Αμαθούντα

Το βασίλειο της Αμαθούντας

Image

Η ιστορία του βασιλείου της Αμαθούντος στην αρχαιότητα, μας είναι πολύ αποσπασματικά γνωστή, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα περισσότερα κυπριακά βασίλεια. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές που σχετίζονται με την Αμαθούντα, εκτός του ότι είναι ελάχιστες, είναι τις περισσότερες φορές και αλληλοσυγκρουόμενες. Εξάλλου οι ανασκαφές στον χώρο της Αμαθούντος δεν υπήρξαν σε ικανοποιητικό βαθμό συστηματικές. Όσες έχουν διεξαχθεί (Luigi Palma di Cesnola 1873-76, Max Ohnefalsch-Richter 1885, αγγλικές 1894, σουηδικής αποστολής 1930), περιορίστηκαν κατά κύριο λόγο στις νεκροπόλεις και παρά τον πλούτο των ευρημάτων που έφεραν στο φως, ελάχιστα συμβάλλουν στην ανασύνθεση της ιστορίας της πόλης. Ελπίζεται ότι οι ανασκαφές που διεξάγονται από τη Γαλλική Σχολή των Αθηνών και το Τμήμα Αρχαιοτήτων, σε διαφορετικούς τομείς, θα αποφέρουν τα ποθούμενα αποτελέσματα.

 

Φαίνεται πως στην Αμαθούντα βρισκόταν η μεγάλη μάζα του αυτόχθονος κυπριακού στοιχείου, οι Ετεοκύπριοι όπως εύστοχα ονομάστηκαν από τον Ε.Gjerstad   κατ’ αναλογία προς τους Ετεόκρητες, οι κάτοικοι δηλαδή που ζούσαν στην Κύπρο πριν από την άφιξη των Ελλήνων και των Φοινίκων. Το στοιχείο αυτό επιζούσε ακόμη και τον 4ο αιώνα π.Χ. όπως δείχνουν οι επιγραφές που σώθηκαν μέχρι σ' εμάς. Πράγματι στην Αμαθούντα κατεξοχήν βρέθηκαν επιγραφές, σε συλλαβική γραφή, που ωστόσο δεν αποδίδει την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο όπως άλλες παρόμοιες. Τούτο οδήγησε στην υπόθεση ότι η γλώσσα που αποδίδουν (αινιγματική για την ώρα) είναι εκείνη του ετεοκυπριακού στοιχείου (Ο. Masson, Les inscriptions Cypriotes Sullabiques, Paris, 1961, σσ. 203-205, αρ. 190-196) και ότι η πόλη ήταν το προπύργιο των Ετεοκυπρίων. Με την άποψη αυτή συμφωνούν και μερικές αρχαίες παραδόσεις που έφθασαν ως τις μέρες μας: Σύμφωνα με τον Ψευδο-Σκύλακα, για παράδειγμα (Περίπλους 81, βλ. C. Mailer, Geographi Graeci Minores, vol. I, Paris, 1885, σ. 77, 103), οι κάτοικοι της Αμαθούντος «αὐτόχθονές εἰσιν» ενώ άλλες κυπριακές πόλεις ήσαν καθαρά ελληνικές (Σαλαμίς, Μάριον) ή φοινικικές (Λάπηθος, Κερύνεια, Καρπάσεια), ή βαρβαρικές («εἰσι δέ καί ἂλλαι ἐν μεσογείᾳ βάρβαροι»). Άλλες πάλι πληροφορίες (Θεοπόμπου, Λόγοι ιστορικοί στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου, 176) αναφέρουν ότι οι Αμαθούσιοι είναι υπολείμματα εκείνων που ήταν μαζί με τον Κινύρα και κατέφυγαν εδώ διωγμένοι από τους Έλληνες που ήταν μαζί με τον Αγαμέμνονα και κατέλαβαν την Κύπρο.

 

Φυσικά υπάρχουν επίσης αλληλοσυγκρουόμενες παραδόσεις που σχετίζονται με το όνομα της πόλης. Άλλες αναφέρουν ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον Άμαθο* του Ηρακλή, κι άλλες από την Αμαθούσα*, μητέρα του Κινύρα (Στέφανος Βυζάντιος, στη λ. Ἀμαθοῦς).

 

Η ανεπάρκεια των μαρτυριών αυτών και η ύπαρξη ενός ιερού του Βάαλ σε μικρή απόσταση από την Αμαθούντα, έκανε πολλούς ιστορικούς, κυρίως του περασμένου αιώνα, να πιστέψουν ότι ο πολιτισμός της Αμαθούντος ήταν αποκλειστικά φοινικικός, πράγμα που απορρίπτεται από τους σύγχρονους. Ό,τι θεωρήθηκε ως φοινικικό γι’ αυτούς δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία του αυτόχθονος στοιχείου (G. Hill, A History of Cyprus, vol. I, σ. 77 κ.ε.). Άλλωστε το ότι έχουν υπερεκτιμηθεί οι φοινικικές επιδράσεις φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν εδώ φοινικικά κατάλοιπα, πράγμα που παρατηρείται σ' άλλες περιοχές του νησιού (π.χ. Ταμασσός, Ιδάλιον, Λάπηθος, Κυθρέα, Μάριον κλπ. Βλ. Ο. Masson - Μ. Sznycer, Recherches sur les Pheniciens a Chypre, Paris, Geneve, 1972, fig. 1).

 

Παρά τα όσα έχουν λεχθεί δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να μείνουμε με την εντύπωση ότι στην Αμαθούντα υπήρχε αποκλειστικά το αυτόχθον στοιχείο.

 

Από επιγραφές γνωρίζουμε την ύπαρξη λατρείας εδώ του Διός Ορομπάτα και της Ήρας (O. Masson, Cultes a Chypre, στο βιβλίο Elements orientaux dans la religion greque ancienne, Paris, 1960, σ. 134), θεοτήτων που ανήκουν αποκλειστικά στο ελληνικό πάνθεον. Φιλολογικές μαρτυρίες εξάλλου, αναφέρουν την ύπαρξη ιερού της Αφροδίτης και του Άδωνι (Παυσανίας, IX, 41, 2-3), του Ξενίου Διός, προς τον οποίο μάλιστα γίνονταν παλαιότερα ανθρωποθυσίες (Πλουτάρχου, Θησεύς. 20).

 

Θα πρέπει επίσης ν’ αναφερθεί ότι στην Αμαθούντα βρέθηκαν πολλά ελληνικά αγγεία (πίθοι, κρατήρες, λήκυθοι, αρύβαλλοι, ασκοί, οινοχόες, στάμνες, κύλικες, σκύφοι, κύαθοι, κύπελλα, βλ. Λ. Αντωνιάδη, Μελέτες για την Κύπρο..., Λευκωσία, 1980, σσ. 146-166), ενώ διαπιστώθηκε και η προσπάθεια μίμησης του αττικού στυλ στη διακόσμηση των αγγείων, πράγμα που δείχνει τους δεσμούς της πόλης με τον ελληνισμό. Δεν θα ήταν, επομένως, ορθό να υποστηριχθεί ότι στην πόλη υπήρχε κατ’ αποκλειστικότητα το αυτόχθον στοιχείο. Η παρουσία εδώ και του ελληνικού στοιχείου θα έπρεπε να ήταν, όπως κι αλλού, πολύ έντονη.

 

Οι πρώτες πληροφορίες που σχετίζονται με την Αμαθούντα στα Ιστορικά χρόνια, ανήκουν στον 5ο αιώνα π.Χ., όταν οι Κύπριοι, ακολουθώντας το παράδειγμα των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, είχαν επαναστατήσει εναντίον του περσικού ζυγού (499/98 π.Χ.). Όπως γνωρίζουμε, αρχηγός της επανάστασης αυτής ήταν ο πρίγκηπας της δυναστείας της Σαλαμίνος Ονήσιλος. Αφού εκθρόνισε τον αδελφό του Γόργο, πήρε την εξουσία και αμέσως προσπάθησε να συνασπίσει τις κυπριακές πόλεις-βασίλεια για κοινό αγώνα κατά των Περσών. Η προσπάθειά του είχε επιτυχία με μοναδική εξαίρεση τη φιλοπερσική Αμαθούντα, την οποία ο Ονήσιλος πολιόρκησε (Ηρόδοτος, V, 108).

 

Ανάλογη στάση τήρησε η Αμαθούς (μαζί με τους Σόλους και το Κίτιον) και στην προσπάθεια του Ευαγόρα Α' της Σαλαμίνος να συνασπίσει τις κυπριακές πόλεις εναντίον των Περσών (Διόδωρος, XIV, 98,2). Επειδή οι πόλεις αυτές εναντιώθηκαν στην προσπάθειά του, επεχείρησε να τις καταλάβει, γι’ αυτό κι οι πόλεις έστειλαν το 391 π.Χ. απεσταλμένους στον διάδοχο του Δαρείου Αρταξέρξη Β', ζητώντας βοήθεια. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι η στάση της Αμαθούντος στις δυο πιο πάνω περιπτώσεις σχετιζόταν με την παρουσία σ' αυτήν του αυτόχθονος στοιχείου, αφού και άλλες πόλεις απεδείχθησαν φιλοπερσικές. Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική των Κυπρίων βασιλιάδων υπαγορευόταν συνήθως από τα εκάστοτε συμφέροντά τους. Τούτο φαίνεται καθαρά με την παρουσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία. Πράγματι, ο τελευταίος βασιλιάς της Αμαθούντος Ανδροκλής (; -312 π.Χ.), μαζί με τον Πνυταγόρα της Σαλαμίνος και τον Πασικράτη των Σόλων, βοήθησαν τον Αλέξανδρο στην πολιορκία και κατάληψη της Τύρου, μάλιστα συμμετέχοντας και οι ίδιοι (Αρριανός, Ανάβ.. II, 20, 6-10). Ο Ανδροκλής συμμάχησε αργότερα με τον Πτολεμαίο, γιο του Λάγου (Αρριανός, Τα μετ’ Αλέξανδρον, Fr. Gr. Hist. ΙΙΒ, απόσπ. 156.10,6, σ. 848) και κατάφερε έτσι να διατηρήσει την εξουσία στην Αμαθούντα μέχρι την οριστική διάλυση των βασιλείων από τον Πτολεμαίο και την ένταξη του νησιού στην αυτοκρατορία του, οπότε η Κύπρος εδιοικείτο πια από «στρατηγό».

 

Στη διάρκεια των βασιλείων η Αμαθούντα διέθετε δικό της νομισματοκοπείο που σταμάτησε το 328 π.Χ. και μαζί με τ' άλλα (Σαλαμίνος, Κιτίου, Πάφου), έκοβε νομίσματα για λογαριασμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τα νομίσμα­τα αυτά είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε μερικούς από τους βασιλιάδες της Αμαθούντος, κυρίως του 4ου π.Χ. αιώνα:

  1. Άγνωστος βασιλιάς (π. 450 π.Χ.)
  2. ΠύρFος (π. 390; π.Χ.)
  3. Ζώτιμος (π. 385 π.Χ.)
  4. ...τιμος (π. 380 π.Χ.)
  5. Λύσανδρος (π. 375 π.Χ.)
  6. Επίπαλος (π. 360 π.Χ.)
  7. Ροίκος (π. 350 π.Χ., βλ. Ησύχιο, Σούδα, λ. Ροίκου κριθοπομπία)
  8. Ανδροκλής(; -312π.Χ., βλ. Αρριανό, Ανάβ. 22,2,1XI, 2, 135, 161Β).

Γνωστός επίσης είναι ο συγγραφέας Παίων ο Αμαθούσιος, του οποίου όμως το έργο δυστυχώς δεν σώθηκε 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image