Βαλκανικοί πόλεμοι

Image

Με την ονομασία Βαλκανικοί πόλεμοι είναι γνωστοί στην ιστορία δυο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912 και το 1913, και στους οποίους μια από τις χώρες που πρωταγωνίστησαν ήταν η Ελλάδα. (Βλέπε Βίντεο Ιστορικού Μουσείου

 

Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος, γνωστός επίσης και ως Συμμαχικός πόλεμος, ήταν στην ουσία συνέχεια των αγώνων των λαών των Βαλκανίων εναντίον των Τούρκων γι' απελευθέρωση. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ήταν τιτάνιος αγώνας που ακολούθησε την ήττα της στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, και συνέχεια του Μακεδονικού αγώνα του 1904 κ.ε. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος κηρύχθηκε στις 5 Οκτωβρίου του 1912 κατά της Τουρκίας, από τους (συμμάχους τότε) Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους και Μαυροβούνιους. Από τους συμμάχους αυτούς, τον ισχυρότερο στρατό διέθετε η Βουλγαρία. Η Ελλάδα παρέταξε συνολικά 90.000 άνδρες στο πεζικό, 1.000 ιππείς, 180 πυροβόλα και ναυτική δύναμη. Το σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων ήταν 645.000 πεζικό, 9.000 ιππικό και 1.530 πυροβόλα. Οι δυνάμεις της Τουρκίας ανέρχονταν σε 340.000 πεζικό, 6.000 ιππικό και 1.600 πυροβόλα. Επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, αρχηγός των Βουλγάρων ο βασιλιάς Φερδινάνδος, αρχηγός των Σέρβων ο βασιλιάς τους Πέτρος και των Μαυροβουνίων ο βασιλιάς Νικήτας. Αρχηγοί του τουρκικού στρατού ήσαν ο Χασάν Ταχσίν πασάς (κατά των Ελλήνων), ο Αβδουλλάχ πασάς (κατά των Βουλγάρων), ο Χασάν Ριζά πασάς (κατά των Μαυροβουνίων) και ο Ζεκί πασάς (κατά των Σέρβων).

 

Εις ό,τι αφορά τη δράση των Ελλήνων στον πόλεμο αυτό, στις δυνάμεις των οποίων μάχονταν και χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι εθελοντές που είχαν πάει στην Ελλάδα για ν' αγωνιστούν, χαρακτηρίζεται από θυελλώδεις προελάσεις και νίκες: Στις 6 Οκτωβρίου1912 νίκησαν τους Τούρκους στην Ελασσόνα και στις 9 Οκτωβρίου 1912 στο Σαραντάπορο. Η ελληνική προέλαση προς τη σκλαβωμένη ακόμη Θεσσαλονίκη είχε ως σταθμούς την απελευθέρωση της Κοζάνης, της Βέροιας, της Νάουσας, της Έδεσσας και της Κατερίνης. Η πιο αποφασιστική μάχη δόθηκε στα κράσπεδα της Θεσσαλονίκης (προς την οποία προέλαυναν και οι Βούλγαροι) στις 19/20 Οκτωβρίου 1912, στα Γιαννιτσά. Ο ελληνικός στρατός νίκησε τον τουρκικό, ο οποίος υποχώρησε κι οχυρώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Την πόλη παρέδωσε στους Έλληνες στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο Τούρκος στρατηγός Χασάν Ταχσίν πασάς. Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε. Η Φλώρινα κατελήφθη στις 7 Νοεμβρίου 1912, η Καστοριά στις 14 και η Κορυτσά στις 7 Δεκεμβρίου 1912. Ύστερα από σκληρές και συνεχείς μάχες, τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν επίσης (από τις 10 μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 1912) το Γρίμποβο, τη Φιλιππιάδα, τη Νικόπολη και την Πρέβεζα. Μεταξύ 23 και 28 Οκτωβρίου 1912, νίκησαν τους Τούρκους στην αποφασιστική μάχη στα Πέντε Πηγάδια. Η ίδια νίκη επαναλήφθηκε στο Μπιζάνι στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 1913, και τέλος κατελήφθη από τους Έλληνες και η πόλη των Ιωαννίνων στις 20 Φεβρουαρίου 1913.

 

Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τερματίστηκε με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο στις 30 Μαΐου του 1913. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με βάση τη συνθήκη εκείνη, η Τουρκία εξακολουθούσε να κατέχει την Κρήτη.

 

Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος ακολούθησε την εκδίωξη των Τούρκων από την Βαλκανική χερσόνησο, και κηρύχθηκε στις 29 Ιουνίου 1913 από τους Έλληνες και τους Σέρβους κατά των Βουλγάρων οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αμφισβητούσαν και την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Οι βουλγαρικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 350.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 720 πυροβόλα. Οι ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 100.000 πεζούς, 1.000 ιππείς και 180 πυροβόλα. Τέλος, οι δυνάμεις των Σέρβων ανέρχονταν σε 260.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 500 πυροβόλα. Στο πλευρό των Ελλήνων και των Σέρβων αγωνίστηκε και μια μεραρχία Μαυροβουνίων.

 

Κατά τον πόλεμο αυτό ο ελληνικός στρατός είχε και πάλι μια σειρά από νίκες που κερδήθηκαν ύστερα από σκληρές κι αιματηρές μάχες: Αφού οι Βούλγαροι εκδιώχθηκαν από τη Θεσσαλονίκη, νικήθηκαν στις 19 και 23 Ιουνίου 1913 στις μάχες του Λαχανά και του Κιλκίς, στο Καλίνοβο στις 19 του ίδιου μήνα, στη Δοϊράνη στις 22, στη Τζουμαγιά στις 12 Ιουλίου 1913, στο Μέτσοβο στις 15 Ιουλίου. Αποτέλεσμα της νικηφόρας αυτής προέλασης των Ελλήνων ήταν η κατάληψη του Σιδηροκάστρου, των Σερρών, της Δράμας, της Κρέσνας, ενώ ο ελληνικός στόλος κατέλαβε την Καβάλα, την Αλεξανδρούπολη, την Ξάνθη και την Κομοτηνή.

 

Η Ρουμανία και η Τουρκία, επωφελούμενες από τις ήττες της Βουλγαρίας, επιτέθηκαν κι αυτές εναντίον της τον Ιούνιο του 1913. Κι ενώ οι Ρουμάνοι έφθασαν σχεδόν μέχρι τα κράσπεδα της Σόφιας, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη περιλαμβανομένης και της Αδριανούπολης.

 

Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος έληξε με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 (10 Αυγούστου). Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Βουκουρέστι ήταν και πάλι ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.

 

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1912

Η έκρηξη του πολέμου του συνασπισμού των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν το αναπάντεχο τελευταίο κομμάτι του κυπριακού πανοράματος του 1912, του πιο ταραχώδους έτους στην ιστορία της τριανταπεντάχρονης – μέχρι τότε - βρεττανικής κατοχής της μεγαλονήσου. Το θερμόμετρο της πολιτικής έντασης στο νησί είχε αρχίσει να ανεβαίνει από το φθινόπωρο του 1911, αν και οι εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, είχαν πραγματοποιηθεί μέσα σε κλίμα πρωτοφανούς υποτονικότητας και αδιαφορίας. To γεγονός που πυροδότησε την όξυνση των πολιτικών παθών ήταν η άφιξη του νέου αρμοστή Hamilton Goold – Adams. Ο Άγγλος διοικητής, που μετατέθηκε στη Λευκωσία από την Οράγγη της Νοτίου Αφρικής, έσπευσε από τις πρώτες μέρες της ελεύσεώς του στο νησί, να εκφράσει την έντονη δυσφορία του για την ενωτική δραστηριότητα των Ελλήνων της Κύπρου. Η απάντηση των Ελλήνων πολιτευτών ήταν η αποστολή ενός υπομνήματος στο υπουργείο Αποικιών, όπου, εκτός από την ενωτική αξίωση, έθεταν αιτήματα για σημαντικές οικονομικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις.

 

Ο νέος μέγας αρμοστής κατέστησε σαφές ότι θεωρούσε εχθρική ενέργεια την υποβολή του ενωτικού αιτήματος από τους εκπροσώπους των κατοίκων (κοινοτικούς άρχοντες, ιερείς και δασκάλους), και το σημαιοστολισμό των χωριών με τα ελληνικά εθνικά σύμβολα κατά τις περιοδείες του. Αποκορύφωμα της δονκιχωτικής αντιπαράθεσης του ξένου αρμοστή με τις ελληνικές σημαίες των Κυπρίων αγροτών ήταν η «Οδύσσεια της Καρπασίας», το Μάρτιο του 1912, όταν ο Goold – Adams σε πολυήμερη εκδρομή του, απέφυγε να εισέλθει στο Τρίκωμο, τη Γιαλούσα και το Ριζοκάρπασο, επειδή  οι κάτοικοι είχαν σημαιοστολίσει τα χωριά τους και τον ανέμεναν για να του διατρανώσουν την απαίτησή τους για ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

 

Η σύγκρουση με τον αρμοστή έφερε την παραίτηση των εννέα Ελλήνων βουλευτών από το Νομοθετικό Συμβούλιο (4 Απριλίου 1912). Ακολούθησε, στις 15 Απριλίου 1912, μια επιβλητική σειρά 11 συλλαλητηρίων στις έξη πόλεις και σε περιοχές της υπαίθρου, που ενέκριναν πανηγυρικά διά βοής την πολιτική των βουλευτών, την εκλογή Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικού Αγώνα υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου, και αντίστοιχων επαρχιακών επιτροπών. Η κατάσταση είχε πια οδηγηθεί στα άκρα και στην Πολιτική Κρίση του 1912, όπως επικράτησε να αναφέρονται στη νεότερη κυπριακή ιστορία τα γεγονότα αυτής της περιόδου.

 

Ανάλογη ένταση επικρατούσε την άνοιξη του 1912 και στις σχέσεις των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου. Η αναστάτωση είχε ξεκινήσει από το Σεπτέμβριο του 1911 εξαιτίας του ιταλοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε στις γειτονικές με την Κύπρο περιοχές. Οι Έλληνες κάτοικοι έδειχναν με κάθε τρόπο την ευφορία τους για τις ήττες του οθωμανικού στρατού και την ιταλική εγκατάσταση στα Δωδεκάνησα, ενώ αντίθετα στο τουρκικό στοιχείο επικράτησε η απογοήτευση. Δεν ήταν παράξενο, επομένως, ότι το Μάιο του 1912, σημειώθηκαν οι σοβαρότερες ελληνοτουρκικές ταραχές από την εποχή της εγκατάστασης των Βρεττανών στην Κύπρο, το 1878: Μια ομάδα εκδρομέων μαθητών του Παγκυπρίου Γυμνασίου δέχθηκε επίθεση από Τούρκους βοσκούς του χωριού Μάνδρες, καθώς επέστρεφαν από τον Πενταδάκτυλο. Στην πρωτεύουσα και σε όλο το νησί τα νέα διαδόθηκαν διογκωμένα και οι φήμες ήταν οργιαστικές. Για πρώτη φορά στα χρόνια της αγγλικής κατοχής φαίνεται ότι επικράτησε σε μεγάλη κλίμακα το πνεύμα της ελληνοτουρκικής θρησκευτικής και εθνικής εχθρότητας που αναβίωσε τις σκοτεινές ημέρες και τις εφιαλτικές νύκτες της Τουρκοκρατίας, με τη διαφορά πλέον, ότι οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει. Τα επεισόδια κορυφώθηκαν στη Λεμεσό στις 14 Μαΐου, τη «Δευτέρα του Κατακλυσμού», όταν εκατοντάδες κάτοικοι (ορισμένες πηγές μιλούν για 3.000!) πήραν μέρος σε μια καθολική ελληνοτουρκική σύρραξη που είχε αυτή τη φορά δεκάδες τραυματίες αλλά και νεκρούς: 4 Έλληνες και 2 Τούρκοι έχασαν τη ζωή τους στα γεγονότα της Λεμεσού και είναι αξιοσημείωτο ότι οι 2 Έλληνες σκοτώθηκαν από πυρά της αστυνομίας που προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, πυροβολώντας όμως, όπως κατήγγειλαν οι Έλληνες πολιτευτές, μόνο προς τη μια κατεύθυνση. Ακολούθησε μια σιωπηρή αλλά δραστική εκτόνωση της κατάστασης με την εσπευσμένη πρόσκληση στρατιωτικής δύναμης από την Αίγυπτο και την προσαγωγή στα δικαστήρια δεκάδων Λεμεσιανών (κυρίως Ελλήνων), με βαρύτατες κατηγορίες για τη συμμετοχή τους στα επεισόδια.

 

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

Όπως ήταν επόμενο, από όσα περιγράφηκαν παραπάνω, η υποδοχή της είδησης για την κήρυξη του πολέμου από τα ενωμένα κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου εναντίον της Τουρκίας, τον Οκτώβριο του 1912, έγινε δεκτή με αισθήματα συγκίνησης, χαράς και ενθουσιασμού. Μια από τις πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων Κυπρίων, όταν πληροφορήθηκαν την έκρηξη του πολέμου, ήταν η τέλεση δεήσεων στους ναούς, υπέρ της νίκης των τεσσάρων χριστιανικών βαλκανικών κρατών. Το κλίμα των ημερών αποδίδεται στο ακόλουθο απόσπασμα από άρθρο εφημερίδας της Λευκωσίας: «Οι ιεροί ναοί άπαντες και των πόλεων και των χωρίων ανά πάσαν Κυριακήν και εορτήν υπερπληρούνται εκκλησιάσματος, όπερ μετά κατανύξεως αναπέμπει προς τον Ύψιστον θερμάς υπέρ του οριστικού και τελικού θριάμβου του έθνους δεήσεις.» Εκτός βέβαια από τις αιτήσεις τους για θεϊκή συνδρομή, οι Έλληνες Κύπριοι παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον και τις πολεμικές εξελίξεις. Η αγωνιώδης αναζήτηση νέων ειδήσεων από το μέτωπο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, γέννησε μια νέα μόδα, τα τηλεγραφήματα, τα οποία πωλούνταν εις την αγοράν ως ψάρια, γεγονός που προκάλεσε τη σκωπτικότητα των ευθυμογράφων του κυπριακού τύπου. Ειδικά κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου οι προσφιλείς τόποι συγκέντρωσης των κατοίκων των πόλεων ήταν τα τηλεγραφεία και τα γραφεία των εφημερίδων, όπου το πλήθος ανέμενε νεότερες ειδήσεις από το πολεμικό μέτωπο. Στην ύπαιθρο, έφιπποι αγγελιαφόροι μετέδιδαν τις κυριότερες ειδήσεις στους συνδρομητές των εφημερίδων.

 

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου 1912, ήταν το γεγονός που ολοκλήρωσε την ελληνική προέλαση και τις πρώτες σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Στην Κύπρο, έγιναν δοξολογίες στις μεγάλες πόλεις στις 28 Οκτωβρίου που επιστέφθηκαν από ζητωκραυγές, μικροδιαδηλώσεις και δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα προς το βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Ανάλογες εκδηλώσεις ακολούθησαν την αναγγελία και άλλων ελληνικών επιτυχιών, όπως των ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου, με αποκορύφωμα τους έξαλλους πανηγυρισμούς για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Ενδεικτικές του ενθουσιασμού που επικράτησε στην Κύπρο είναι και οι ονομασίες καταστημάτων με ονόματα προσωπικοτήτων ή με τοπωνύμια της τρέχουσας πολεμικής επικαιρότητας. Σταχυολογούμε από τον κυπριακό τύπο της εποχής: Εστιατόριο «Η αναγεννηθείσα Θεσσαλονίκη» (στη Λεμεσό), ξενοδοχείο «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος», τυπογραφείο «Η Θεσσαλονίκη», καφενείο «Τα Ιωάννινα», κουρείο «Το Μπιζάνι» (στη Λευκωσία) κ.ο.κ. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην ευρηματικότητα των ιδιοκτητών του «Βασιλικού Ζαχαροπλαστείου ο Βουλγαροκτόνος Βασιλεύς Κωνσταντίνος ΙΒ΄», στη Λάρνακα, που ανακοίνωσαν (αντί διαφημίσεως) ότι η επιτροπή εθνικών εράνων της πόλης θα έλεγχε τα λογιστικά τους βιβλία και θα κατακρατούσε για το εθνικό ταμείο το 2% των κερδών.

 

Εκτός από τις θριαμβικές δοξολογίες, σε παγκύπρια κλίμακα έγιναν μνημόσυνα του δολοφονηθέντος βασιλιά Γεωργίου στις 20 Μαρτίου 1913, ημέρα της κηδείας του στην Αθήνα. (Στη βασιλική κηδεία, επιλέχθηκε ως τελετάρχης της θρησκευτικής τελετής, ανάμεσα σε δεκάδες επισκόπους, ο τότε μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης). Στις πόλεις, επίσης, αλλά και σε δεκάδες χωριά τελέστηκαν μνημόσυνα του δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου και των άλλων Κυπρίων πεσόντων των Βαλκανικών πολέμων. Ιδιαίτερη λαμπρότητα χαρακτήριζε τα μνημόσυνα που τελέστηκαν στις γενέτειρες των πεσόντων εθελοντών, όπως στην Ίνια, το Κοιλάνι, την Κοντέα, τον Πεδουλά, κ.ο.κ. Την επιμνημόσυνη ομιλία, συνήθως από το δάσκαλο της κοινότητας, επιστέγαζε ένα συγκινητικόν ποίημα του εγχώριου λαϊκού ποιητή, που αποτελούσε και το αποκορύφωμα της τελετής.

 

Ένας άλλος, αψευδής μάρτυρας του αντίκτυπου στην κυπριακή κοινή γνώμη των ιστορικών γεγονότων των Βαλκανικών πολέμων, είναι οι εικοσιτρείς «φυλλάδες» λαϊκών ποιημάτων, έργων Κυπρίων ποιητάρηδων, που εκδόθηκαν στο νησί στα 1913-1914, με περιεχόμενο που σχετίζεται άμεσα με τους πολέμους του 1912-1913. Ο υψηλός αριθμός των εκδοθεισών φυλλάδων αποδεικνύει ότι οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν το γεγονός που προκάλεσε στον κυπριακό λαό τη μεγαλύτερη ψυχολογική αναστάτωση, από τότε που άρχισαν οι ποιητάρηδες να εκδίδουν μαζικά τα ποιήματά τους, στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Επίσης, οι πόλεμοι του 1912-1913 και τα ευεργετικά για την Ελλάδα αποτελέσματά τους, είχαν άμεσες επιπτώσεις και στα «αναγνωστικά» και τα άλλα σχολικά εγχειρίδια των Δημοτικών Σχολείων του νησιού. Με πρωτοφανή ταχύτητα, από το καλοκαίρι του 1913, οι Κύπριοι εκδότες περιέλαβαν στην ύλη των σχολικών βιβλίων και μαθήματα τινά ειλημμένα εκ του νέου απελευθερωτικού πολέμου μετ’ εικόνων. Τα νέα βιβλία στόλιζαν οι φωτογραφίες του βασιλέως Κωνσταντίνου, του Ελ. Βενιζέλου, του Ν. Βότση, του Π. Κουντουριώτη, με σχετικά κείμενα από τους νικηφόρους πολέμους, ενώ, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει στα «αναγνωστικά» από το σχολικό έτος 1913-1914 η μορφή του δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου.

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image