Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβάκλιστος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

ατρύγητος, αυτός του οποίου οι καρποί δεν έχουν ραβδιστεί με τη βάκλα (βέργα), ώστε να μαζευτούν στη συνέχεια. Συνήθως για δέντρα.

Ετυμολογία:

α στερ. + βακλίζω< βάκλα <λατ. baculum/baclum (=ραβδί)

Αντίθετα:

βακλισμένος

Ειδικές φράσεις:

"Αν μείνουν αβάκλιστα τα δεντρά οι ελλιές εννά ππέσουν που κάτω"