Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ακονιώ »

Ρήμα

Σημασία:

οξύνω το ακόνι, ακονίζω.

Συνώνυμα:

Κονίζω, Κονιώ, Λειακουνίζω, Τροσ̌ίζω