Ακάμας Περιοχή

Γραπτές μαρτυρίες από ταξιώτες

Image

Πολλά και ενδιαφέροντα γράφτηκαν από συγγραφείς ή και ταξιδιώτες παλαιότερων εποχών για τον Ακόμα. Μεταξύ εκείνων που τον επισκέφθηκαν είναι και ο Χόκαρθ, που στο βιβλίο του Devia Cypria (1889) αναφέρει μεταξύ άλλων: Είναι ακατοίκητος εκτός από μερικά απομονωμένα μεγάλα κτήματα ή καλύβες που κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι. Είναι μια γωνιά της Κύπρου καλυμμένη με πυκνή βλάστηση, με αρκετές χαράδρες και δυνατά βράχια, με την κεντρική βουνοκορφή διαμελισμένη σε μικρά οροπέδια. Τα εννιά δέκατα της περιοχής δεν παράγουν τίποτε εκτός από θήραμα. Κάπου αλλού αναφέρει: Από το ακρωτήρι Αρναούτη, απλώνεται πυκνό δάσος. Για δεκατρία μίλια δεν υπάρχει οικισμός εκτός από τις καλύβες των φυλάκων του αλατιού στο ακρωτήρι της Λάρας και στο Γερόνησο, καθώς και τα καταφύγια των βοσκών εδώ κι εκεί στους λόφους. Όσον αφορά τα λίγα μονοπάτια που υπάρχουν, είναι δύσκολο ακόμα και για τα μουλάρια να τα διαβούν. Συνεχώς πρέπει να διασχίζεις απότομες χαράδρες. Δεν υπάρχει παραθαλάσσιος δρόμος.

 

Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ιστορία.. , 1788), θεωρεί τον μυθικό ήρωα Ακάμα ως ιδρυτή της πόλης Ακαμαντίδος κι αναφέρεται ιδιαίτερα στην πανίδα της περιοχής.

 

Αξίζει να αναφερθεί πως ο ίδιος ο Στράβων δεν αναφέρει την πόλη Ακαμαντίδα, αλλά απλώς αναφέρεται στο ακρωτήρι: ὁ δ' Ἀκάμας ἐστίν ἂκρα δύο μαστούς ἒχουσα και ὓλην πολλήν, κείμενος μέν ἐπί τῶν ἑσπερίων τῆς νήσου μερῶν...   

 

Σε αρχαιότερη ακόμα πηγή, γίνεται ωστόσο αναφορά σε μια πόλη που ονομαζόταν Ακάμας. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή επιγραφή της Medinet Habu (α' τέταρτο του 12ου π.Χ. αιώνα), αναφέρονται 8 κυπριακές πόλεις, μεταξύ αυτών και η πόλη Ακάμας. Είναι η αρχαιότερη μνεία του έχουμε για τις κυπριακές πόλεις.

 

Ο Σακελλαρίου (Κυπριακά, τ. Α', σ. 118), αναφέρει για τον Ακάμα τα ακόλουθα: Ἒλαβε δ ' αὐτός τό ὂνομα κατά τόν μύθον ἀπό τοῦ Ἀθηναίου Ἀκάμαντος εἰς Κύπρον ἀγαγόντος ἀποικίαν, ἣ μᾶλλον ἐκ τοῦ α καί κάμνω, ἣτοι τόπος ἀκάμωτος, ἀγεώργητος. Καί νῦν δ’ ἒτι ἃπασα ἡ χώρα ἡ ἐπί τοῦ ἀκρωτηρίου τούτου εἶναι ἂγρια καί ἀκαλλιέργητη καί ὑπό ἂγριων ζώων κατοικουμένη. Ἐν αὐτῷ δ' ἒτι ἒχοντι ἒν τισι μέρεσι καί πυκνόν δάσος ζῶσιν ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει βόες. Ἳπποι, ὂνοι, αἶγες, χοῖροι, κλπ. Ο Σακελλαρίου προχωρεί πιο πέρα από τη φυσική γεωγραφία της περιοχής για να αναφέρει τα πολιτιστικά στοιχεία: Εἰς τό ὑψηλότερον δ' αὐτοῦ μέρος ὑπάρχουσιν ἀρχαῖα τίνα ἐρείπια, τάφοι καί πλάκες καί πρός τό δάσος ὁ Πύργος τῆς Ρήγαινας. Αναφέρει ακόμα την Πηγή του Αριόστο (Fontana Amorosa) ἀφ ' ἧς μικρόν ὃρμον ἐχούσης τό ἐκεῖθεν διερχόμενα πλοῖα ἀρδεύονται, φαίνεται δέ ὃτι τά αὐτῆς ὓδατα εἶναι μεταλλικά. Ο Σακελλαρίου προχωρεί ακόμα να αναφέρει πως στον κόλπο βρίσκεται η Στιρία νήσος, που μνημονεύει ο Πλίνιος και την οποία ο Ποκκόκ ονομάζει νησάκι του Αγίου Νικολάου.

 

Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει για τον Ακάμα τα ακόλουθα: Οι Σαρακηνοί άντεξαν πολλά από τα κακά που τους έκαναν από την Κύπρο, έτσι ήλθαν εδώ πολλές φορές και τη λεηλάτησαν κι αιχμαλώτισαν άντρες και γυναίκες, και κατέλαβαν όλα τα Κάστρα της Κύπρου, και πολλές φορές την πυρπόλησαν, μια φορά μάλιστα την έκαψαν τόσο πολύ ώστε δεν έμεινε τίποτε που δεν είχε καεί εκτός το βουνό που λέγεται Ακάμας, γι' αυτό εξάλλου πήρε το όνομα Ακάμας. (Μαχαιράς, 645, μετάφραση Άντρου Παυλίδη, 1982).

 

Ο Γ.Σ. Φραγκούδης (1890) τονίζει πως ὁ Ἀκάμας εἶναι τό ἀγριώτερον μέρος τῆς νήσου˙ ἀκαλλιέργητος, πλήρης δένδρων καί θάμνων ἐχρησίμευε τέως ὡς κατοικία πλείστων ζώων ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει διατελούντων, ὁσημέραι ὃμως ἐξαλειφθέντων, οἷον, αἰγῶν, βοῶν, χοίρων κλπ. Ἢδη ἢρξατο καλλιεργούμενον ἐνταῦθα εὑρίσκει τις ἂφθονον κυνήγιον. Ἐπί τοῦ ὑψηλότερου μέρους τοῦ Ἀκάμαντος παρά τόν Πύργον τῆς Ρήγαινας ἀπαντῶσιν ἀρχαῖα ἐρείπια καί ἲσως ἐνταῦθα ἒκειτο ἡ Ἀκαμαντίς, ἡ ὑπό τοῦ Ἀκάμαντος κτισθεῖσα καί ἐρημωθεῖσα ὑπό πολέμων. Οὖ μακράν κεῖται καί ἡ τοῦ Ἀριόστου Πηγή τοῦ Ἒρωτος, περί ἧς ἐμυθολογεῖτο, ὃτι ὃσοι ἒπιναν ἐκ τοῦ ὓδατος αὐτῆς ακουσίως καθίσταντο ερωτόληπτοι, ένώ τό ύδωρ ετέρας παρακείμενης πηγῆς ἐθεράπευε τό πάθος τοῦτο. Ἐνταῦθα ὑπῆρχε καί μικρός ὃρμος καί ἐρείπια τίνα....

 

Ο Τζέφρυ μιλά για την ερημική περιοχή του Ακάμα. Αναφέρει πως κοντά στην Πηγή του Έρωτα ορθώνεται ένας μεσαιωνικός Πύργος. Αναφέρει ακόμα πως μεταξύ του Αγίου Νικολάου (στα νότια της Φοντάνα Αμορόζα) και του Αγίου Γεωργίου (στα βορειοδυτικά των Λουτρών της Αφροδίτης) βρίσκεται ένας ψηλός λόφος με το όνομα Βουνό Σωτήρας που στην κορυφή του ορθώνεται ένας διώροφος πύργος, γνωστός ως Πύργος της Ρήγαινας.

 

Ο Ευρυβιάδης Ν. Φραγκούδης αναφέρεται στον Ακάμαντα με τα ακόλουθα: Τά ἀρχαῖα ἂλση τοῦ Ἀκάμαντος, περί τήν ἐσχατιάν τῆς νήσου, ἒνθα ἡ Κρήνη τοῦ Ἒρωτος ἐπί τῆς ἀρκτικῆς ἀκτῆς μετεκινήθησαν σήμερον εἰς λόχμας μή φιλοξενούσας πλέον οὖτε δορκάδας οὖτε ἐλάφους, οὖτε μουσμονας. Χοῖροι μόνον και βόες ἂγριοι ἐκεῖσε διαιτῶνται (Ε.Ν. Φραγκούδη:  Εγχειρίδιον Χωρογραφίας και Γενικής  Ιστορίας της Κύπρου, σ. 19).

 

Ο Γκάννις αναφέρεται στην ακατοίκητη περιοχή του Ακάμα χωρίς να αμφιβάλλει πως στο παρελθόν η περιοχή ήταν περισσότερο πυκνοκατοικημένη. Αναφέρεται στον Άγιο Κόνωνα, που τα ερείπια του μαρτυρούν για μεγάλη πόλη. Πίσω από τα ερείπια αυτά βρίσκεται, κατά τον Γκάννις, η ελληνιστική-ρωμαϊκή νεκρόπολη που αν και αρκετοί από τους τάφους έχουν ανοίγει, μερικοί ακόμα δεν έχουν συληθεί. Ο Γκάννις θεωρεί ως επίνειο της πόλης του Aγίου Κόνωνα τον γειτονικό όρμο, κάνοντας αναφορά στους κίονες που βρίσκονται στην περιοχή Τζ'ιόνι.

 

Ο Περιστιάνης δέχεται την ύπαρξη της Ακαμαντίδος και προσθέτει: Ἐκ τῆς πληθύος τῶν ἐκκλησιῶν καί ἂλλων ἐρειπίων ἐπί τῆς χερσονήσου ταύτης ἀγόμεθα εἰς τό συμπέρασμα ὃτι κατά τήν Ρωμαϊκήν καί ἱδία τήν Χριστιανικήν Ἐποχήν καί δή τήν Βυζαντινην  ἡ Ἀκαμαντίς ἦτο ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς καί ὁ συνοικισμός ὑπῆρξε πυκνότερος ἢ κατά τήν προίστορικήν καί τάς μετέπειτα περιόδους, μέχρι τῆς ἐξαφανίσεως τῶν διαδόχων τοῦ Ἀκάμαντος, περί τῆς δράσεως τῶν ὁποίων ἡ Ἱστορία δέν διέσωσεν ἡμῖν μαρτυρίας.

 

Σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου (όπως ο χάρτης του Abraham Ortelius του έτους 1573 και εκείνος του Jadocus Hondius του έτους 1606) σημειώνονται τρεις οικισμοί στη χερσόνησο του Ακάμα, που δεν υπάρχουν σήμερα. Ο ένας ήταν ο μεσαιωνικός οικισμός Αρά, στην περιοχή της μικρής χερσονήσου της Λάρας, η οποία εξάλλου διασώζει την ονομασία του οικισμού: Αρά, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, που στην περίοδο της Φραγκοκρατίας προσετέθη το γαλλικό άρθρο κι έγινε L’ Ara > Λάρα. Ο δεύτερος οικισμός, αρκετά βορειότερα, στην περιοχή Κιόνιν, σημειώνεται ως Merouili, όνομα ασαφές λόγω παραφθοράς, ίσως Μεροδούλιν, Μερογιούλιν, Νερογιούλιν, Νεροπούλιν. Ο τρίτος οικισμός σημειώνεται ανατολικότερα του προηγούμενου, στην περιοχή όπου το σημερινό Νέον Χωριό, και του δίνεται η ονομασία Potanios, πιθανότατα Ποταμός αλλά ίσως και [Άγιος] Ποτάμιος. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς και για ποιους λόγους εγκαταλείφθηκαν και διαλύθηκαν οι οικισμοί αυτοί, οπότε προφανώς ιδρύθηκε νέος οικισμός στην περιοχή, που ονομάστηκε ακριβώς Νέον Χωριόν. Οι κάτοικοι των τριών διαλυθέντων οικισμών που θα ήταν μικροί, θα πρέπει να ήταν καλλιεργητές, ψαράδες και βοσκοί, αλλά ίσως και εργάτες στα μεταλλεία του Ακάμα. Διάφορα των καταλοίπων που απαντώνται στη χερσόνησο, ίσως προέρχονται από τους οικισμούς αυτούς.

 

Εξάλλου, ο ονομαζόμενος «Πύργος της Ρήγαινας», επί υψώματος αρκετά πιο πάνω από την τοποθεσία Σμιγιές, όπου σώζονται ερείπια, απεδείχθη από τη νεότερη έρευνα ότι δεν ήταν καθόλου πύργος, αλλά μοναστήρι. Ίχνη τοιχογραφιών διακρίνονται σε τμήματα όρθιων τοίχων. Άγνωστο ποιο μοναστήρι ήταν και σε ποίον άγιο ήταν αφιερωμένο. Άγνωστη είναι επίσης η ιστορία του μοναστηριού εκείνου, όπως και οι χρόνοι ίδρυσης αλλά και διάλυσής του.

 

Εντυπωσιακό σπήλαιο: Στον Ακάμα εντοπίστηκε μεγάλο σπήλαιο με εντυπωσιακούς σχηματισμούς από σταλακτίτες και σταλαγμίτες, μοναδικό στο είδος του στην Κύπρο. Ελάχιστοι γνωρίζουν το σπήλαιο αυτό και λιγότεροι το επισκέφθηκαν, καθώς η επίσκεψη είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Προσεγγίζεται μέσω φυσικής οπής στο έδαφος, από την οποία θα πρέπει να κατεβεί κάποιος μέσα στο σπήλαιο με σχοινιά, εφόσον η οπή είναι σχεδόν κάθετη. Η οπή δημιουργήθηκε από τη διάβρωση στην οροφή του σπηλαίου. Όταν κατέβει κανείς στο εσωτερικό του, όπου χρειάζεται φως, διαπιστώνει ότι αποτελείται από αρκετά μεγάλες «αίθουσες» των οποίων οι διαστάσεις είναι ακόμη άγνωστες εφόσον το σπήλαιο δεν έχει ερευνηθεί και μελετηθεί. Φαίνεται ότι η πραγματική είσοδος του σπηλαίου βρισκόταν κάπου στην απόκρημνη ακτή στα νότια, αλλά έχει κλείσει λόγω κατολισθήσεων. Αγγεία και άλλα αντικείμενα εντός του σπηλαίου, μαρτυρούν ότι τούτο είχε χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους, σε ακαθόριστο χρόνο (τα αντικείμενα δεν έχουν μελετηθεί για να καθοριστεί η ηλικία τους). Πιθανότατα το σπήλαιο είχε αποτελέσει καταφύγιο και κρύπτη των ανθρώπων της περιοχής σε περιόδους πειρατικών και εχθρικών επιδρομών, αλλά ίσως πάλι να αποτελούσε «άντρο» και λατρευτικό χώρο στα αρχαία χρόνια. Τις οριστικές απαντήσεις θα δώσει μελλοντική επιστημονική εξέταση και διερεύνηση του σπηλαίου.

Φώτο Γκάλερι

Image