Βουλή των Αντιπροσώπων

Image

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Το όργανο το οποίο ασκεί τη Νομοθετική εξουσία είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Τα μέλη της Βουλής: Η κυπριακή Βουλή συνίστατο μέχρι και το 1985 από 50 μέλη, από τα οποία τα 35 εκλέγοντο από την ελληνική κοινότητα του νησιού και τα 15 από την τουρκική. Με απόφαση της ίδιας της Βουλής το 1985, ο αριθμός των βουλευτικών εδρών αυξήθηκε από 50 σε 80, εκ των οποίων οι 56 αναλογούν στην ελληνική κοινότητα και οι 24 στην τουρκική, βάσει πάντοτε της αναλογίας 70:30, όπως προνοούν οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Οι 56 ελληνικές έδρες κατανεμήθηκαν ως εξής:

Επαρχία Λευκωσίας      21

Επαρχία Λεμεσού          12

Επαρχία Αμμοχώστου   11

Επαρχία Λάρνακας         5

Επαρχία Πάφου               4

Επαρχία Κερύνειας         3

Οι 24 έδρες που αναλογούν στην τουρκική κοινότητα παραμένουν κενές, όπως κενές παρέμεναν πιο πριν οι 15 που έως το 1985 αναλογούσαν στους Τουρκοκυπρίους, μετά την αποχώρησή τους στα τέλη του 1963.

 

Οι τρεις μειονότητες της Κύπρου, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Λατίνοι, εκλέγουν επίσης αντιπρόσωπό τους στην κυπριακή Βουλή, ο οποίος όμως δεν έχει πλήρη δικαιώματα βουλευτή, όπως δικαίωμα ψήφου.

 

Από τη βουλευτική περίοδο 1985-1991 ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών αυξήθηκε από 35 σε 56, με απόφαση που πήραν οι ίδιοι οι Έλληνες βουλευτές, αφού οι εργασίες της Βουλής είχαν αυξηθεί σε βαθμό που οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές δεν μπορούσαν να επανδρωθούν επαρκώς. Για να διατηρηθεί η αναλογία με τους Τούρκους βοελευτές, αποφασίστηκε και η αύξηση των τουρκικών εδρών από 15 σε 24.

 

Ο αριθμός των βουλευτών μπορεί να μεταβληθεί με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και των δύο τρίτων των βουλευτών που εκλέγονται από την τουρκική κοινότητα.

 

Εκλόγιμοι ως βουλευτές είναι εκείνοι που κατά το χρόνο της εκλογής πληρούν τα ακόλουθα στοιχεία:

α) Είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας.

β) Έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους.

γ) Δεν έχουν καταδικαστεί κατά την ημέρα της έναρξης της ισχύος του Συντάγματος ή μετά από αυτήν για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας ή δεν έχουν στερηθεί της εκλογιμότητας κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου λόγω οποιουδήποτε εκλογικού αδικήματος.

δ) Δεν πάσχουν από διανοητική νόσο η οποία να τους καθιστά ανίκανους να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ως βουλευτές.

 

Κένωση βουλευτικής έδρας: Η έδρα ενός βουλευτή κενώνεται:

α) Διά του θανάτου του.

β) Κατόπιν εγγράφου παραιτήσεώς του.

γ) Με την απώλεια της ιθαγένειας της Δημοκρατίας και την καταδίκη του για ατιμωτικό αδίκημα ή ηθική αισχρότητα ή την στέρηση της εκλογιμότητας με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου λόγω εκλογικού αδικήματος ή συνεπεία διανοητικής νόσου που τον καθιστά ανίκανο να ασκήσει τα βουλευτικά του καθήκοντα.

δ) Όταν αναλάβει αξιώματα ή θέσεις που είναι ασυμβίβαστα με την βουλευτική του ιδιότητα.

 

Η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμα του υπουργού ή μέλους της Κοινοτικής Συνέλευσης ή δημοτικού συμβούλου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος στις ένοπλες δυνάμεις ή τις δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οποιοδήποτε άλλο δημόσιο ή δημοτικό αξίωμα ή θέση, και προκειμένου περί βουλευτών που εκλέγονται από την τουρκική κοινότητα, και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.

 

Η βουλευτική έδρα που κενώνεται, πληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή που διενεργείται εντός προθεσμίας σαράντα πέντε ημερών από τη μέρα της κενώσεως, σε ημέρα που ορίζει η Βουλή.

 

Πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Βουλής: Ο πρόεδρος της Βουλής είναι Έλληνας και εκλέγεται από τους βουλευτές που έχουν εκλεγεί από την ελληνική κοινότητα. Ο αντιπρόεδρος είναι Τούρκος και εκλέγεται από τους βουλευτές που έχουν εκλεγεί από την τουρκική κοινότητα.

 

Ο καθένας εκλέγεται χωριστά στην ίδια συνεδρία της Βουλής κατά την έναρξη των εργασιών της και για ολόκληρη τη διάρκεια της περιόδου της Βουλής, δηλαδή για 5 χρόνια. Σε περίπτωση κενώσεως ενός από τα δυο αξιώματα, τότε η εκλογή γίνεται το ταχύτερο και εν ανάγκη σε έκτακτη σύνοδο του Σώματος.

 

Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας του προέδρου, ή του αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, τις αρμοδιότητές τους ασκεί ο γηραιότερος βουλευτής της ανάλογης κοινότητας εκτός αν οι βουλευτές της αντίστοιχης κοινότητας αποφασίσουν διαφορετικά.

 

Επίσης, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Βουλής αντικαθιστούν τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, αντιστοίχως, όταν αυτός απουσιάζει στο εξωτερικό.

 

Ασυλία βουλευτών: Οι βουλευτές δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη και δεν υπέχουν αστικής ευθύνης για οποιαδήποτε εκφρασθείσα γνώμη ή ψήφο που έχουν δώσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Ο βουλευτής δεν μπορεί χωρίς την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί ενόσω εξακολουθεί να είναι βουλευτής. Τέτοια άδεια δεν απαιτείται για αδίκημα που επισύρει ποινή θανάτου ή φυλάκιση πέντε ετών και άνω, εφόσον ο αδικοπραγήσας καταληφθεί επ' αυτοφώρω. Στην περίπτωση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίζει για την παροχή ή μη άδειας για συνέχιση της δίωξης ή της κράτησης για όσο χρόνο ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι βουλευτής.

 

Εάν το Δικαστήριο αρνηθεί να δώσει την άδεια για δίωξη του βουλευτή, ο χρόνος κατά τον οποίο ο βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί δεν συνυπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αδικήματος. Εάν τέλος το Δικαστήριο αρνηθεί να δώσει την άδεια προς εκτέλεση της απόφασης φυλάκισης που έχει επιβληθεί στο βουλευτή από αρμόδιο δικαστήριο, η εκτέλεση της απόφασης αυτής αναβάλλεται μέχρις ότου ο καταδικασθείς παύσει να είναι βουλευτής.

 

Θητεία Βουλής και εκλογές: Η θητεία της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι πενταετής. Οι βουλευτές εκλέγονται από τα μέλη της κοινότητάς τους άνω των 21 ετών, διά καθολικής ψηφοφορίας. Βουλευτικές εκλογές διεξάγονται τη δεύτερη Κυριακή του μηνός που προηγείται του μηνός κατά τον οποίο λήγει η θητεία της απερχόμενης Βουλής. Η απερχόμενη Βουλή συνεχίζει τα καθήκοντά της ωσότου αναλάβει η νεοεκλεγείσα Βουλή, αλλά κατά την περίοδο αυτή δεν έχει την εξουσία να θεσπίσει νόμους ή να πάρει αποφάσεις για οποιοδήποτε θέμα, εκτός από τις περιπτώσεις εκτάκτων και απροβλέπτων καταστάσεων.

 

Ο σημερινός εκλογικός νόμος προβλέπει το σύστημα της αναλογικής εκπροσώπησης. Ο αριθμός των εδρών κάθε περιφέρειας καθορίζεται από το νόμο και οι περιφέρειες συμπίπτουν με τις διοικητικές επαρχίες του νησιού. Κάθε εκλογέας μπορεί να ψηφίσει κόμμα ή ανεξάρτητο υποψήφιο, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει υποψηφίους από διάφορα κόμματα. Οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται ανάλογα με την εκλογική δύναμη κάθε κόμματος.

 

Διάλυση της Βουλής: Τη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορεί να διαλύσει πρόωρα ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο αντιπρόεδρος. Διαλύεται μόνο με απόφαση δική της, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία και συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον του ενός τρίτου των βουλευτών που έχουν εκλεγεί από την τουρκική κοινότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση της Βουλής καθορίζει την ημερομηνία διενέργειας των εκλογών που δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από 30 μέρες και περισσότερο από 40 μέρες από την ημέρα που ελήφθη η απόφαση για διάλυσή της. Η Βουλή που θα προέλθει με τον τρόπο αυτό εκλέγεται για περίοδο ίση με την μη διανυθείσα περίοδο της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων.

 

Σε περίπτωση διαλύσεως της Βουλής μέσα στον τελευταίο χρόνο της πενταετούς βουλευτικής περιόδου, οι γενικές εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής διενεργούνται τόσο για την μη διανυθείσα περίοδο της διαλυθείσης Βουλής (κατά τη διάρκεια της οποίας κάθε σύνοδος της νεοεκλεγομένης Βουλής θα θεωρείται έκτακτη), όσο και για την επόμενη πενταετή περίοδο.

 

Σύνοδος της Βουλής: Η Βουλή των Αντιπροσώπων συνέρχεται σε τακτική σύνοδο χωρίς να συγκληθεί, την 15η μέρα μετά τις γενικές εκλογές και σε συνέχεια την αντίστοιχη μέρα κάθε χρόνου. Η τακτική σύνοδος της Βουλής διαρκεί 3 ως 6 μήνες, όπως ήθελε αποφασίζει η ίδια η Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Βουλή συγκαλείται σε έκτακτη σύνοδο από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό της, με έγγραφη αίτηση 10 βουλευτών.

 

Συνεδριάσεις της Βουλής: Οι τακτικές συνεδριάσεις της Βουλής είναι δημόσιες εκτός αν η ίδια θεωρήσει ότι είναι αναγκαίο να συνέλθει σε μυστική συνεδρία η οποία επιτυγχάνεται με απόφασή της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών τετάρτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

 

Ο πρόεδρος της Βουλής κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε συνεδρίασης.

 

Κατά την κήρυξη της λήξης της συνεδρίασης ο πρόεδρος της Βουλής γνωστοποιεί συγχρόνως, με συναίνεση της Βουλής, την ημέρα και ώρα της επόμενης συνεδρίας της Βουλής και την ημερήσια διάταξή της. Η ημερήσια διάταξη, περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια:

 

α) Κεφάλαιο πρώτο: Νομοθετική εργασία.

β) Κεφάλαιο δεύτερο: Κατάθεση νομοσχεδίων και εγγράφων.

γ) Κεφάλαιο τρίτο: Ερωτήσεις και απαντήσεις.

δ) Κεφάλαιο τέταρτο: Θέματα εγγραφέντα προς συζήτηση.

 

Η Βουλή των Αντιπροσώπων βρίσκεται σε απαρτία εφόσον παρίσταται τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

 

Λειτουργία της Βουλής: Την επομένη της εκλογής του προέδρου και του αντιπροέδρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων καταρτίζει την επιτροπή επιλογής η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Βουλής και από 8 βουλευτές που εκλέγει η Βουλή (6 από τους οποίους είναι βουλευτές που έχουν εκλεγεί από την ελληνική κοινότητα και 2 που έχουν εκλεγεί από την τουρκική κοινότητα). Η επιτροπή επιλογής καταρτίζει τις μόνιμες κοινοβουλευτικές επιτροπές καθώς και οποιεσδήποτε άλλες προσωρινές, οι οποίες συστήνονται για ορισμένο σκοπό, και διορίζει βουλευτές ως μέλη των επιτροπών αυτών.

 

Η ελληνική και η τουρκική ομάδα και οι πολιτικές κομματικές ομάδες στην Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπούνται δεόντως σε κάθε επιτροπή. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου που εισάγεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων παραπέμπεται πρώτα προς συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

 

Κανένα νομοσχέδιο και καμιά πρόταση νόμου, με εξαίρεση εκείνα που χαρακτηρίζονται ως επειγούσης φύσεως, δεν συζητείται από επιτροπή προτού παρέλθουν 48 ώρες από της διανομής τους στους βουλευτές που απαρτίζουν την επιτροπή.

 

Με εξαίρεση εκείνα που χαρακτηρίζονται ως επειγούσης φύσεως, κανένα νομοσχέδιο και καμιά πρόταση νόμου δεν συζητείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων προτού παρέλθουν 48 ώρες από τη στιγμή που διανέμεται στους βουλευτές μαζί με την έκθεση της κοινοβουλευτικής επιτροπής.

 

Η ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της Βουλής καταρτίζεται από τον πρόεδρο της Βουλής και ανακοινώνεται από αυτόν στο Σώμα. Μετά την ανακοίνωσή της, κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει προσθήκη ή τροπολογίες σ' αυτήν, αποφασίζει δε επί των προτάσεων η Βουλή.

 

Ο βουλευτής δεν μπορεί να αγορεύσει σε συνεδρία της Βουλής αν δεν εγγραφεί προηγουμένως θέμα στον σχετικό πίνακα ή αν δεν πάρει την άδεια του προέδρου ή του προεδρεύοντος της συνεδρίας.

 

Οι επιτροπές της Βουλής: Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές αντιστοιχούν γενικά προς τα υπουργεία της κυβέρνησης. Οι επιτροπές αυτές στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 24 Μαΐου 1981, είναι:

1) Επιτροπή Εξωτερικών.

2) Επιτροπή Οικονομικών.

3) Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

4) Επιτροπή Νομικών.

5) Επιτροπή Παιδείας.

6) Επιτροπή Εσωτερικών και Αμύνης.

7) Επιτροπή Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.

8) Επιτροπή Συγκοινωνιών και Έργων.

9) Επιτροπή Υγείας.

10) Επιτροπή Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών.

11) Επιτροπή Προσφύγων - Εγκλωβισμένων - Αγνοουμένων - Παθόντων.

12) Επιτροπή Κανονισμού της Βουλής και Δικαιωμάτων των Μελών του Σώματος.

13) Επιτροπή Τηρήσεως Κανονισμού.

 

Κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή έχει δικαίωμα να καλεί οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο όργανο, αρχή, οργανισμό, σωματείο, σύνδεσμο προσώπων, συντεχνία ή φυσικό και νομικό πρόσωπο για να παράσχει πληροφορίες και στοιχεία ή να εκφράσει και αναπτύξει απόψεις ή γνώμες για οποιοδήποτε υπό συζήτηση νομοσχέδιο ή θέμα. Οι αποφάσεις των επιτροπών λαμβάνονται δια πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος της επιτροπής έχει την νικώσα ψήφο. Η έκθεση που υποβάλλει η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία παραπέμφθηκε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου, διαβάζεται από το βήμα της Βουλής. Ακολουθεί συζήτηση και διεξαγωγή ψηφοφορίας. Τυχόν τροπολογίες συζητούνται και τίθενται σε ψηφοφορία.

 

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

1) Νομοθετικές αρμοδιότητες: Η κύρια αρμοδιότητα της Βουλής είναι η νομοθετική, αφού η Βουλή αποτελεί το νομοθετικό όργανο της Δημοκρατίας. Η νομοθετική αρμοδιότητα της Βουλής καλύπτει όλα τα θέματα εκτός από εκείνα που υπάγονται ρητά, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις Κοινοτικές Συνελεύσεις (βλέπε λήμμα Κοινοτικές Συνελεύσεις).

 

Για τη θέσπιση νόμων από τη Βουλή απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.

 

2) Αναθεωρητική αρμοδιότητα: Η Βουλή έχει αρμοδιότητα να αναθεωρεί τα μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα III του Συντάγματος. Για την ψήφιση οποιουδήποτε νόμου για τροποποίηση  - αναθεώρηση  απαιτείται πλειοψηφία η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ολικού αριθμού των βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα και τουλάχιστον τα δύο τρίτα των βουλευτών που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα.

 

3) Η Βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει την προκήρυξη περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης: Σε περίπτωση που απορρίπτεται η προκήρυξη, αυτή δεν έχει καμιά νομική ισχύ. Η προκήρυξη περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης παύει να ισχύει όταν παρέλθουν 2 μήνες από την έγκρισή της από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκτός αν η Βουλή, με αίτηση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίσει να παρατείνει την διάρκεια της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης.

 

4) Η εγκατάσταση του προέδρου της Δημοκρατίας και του αντιπροέδρου: Γίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ενώπιον της οποίας ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος δίνουν την νενομισμένη διαβεβαίωση.

 

5) Η Βουλή κυρώνει διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες που συνομολογούνται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Με τη δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποκτούν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε άλλου ημεδαπού νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται και από το αντισυμβαλλόμενο μέρος.

 

6) Η Βουλή των Αντιπροσώπων παίρνει και αποφάσεις σύμφωνα με το Σύνταγμα: Τόσο οι νόμοι όσο και οι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων εκδίδονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αντιπρόεδρο με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος όμως της Δημοκρατίας και ο αντιπρόεδρος έχουν είτε μαζί, είτε χωριστά, δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας (βέτο*) για νόμους ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τις εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα ή την ασφάλεια του κράτους. Για τις ίδιες περιπτώσεις έχουν και το δικαίωμα αναπομπής νόμων ή αποφάσεων.

 

Κατάθεση σχεδίων νόμου: Οι βουλευτές μπορούν να καταθέτουν σχέδια νόμου στη Βουλή. Ο μόνος περιορισμός, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα, αφορά τον προϋπολογισμό της Δημοκρατίας: δεν μπορεί να υποβληθεί από βουλευτή καμιά πρόταση νόμου που συνεπάγεται αύξηση των εξόδων που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Ο προϋπολογισμός κατατίθεται στη Βουλή από τον υπουργό Οικονομικών τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία που καθορίζει ο νόμος για την έναρξη του οικονομικού έτους, και ψηφίζεται από τη Βουλή πριν από την ημερομηνία ενάρξεως του οικονομικού έτους. Αν ο προϋπολογισμός δεν έχει ψηφισθεί στην προθεσμία αυτή, η Βουλή μπορεί με απόφασή της να εξουσιοδοτήσει τη διενέργεια δαπάνης από την κυβέρνηση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα κάθε φορά, ή δυο μήνες συνολικά, από το πάγιο ταμείο ή οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό του Δημοσίου. Ωστόσο η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που είχε εγκριθεί για κάθε υπηρεσία, για ίση χρονική περίοδο, στη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους.

 

Συνταγματικές διατάξεις και Βουλή: Άλλες διατάξεις του Συντάγματος για τη λειτουργία και το έργο της Βουλής, που δεν αναφέρονται πιο πάνω είναι:

 

Στο Άρθρο 45 αναφέρεται ότι ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούν να διωχθούν για εσχάτη προδοσία και ότι την κατηγορία εισάγουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ύστερα από ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων που εγκρίνεται με μυστική ψηφοφορία και πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών τετάρτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Όμως κανένα τέτοιο ψήφισμα δεν μπορεί να εγκριθεί και κανένα σχετικό θέμα δεν περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη ή συζητείται από τη Βουλή, αν η πρόταση τέτοιου ψηφίσματος δεν υπογραφεί τουλάχιστον από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 51, σε περίπτωση αναπομπής οποιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως ή τμήματός τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η Βουλή αποφασίζει για το αναπεμφθέν θέμα μέσα σε 15 μέρες από της αναπομπής, και σε περίπτωση αναπομπής του προϋπολογισμού η Βουλή αποφασίζει σε 30 μέρες. Αν η Βουλή εμμείνει στην απόφασή της, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, να εκδώσουν τον νόμο ή την απόφαση ή τον προϋπολογισμό, δημοσιεύοντάς τον στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 69 προβλέπει ότι ο βουλευτής, προ της αναλήψεως των καθηκόντων του στη Βουλή και σε δημόσια συνεδρίασή της, δίδει την ακόλουθη διαβεβαίωση: Διαβεβαιῶ  ἐπισήμως πίστιν καί σεβασμόν εἰς τήν διατήρησιν τῆς ἀνεξαρτησίας καί τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τῆς Δημοκρατίας τῆς Κύπρου.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 73, πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων με αριθμό βουλευτών τουλάχιστον ίσο προς το 12% του συνολικού αριθμού των βουλευτών, μπορεί να σχηματίσει πολιτική κομματική ομάδα η οποία δικαιούται αναγνωρίσεως.

 

Βάσει του Άρθρου 82 οι νόμοι και οι αποφάσεις της Βουλής τίθενται σε ισχύ από τη στιγμή που θα δημοσιευθούν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετική ημερομηνία στον δημοσιευόμενο νόμο.

 

Το Άρθρο 84 προβλέπει ότι οι βουλευτές παίρνουν από το δημόσιο ταμείο αποζημίωση που ορίζεται διά νόμου.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 179, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας και κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ή οποιασδήποτε από τις Κοινοτικές Συνελεύσεις (όπως και καμιά πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου στη Δημοκρατία που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα) δεν μπορεί να είναι με οποιοδήποτε τρόπο αντίθετη ή ασύμφωνη προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.

 

Δομή της Βουλής: Στην κορυφή της δομής της Βουλής βρίσκονται ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του Σώματος. Μετά την εκλογή τους, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος, βάσει του Άρθρου 72 του Συντάγματος, διορίζουν αντιστοίχως δυο Έλληνες και ένα Τούρκο ως γραμματείς της Βουλής, και δυο Έλληνες και ένα Τούρκο, ως κοσμήτορες.

 

Τα διοικητικής, κυρίως, φύσεως καθήκοντα ασκεί ο γενικός διευθυντής της Βουλής. Στην πιο κάτω βαθμίδα βρίσκονται ο προϊστάμενος κοινοβουλευτικών επιτροπών, ο προϊστάμενος γραφείου προέδρου Βουλής, ο προϊστάμενος διεθνών σχέσεων γραφείου προέδρου Βουλής, και ο ανώτερος λειτουργός εκδόσεων και μεταφράσεων.

 

Υπάρχει επίσης το αρχείο της Βουλής.

 

Άλλα στοιχεία: Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούν να προσφωνήσουν τη Βουλή προσωπικά ή με μήνυμα, ή να διαβιβάσουν τις απόψεις τους στο Σώμα μέσω των υπουργών. Οι υπουργοί μπορούν να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Βουλής ή οποιασδήποτε επιτροπής της, και μπορούν να κάμουν δήλωση στη Βουλή ή σε επιτροπή για θέμα της αρμοδιότητάς τους. Οι υπουργοί δεν είναι συνταγματικά υποχρεωμένοι να εμφανισθούν ενώπιον της Βουλής ή επιτροπής του Σώματος.

 

Η ψηφοφορία στη Βουλή γίνεται δι’ ανατάσεως της χειρός. Οι γραμματείς της Βουλής είναι υπεύθυνοι για την καταμέτρηση των ψήφων. Ψηφοφορία δεν διεξάγεται για όλα τα θέματα, εκτός αν υπάρξει ένσταση.

 

Έχει καθιερωθεί η Βουλή των Αντιπροσώπων να συνέρχεται τον Ιούλιο κάθε χρόνου, με αφορμή τις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής του Ιουλίου 1974. Επίσης η Βουλή συνέρχεται εκτάκτως σε περιπτώσεις επισκέψεων ξένων ηγετών στην Κύπρο, οι οποίοι και προσφωνούν το Σώμα.

 

Μεταξύ των δραστηριοτήτων της Βουλής είναι η συμμετοχή βουλευτών σε συνέδρια στο εξωτερικό και η οργάνωση αναλόγων συνεδρίων στην Κύπρο, η φιλοξενία ξένων βουλευτών στην Κύπρο και οι επισκέψεις Κυπρίων κοινοβουλευτικών εκπροσώπων σε άλλες χώρες κ.α. Η κυπριακή Βουλή είναι μέλος διαφόρων διεθνών κοινοβουλευτικών σωμάτων.

 

Η συνταγματική κρίση του 1963 και η Βουλή των Αντιπροσώπων: Ενώ για την θέσπιση οποιουδήποτε νόμου απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών, για τροποποίηση του εκλογικού νόμου καθώς και για την ψήφιση νόμων που αφορούν τα δημαρχεία και κάθε νόμου που επιβάλλει τέλη ή φόρους, απαιτείται χωριστή πλειοψηφία των βουλευτών που εξελέγησαν από την ελληνική κοινότητα και την τουρκική κοινότητα της Κύπρου.

 

Οι Τούρκοι βουλευτές εκμεταλλεύθηκαν τη συνταγματική αυτή πρόνοια για προώθηση των διχοτομικών σχεδίων της Άγκυρας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και καταψήφισαν το νομοσχέδιο για παράταση του φορολογικού νόμου που θα εξέπνεε στις 31 Μαρτίου 1961, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να παραμείνει χωρίς φορολογική νομοθεσία. Καταψήφισαν επίσης το νομοσχέδιο για το φόρο εισοδήματος και αρνήθηκαν να ψηφίσουν, στο τέλος του 1962, είτε παράταση είτε νέα νομοθεσία για τα δημαρχεία, με αποτέλεσμα η Δημοκρατία να στερείται τέτοιας νομοθεσίας με όλες τις συνέπειες.

 

Μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία τον Δεκέμβριο του 1963, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές μαζί με όλους τους Τούρκους δημοσίους υπαλλήλους απεχώρησαν από τις θέσεις τους και κατέφυγαν στους τουρκοκυπριακούς θυλάκους με το πρόσχημα ότι κινδύνευε η ζωή τους. Το αντίθετο αποδεικνύεται από σειρά εγγράφων των Ηνωμένων Εθνών. Σκοπός τους ήταν η προώθηση του γεωγραφικού διαχωρισμού των δυο κοινοτήτων, πράγμα που επισφραγίσθηκε και με την τουρκική εισβολή του 1974.

 

Παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, η Βουλή των Αντιπροσώπων εξακολούθησε να λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και όταν έγιναν νέες βουλευτικές εκλογές πληρώθηκαν μόνο οι 35 βουλευτικές έδρες που ανήκαν στην ελληνική κοινότητα ενώ οι 15 παρέμειναν στη διάθεση των Τούρκων που ωστόσο δεν επέστρεψαν.

 

Ποια όμως η νομική συνέπεια της εξέλιξης αυτής τόσο για την ύπαρξη όσο και για τη λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων; Αποτελεί βασική αρχή του Δημοσίου Δικαίου ότι η εκτέλεση των δημοσίων λειτουργιών από ένα όργανο είναι υποχρεωτική και ότι κανένα όργανο δεν μπορεί να απέχει από την εκτέλεση αυτών. Η συνταγματική διάρθρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, τη διαρκή άσκηση του λειτουργήματος της Βουλής χωρίς διακοπή. Επομένως οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές δεν έχουν δικαίωμα να απέχουν ή να παρίστανται όποτε θέλουν, ούτε η αποχή τους μπορεί να επηρεάσει κατά τρόπο αρνητικό τη λειτουργία του Σώματος εφόσον μάλιστα δύναται να λειτουργεί νόμιμα με τα υπόλοιπα μέλη.

 

Σύμφωνα με το Δίκαιο της Ανάγκης που εφάρμοσε η Πολιτεία όταν η κατάσταση που δημιουργήθηκε δεν επέτρεπε καμιά άλλη θεραπεία, υπό την παρούσα σύνθεσή της η Βουλή είναι το αρμόδιο όργανο για άσκηση της νομοθετικής εξουσίας σύμφωνα με το Σύνταγμα.

 

Δεύτερο συναφές ερώτημα είναι κατά πόσο η τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου μετέβαλε το νομικό καθεστώς της Βουλής. Σύμφωνα με το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο, η πιο σπουδαία αρχή που διέπει το δίκαιο της στρατιωτικής κατοχής είναι ότι η στρατιωτική κατοχή δεν μεταθέτει την κυριαρχία της χώρας στην κατοχική δύναμη. Η κατοχική δύναμη αποκτά μόνο προσωρινό και περιορισμένο δικαίωμα να διοικεί την περιοχή, το δε δικαίωμα αυτό δεν είναι ποσώς ταυτόσημο και δεν μπορεί καθόλου να συγκριθεί με τη συνήθη διοίκηση εφόσον αυτή είναι καθαρά στρατιωτική. Εφόσον δεν μετατίθεται η κυριαρχία, η κατοχική δύναμη δεν έχει κανένα δικαίωμα είτε να προσαρτήσει τα κατεχόμενα εδάφη είτε να κηρύξει ανεξάρτητο κράτος, είτε επίσης να το χωρίσει από το υπόλοιπο σε δυο ή περισσότερες διοικητικές περιοχές για καθαρά πολιτικούς λόγους. Σύμφωνα με το άρθρο 43 της Σύμβασης της Χάγης του 1907, διάταξη που αποτελεί πια εθιμικό δίκαιο, «ευθύς ως η εξουσία της νομίμου κυβερνήσεως περιέλθει πράγματι στα χέρια της κατοχικής δυνάμεως η τελευταία υποχρεούται να κάνει κάθε τι το δυνατόν για την αποκατάσταση και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σεβόμενη ταυτόχρονα τους ισχύοντες στον τόπο νόμους.»

 

Βάσει των πιο πάνω είναι φανερό ότι η τουρκική εισβολή του 1974 και η κατοχή τμήματος της Κύπρου δεν έχει επηρεάσει το νομικό καθεστώς της Βουλής των Αντιπροσώπων έστω και αν εμποδίζεται προσωρινά στο να ασκήσει τις εξουσίες της στο υπό κατοχή τμήμα του νησιού το οποίο νομικά εξακολουθεί να τελεί υπό την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Βουλή παράνομη: Στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου λειτουργεί η λεγόμενη «Βουλή» της τουρκικής κοινότητας, η οποία δεν αναγνωρίζεται από κανένα κοινοβούλιο του κόσμου (εκτός εκείνου της Τουρκίας), ούτε από οποιαδήποτε διεθνή κοινοβουλευτική οργάνωση. Η τουρκοκυπριακή «Βουλή» απαρτίζεται από 40 μέλη.

 

Σημ: Για λεπτομέρειες σχετικά με τα αποτελέσματα των κατά καιρούς βουλευτικών εκλογών και για τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή, βλ. λήμματα εκλογές και βουλευτές.

 

Γ. ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Φώτο Γκάλερι

Image