Αμπέλι

Image

Η Κύπρος είναι ιδανικός τόπος ανάπτυξης του αμπελιού, επειδή το φυτό αυτό προτιμά τα θερμά και ξηρά κλίματα. Η καλλιέργεια του αμπελιού στην Κύπρο είχε αρχίσει από την προϊστορική περίοδο, όπως άλλωστε συνέβη και με τις άλλες περιοχές της Μεσογείου με τις ίδιες κλιματολογικές συνθήκες. Αρχικά το αμπέλι ήταν αυτοφυές φυτό (Vitis vinifera, subsp. sylvestris), ενώ αργότερα άρχισε η συστηματική καλλιέργειά του (V.v. subsp. sativa). Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε επειδή βρέθηκαν, κατά τις ανασκαφές, απανθρακωμένα κουκούτσια και των δυο ειδών όπως στην Καλοψίδα (16ος- 15ος π.Χ. αι.), στο Απλίκι (13ος αι.), στη Σαλαμίνα (6ος- 5ος αι.), καθώς και στη νεκρόπολη Τζελλάρκα της ίδιας πόλης (4ος αι.).

 

Παρόλο ότι η καλλιέργεια του αμπελιού μαρτυρείται σε ολόκληρο σχεδόν το νησί και κυρίως στις δυο οροσειρές του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου, ωστόσο δεν γνωρίζουμε ούτε την έκταση των γαιών που εκαλλιεργούντο με αμπέλια κατά την αρχαιότητα ούτε και τις περιοχές που αυτά ευδοκιμούσαν ιδιαίτερα. Οι φιλολογικές πηγές εξάλλου αναφέρονται πιο πολύ στο κρασί της Κύπρου παρά στο φυτό το ίδιο. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η Κύπρος κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή σταφυλιών στον κόσμο, σε σύγκριση με την έκταση ή και τον πληθυσμό της. Επιπλέον, το αμπέλι αξιοποιεί ένα μεγάλο ποσοστό ημιορεινής ή και ορεινής γης, όπου δεν είναι δυνατό να αποδώσει οικονομικά άλλη καλλιέργεια. Το λήμμα που ακολουθεί αναφέρεται στην ιστορία του αμπελιού στην Κύπρο και στην καλλιέργειά του σήμερα.

 

Το αμπέλι είναι φυτό πολυετές, φυλλοβόλο και αναρριχητικό, γι' αυτό κατά διαστήματα έχει έλικες που βοηθούν το φυτό να προσκολλάται σε στηρίγματα. Οι κληματίδες του έχουν οφθαλμούς στους κόμβους τους, ο δε φλοιός (ρυτίδωμα) των κληματίδων και του κορμού, όταν έχει ξυλοποιηθεί, σχίζεται σε λουρίδες οι οποίες πέφτουν. Τα φύλλα του είναι καρδιόσχημα, σχισμένα σε τρεις ή πέντε λοβούς, μερικές φορές όμως ακέραια, φέρουν στην περιφέρειά τους δόντια και φυτρώνουν εκεί που σχηματίζονται «γόνατα». Τα άνθη του είναι μικρά, πράσινα, πενταμερή και ερμαφρόδιτα (αρσενικά και θηλυκά συγχρόνως) και παρουσιάζονται πολλά μαζί σε ταξιανθία τύπου βότρυος. Ο καρπός του, το σταφύλι, αποτελείται από ρόγες γλυκειές, είναι σαρκώδης με 2-4 κουκούτσια και το χρώμα του διαφέρει αναλόγως της ποικιλίας από βαθύ κυανόχρουν μέχρι πρασινοκίτρινο.

 

Το αμπέλι είναι φυτό των εύκρατων περιοχών. Η εμπορική καλλιέργειά του έχει αναπτυχθεί σε βόρειο πλάτος 34°-52° και νότιο πλάτος 20º-40º. Από απόψεως υψομέτρου, μπορεί να ευδοκιμήσει από την επιφάνεια της θάλασσας ως 1.500 μ. ύψος, σε συσχέτιση βέβαια με τις άλλες συνθήκες του περιβάλλοντος (έδαφος, θερμοκρασία, υγρασία). Η καλλιέργεια του αμπελιού είναι από τις πιο διαδεδομένες και στα πιο ποικίλα κλίματα. Η ευνοϊκότερη όμως περιοχή για την ανάπτυξή του είναι γύρω από τη Μεσόγειο (Ελλάδα, Ιταλία, Νότιος Γαλλία, Ισπανία, Κύπρος κλπ.). Υπάρχουν πολυάριθμα είδη και ποικιλίες αμπελιών που με βάση ορισμένα κριτήρια χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Η βασική τους όμως διάκριση είναι σε επιτραπέζια και οινοπαραγωγά.

 

Το αμπέλι είναι από τα λίγα φυτά που η καλλιέργειά τους ανάγεται στα προϊστορικά χρόνια. Η καλλιέργειά του γινόταν από τα αρχαιότατα χρόνια σε περιοχές που εκτείνονταν από την Κίνα μέχρι τη Μικρά Ασία. Μια από τις αρχαιότερες χώρες καλλιέργειας του αμπελιού είναι η Αίγυπτος. Στη χώρα αυτή βρέθηκαν γίγαρτα (κουκούτσια) σταφυλιού διαφόρων ποικιλιών μέσα σε πολλούς τάφους, ο παλαιότερος των οποίων είναι του el Omari (4500 π.Χ.). Επίσης σε έγχρωμες τοιχογραφίες των εσωτερικών τοίχων διαφόρων τάφων στη Μέμφιδα και στις Θήβες, όπως των τάφων Beni-Hassan (2700 π.Χ.) και του ιερέα Nacht (1425 π.Χ.), παριστάνονται σκηνές τρυγητού από κρεβατίνες μαύρων ποικιλιών αμπέλου και σκηνές οινοποίησης. Αμπελουργικές πληροφορίες περιλαμβάνονται επίσης σε κείμενα των Σουμερίων, των Εβραίων και στην Παλαιά Διαθήκη (στα βιβλία «Γένεσις», «Αριθμοί», «Κριταί», «Ψαλμοί» και «Δευτερονόμιον»).

 

Τέλος, η έκταση που είχε η αμπελοκαλλιέργεια στον αρχαίο γνωστό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου και της Ασίας αποδεικνύεται από ευρήματα ανασκαφών και από μύθους διαφόρων πολιτισμών, όπως του περσικού, του ασσυριακού, του ινδικού και του αρμενικού. Κάθε λαός απέδωσε την ανακάλυψη και την καλλιέργεια του αμπελιού κι ακόμη και την κατασκευή κρασιού σε μια θεότητα. Οι Έλληνες είχαν τον Διόνυσο, οι Ινδοί τον θεό Σόμα, οι Αρμένιοι τον Σπανδαράμετ, οι Αιγύπτιοι τον Όσιρι, οι Εβραίοι τον Νώε, οι Λίβυοι τον Άμμωνα, οι πρώτοι Ιταλοί τον Κρόνο κι αργότερα οι Ρωμαίοι τον Βάκχο.

 

Στην Ελλάδα το πιο πιθανό είναι ότι η εισαγωγή της καλλιέργειας του αμπελιού έγινε από την Ανατολή σε πολύ παλιά εποχή.

 

Η διάδοση του αμπελιού στη Δυτική Ευρώπη έγινε με τη βοήθεια του διαμετακομιστικού εμπορίου των Ελλήνων και των Φοινίκων.

 

Στην Κύπρο, μεταφερθείσα από την Ανατολή, η καλλιέργεια του αμπελιού, καθώς και η παραγωγή του κρασιού ήταν γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια. Τούτο αποδεικνύεται από μερικά πολύ σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, διάφορες επιγραφικές μαρτυρίες της Κυπρο-Κλασσικής εποχής, καθώς και αναφορές γεωγράφων και φιλοσόφων της αρχαιότητας. Σε αρχαιολογικές ανασκαφές που κάλυπταν διάφορες περιόδους και έγιναν στην Καλοψίδα (κάλυπταν την περίοδο 1575-1400 π.Χ.), στο Απλίκι (13οςαι. π.Χ.), στη Σαλαμίνα (6ος -5οςαι. π.Χ.) και στη νεκρόπολη Τζελλάρκα, της ίδιας πόλης (4ος αι. π.Χ.) βρέθηκαν κουκούτσια σταφυλιών, τα οποία, μετά από σχετικές αναλύσεις, αποδείχθηκε πως προέρχονταν από αμπέλια σε άγρια ή καλλιεργήσιμη κατάσταση.

 

Για τη διερεύνηση της ιστορίας του αμπελιού στην Κύπρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης δυο επιγραφικές μαρτυρίες που βρέθηκαν στο Βουνί πάνω σε ένα πίθο σε τάφο της Κυπρο-Κλασσικής Ι εποχής (περίοδος 475-400 π.Χ.). Οι επιγραφές αυτές αναφέρονται σε λευκό αγνό κρασί, που την εποχή αυτή παραγόταν στην Κύπρο. Μια άλλη αξιόλογη επιγραφή αναφέρεται σε κάποιο δωρητή που για τρίτη φορά πρόσφερε κρασί στον Δία. Η επιγραφή αυτή ήταν χαραγμένη στο πόδι ενός μικρού λίθινου κιβωτίου που βρέθηκε στον Άγιο Φώτιο (Σόλοι). Έμμεσα στην καλλιέργεια του αμπελιού, μιλώντας για το κρασί, αναφέρονται επίσης ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Στράβων (63 π.Χ.-25 μ.Χ.) και ο φιλόσοφος Συνέσιος ο Κυρηναίος (370-413 μ.Χ.).

 

Η καλλιέργεια του αμπελιού στην Κύπρο εξακολουθούσε να είναι σημαντική και κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μ' αυτή ασχολείται ακόμη κι η λαϊκή παράδοση. Σύμφωνα μ' αυτή όταν ο άγιος Λάζαρος, μετά την ανάστασή του διώχθηκε από τους Εβραίους της Βηθανίας για τα θαύματά του, ήρθε στην Κύπρο και αποβιβάστηκε έξω από τη Λάρνακα. Η λίμνη της Αλυκής τότε δεν υπήρχε˙ στην ίδια θέση βρίσκονταν αμπέλια θαλερά που έβγαζαν γλυκόχυμα σταφύλια. Επειδή όμως η γριά ιδιοκτήτρια των αμπελιών αρνήθηκε να δώσει στον κουρασμένο και πεινασμένο Λάζαρο ένα τσαμπί σταφύλι, λέγοντάς του ψέματα ότι το αμπέλι είχε ξηρανθεί, θυμωμένος ο άγιος, για τη συμπεριφορά και τη ψευτιά της γριάς, την καταράστηκε λέγοντάς της «από δω και μπρος τ' αμπέλια σου να ξηρανθούν στ' αλήθεια και στη θέση τους να φανεί μια λίμνη αλμυρή». Το θαύμα, σύμφωνα με την παράδοση, έγινε παρευθύς.

 

Ενδιαφέρουσες σκηνές που απεικονίζουν την καλλιέργεια του αμπελιού στην Κύπρο και αποδεικνύουν τη σημασία που αυτή είχε στη ζωή των κατοίκων του νησιού κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες βρίσκουμε στις περίφημες παραστάσεις των πολύχρωμων ψηφιδωτών στον «Οίκο του Διόνυσου» στην Κάτω Πάφο, με αξιόλογες και πολύ εντυπωσιακές σκηνές και λεπτομέρειες που αναφέρονται στην καλλιέργεια του αμπελιού.

 

Οι Κύπριοι συνέχισαν να επιδίδονται στην αμπελοκαλλιέργεια με ζήλο καθόλη τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν. Τούτο μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν τόσο τα κείμενα του αγίου Νεοφύτου που έζησε περί τα τέλη του 12ουαιώνα, όσο και οι αναφορές πολυάριθμων ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν το νησί τους επόμενους αιώνες. Ο άγιος Νεόφυτος αναφερόμενος στα δεινά που υπέστη η Κύπρος περί τα τέλη του 12ου αιώνα εξαιτίας του Ισαάκιου Κομνηνού, μας δίνει αξιόλογες πληροφορίες γενικά για την οικονομική κατάσταση της Κύπρου και ειδικά για την καλλιέργεια του αμπελιού.

 

Ο περιηγητής W. von Oldenburg, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1211, αναφέρει πως το νησί είναι πολύ εύφορο και ότι παράγει εξαίρετο κρασί. Τα κρασιά της Κύπρου —συνεχίζει— είναι τόσο δυνατά και πλούσια, έτσι που μερικές φορές προετοιμάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να τρώγονται όπως το μέλι με το ψωμί. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει ακόμη πως κοντά στη Λεμεσό υπάρχουν οι αμπελώνες του Εγκαδί και ότι τα κρασιά της περιοχής είναι γλυκά και εξαίρετα.

 

Ο περιηγητής W. von Boldensele, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1333, αναφέρεται στα εκλεκτά κρασιά και στους αμπελώνες που βρίσκονται κοντά στη Λεμεσό και τους οποίους οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούν Εγκαδία (Engaddia). Στους αμπελώνες της Εγκαδί, για τους οποίους λέει ότι βρίσκονται στην Πάφο, αναφέρεται και ο περιηγητής L. von Suchen που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1350. Στους αμπελώνες αυτούς ευδοκιμούν διάφορα είδη και ποικιλίες αμπελιών, μερικά από τα οποία παράγουν σταφύλια που οι ράγες τους έχουν μέγεθος δαμάσκηνου, ενώ άλλων είναι μικρές και έχουν μέγεθος μπιζελιού. Αναφέρει ακόμη πως υπάρχουν σταφύλια χωρίς κουκούτσια, ενώ άλλα έχουν σχήμα βαλανιδιού και ότι εκεί βρίσκει κανείς σταφύλια κάθε λογής. Στους αμπελώνες αυτούς, που ανήκουν στους Ναΐτες, εργάζονται πάνω από 100 Σαρακηνοί αιχμάλωτοι που η μόνη τους δουλειά είναι να περιποιούνται καθημερινά και να προσέχουν τα αμπέλια. Εκτός απ' αυτόν το μεγάλο αμπελώνα της Εγκαδί που βρίσκεται στην Πάφο, ο ίδιος περιηγητής κάνει αναφορά και σ' ένα μικρότερο αμπελώνα που βρίσκεται κοντά στη Λεμεσό και διαθέτει διάφορες ποικιλίες αμπελιών, τα οποία όμως δεν είναι ψηλά ούτε και έχουν τόσο μεγάλη απόδοση.

 

Στους πλούσιους αμπελώνες καθώς και στα εξαίρετα κρασιά της Κύπρου αναφέρονται σχεδόν χωρίς εξαίρεση και όλοι οι άλλοι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Κύπρο από το 15ο μέχρι το 18ο αι., τονίζοντας ιδιαίτερα την αφθονία, τη γλυκύτητα και τη φθήνεια τους. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας και την παραγωγή των κρασιών στην Κύπρο περιλαμβάνονται στην έκθεση που ο τότε Γάλλος πρόξενος στην Κύπρο Μ. Fourcade έστειλε στη γαλλική κυβέρνηση το 1844. Απ' αυτή πληροφορούμαστε πως τα αμπέλια στην Κύπρο κάλυπταν τότε έκταση 8.000 εκταρίων ή σχεδόν 20.000 acres (το 21,3% της καλλιεργήσιμης έκτασης του νησιού) και πως η ετήσια παραγωγή κρασιών ανερχόταν στις 140.000 εκατόλιτρα ή στα 3.000.000 γαλόνια.

 

Όμως λίγα μόλις χρόνια αργότερα και για μια ολόκληρη δεκαετία, μεταξύ 1850-61 λόγω νέων φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν στην παραγωγή κρασιού, επιπρόσθετα της δεκάτης και του εξαγωγικού δασμού, αλλά και σε ορισμένες ποικιλίες σταφυλιών, η αμπελοκαλλιέργεια δέχτηκε σοβαρό πλήγμα με αποτέλεσμα η παραγωγή κρασιού να μειωθεί στη μισή τιμή. Ο Έλληνας πρόξενος στην Κύπρο Γ.Σ. Μενάρδος στην έκθεσή του που συντάχθηκε στο νησί στις 25 Μαρτίου 1869 περιγράφει με τα εξής μελανά χρώματα τη μεγάλη ταλαιπωρία και στυγνή εκμετάλλευση στην οποία υποβάλλονταν οι αμπελοκαλλιεργητές:

 

... Ἀπό τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου (ἣτις πληρώνει μυρί), τῆς ἐκκοπῆς τῆς σταφυλῆς (ἣτις ὑφίσταται διπλήν δεκατίαν), μέχρι τῆς ἐξαγωγῆς (ἣτις πληρώνει τόν ζιντζεριέ) ἢ τῆς καταναλώσεώς τοῦ (ὃτε πληρώνει 15% ἐπί τοῦ ἐνοικίου τοῦ μαγαζιοῦ εἰς ὃ πωλεῖται), ὑπάρχει σειρά φορολόγων, οἳτινες, ἐκτός τοῦ ὃτι φορολογοῦν ἐνίοτε δίς τό αὐτό πρᾶγμα, καί τρεῖς ἐπέρχονται, ὁ εἷς μετά τόν ἂλλον, ἐκτιμηταί πρός/κατάταξιν τοῦ οἲνου, διαμφισβητῶν ὁ τελευταῖος τήν ἀκρίβειαν ἐνίοτε δέ καί τήν ἀρμοδιότητα των προηγουμένων, βιάζουσιν εἰς πάσαν ἐπίσκεψίν τῶν τούς χωρικούς νά μεταγγίζωσιν ἀπό ἀγγείου εἰς ἀγγεῖον τούς οἲνους, διά νά καταμετρηθῇ τό ποσόν αὐτῶν...

 

Εξαιτίας αυτής της μεγάλης ταλαιπωρίας —προσθέτει στην έκθεσή του ο πρόξενος— πολλοί χωρικοί όταν έβλεπαν τους τελωνοφύλακες να έρχονται από μακριά προτιμούσαν να χύσουν το κρασί διότι διαφορετικά οι ταλαιπωρίες και τα έξοδα στα οποία θα υποβάλλονταν θα υπερέβαιναν τα οφέλη που θα είχαν από τους κόπους και την εργασία τους. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν πάνω στην παραγωγή των κρασιών και των οινοπνευματωδών στην Κύπρο από την τουρκική διοίκηση κατά την περίοδο 1868-1872 ανήλθαν στο υπέρογκο ποσό των 28.300 αγγλικών λιρών.

 

Τα αμπέλια στην Κύπρο το 1928 κάλυπταν συνολική έκταση 280.000 περίπου σκαλών ή 93.562 acres. Τα 2/3 της έκτασης αυτής βρίσκονταν στην επαρχία Λεμεσού και το υπόλοιπο 1/3 στις επαρχίες Πάφου, Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λάρνακας και Kερύνειας. Στις επόμενες δεκαετίες η αμπελοκαλλιέργεια άρχισε να ξαπλώνεται με γοργό ρυθμό και σε άλλες περιοχές. Σ' αυτό συνέβαλε κυρίως η αυξημένη ζήτηση σταφυλιών που προερχόταν από πέντε νέες οινοβιομηχανίες που ιδρύθηκαν μετά το 1910 στην επαρχία (Πέραπεδι και Μαλλιά) και την πόλη της Λεμεσού.

 

Στην ίδρυση των οινοβιομηχανιών αυτών συνέβαλε σημαντικά η απότομη αύξηση που παρατηρήθηκε στη ζήτηση κυπριακών κρασιών από το εξωτερικό. Και τούτο γιατί τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα τα αμπέλια στην Ευρώπη προσβλήθηκαν και καταστράφηκαν από τη φυλλοξήρα, ενώ τα κυπριακά αμπέλια δεν προσβλήθηκαν απ' αυτή τη νόσο. Οι υψηλές τιμές που προσφέρονταν για τα κυπριακά κρασιά συνέβαλαν στη σημαντική επέκταση των εκτάσεων που εκαλλιεργούντο με αμπέλια. Η μόνη εμπορεύσιμη ποικιλία που ήταν διαθέσιμη για περαιτέρω εξάπλωση ήταν το μαύρο ντόπιο και έτσι οι νέοι αμπελώνες φυτεύτηκαν μ' αυτό το είδος.

 

Παραπέρα επέκταση των αμπελώνων στην Κύπρο σημειώθηκε κατά τη διάρκεια των δυο παγκοσμίων πολέμων, γιατί οποιαδήποτε ποσότητα κρασιών ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών μπορούσε να εμφιαλωθεί κατά τα χρόνια της διάρκειάς τους, πουλιόταν χωρίς καμιά δυσκολία και σε ψηλές τιμές. Όμως, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, οι ευρωπαϊκές οινοπαραγωγικές χώρες απέκτησαν πάλι τις αγορές τους στο εξωτερικό ακριβώς τη στιγμή που τα νέα αμπέλια της Κύπρου άρχιζαν να αποδίδουν καρπό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρουσιαστούν αρκετά προβλήματα στη διάθεση της αυξημένης αμπελουργικής παραγωγής, τα οποία έγιναν ακόμη πιο έντονα και δυσεπίλυτα περί το 1949, πράγμα που τελικά οδήγησε στην ίδρυση του Σχεδίου Αμπελουργικών Προϊόντων με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους. Με το πέρασμα του χρόνου, χάρις στην ανάπτυξη και επέκταση των υφισταμένων οινοβιομηχανιών και την ίδρυση νέων, την εξεύρεση νέων αγορών και την ανάπτυξη του τουρισμού, η βιομηχανία οίνων και οινοπνευματωδών κατέστη ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της κυπριακής οικονομίας και ιδιαίτερα της μεταποιητικής, βιομηχανίας.

 

Το 1971 τα αμπέλια κάλυπταν συνολική έκταση 285.000 κυβερνητικών σκαλών ενώ το 1983 κάλυπταν μόνο 255.000 σκάλες, διότι ένα μέρος της αμπελοκαλλιεργούμενης έκτασης βρίσκεται στις περιοχές που από το 1974 κατέχονται από τα τουρκικά στρατεύματα. Αυτό σημαίνει πως η συνολική έκταση που βρισκόταν καλυμμένη με αμπέλια αντιπροσώπευε το 22,3% του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης ή το 14,5% του συνόλου της γεωργικής γης στις ελεύθερες περιοχές.

Οι εκτάσεις αυτές τα τελευταία χρόνια περιορίστηκαν. Με βάση επίσημα στοιχεία το 2015 στην Κύπρο καλλιεργούνταν 7781 εκτάρια με αμπελώνες.  

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι από την αμπελοκαλλιέργεια ζουν 10.000 περίπου οικογένειες που αντιπροσωπεύουν το 10% του συνόλου του αγροτικού πληθυσμού. Η συνολική παραγωγή σταφυλιών το 1982 ανερχόταν σε 198.000 τόνους εκ των οποίων οι 172.000 τόνοι ή το 86,7% αποτελούσαν οινοποιήσιμα και οι 26.000 τόνοι ή το 13,3% επιτραπέζια σταφύλια. Οι κυριότερες ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται στην Κύπρο είναι το μαύρο ντόπιο, το άσπρο ντόπιο, η σουλτανίνα, η μαλάγα και το μοσχάτο, το ροζακί, ο καρδινάλιος και το περλέτ. Η συνολική αξία της παραγωγής σταφυλιών κατά το 1982, σε τιμές παραγωγού, ανερχόταν σε £154 εκατομμύρια.

 

Ωστόσο κατά τα χρόνια που ακολούθησαν έγινε ευρεία προσπάθεια να αντικατασταθούν πολλά από τα αμπέλια των παραδοσιακών κυπριακών ποικιλιών και, ως ένα βαθμό, να αντικατασταθούν από εισαγμένες ποικιλίες, κυρίως οινοποιήσιμες. Τούτο είχε μεν θετικές επιπτώσεις ως προς την παραγωγή κρασιών, αλλά και αρνητικές επιπτώσεις ως προς την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών. Το φρέσκο σταφύλι εξακολουθεί να είναι ένα των βασικών ειδών του εξαγωγικού εμπορίου της Κύπρου, όχι όμως του επιπέδου άλλων κυρίων γεωργικών ειδών όπως είναι οι πατάτες, τα εσπεριδοειδή και τα φρέσκα λαχανικά. Κατά την περίοδο 2000 – 2004 οι εξαγωγές φρέσκων σταφυλιών σημείωσαν ελαφρές διακυμάνσεις, ως εξής:

2000.......1.565.000 λίρες

2001.......1.506.000 λίρες

2002.......1.561.000 λίρες

2003.......1.133.000 λίρες

2004.......1.768.000 λίρες.

          

Οι τιμές αυτές αφορούν μόνο στις εγχώριες εξαγωγές και δεν περιλαμβάνουν εξαγωγές σε παράγωγα του σταφυλιού, όπως κρασιά και χυμοί. Η εγχώρια αγορά απορροφά εξάλλου μεγαλύτερο μέρος της όλης παραγωγής σταφυλιών, αφενός λόγω και της τουριστικής ανάπτυξης και αφετέρου στο ότι ιδρύθηκαν πολλές μικρές τοπικές οινοβιομηχανίες, ενώ γίνεται πλέον και ευρύτερη εμπορία της ζιβανίας. Η ζιβανία, που μέχρι και πριν λίγα χρόνια υπόκειτο σε απαγορεύσεις ως προς τη εμπορία και κατανάλωσή της, είναι σήμερα ένα των δημοφιλών παραδοσιακών οινοπνευματωδών ποτών της Κύπρου.

 

Με βάση στοιχεία της Eurostat η Κύπρος εξήγαγε το 2018 διάφορες ποικιλίες κρασιού κυρίως προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξίας 2 εκατ. ευρώ. Οι μεγαλύτερος εισαγωγέας κυπριακού κρασιού είναι η Μεγάλη Βρετανία. 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image