Βαίτυλος

Image

Η λέξη βαίτυλος έχει σημιτική προέλευση (beith = κατοικία και Εl = Θεός) και σημαίνει τον οίκο (τόπο καταγωγής ή εκδήλωσης) της θεότητας. Οι βαίτυλοι ήταν πέτρες σε σχήμα κώνου, αυγού, σφαίρας, πυραμίδας κλπ., των οποίων η μελέτη εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια της λιθολατρίας. Εθεωρούντο ως η έδρα εκδήλωσης της θείας παρουσίας και, κατά συνέπεια, σαν η αρχέτυπη μορφή της θεότητας. Ως τέτοιοι, οι βαίτυλοι ήταν ιεροί κι αποτελούσαν το αντικείμενο λατρείας, επίκεντρο τελετουργικών δραστηριοτήτων. Ορισμένοι τέτοιοι λίθοι εθεωρούντο αερόλιθοι, όπως μέχρι σήμερα ο λίθος στο ιερό της Μέκκας. Η ίδια φήμη επεκτείνεται και στην Κύπρο, στο μαυσωλείο της Ουμ Χαράμ (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ), όπου υπάρχει ένα τρίλιθο (;) κατασκεύασμα σε σχήμα Π (ίσως προϊστορικό μνημείο που προϋπήρχε του Τεκκέ) κάτω από το οποίο έχει εναποτεθεί η σαρκοφάγος της Ουμ Χαράμ.

 

Βλέπε λήμμα: Χαλά Σουλτάν τεκκές και Ουμ Χαράμ

 

Μεταξύ των πιο γνωστών βαιτύλων της αρχαιότητας αναφέρουμε εκείνον της Κυβέλης στην Πισιδία, της Αστάρτης στη Βύβλο, της Μεγάλης Κυπρίας θεάς Αφροδίτης στην Πάφο, εκείνον στο ναβαταιικό  ιερό του Qasr el Bini στην Πετραία (Ιορδανία), την ιερή πέτρα της Αντίπολης, τον κωνικό μαύρο βαίτυλο στην Έμεσα κ.α.

 

Οι Άραβες, που, σύμφωνα με τον Κλήμη της Αλεξανδρείας (Προτρεπτικός, IV, 46), λάτρευαν τις πέτρες, διαφύλαξαν αυτή την παράδοση και μετά τον εξισλαμισμό τους. Έτσι στη διάρκεια των αλλαγών στο προϊσλαμικό τέμενος της Μέκκας, η μεγάλη μαύρη ιερή πέτρα λατρείας, αφού απογυμνώθηκε από τα αναθήματα που την περιτριγύριζαν, ενσωματώθηκε στην Καάβα (ονομάζεται επίσης Bait Ullah = οίκος Θεού και κτίστηκε σύμφωνα με την παράδοση από τον Αβραάμ και τον Ισμαήλ), όπου υπάρχει μέχρι σήμερα ως αντικείμενο λατρείας που φιλούν ή αγγίζουν με τα χέρια τους οι πιστοί.

 

Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται επίσης ιερές πέτρες, όπως εκείνες που έστησαν ο Ιακώβ και ο Ιησούς του Ναυή. Ο πρώτος από αυτούς ονόμασε την πέτρα, αλλά και τον τόπο που την έστησε, bethel (= οίκο του Θεού, Γένεσις, 28, 18-22).

 

Υπενθυμίζουμε επίσης τον ομφαλό των Δελφών και τη λατρεία του Έρωτα στις Θεσπιές (πόλη στη Βοιωτία) υπό μορφή πέτρας.

 

Βλέπε λήμμα: Δελφοί και Κύπρος

 

Στην Κύπρο ο πιο γνωστός βαίτυλος ήταν εκείνος της Αφροδίτης στο ιερό της Παλαιπάφου (Κούκλια) που φαίνεται να είχε κωνικό σχήμα, αν κρίνουμε από τη μεγάλη κωνοειδή πέτρα που βρέθηκε στο ιερό και είναι τώρα στο Κυπριακό Μουσείο, και τις παραστάσεις του πάνω σε κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, νομίσματα, καθώς και από περιγραφές διαφόρων αρχαίων συγγραφέων.

 

Βλέπε λήμμα: Ιερά της Αφροδίτης στην Κύπρο

 

 Ο Τάκιτος, μιλώντας για την επίσκεψη του αυτοκράτορα Τίτου στο ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο το 69 μ.Χ., περιγράφει και τον βαίτυλο της θεάς λέγοντας ότι η παράστασή της δεν έχει ανθρώπινη μορφή, αλλά είναι στρογγυλή στο κάτω μέρος και η περιφέρειά της σμικρύνεται προς τα πάνω, δίνοντας έτσι να καταλάβουμε ότι πρόκειται για κωνικό σχήμα. Ο Μάξιμος ο Τύριος (2ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στην Πάφο μοιάζει με άσπρη πυραμίδα της οποίας το υλικό είναι άγνωστο. Ο Φιλόστρατος (2ος- 3ος αι. μ.Χ.) στο σύγγραμμά του για τη ζωή  του Απολλώνιου του Τυανέως(έζησε τον 1ο αι. μ.Χ.) αναφέρεται στην επίσκεψη του φιλοσόφου στο ιερό της Πάφου όπου αυτός θαύμασε το άγαλμα της Αφροδίτης που ήταν καμωμένο με συμβολικό τρόπο. Ο Σέρβιος (4ος - 5ος αι.  μ.Χ.), σε σχόλιό του για την Αινειάδα (Ι. 720-24), λέει ότι οι Κύπριοι λάτρευαν την Αφροδίτη υπό μορφή ομφαλού ή, όπως ορισμένοι το θέλουν, υπό μορφή κώνου.

 

Παρατηρούμε ότι όλοι οι συγγραφείς εκλαμβάνουν τον βαίτυλο του ιερού της Πάφου ως την παράσταση της Μεγάλης Θεάς της Κύπρου Αφροδίτης: ο Τάκιτος τον χαρακτηρίζει «μορφή της θεάς» (forma deae) ή ακόμη ως το ομοίωμα της θεάς (simulacrum deae).

 

Μια άλλη κωνική πέτρα γκρίζου χρώματος βρέθηκε στο ιερό της Αφροδίτης στους Γόλγους και θα μπορούσε να είναι βαίτυλος σε σχέση με τη λατρεία της θεάς.

 

Πάνω σε κυπριακά αγγεία, κυρίως του τέλους της Γεωμετρικής περιόδου, υπάρχουν ζωγραφισμένοι σχηματοποιημένοί κώνοι ως αντικείμενα λατρείας ή ως άξονες συμμετρίας μεταξύ δυο ζώων. Σε μια από αυτές τις παραστάσεις δίπλα από τον ιερό κώνο στέκει ένα πρόσωπο που υψώνει τα χέρια του σε στάση λατρείας.

 

Κωνόσχημα αντικείμενα λατρείας, που θυμίζουν τον βαίτυλο της Πάφου, εμφανίζονται και στις εσοχές ναΐσκων, από ψημένο πηλό, της Αρχαϊκής εποχής που προέρχονται κυρίως από την Αμαθούντα.

 

Βλέπε λήμμα: Αγία Ειρήνη- Αρχαιολογικός χώρος

 

Στη μελέτη των βαιτύλων και γενικά των ιερών λίθων λατρείας, στο σχήμα των οποίων οι θεότητες παίρνουν συχνά συμβολική μορφή, μπορούν να περιληφθούν δυο ελαφρά αυγόσχημες πέτρες που βρέθηκαν σε κυπριακά ιερά. Η πρώτη ανακαλύφθηκε από τη Σουηδική Αποστολή στο ιερό της Αγίας Ειρήνης. Γύρω της ήσαν τοποθετημένα όλα τα αναθήματα. Μεταξύ τους μερικές μορφές έχουν σηκωμένα τα χέρια σε στάση λατρείας προς την πέτρα αυτή, που σύμφωνα με τους Σουηδούς αρχαιολόγους ήταν το αντικείμενο λατρείας. Δεύτερη παρόμοια πέτρα βρέθηκε στο αρχαϊκό ιερό του Μενοίκου όπου ανακαλύφθηκε και ειδώλιο του Βάαλ - Άμμωνος. Ανάλογο αντικείμενο παρουσιάζεται στο μεσαίο από τα τρία κλίτη ιερού, ζωγραφισμένου πάνω σε κυπρογεωμετρικό κρατήρα, θυμίζοντας έτσι τον βαίτυλο της Πάφου πάνω στα νομίσματα και αλλού, όπου είναι στο μεσαίο τμήμα τρίχωρης όψης ιερού. Αυτές οι σφαιρικές ή αυγόσχημες πέτρες παραλληλίζονται με ανάλογες που συναντώνται στη φοινικική θρησκευτική εικονογραφία, συχνά πάνω σε θρόνους πλαισιωμένους με σφίγγες, και συνδέονται έτσι με τη λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης. Στην κυπριακή εικονογραφία, όπως και σ' εκείνη της Εγγύς Ανατολής, τέτοια σφαιρικά ή αυγόμορφα αντικείμενα λατρείας μπορούν να αφομοιωθούν με τον ηλιακό δίσκο, όπως για παράδειγμα πάνω ο' έναν υστεροκυπριακό σφραγιδοκύλινδρο (τέλη της 2ης χιλιετηρίδας), όπου δυο γονατισμένα πρόσωπα κρατούν με τα δυο τους χέρια ένα τέτοιο αντικείμενο ενώ υψώνουν τα άλλα δυο σε ένδειξη λατρείας προς αυτό.

 

Φαίνεται λοιπόν ότι οι βαίτυλοι και άλλες ιερές πέτρες ήταν συνδεδεμένες με τη λατρεία διαφόρων θεοτήτων των οποίων αποτελούσαν συχνά  την αρχέτυπη εικονογραφική σύλληψη και το επίκεντρο εκδήλωσής τους, παρέμειναν δε στο εικονογραφικό ρεπερτόριο ως τα κατ' εξοχήν αντικείμενα λατρείας.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια