Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αφεντικόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. ο αφέντης (το αφεντικό). 2. βλ. μάστορης (ο μάστορας).

Συνώνυμα:

Αφεντικίνα (η), Αφέντρικα (η), Αφέντρικα (η), Ουστάς (ο)