαροκάλαμου, απ' όπου παραγόταν ζάχαρη. Κατάλοιπα εργοστασίων παραγωγής ζάχαρης υπάρχουν στο Κολόσσι, στη γειτονική του Επισκοπή, στα Κουκλιά της Πάφου. Καλλιεργείτο επίσης το βαμβάκι, ενώ παράγονταν και πολλά χαρούπια. Υπήρχαν, ακόμη, κι αρκετά άλλα εμπορεύσιμα είδη που παράγονταν στην Κύπρο, από το αλάτι (που είχε και ειδική φορολογία) μέχρι το λουλάκι, το ριζάρι, το μετάξι, το μαλλί, το λινάρι, το καννάβι, μέχρι ακόμη τα ξυδάτα αμπελοπούλια και, βέβαια, τα περίφημα κυπριακά υφαντά.

 

Ωστόσο η οικονομία πληττόταν συχνά από διάφορες αιτίες: από επιδρομές τεραστίων σμηνών ακρίδων που κατέστρεφαν τη γεωργική παραγωγή۠ από φυτικές ασθένειες για τις οποίες δεν υπήρχαν τα μέσα καταπολέμησης, κι από τη διάθεση του καιρού۠ επίσης από τις συχνές επιδημίες που αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό και κυρίως τον ντόπιο (και οικονομικά ενεργό) πληθυσμό που δεν μπορούσε να μετακινείται σε πιο υγιεινές περιοχές۠ τέλος, από τους πολέμους και ιδίως από τις επιδρομές κατά της Κύπρου που σήμαιναν λεηλασίες, πυρπολήσεις, σφαγές.

 

Ωστόσο γενικά η κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι κατά την ακολούθησα περίοδο της Βενετοκρατίας. Οι Λουζινιανοί ενδιαφέρθηκαν (με τον δικό τους τρόπο και σύμφωνα προς τα έθιμα της εποχής των) για την ευημερία της Κύπρου επειδή η Κύπρος αποτελούσε ένα βασίλειο κι αυτό το βασίλειο ήταν το δικό τους (και δεν είχαν άλλο). Σε μια περίπτωση μεγάλης επιδημίας πανούκλας που εξολόθρευε τον πληθυσμό, ο βασιλιάς Ιάκωβος Α' κατέφυγε μαζί μ' όλη την οικογένειά του στο μοναστήρι του Μαχαιρά۠ εκεί όμως, μας λένε τα χρονικά, συλλογίστηκε πως δεν ήταν δυνατό να βασιλεύει εάν δεν επρόκειτο να έχει υπηκόους, κι έτσι επέστρεψε στη Λευκωσία όπου ηγήθηκε μεγάλης λιτανείας.

 

Αντίθετα, οι Βενετοί δεν αισθάνονταν έτσι. Γι' αυτούς η Κύπρος δεν ήταν δικό τους κράτος αλλά μια κατακτημένη χώρα που μοναδική σημασία είχε μόνο η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή της.