Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβκόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το αβγό.

Ειδικές φράσεις:

1. "η έγια γέννησεν αβκόν τζ̌ι ο πετεινός ριφούιν" (στίχος από γνωστό παραδοσιακό τραγούδι). 2. "κόμα εν έβκην που τ' αβκόν" (για κάποιον που είναι άπειρος, αλλά συμπεριφέρεται αδικαιολόγητα σαν έμπειρος). 3. «Εχάσαμεν τζ̌αι τ' αβκά τζ̌αι τα καλάθκια» : τα χάσαμε όλα. Αντίστοιχη της νεοελληνικής: "Χάσαμε και τ' αβγά και τα πασχάλια". 4. «Με αβκά, με πουλλιά» : λέγεται για μια δραστηριότητα που βρίσκεται στα αρχικά στάδια, ακόμα και πριν αρχίσει. 5. «Να ππέσει αβκόν που τον κώλον του, εν ισπάζει»: λέγεται για τους τσιγκούνηδες ή τους πολύ κοντούς.

Παροιμίες: