Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρκοφόραος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αρκοφόραδος (1. η άγρια φοράδα. 2. μτφ. γυναίκα με άξεστους τρόπους).