Φραγκοκρατία

Ο Ελληνισμός της Κύπρου, κατά τη Φραγκοκρατία

Image

Ο ιστορικός George Hill (A History of Cyprus, vol. Ill, 1972, p. 755), επισημαίνει ότι στην Κύπρο, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όταν ένας Έλληνας λαϊκός ηγέτης ξεσήκωνε τον λαό, όπως ο Στέφανος Κουδουνάς, τον ξεσήκωνε όχι γι' αγώνα ανεξαρτησίας αλλά γι' αγώνα υποστήριξης ενός των ξένων αντιπάλων, ή... ενός των όχι Ελλήνων ευγενών. Και προσθέτει πως είναι αδύνατο να αγνοηθεί το συμπέρασμα ότι οι μακροί αιώνες ξένης κυριαρχίας άφησαν τον λαό χωρίς εκείνα τα εφόδια με τα οποία θα μπορούσε να συσταθεί ένα έθνος.

 

Η επισήμανση του Άγγλου ιστορικού είναι κατά το ήμισυ ορθή ενώ το συμπέρασμά του είναι εντελώς αυθαίρετο και λανθασμένο.

 

Είναι γεγονός ότι ο Ελληνισμός της Κύπρου έζησε σε κατάσταση σκληρής δουλείας. Και είναι πράγματι αλήθεια ότι λαϊκοί ηγέτες, όπως ο αναφερόμενος από τον χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο λαϊκός ηγέτης Στέφανος Κουδουνάς, ξεσήκωσαν τον λαό υπέρ ενός των ξένων κυριάρχων. Έχουμε και περιπτώσεις όπου Κύπριοι υπηρέτησαν πιστά τους ξένους κυρίαρχους, όπως για παράδειγμα ο Πέτρος Μαχαιράς (αδελφός του γνωστού χρονογράφου) που ήταν ένας των ηγετών των δυνάμεων που έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση των Κυπρίων δουλοπάροικων υπό τον ρήγα Αλέξη στα 1426-1427. Αλλ' αντίθετα, έχουμε και το παράδειγμα της παγκύπριας επανάστασης του ρήγα Αλέξη κατά των ξένων κυριάρχων, όπως έχουμε, στις αρχές της Φραγκοκρατίας , το παράδειγμα της αντιστασιακής δράσης του Κανάκη.   Όπως έχουμε, επίσης, το έξοχο παράδειγμα της ηθικής αντίστασης έως το σημείο του μαρτυρικού θανάτου των δεκατριών μοναχών της Καντάρας το 1231, που κι αυτό αποτελεί μεγαλειώδη αντίσταση ενάντια στην πνευματική υποδούλωση.

 

Διαφεύγει της προσοχής του Άγγλου ιστορικού το γεγονός ότι ο λαός της Κύπρου (που ο ίδιος ονομάζει Greeks = Έλληνες) ανήκε στο Ελληνικό έθνος. Συνεπώς είχε όλα εκείνα τα εφόδια με τα οποία θα μπορούσε να συσταθεί ένα έθνος: γλώσσα, θρησκεία, παρελθόν, ήθη, έθιμα, κλπ. Κι αυτά όλα τα εφόδια είναι πράγματι θαύμα που μπόρεσε να τα διατηρήσει (γιατί είναι πασιφανές κι αυταπόδεικτο ότι διατηρήθηκαν). Εκείνο που ως ένα μεγάλο βαθμό απουσίαζε ήταν η ιστορική γνώση που η απουσία της οφείλεται στην άγνοια λόγω ανυπαρξίας εκπαίδευσης και ευκαιριών μόρφωσης. Ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, όταν αισθάνεται την ανάγκη να στραφεί προς τα πίσω, προς το μακρύ και πολυσύνθετο παρελθόν της Κύπρου, κατορθώνει να φθάσει μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος μ.Χ. αιώνας). Δηλαδή μέχρις εκεί που μπόρεσε να μάθει από κάποια εκκλησιαστικά κείμενα και ν' ακούσει από τη ζωντανή θρησκευτική παράδοση. Αγνοεί εντελώς την Αρχαιότητα.  

 

Όμως η έλλειψη γνώσης δεν σήμαινε και έλλειψη εθνικής συνείδησης. Αντίθετα, η επιβίωση του λαού και η διατήρηση του εθνικού του χαρακτήρα σε τέτοιες ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, κι όταν ενώ βρισκόταν στο κατώτατο σκαλοπάτι της κοινωνικής κλίμακας κατόρθωσε όχι μόνο να επιζήσει απλώς αλλ' ακόμη να εξελληνίσει κι αρκετούς από τους κυρίαρχους κι αφέντες του, τούτο υπήρξε ασφαλώς μοναδικό στο είδος του επίτευγμα.

 

Μέσα στις δοσμένες συνθήκες, ο Ελληνισμός της Κύπρου δεν είχε επιλογές. Αποκόπηκε βίαια από τον Βυζαντινό κόσμο και το Βυζάντιο δεν ήταν σε θέση να προσφέρει κάποια βοήθεια. Όλες οι γειτονικές χώρες ήταν εχθρικές και, από μια στιγμή κι ύστερα, όλες Μωαμεθανικές. Η ισχυρή Χριστιανική Ευρώπη ήταν, στην πραγματικότητα, ο κατακτητής. Ο κυπριακός Ελληνισμός μόνο μια πιθανότητα είχε: να προσπαθήσει να επιβιώσει. Και το κατόρθωσε. Επαναστατικά κινήματα δεν ήταν δυνατό να επιτύχουν, κι αυτό απεδείχθη με την επανάσταση του ρήγα Αλέξη.

 

Η περίπτωση του Στέφανου Κουδουνά που προαναφέρθηκε είναι σημαντική μέσα στο πλαίσιο των δικών της συνθηκών. Ο Κύπριος αυτός λαϊκός ηγέτης ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν κινητοποιήσει τον λαό (ιδίως τον λαό της Λευκωσίας) προς υποστήριξη της Αικατερίνης Κορνάρο μετά τον θάνατο του βασιλιά Ιακώβου Β' το 1473. Η Αικατερίνη ήταν, κατ' αρχήν, αγαπητή στον λαό βασίλισσα. Αλλ' ας εξεταστεί κι ανάποδα το ζήτημα: εναντίον ποιων στρεφόταν η κινητοποίηση του λαού; Εναντίον των αντεκδικητών της εξουσίας, που τότε ήταν αφενός οι Καταλανοί και οι Σικελοί (που υπηρετούσαν τα συμφέροντα του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου) κι αφετέρου οι Βενετοί. Μεταξύ των πιθανοτήτων να κυριαρχήσουν είτε οι Καταλανοί και Σικελοί είτε οι Βενετοί, η προσπάθεια υποστήριξης της Αικατερίνης Κορνάρο ήταν απόλυτα ορθή. Και τούτο αποδείχθηκε, αφού όταν λίγα χρόνια αργότερα η Κύπρος περιήλθε στην κατοχή των Βενετών και τυπικά, στο νησί εφαρμόστηκε ένα ακόμη πιο σκληρό και ιδιαίτερα καταπιεστικό καθεστώς, ο λαός γνώρισε τέτοια σκληρή σκλαβιά κι έφθασε μέχρι το έσχατο σημείο απελπισίας, ώστε έστειλε εκπροσώπους του στον Οθωμανό σουλτάνο ζητώντας του να καταλάβει αυτός την Κύπρο! Έτσι, η περίπτωση του Στέφανου Κουδουνά δεν ήταν απλώς ζήτημα υποστήριξης ενός των αντιμαχομένων ξένων κυριάρχων. Ήταν, αντίθετα, ζήτημα στήριξης εκείνης της παράταξης που θα ήταν η λιγότερο καταπιεστική για τον λαό, συνεπώς ήταν σοβαρή πολιτική απόφαση που σχετιζόταν άμεσα με τα λαϊκά συμφέροντα.

 

Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι μετά την επικράτηση των Βενετών, ο Στέφανος Κουδουνάς ήταν μεταξύ εκείνων που συνελήφθησαν. Φυλακίστηκε τον Δεκέμβρη του 1474 και λίγο αργότερα εστάλη δέσμιος στη Βενετία όπου και χάθηκαν πλέον τα ίχνη του. Ήταν μεταξύ εκείνων που εξουδετερώθηκαν προκειμένου ν' αποδυναμωθεί η βασίλισσα και να παραμείνει στην απόλυτη διάθεση των Βενετών. Είχε, συνεπώς, θεωρηθεί ιδιαίτερα επικίνδυνος για τα σχέδια της Βενετίας περί της Κύπρου.

 

Παρά τον «βαρβαρισμό» της ελληνικής γλώσσας της Κύπρου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   (για τον οποίο κάνει λόγο ο Λεόντιος Μαχαιράς) και την εισαγωγή νέων ηθών και εθίμων, ο λαός της Κύπρου μπόρεσε να διατηρήσει (και να διασώσει) κατά τους τρεις αιώνες της φράγκικης κυριαρχίας την ελληνικότητά του. Το κατόρθωμα αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο με ένα τρόπο: οι ξένοι που κυβέρνησαν το νησί ήταν πάντοτε σκληροί κατακτητές και αδίστακτοι καταπιεστές. Το γεγονός αυτό τους αποξένωνε αυτόματα από τον ντόπιο πληθυσμό που δεν μπόρεσε ποτέ να τους θεωρήσει δικούς του. Κι ούτε μπόρεσε ποτέ να τους πλησιάσει, έστω κι αν πολλοί βρέθηκαν να υπηρετούν τα συμφέροντά τους. Δεν μπόρεσε ποτέ να εισέλθει στις δικές τους τάξεις, από τις οποίες ήταν αποκλεισμένος. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   ο Ελληνισμός της Κύπρου κινδύνευσε να χαθεί. Νομίζουμε ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά τέτοιος κίνδυνος, γιατί δεν υπήρξε τρόπος αφομοίωσης του λαού. Αντίθετα, αρκετοί ξένοι εξελληνίστηκαν. Πραγματικός κίνδυνος για τον Ελληνισμό της Κύπρου υπήρξε αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με το φαινόμενο των εξισλαμισμών. Στην περίπτωση αυτή υπήρξε κίνδυνος, γιατί υπήρχε (μάλιστα επιδιωκόταν) αφομοίωση. Αντίθετα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας , οι υπόδουλοι Έλληνες της Κύπρου ήταν καταδικασμένοι να παραμένουν   Έλληνες.

 

Δεν είναι τυχαίο που στα κυπριακά χρονικά της περιόδου της Φραγκοκρατίας   οι ξένοι βασιλιάδες ονομάζονται πάντοτε ρήγες και ποτέ βασιλιάδες. Αντίθετα βασιλεύς είναι πάντοτε ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως. Το Βυζάντιο και το παλαιό μεγαλείο του επιζούσε πάντοτε στην Κύπρο, καθ' όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας , ακόμη και μετά την άλωση αυτής της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως και τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου υπήρξε ιδιαίτερα αξιόλογος. Γιατί η Εκκλησία ήταν εκείνη που συντηρούσε και διατηρούσε πάντοτε ζωντανή τη βυζαντινή παράδοση. Και μέσω της βυζαντινής παράδοσης κρατείτο συμπαγής ο Ελληνισμός της Κύπρου.

 

Η ηθική δύναμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, με το μακρύ βυζαντινό παρελθόν της, ήταν που οδήγησε στον εξελληνισμό αρκετούς από τους ξένους αφέντες και που συγκινούσε πολλούς άλλους. Έτσι, παρατηρούμε το φαινόμενο πολλοί να στρέφονται με σεβασμό προς την Ορθόδοξη Εκκλησία του νησιού και τα ιδρύματα της κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και, βασικό, κατά το β' μισό της περιόδου (οπότε είχε αποδειχθεί ότι οι διώξεις και οι μαρτυρικοί θάνατοι ακόμη, όχι μόνο δεν λύγισαν την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά της προσέδωσαν περισσότερο μεγαλείο). Το 1365 βλέπουμε να προσφέρεται ο βασιλιάς Πέτρος Α' να ξανακτίσει το μοναστήρι του Κύκκου που είχε καεί από πυρκαγιά, και τελικά τη δαπάνη για επανίδρυσή του να καταβάλλει, ύστερα από επιμονή, η σύζυγός του βασίλισσα Ελεονώρα, όπως λέγει ο Εφραίμ ο Αθηναίος (Περιγραφή... τῆς Μονῆς Κύκκου). Αργότερα, βλέπουμε τον βασιλιά Ιάκωβο Α' να καταφεύγει στο μοναστήρι του Μαχαιρά, μαζί με την οικογένειά του, για να σωθεί από την πανούκλα. Πιο πριν, βλέπουμε τον βασιλιά Ούγο Δ' και τη σύζυγό του Αλίκη να πιστεύουν στη δύναμη του θαυματουργού σταυρού της Τόχνης*, παρά την αντίδραση των Λατίνων, και να βοηθούν στην ίδρυση Ορθόδοξου μοναστηριού κοντά στη Λευκωσία. Τη βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο βλέπουμε να εκτελεί προσκύνημα στο μοναστήρι της Παναγίας Αψινθιώτισσας, πριν αναχωρήσει οριστικά από την Κύπρο το 1489. Βλέπουμε επίσης εξελληνισμένους ξένους ευγενείς να ιδρύουν Ορθόδοξα μοναστήρια ή εκκλησίες, όπως λ.χ. ο Δημήτριος ντε Κοράν που ίδρυσε την εκκλησία της Παναγίας Ποδίθου στη Γαλάτα. Βλέπουμε ακόμη έναν Κύπριο Ορθόδοξο ιεράρχη, τον Νικόλαο, να είναι μεταξύ των στενών φίλων του βασιλιά Ιακώβου Β'.

 

Όλα αυτά τα παραδείγματα οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: ότι μέσω της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, ο Ελληνισμός του νησιού μπόρεσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά κατά το β' μισό της περιόδου της Φραγκοκρατίας   να αρχίζει να επιβάλλεται κιόλας, κατά κάποιο τρόπο. Εξάλλου, άτομα που ανήλθαν στον θρόνο της Κύπρου (Καρλόττα, Ιάκωβος Β') ήταν κατά το ήμισυ Έλληνες. Κι όλα αυτά, όταν ολόκληρος ο Ελληνισμός βρισκόταν σε κατάσταση σκλαβιάς.

 

Η υπό τον ρήγα Αλέξη επανάσταση των Κυπρίων δουλοπάροικων, το 1426-27, ήταν μια μεγαλειώδης ενέργεια που κράτησε μήνες και που τελικά κατεστάλη και με τη βοήθεια της Ευρώπης που στήριξε το καθεστώς των Λουζινιανών. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την επανάσταση αυτή, επειδή ελλείπουν οι πληροφορίες. Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει λίγα μόνο πράγματα, τασσόμενος μάλιστα φανατικά κατά των δουλοπάροικων επαναστατών (ενώ ο αδελφός του Πέτρος Μαχαιράς ενισχύει τις βασιλικές δυνάμεις που πνίγουν την επανάσταση στο αίμα). Ωστόσο η επανάσταση αυτή δεν φαίνεται να είχε (ισχυρά τουλάχιστον) εθνικιστικά κίνητρα, αλλά κοινωνικά περισσότερο: οι πεινασμένοι και βασανισμένοι δούλοι εξεγέρθηκαν κατά των πλουσίων καταπιεστών τους. Η έκταση όμως της επανάστασης, που απλώθηκε σχεδόν σ' ολόκληρη την Κύπρο και ανάγκασε τους αφέντες να τρέξουν και να κλειστούν στην κάλο οχυρωμένη Κερύνεια, καθώς και η διάρκεια της (κράτησε πολλούς μήνες), φανερώνουν ότι επρόκειτο για καλά οργανωμένο παγκύπριο επεισόδιο, με ευρεία συμμετοχή του λαού. Συνεπώς, παρά τα αυστηρότατα μέτρα και τους νόμους του σκληρού καθεστώτος, απεδείχθη ότι υπήρχε συνοχή μεταξύ του λαού, δηλαδή μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου, συνεπώς υφίστατο και ισχυρή εθνική συνείδηση. Γιατί μόνο μια τέτοια ισχυρή εθνική συνείδηση ήταν δυνατό να αποτελέσει το συνδετικό υλικό που έσμιξε όλους εκείνους που επαναστάτησαν. Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει και μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια: ο αρχηγός της επανάστασης, ο ρήγας Αλέξης, βρισκόταν στην υπηρεσία αυτού τούτου του βασιλιά Ιανού, ως ταχυδρόμος του. Συνεπώς βρισκόταν, ο ίδιος προσωπικά, σε πολύ καλύτερη μοίρα από τους χωριάτες και μάλλον θα περνούσε άνετα στη βασιλική αυλή όπως αρκετοί άλλοι Έλληνες Κύπριοι. Και όμως, ηγήθηκε των ξυπόλυτων και των πεινασμένων, γιατί αυτοί ακριβώς ήταν οι δικοί του και γιατί εκεί τον έταξε η εθνική του συνείδηση. Μερικοί άλλοι (όπως ο Πέτρος Μαχαιράς) προτίμησαν τη σιγουριά και την άνετη ζωή που τους εξασφάλιζε η θέση τους στην υπηρεσία των κυριάρχων. Τελικά αυτοί επέζησαν, ο ρήγας Αλέξης όχι.

 

Βέβαια η επανάσταση του αργά ή γρήγορα θα καταπνιγόταν. Υπό τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατό να επιτύχει, όπως και τελικά δεν πέτυχε. Ήταν όμως μια μεγαλειώδης πράξη του Ελληνισμού της Κύπρου. Την τραγική κατάληξή της θα γνώριζαν, ασφαλώς, μεταγενέστεροι λαϊκοί ηγέτες όπως ο Στέφανος Κουδουνάς, που προτίμησαν να δράσουν όπως έδρασαν.

 

Στα 1373 απαντούμε κάποιον Έλληνα της Λευκωσίας, λεγόμενο Ψυλλίδην ή Ψυχίδην, να ηγείται του λαού της πρωτεύουσας (ο Λ. Μαχαιράς γράφει: Ψιχίδης۠ το ίδιο γράφει κι ο Στραμβάλδι: Psichidi. Ωστόσο ο Αμάτι γράφει Psiludi κι ο Φλώριος Βουστρώνιος Psilludi). Επρόκειτο περί ενός άλλου λαϊκού ηγέτη του τύπου του Στέφανου Κουδουνά. Ο Ψυχίδης ή Ψυλλίδης ήταν υποστηρικτής του καθεστώτος όταν οι Γενουάτες εισέβαλαν στην Κύπρο. Με προδοσία εντοπίστηκε και συνελήφθη από τους Γενουάτες στη Λευκωσία, μαζί με 50 άνδρες του, κι όλοι εκτελέστηκαν ύστερα από πολλά απάνθρωπα βασανιστήρια (Λ. Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 440).

 

Τέτοιες περιπτώσεις, όπως αυτές του Ψυχίδη και του Στέφανου Κουδουνά, αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες Κύπριοι, και βασικά αυτοί που ζούσαν στις πόλεις παρά στην ύπαιθρο (που ήταν κυρίως τεχνίτες), ήταν οργανωμένοι κατά κάποιο τρόπο και, μπορούμε να τολμήσουμε την υπόθεση, είχαν δική τους ανεπίσημη (και ίσως μυστική) ηγεσία. Συνεπώς υπήρχε και πάλι συνοχή και συσπείρωση, που αποδεικνύεται κι από αναφορά του Λεοντίου Μαχαιρά στον πατέρα του Σταυρινό, ο οποίος είχε κληθεί στο παλάτι σε μια περίπτωση για να εκφέρει υπεύθυνη γνώμη εκ μέρους του λαού, και μάλιστα σε ιδιαίτερα σοβαρό θέμα (εκλογή νέου βασιλιά). Οι «αστικοποιημένοι» αυτοί Κύπριοι (χωρίς ν' ανήκουν στην τάξη των αστών) ήταν βασικά οι απελεύθεροι, αυτοί που εξαγόρασαν την ελευθερία τους, και μπορούσαν να κινούνται κάπως πιο ελεύθερα, άρα και να οργανώνονται. Νομίζουμε πως κάποιου είδους οργάνωση τους ήταν απαραίτητη, μάλιστα δεδομένου ότι στις πόλεις όλοι οι άλλοι (αστοί έμποροι) των διαφόρων εθνικοτήτων ήταν αυστηρά οργανωμένοι. Στην περίπτωση του Ψυχίδη ή Ψυλλίδη αυτή η οργάνωση του ελληνικού πληθυσμού φαίνεται σαφέστερα, από το γεγονός ότι αυτός και οι άνθρωποι του ανέλαβαν τη φρούρηση της Λευκωσίας για να απαλλαγούν οι υπόλοιποι από το καθήκον αυτό και να συνεχίσουν να εργάζονται (Λ. Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 399). Δηλαδή να μη υπάρχουν επιπτώσεις οικονομικές πάνω σε όλους.

 

Αντίθετα προς τους «αστικοποιημένους» αυτούς Κυπρίους, τα προβλήματα ήταν πολύ περισσότερα για τη μάζα του πληθυσμού που ζούσε στην ύπαιθρο. Αυτοί πολεμούσαν αδιάκοπα με τη γη και την πότιζαν με τον πικρό ιδρώτα τους, υπό άγρυπνη επίβλεψη.

 

Πάντως, καθ' όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας , είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο ζούσαν, επαναλαμβάνουμε ότι οι Έλληνες της Κύπρου ήταν καταδικασμένοι να παραμένουν Έλληνες.