Βούφα

Ο αργαλειός της Κύπρου

Image

Αργαλειός. Πανάρχαιο ξύλινο κι επιτόπιας κατασκευής μηχάνημα ύφανσης, που χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο σε μεγάλη έκταση σε διάφορες εποχές. Η λέξη βούφα προέρχεται από την αρχ. ὑφή (δωρικός τύπος: ὑφά), που σημαίνει ύφανση. Το μηχάνημα αυτό της υφαντικής λέγεται και αρκαστήριν, από το ρήμα εργάζομαι, αφού η ύφανση ήταν μια από τις βασικότερες εργασίες των γυναικών στα σπίτια. Ωστόσο επικράτησε να ονομάζεται αρκαστήριν ένας νεώτερος τύπος βούφας, που είναι και ο πιο διαδεδομένος τύπος αργαλειού όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Σ' αντίθεση προς τον αρχαιότερο τύπο βούφας, το αρκαστήριν είναι πιο ξεκούραστη μηχανή όπου η ύφανση γίνεται με περισσότερη άνεση αφού η υφάντρα κάθεται κανονικά σε σκαμνί ενσωματωμένο, και όχι στο έδαφος, τα δε πατήδκια βρίσκονται πάνω από το έδαφος και όχι σε λάκκο, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Στην Κύπρο σήμερα λόγω της βιομηχανοποίησης υπάρχουν πολύ λίγοι αργαλειοί και λειτουργούν μέσα από προγράμματα που στηρίζει το Τμήμα Χειροτεχνίας.

 

Τύποι βούφας 

Υπάρχουν στον ελληνικό κόσμο διάφοροι τύποι αργαλειού, που αποτέλεσαν συνέχεια ή και εξέλιξη του αρχαίου ιστού. Τέτοιοι τύποι είναι ο καθιστός αργαλειός, ο αργαλειός του λάκκου, ο όρθιος ή κρεμαστός, ο πλαγιαστός αργαλειός κ.α. Στην Κύπρο χρησιμοποιήθηκε κυρίως ο τύπος του αργαλειού του λάκκου (βούφα) και ο καθιστός αργαλειός (αρκαστήριν).

 

Ο τρόπος ύφανσης, που είναι παρόμοιος στους παραδοσιακούς αργαλειούς πολλών μερών του κόσμου, είναι βασικά ο ακόλουθος: Τέσσερις κάθετοι ξύλινοι στύλοι στερεώνονται στο έδαφος, σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Άλλα δυο κυλινδρικά ξύλα, τοποθετούνται στο μπροστινό μέρος (αντίν) και στο πίσω μέρος (πισάντιν). Τα δυο κυλινδρικά ξύλα γυρίζουν και στο ένα τυλίγονται οι μακριές κλωστές του μελλοντικού υφαντού (το λεγόμενο στημόνι), ενώ στο άλλο τυλίγεται το τελειωμένο ύφασμα. Οι κλωστές του στημονιού περνούν μια- μια από τα μιτάρκα (κάθετα τοποθετημένα νήματα) και από τα δόντια ενός ξύλινου χτενιού, ξεκινώντας από το πισάντιν και καταλήγοντας στο αντίν. Τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια ενός απλού μηχανισμού που τίθεται σε κίνηση με πατήδκια που ο χειρισμός τους γίνεται με τα πόδια. Μαζί με τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα και οι κλωστές. Με το πάτημα του ενός πατηδκιού κατεβαίνουν προς τα κάτω οι μισές κλωστές, έτσι ώστε δημιουργούν ένα κενό μεταξύ του συνόλου των κλωστών. Από το κενό αυτό η υφάντρα περνά κατά πλάτος το υφάδι (νήμα τυλιγμένο σε σαΐτα που λέγεται μακούτζ'ιν). Πατώντας το δεύτερο πατήδι, οι άλλες μισές κλωστές κατεβαίνουν, ενώ οι πρώτες μισές υψώνονται. Έτσι οι κλωστές σταυρώνονται μεταξύ τους και με το νήμα του μακουτζ'ιού. Για να στερεωθεί καλύτερα το κάθε ένα υφάδι, η υφάντρα το χτυπά με το χτένι, που κινείται μπροστά και πίσω. Έτσι συνεχίζεται η ύφανση, και οι κλωστές συνεχώς ξετυλίγονται από το πισάντιν για να υφανθούν και να τυλιχθούν σαν υφαντό πια στο αντίν. Η ποικιλία και η εναλλαγή των χρωμάτων στα υφαντά επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών χρωμάτων κλωστών στο υφάδι. Προς τούτο, η υφάντρα έχει κοντά της πολλά μακούτζια που το καθένα φέρει νήμα διαφορετικού χρώματος. Σύμφωνα προς το σχέδιο ύφανσης που ακολουθεί, και τη δική της αισθητική αντίληψη, χρησιμοποιεί εναλλάξ διάφορα μακούτζ'ια με διάφορα χρώματα, ώστε να πετυχαίνει το χρωματικό αποτέλεσμα που επιδιώκει.

 

Η βούφα πήρε την ονομασία αυτή, που σημαίνει κοιλότητα, επειδή οι παλαιότεροι τύποι αργαλειού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τοποθετούνταν πάνω από μικρό λάκκο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν τα πατήδκια. Η ρίζα της λέξης βούφα, όπως και της λέξης βούππος που σημαίνει το κοίλωμα της πινακωτής που δίνει το σχήμα στα ψωμιά, ίσως είναι η λέξη οπή (βλέπε λήμμα βούππος).

 

Τα μέρη της βούφας

Τα κυριότερα μέρη της βούφας είναι:

 

  1. Οι στύλλοι, που όπως ανεφέρθη, είναι τέσσερις, στερεωμένοι στο έδαφος, σε σχήμα παραλληλόγραμμο.
  2. Το αντίν, κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το υφαντό.
  3. Το πισάντιν, επίσης κυλινδρικό ξύλο, από το οποίο ξετυλίγεται το στημόνι. Σε αρχαιότερους τύπους βούφας το πισάντιν χρησίμευε μόνο στο να κρατεί τεντωμένες τις κλωστές, που ξετυλίγονταν από το μπροστινό μέρος της βούφας και περνούσαν πάνω απ’ αυτήν, στερεωμένες από
  4. την κάτσ'ην, οριζόντιο κυλινδρικό ξύλο στερεωμένο στην οροφή του σπιτιού.
  5. Το χτένιν, μέσα από το οποίο περνούν οι κλωστές. Κινείται μπρος - πίσω, και είναι στερεωμένο σε δυο
  6. πέταλα, κάθετα τοποθετημένες σανίδες, στερεωμένες στην
  7. βέρκαν, κομμάτι ξύλου, τοποθετημένο οριζόντια μεταξύ των στύλλων.
  8. Τα πατήδκια, που είναι δυο, και κινούν τις κλωστές του στημονιού πάνω και κάτω.
  9. Τα μιτάρκα, κάθετα τοποθετημένα νήματα πίσω από το χτένι, μέσα από τα οποία περνούν οι κλωστές του στημονιού. Τα μιτάρκα συγκρατούνται στις επιθυμητές διαστάσεις με τις
  10. μιτόβερκες. Οι μιτόβερκες και τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια των πατηδκιών.

 

Τύποι υφαντών

Στην Κύπρο υφαίνονταν διάφορα είδη υφαντών που ήταν διάσημα, πασίγνωστα και περιζήτητα κυρίως κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Στη βούφα ήταν δυνατό να υφανθούν μάλλινα, βαμβακερά, λινά, μεταξωτά, ακόμη και κουρέλια που έδιναν τα γνωστά πεύτζ’ια (κουρελούδες).

 

Το πλάτος του υφαντού που υφαίνεται εξαρτάται ή και ρυθμίζεται από το μέγεθος του χτενιού. Το μήκος δεν είναι καθορισμένο, αφού η υφάντρα μπορεί να υφάνει όσο θέλει, και μετά να κόψει τις κλωστές του στημονιού στο επιθυμητό μήκος. Ακόμη το είδος του χτενιού καθορίζει και το είδος ύφανσης του υφαντού, που ανάλογα με το πάχος και την πυκνότητα των δοντιών του χτενιού, επιτυγχάνεται πυκνότερη, αραιότερη, χοντρότερη ή και λεπτότερη ύφανση. Υπάρχουν, γι’ αυτό, διάφοροι τύποι από χτένια.

 

Τα κυπριακά υφαντά ήταν γνωστά για την ωραιότητα και την ποιότητά τους από την αρχαιότητα, οπότε εχρησιμοποιούντο βασικά για ύφανση το μαλλί και το λινάρι. Στα Βυζαντινά χρόνια προστέθηκε το βαμβάκι και το μετάξι. Ήταν τότε γνωστά τα περίφημα χρυσοΰφαντα και μεταξωτά προϊόντα της κυπριακής βούφας. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν περιζήτητα στην Ευρώπη, ως είδη πολυτελείας, 9 συνολικά είδη κυπριακών υφαντών. Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν γνωστά τα κυπριακά, βαμβακερά και μεταξωτά υφαντά. Μέχρι τις μέρες μας εξακολουθούν να φημίζονται τα φυδκιώτικα υφαντά (τύπος του χωριού Φύτη της Πάφου), τα λευκονοιτζιάτικα κ.α. (Για τις λεπτομέρειες, βλέπε λήμμα υφαντά - υφαντική).

 

Τα προϊόντα της κυπριακής βούφας χρησίμευαν για ένα τεράστιο αριθμό κατασκευών: Από ανδρικές και γυναικείες ενδυμασίες, μέχρι σεντόνια, χαλιά, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, κουνουπιέρες, σκεπάσματα κρεβατιών, δισάτσ'ια, χράμια και πολλά άλλα. Ανάλογα με το είδος και τη χρήση, διακοσμούνταν με σχέδια κατά την ύφανση, με κρόσσια, με χάντρες κλπ.

 

Σε παλαιότερες εποχές πάρα πολλά σπίτια, στις πόλεις και στα χωριά της Κύπρου, ήταν εφοδιασμένα με βούφα, στην οποία οι γυναίκες έφτιαχναν την προίκα τους, ικανοποιούσαν όλες τις ανάγκες της οικογένειας σε ρουχισμό, και ταυτόχρονα έφτιαχναν προϊόντα για εμπορία, που ήταν περιζήτητα.

 

Βούφας τραγούδια

Η πολύωρη, ρυθμική αλλά και μονότονη, συνεπώς ανιαρή εργασία στην βούφα, αντιμετωπιζόταν με τραγούδια τα οποία τραγουδούσαν οι γυναίκες ενώ ύφαιναν. Το τραγούδι στον αργαλειό σημειώνει σε διάφορες περιπτώσεις ο Όμηρος, που εκτός από την Πηνελόπη που ύφαινε και χαλούσε, μας πληροφορεί ότι και η Καλυψώ

στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.

 

Αλλά και στο παλάτι της Κίρκης όταν έφθασε ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του,

ακούν την Κίρκη μέσαθε που γλυκοτραγουδούσε

μεγάλο υφαίνοντας πανί κι αχάλαστο...

 

Τα τραγούδια της βούφας ανήκουν στην κατηγορία των εργατικών τραγουδιών, και ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή. Τα κυπριακά εργατικά τραγούδια της βούφας ανήκουν στη δημοτική μας ποίηση. Σκοπό είχαν, όπως άλλωστε κι όλα τα είδη των εργατικών τραγουδιών (λ.χ. τραγούδια του θερισμού), να διευκολύνουν την εργασία γιατί με τον ρυθμό τους εναρμονίζουν και τις κινήσεις του εργαζόμενου προσώπου στον κανονικό ρυθμό. Έτσι, περιορίζεται η προσπάθεια του εργάτη με την εξοικονόμηση μυϊκής δύναμης. Φυσικά ο ρυθμός και το μέτρο των εργατικών τραγουδιών εξαρτώνται και από το είδος της εργασίας την οποία συνοδεύουν.

 

Δίνουμε πιο κάτω μερικά παραδείγματα κυπριακών τραγουδιών της βούφας:

 

Ανάθθεμαν τημ' μάναν σου που σ' έμαθεν να 'φαίνεις

τζ'αι παίζεις με το πέταλον τζ' εμέναν έμ' με θέλεις.

 

Μεταξωτόν εν το παννίν, μεταξωτόν το χτένι,

μεταξωτόν το πέταλον τζ'η κόρη που το 'φαίνει.

 

Νά διπλωθώ να τριπλωθώ, να κάτσω μέσ' στη βούφα,

τζ'αί να σου φάνω, αγάπη μου, πουρετσ’ικκένα ρούχα.

 

Να διπλωθώ, να τριπλωθώ, να κάτσω να φανίσκω,

μακάρ' εγιώ νά'μαι καλά τζ' άλλην αγάπην βρίσκω.

 

 

Πηγή:

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image