Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανώφλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ανώβλιν (το δοκάρι της πόρτας που είναι σε οριζόντια θέση).

Συνώνυμα:

Ανώφλιον (το)